Μουσείο Ελευσίνας. Η πίσω πλευρά της «Φεύγουσας Κόρης» Περσεφόνης (γύρω στο 480 π.Χ. φωτογραφία).
Υπάρχουν τρεις τύποι ανθρώπων.
Ο πρώτος αφορά τους ανθρώπους εκείνους που θεωρούν την επίγεια ζωή σαν την αρχή και το τέλος.
Ο δεύτερος αφορά αυτούς που είναι ικανοί σε κάποιο βαθμό να στρέφουν τη ψυχή τους σε πιο υψηλές αξίες.
Και τέλος υπάρχουν οι σοφοί άνθρωποι των οποίων τα μάτια στρέφονται προς το Φως, την Θεϊκή πηγή όπου τα πάντα προέρχονται.
Είναι δύσκολο να συλλάβουμε με την νόηση τον Θεό και είναι αδύνατο να τον εκφράσουμε και αν ακόμη τον συλλάβουμε με την νόηση. Διότι είναι αδύνατον να ορίσεις το άυλο με το υλικό και δεν είναι δυνατόν να συλλάβεις το τέλειο με το ατελές και το αιώνιο είναι δύσκολο να συναντηθεί και να συνυπάρξει με το εφήμερο.
Διότι το ένα υπάρχει στην αιωνιότητα, ενώ το άλλο είναι παροδικό και το ένα υπάρχει πραγματικά, ενώ το άλλο από φαινομενική άποψη σκιάζεται. Και βρίσκεται σε τόσο μεγάλη απόσταση το ασθενέστερο από το ισχυρότερο και το κατώτερο από το ανώτερο, σε όση βρίσκεται το θνητό από το Θείο. Και η μεταξύ τους απόσταση αμαυρώνει την θέα του ωραίου. Διότι δύνασαι να δεις με τα μάτια τα υλικά σώματα και να περιγράψεις με την γλώσσα τα ορατά.
Αλλά το ασώματο και αόρατο και άμορφο και άυλο δεν είναι δυνατόν να γίνει αντιληπτό από τις αισθήσεις μας. (Ερμής προς ΤΑΤ, Ερμητικά κείμενα αποσπ. Ι 28 Μονή Ιβήρων Αγιον Ορος 1317 – φ 287 α)
Αν λοιπόν μπορεί να γίνει με κάποιο τρόπο το θείο γνωστό, να είναι αντιληπτό από την ύπαρξη της ψυχής και από αυτήν να αναγνωρίζεται, καθ’ όσον είναι δυνατόν. Γιατί παντού τα όμοια αναγνωρίζουν τα όμοιά τους (Οδύσσεια ρ 218), έτσι και πάντα ο Θεός τον όμοιο κοντά στο όμοιο φέρνει.
Τα λουλούδια δεν ονειρεύονται τη μέλισσα. Ανθίζουν και η μέλισσα έρχεται….!
Πρέπει να δεχόµαστε τους θεούς και να τους αφήνουμε όπως ο καθένας, σύµφωνα µε το νόµο και το έθιµο, είναι διατεθειµένος να αντιλαµβάνεται (Πλούταρχος, Περί κοινών εννοιών προς Στωικούς, 1074, 31).
Και όπως ακριβώς στις πιο ιερές τελετές λένε ότι οι μύστες στην αρχή συναντούν πολυποίκιλα και πολυειδή τα γένη των θεών που έχουν προπορευτεί, ενώ, αν εισέλθουν ατάραχοι και προστατευόμενοι από τις τελετές, τότε την ίδια τη θεία έλλαμψιν ακραιφνώς μεταλαμβάνουν.
Η ψυχή μοιάζει με τον Γλαύκο, το θεό εκείνο της θάλασσας που έχει κολλημένες επάνω του αχιβάδες, φύκια και πέτρες, έτσι που να δυσκολεύεται κανείς να την αναγνωρίσει (Πλάτων, Πολιτεία 611c-d). Η ψυχή όμως εισερχόμενη στον εαυτό θα δει και τον θεό. Και στην ένωση της με το κέντρο της ζωής, ξεπερνώντας το πλήθος και την ποικιλία των κάθε είδους δυνάμεων που βρίσκονται σε αυτήν, ανεβαίνει στη ίδια στην πηγή της.
Κατά τον ίδιο τρόπο η ψυχή η οποία κοιτάζει αυτά που βρίσκονται μετά από αυτήν, βλέπει τις σκιές και τα είδωλα των όντων, ενώ, αν στραφεί προς τον εαυτό της, ξεδιπλώνει τη δική της ουσία και τους δικούς της λογικούς προσδιορισμούς.
Και αρχικά, καθώς βλέπει μόνο τον εαυτό της, εμβαθύνει στην αυτογνωσία της και βρίσκει τον νου μέσα της και τις βαθμίδες των όντων, και προχωρώντας στο εσωτερικό της και περίπου στο άδυτο της ψυχής, εκεί «με κλειστά τα μάτια» (εξ ου και μύηση) παρατηρεί (εξ ου και εποπτεία) και «το γένος των θεών» (Πρόκλου «Κατά Πλάτωνος Θεολογία)».
Γιατί όλα υπάρχουν εντός μας με τρόπο ψυχικό και για αυτό από τη φύση μας τα γνωρίζουμε όλα, αφυπνίζοντας τις δυνάμεις που βρίσκονται εντός μας και τις εικόνες των πάντων. Η ψυχή, πρωταρχικά αμέριστη, γίνεται μεριστή με την επέλευσή της στα σώματα, αφού αυτά δεν μπορούν να την δεχτούν χωρίς μερισμό. Με αυτόν τον τρόπο είναι, πάνω από αυτά, γύρω από αυτά και μέσα σ’ αυτά!» (Πλωτίνος Ενν. ΙΙΙΙ)
Η ομορφιά της καλής ψυχής διακρίνεται όταν ο άνθρωπος αποσυρθεί στον εαυτό του, τον οποίο και παρατηρεί. Οι αλήθειες της φιλοσοφίας πρέπει να ενσταλαχτούν σ’ αυτόν για να τον κάνουν να πιστέψει σ’ αυτό που, χωρίς να το ξέρει, έχει εντός του (Πλωτίνος Εν Ι.3, 1-2). Ο μυσταγωγικός φιλοσοφικός αυτός έρωτας είναι συνεκτικός, επιθυμεί την αρχέγονη ένωση, δεν ενέχει τίποτε το εγωιστικό και το επιτηδευμένο, είναι το μέσο της ένωσης της ψυχής με την ωραία εικόνα του Ενός από την οποία αποκολλήθηκε.
Όπως ο δημιουργός του ωραίου αγάλματος, παρόμοια και ο άνθρωπος σμιλεύει με την σκέψη και την ενόραση του παντός (Εν- ός), ώστε το μυσταγωγικό ερωτικό ταξίδι της ψυχής να καταλήξει σε μυστική ένωση με την πηγή των Πάντων.
To ταξίδι της ανθρώπινης ψυχής είναι ένα «εις εαυτόν» εσωτερικό ταξίδι, καθώς η ψυχή «ήξει ουκ εις άλλα, αλλά εις εαυτόν». «Πάντα είσω», τα πάντα είναι μέσα μας (Πλωτίνος, Εν (ΙΙΙ,8 6 37-40). Για να επιτευχθεί αυτό πρέπει να απομακρυνθούμε από όλα τα εξωτερικά, στραμμένοι ολοκληρωτικά προς τα μέσα. Καμία κλίση προς τα έξω, το σύνολο των πραγμάτων πρέπει να αγνοηθεί.
Η ψυχή τότε δεν θα δει τον θεό να εμφανίζεται ξαφνικά μέσα της, διότι δεν υπάρχει τίποτα πια που να τους χωρίζει, καθώς τότε δεν υπάρχουν δύο. Ο ορών είναι ένα με το ορώμενο, δεν είναι όραμα αλλά ένωση. Και τότε η ψυχή δεν έχει πια συνείδηση πως βρίσκεται μέσα σε ένα σώμα, ούτε πως ο εαυτός της έχει κάποια ταυτότητα.
Και εάν κάποιος ρωτούσε αυτόν που κατάφερε να «δει» το νοητό φως, από πού αυτό προήρθε , από έξω ή από μέσα, πλανάται. Δεν πρέπει να ερωτηθεί από πού ήρθε: δεν υπάρχει ένα «από πού», επειδή ούτε ήρθε ούτε έφυγε, αλλά εμφανίστηκε, και εξαφανίστηκε. Για αυτό δεν είναι ανάγκη να το εξαναγκάσει, αλλά πρέπει να περιμένει σιωπηλός έως ότου εμφανιστεί και να προετοιμαστεί για να το δει, όπως το βλέμμα περιμένει την ανατολή του ήλιου…!
Σύνθεση βασισμένη σε αποσπάσματα από τον γράφοντα από : Πλούταρχου, «κοινών εννοιών προς Στωικούς, 1074, 31»,Ερμητικά κείμενα αποσπ. Ι 28 Μονή Ιβήρων Αγιον Ορος 1317 – φ 287, Πλάτωνος «Πολιτεία», Πρόκλου «Κατά Πλάτωνος Θεολογία», «Εννεάδες» του Πλωτίνου.