Θα ήταν ιδιαίτερα απλουστευτικό να θεωρήσει κάποιος την αρχαία Ελληνική Μυθολογία σαν εξιστόρηση φανταστικών γεγονότων με διάφορους συμβολισμούς και, ταυτόχρονα, να αγνοήσει το επιστημονικό και μεταφυσικό μήνυμα που αυτή εκπέμπει από τα βάθη των αιώνων.
Γιατί μπορεί μεν η Ελληνική Μυθολογία να πλημμυρίζει από το φως του Ήλιου και την ανθρώπινη διάσταση των Θεών της που δεν διστάζουν να κατεβαίνουν από τον Όλυμπο, να αναμειγνύονται με τους θνητούς, να ερωτεύονται και να συναλλάσσονται όπως αυτοί, εμφορούμενοι από τα ίδια με αυτούς συναισθήματα, πολλοί όμως συμβολισμοί της Μυθολογίας, όπως ο αριθμός τρία και οι, διαφόρων εκφάνσεων τριαδικές θεότητες εκφράζουν μία βαθύτερη φιλοσοφική και υπαρξιακή αντίληψη για τη γένεση, το θάνατο και, γενικά, τη μοίρα του ανθρώπου, χωρίς ιδιαίτερες δαιμονικές ή μοιρολατρικές προλήψεις.
Έτσι και η πιο σκοτεινή θεότητα της αρχαίας Ελλάδας, η Εκάτη δεν έχει τίποτα κοινό με τα ξωτικά της Αγγγλοσαξωνικής μυθολογίας ή τους μυθικούς δαίμονες της Μεσοποταμίας, όπως την πρωτόπλαστη Lilith της Kabbale και του Talmud.
Η Εκάτη ήταν κόρη Τιτάνων (του Πέρση και της Αστερίας), προϋπήρχε των Θεών του Ολύμπου και κυριαρχούσε σε Γη, Θάλασσα και Ουρανό. Και όταν ο Ζευς αναγνωρίσθηκε Θεός των Θεών και των θνητών την τίμησε διατηρώντας όλες τις θεϊκές της δυνάμεις, όπως ο Ησίοδος μας γνωρίζει στη Θεογονία του (στ. 411-412): «η (Αστερία) δ’ υποκυσαμένη Εκάτην τέκε, την περί πάντων Ζευς Κρονίδης τίμησε».
Η Εκάτη ήταν γνήσια Ελληνική θεότητα. Προστάτευε όσους απένειμαν δικαιοσύνη, τους κυνηγούς, τους πολεμιστές, τους ψαράδες και τα κοπάδια των βοσκών, εξ’ ου και η προσωνυμία της κουροτρόφος. Είχε στενή σχέση με τον Άδη και η μυθολογία την θέλει διαμεσολαβητή της επανόδου της Περσεφόνης από τον κάτω κόσμο και της απόδοσής της στη μητέρα της Δήμητρα.
Αργότερα, στους κλασσικούς χρόνους, η θεότητα της Εκάτης αρχίζει να παίρνει άλλη διάσταση. Πρώτος ο Ευριπίδης στη «Μήδεια» την παρουσιάζει σαν προστάτιδα των μαγισσών άποψη, που μετά πολλούς αιώνες, μας μεταφέρει και ο W. Shakespeare στην τραγωδία του «Macbeth». Ίσως από την κλασσική αρχαιότητα και μετά, η Εκάτη «ταυτίζεται» με τη Δήμητρα (ή την Άρτεμη) και την Περσεφόνη σε μία τριαδική οντότητα, θηλυκού γένους όπως αυτές που συναντούμε σε πολλές θρησκείες.
Η ταύτιση αυτή είναι καθαρά συμβολική, δεδομένου ότι εκφράζει την επικυριαρχία των τριών θεϊκών οντοτήτων στον Ουρανό και τη Σελήνη (Εκάτη), στη Γη (Άρτεμη) και στον Άδη (Περσεφόνη). Τρεις όμως ήσαν και οι μυθικές Γοργόνες, η Σθενώ (Δύναμη), η Ευρυάλη (Θάλασσα) και η Μέδουσα (Σοφία), αλλά και οι φοβερές Ερινύες, Τισεφόνη, Αλυκτώ και Μέγαιρα, που γεννήθηκαν από το αίμα του Ουρανού όταν αυτός ακρωτηριάσθηκε από τον Κρόνο.
Αλλά και η ίδια η Εκάτη, στους ύστερους χρόνους της αρχαιότητας, εμφανίζεται σαν τρισυπόστατη εκφράζοντας ουσιαστικά τους τρεις κόσμους (Θεϊκό, Γήινο και Νεκρικό). Οι προς τιμήν της εορτές, τα Εκάτεια ετελούντο σε τρίστρατα, κατά προτίμηση εκτός των πόλεων ενώ, σε μία άλλη γιορτή κάθαρσης των οικιών, τα Οξυθύμια, επικαλούντο το όνομά της για την εκδίωξη των κακών πνευμάτων. Τα αγάλματα της θεάς έφεραν, συνήθως, τρία πρόσωπα ενώ, σε άλλες εκδοχές το πρόσωπο της γυναίκας συνόδευαν ένα πρόσωπο αλόγου και ένα, λέοντα.
Ο Αριστοτέλης χαρακτήριζε το 3 ως τον αριθμό του Παντός και οι Πυθαγόρειοι πίστευαν στο τριγωνικό (πρωταρχικό) σχήμα της γήινης επιφάνειας γι’ αυτό και οι Ναοί και οι Πόλεις κτίζονταν στις γωνίες ισοσκελών τριγώνων όπως, π.χ. η Ακρόπολη των Αθηνών, ο ναός της Αφαίας στην Αίγινα και ο ναός του Ποσειδώνα στο Σούνιο. Το Ορφικό Τρίπτυχο συντίθετο από τις έννοιες της Ύπαρξης, της Ζωής και της Διάνοιας ενώ στην Αλχημεία τα αιθερικά στοιχεία ήσαν τρία, το αλάτι, ο υδράργυρος και το θείο.
Το τρίμορφο και τρισυπόστατο της Εκάτης αποτελεί, ίσως, την πιο παλιά και αρχέγονη προσέγγιση του ανθρώπινου υπαρξιακού προβλήματος μέσα από τη συσχέτισή του με το Θείο και τον Θάνατο. Δεν είναι, εξάλλου τυχαία, η -με διάφορες μορφές- υιοθέτηση τριαδικών θεϊκών σχημάτων σε πολλές μεταγενέστερες θρησκείες, όπως τους αρχαίους Κέλτες, τους Βουδιστές, τους προ-Ισλάμ Άραβες, τους Ινδουιστές κ.ά.
Πολλές είναι και οι αρχαιοελληνικές τριαδικές θεότητες, είτε αμιγώς θηλυκές, όπως η Κόρη (της οποίας το όνομα θεωρείται τόσο ιερό ώστε να απαγορεύεται η προφορά του), η Δήμητρα και η Εκάτη, είτε μικτές όπως στην Αρκαδία όπου ελατρεύοντο ο Ποσειδώνας, η Δήμητρα και η άλλη κόρη τους, η Δέσποινα ή στα Καβείρια Μυστήρια όπου ελατρεύοντο ο Αξιόκερσος (Άδης), η Αξιόκερσα (Περσεφόνη) και ο Καδμίλος (Ερμής). Το δωδεκάθεο χωρίζεται ισότιμα σε 6 (3×2) θηλυκές θεότητες και 6 (3×2) αρσενικές ενώ και ήσσονος σημασίας θεότητες (Ώρες, Χάριτες, Μοίρες) αναφέρονται πάντα σε τριάδες.
Στις δύο από τις τρεις μονοθεϊστικές θρησκείες (Ιουδαϊσμό και Ισλάμ) η Τριαδική Θεότητα καταργήθηκε πλήρως, ενώ στο Χριστιανισμό προσέλαβε τη μορφή της Αγίας Τριάδας με τις όποιες δογματικές – θεολογικές ιδιομορφίες της. Αυτό όμως που έχει σημασία είναι ότι το θηλυκό στοιχείο εξοβελίσθηκε πλήρως από τη Χριστιανική αντίληψη της θεότητας και περιορίσθηκε μόνο στην αναγνώριση της «θεοτόκου» και «παναγίας» Μητέρας του Ιησού, «αειπαρθένου» (;) και «μεσολαβήτριας» υπέρ των ανθρώπων, όχι όμως θεάς.
Μέσα από αυτή την αντίληψη δεν είναι περίεργη η δαιμονοποίηση του θηλυκού στοιχείου στα ύστερα Ρωμαϊκά χρόνια και το Μεσαίωνα. Ακόμα και στον W. Shakespeare, οι μάγισσες («Macbeth») είναι μάλλον (!) θηλυκές και η Εκάτη αναγνωρισμένη από όλους θεά των. Η θεά-μητέρα των αρχαίων θρησκειών υποτιμήθηκε τόσο τα χρόνια της μονοθεϊστικής-θεοκρατικής αντίληψης που θα έπρεπε να περάσουν πολλοί αιώνες για να αναγεννηθεί, έστω και μερικώς, η αρχαιοελληνική άποψη της «ισοθεΐας» των δύο φύλων μέσα από την πρόοδο και την εξέλιξη των κοινωνιών και των πολιτικών συστημάτων.
Τα νερά των ποταμών δεν γυρίζουν πίσω όσο και αν τα διέτασσε ο Κανύτ, ο βασιλιάς των Σαξώνων. Είναι απόλυτα βέβαιο ότι οι δαιμονοποιήσεις δεν μπορούν να αποτελούν διαμορφωτές της ιστορίας του μέλλοντος, όπως συνέβαινε στο παρελθόν. Σε μία τέτοια μελλοντική κοινωνία πιστεύουμε ότι «Θεότητες» σαν την Εκάτη θα βρουν τη θέση που τους αρμόζει στο Πάνθεον της Φιλοσοφίας και της Κοινωνικής και Αισθητικής αρμονίας.