Σύμφωνα με μία κοινή πεποίθηση των σοφών των αρχαίων λαών και τις δοξασίες των πρώτων χριστιανικών χρόνων, οι ψυχές των όντων σε αυτήν, την εδώ κάτω ζωή, κατήλθαν από κάποιο μακρινό νοητό τόπο, αφού πρώτα διέσχισαν τον ουράνιο θόλο. Η κάθοδος των ψυχών στα σώματα συνδυάζεται συνήθως με την αναμενόμενη ανοδική επιστροφή σε εκείνον τον υπερουράνιο τόπο καταγωγής, είτε στη μετά θάνατον ζωή, είτε χάρη σε κάποιες εκστατικές εμπειρίες.
Για τον νεοπλατωνικό φιλόσοφο Πλωτίνο, που έζησε τον 3ο αι. μ.X., η κάθοδος και η άνοδος της ψυχής εντάσσεται στο σύστημά του και απορρέει από αυτό. Ο Πλωτίνος χρησιμοποίησε τις μυστηριακές δοξασίες των θρησκειών της εποχής του, που μιλούσαν για την ψυχανωδία, δηλ. το ανοδικό ταξίδι της ψυχής. Στο έργο του, που ο μαθητής του Πορφύριος ονόμασε Ἐννεάδες χωρίζοντάς το σε 6 βιβλία των 9 πραγματειών το καθένα [1], η ιδέα της πτήσης συνδυάζεται τόσο με τη μυστική εμπειρία, όσο και με την οντολογική του θεωρία. Για τον Πλωτίνο, αλλά και για τους μεταγενέστερους νεοπλατωνικούς – τουλάχιστον σε γενικές γραμμές, διότι μετά τον Πλωτίνο προσθέτουν ιεραρχικά επίπεδα και οντότητες – ο κόσμος αποτελείται από τρεις υποστάσεις, το Εν ή το Αγαθό, το Νου και την Ψυχή.
Με βάση την κάθετη απορροή από το πάνω προς τα κάτω, στην ιεραρχία των υποστάσεων αυτών, παράγεται η ύλη διαμέσου των διαμορφωτικών αρχών ή λόγων. Ακολουθώντας την αντίστροφη πορεία, ο άνθρωπος έχει τη δυνατότητα να ανέλθει με την ψυχή του στην Καθολική Ψυχή και κατόπιν στο Νου, πριν του επιτραπεί η θέα του Ενός ή Αγαθού. Η πορεία της ψυχής προς τον νοητό κόσμο προϋποθέτει, ωστόσο, την αστρική πτήση, δηλ. τη διαδικασία της ανάβασης [2].
Τώρα το αστρολογικό και αστρονομικό κοσμοείδωλο στην ύστερη αρχαιότητα, προϋπέθετε τους επτά πλανήτες να περιστρέφονται γύρω από τη γη στον ουρανό (Σελήνη, Ερμής, Αφροδίτη, Ήλιος, Άρης, Ζευς, Κρόνος), άλλοτε σύμφωνα με την «Αιγυπτιακή» και άλλοτε σύμφωνα με τη «Χαλδαϊκή» (και Πτολεμαϊκή) τάξη (με τον Ερμή και την Αφροδίτη πάνω από τον Ήλιο και κάτω από τον Ήλιο αντίστοιχα). Η αστρολογική αυτή εικόνα συνδέθηκε με την ελληνική αστρονομία για να αποκτήσει ένα επιστημονικό περίβλημα. Μέσα σε αυτό το αρχαίο κοσμοείδωλο θεμελιώνεται και το σχήμα των μετενσαρκώσεων της ψυχής, η οποία μεταβαίνει από τον ουρανό δια των πλανητικών σφαιρών στη γη, για να ανέλθει ξανά πίσω στη συνέχεια από τον ίδιο δρόμο.
Μακρινή κοιτίδα του ανθρώπου λοιπόν, είναι τα έμψυχα άστρα μακριά από τη γη. Ο ίδιος ο άνθρωπος ως μικρόκοσμος είναι φτιαγμένος κατά το πρότυπο του μακρόκοσμου. Ο Πρόκλος γράφει: «Και πρέπει να εξετάσει κανείς τον άνθρωπο σε βάθος, όπως πράξαμε για τον κόσμο, διότι είναι και αυτός ένας κόσμος σε μικρογραφία. Διότι έχει όπως το σύμπαν, μία νόηση, ένα λόγο, ένα θεϊκό σώμα, ένα θνητό σώμα και οι διαιρέσεις του είναι ανάλογες με εκείνες του Παντός» [3]. Στη συνέχεια ο Πρόκλος αντιστοιχεί τον άνθρωπο με τον κόσμο: νοητικό μέρος-Κρόνος, πολιτικόν-Δίας, θυμοειδές-Αρης, φωνητικόν-Ερμής, επιθυμητικόν-Αφροδίτη, αισθητικόν –Ήλιος, αυγοειδές σχήμα-Ουρανός εν γένει, θνητό σώμα-υποσελήνιος κόσμος.
Ήδη στο μεταφυσικό σύστημα του Ιάμβλιχου δεν υπάρχουν μόνο οι ανθρώπινες ψυχές, αλλά και των «κρειττόνων γενῶν», δηλαδή οι θεοί, οι άγγελοι, οι αρχάγγελοι, οι δαίμονες, οι άρχοντες και οι ήρωες. Οι ψυχές όλων αυτών των όντων κινούνται σε ένα διαμεσολαβητικό διάστημα ανάμεσα στον εγκόσμιο και υπερκόσμιο χώρο. Το μεταφυσικό σύστημα του Ιαμβλίχου, το οποίο αντικατοπτρίζει το αστρικό κοσμοείδωλο του, είναι μία μετάλλαξη της διαβάθμισης των γενών και των ειδών, όπως π.χ. την περιέγραψε ο Πλάτων. Επίσης, όπως στον Πλωτίνο στο βαθμό που ανέρχονται οι ψυχές ως προς την τάξη, αυξάνει η οντολογική αξία τους και η ποιότητά τους. Όταν αντίθετα μία ψυχή κατέρχεται σε αυτή την κλίμακα των γενών χάνει σταδιακά ως προς την ουσία της ή, για να ακριβολογήσουμε, ως προς τη συμμετοχή της στο κατ’ ουσία Αγαθό, που αποτελεί τον δεύτερο θεό στην Ιαμβλίχεια ιεράρχηση. Τούτο συμβαίνει, διότι ο πρωταρχικός θεός ή το Έν ή το Αγαθό παραμένει, όπως και για τον Πλωτίνο, επέκεινα ουσίας. Το κατ’ ουσία Αγαθό αποτελεί τον ενοποιητικό και συνεκτικό οντολογικό σύνδεσμο ανώτερων και κατώτερων γενών. Η ψυχή για αυτά τα ταξίδια της χρησιμοποιεί ένα «όχημα» ή «αστρικό σώμα». Συνέπεια αυτής της βαθμιδωτής οντολογίας είναι ότι η σχέση της ψυχής με το όχημα της περιορίζεται, όσο λιγότερο συμμετέχει η ψυχή στο Έν.
Όλοι οι νεοπλατωνικοί είναι συνεπείς ως προς αυτήν την οντολογική ιεραρχία. Η κάθοδος στην ύλη σηματοδοτεί τη μείωση ως προς την ουσία, ενώ η επάνοδος στον υπερουράνιο κόσμο, πέρα ακόμη από τους ορατούς θεούς μέχρι τους αόρατους, οδηγεί στην πλήρη «αϋλοποίηση» της ψυχής και την μεγαλύτερη συμμετοχή της στην αγαθότητα. Ο μόνος τρόπος για την ανοδική πορεία είναι για την ψυχή οι καθαρτικές διεργασίες.
Ας σημειωθεί ότι για τους αρχαίους και ιδιαίτερα για τους Νεοπλατωνικούς οι πλανήτες είναι θεοί, άρα έμψυχα όντα. Ο Πλωτίνος δεν πιστεύει ότι οι «αστροθεοί» επηρεάζουν απαραίτητα τους θνητούς ανθρώπους, εφόσον αυτοί οι τελευταίοι είναι υπεύθυνα πλάσματα [4]. Η γνώμη του για την αστρολογία είναι πως αποτελεί μία απλή οιωνοσκοπία. Η επίδραση των άστρων αφορά μόνο στο κατώτερο σωματικό μέρος των ανθρώπων και όχι τον ανώτερο εαυτό, που προσηλώνεται στο Αγαθό[5].
Το αχανές πεδίο του διαστήματος, μέσα ακόμη και από την εικόνα του που ίσχυε στην εποχή του Πλωτίνου [6], προκαλεί τον τρόμο και για τούτο η ψυχή είναι ανάγκη να ενσωματωθεί, να καλυφθεί και να αποκτήσει ένα «αστρικό σώμα» ή ένα «όχημα» ή ένα «σκάφος» πριν κατέλθει στα γήινα σώματα. Για την άνοδό της, επίσης, η ψυχή έχει ανάγκη από ένα παρόμοιο περίβλημα. Είναι άραγε η ένωσή της με την υπέρτατη αρχή μία πράξη απελευθέρωσης, τόσο από το γήινο, όσο και από το αστρικό σώμα; Είναι την αληθινή ζωή την οποία έρχεται να συναντήσει η ψυχή ταξιδεύοντας στο διάστημα ή την εξαφάνιση σε μία απέραντη κοσμική χοάνη; Ό,τι και εάν ισχύει, παραμένει σαφές ότι με τη θεωρία του οχήματος προδιαγράφηκε η έντονη λαχτάρα του ανθρώπου να στραφεί προς τα άστρα, ακολουθώντας το εσωτερικό και εξωτερικό του πεπρωμένο.
Παραπομπές – Σημειώσεις
[1] Η περισσότερο έγκυρη έκδοση των Ἐννεάδων του Πλωτίνου είναι Plotini, Opera, Ed. P. Henry and H.-R. Schwyzer, Editio maior, tom. I-III, Paris-Bruxelles-Leiden 1951-1973. Συντομευμένη έκδοσή της είναι η Plotini, Opera, Ed. P. Henry and H.-R. Schwyzer, Editio minor, tom. I-III, Oxford Classical Texts, Oxford 1964-1982. Το ίδιο κείμενο με αγγλική μετάφραση περιέχεται στο έργο: Plotinus, Enneads, Text with English translation by A.H. Armstrong, vol. I-VII, Harvard University Press, Cambridge, Massachusetts/ William Heineman Ltd, Loeb Classical Library, London 1966-1988
[2] Ἐννεάδες ΙV.3.26.
[3] Πρόκλος, Εἰς Τίμαιον 5. 237, Commentaire sur le Timée. Tom. 1-5, Traduction et notes par A. –J.Festugière, Bibliothèque des textes Philosophiques, J. Vrin, Paris 1966-1968
[4] Ἐννεάδες ΙΙΙ.3. Το θέμα της επιρροής της αστρολογίας στους ανθρώπους το εξετάζει ο Πλωτίνος στη πραγματεία ΙΙ.3 (Περὶ τοῦ εἰ ποιεί τὰ ἄστρα). Τα άστρα δεν είναι κακοποιοί δυνάστες, αλλά συνεργοί στην υπέροχη ευταξία του σύμπαντος. Η κίνηση τους δεν γίνεται αυθαίρετα αλλά εξαρτάται από την ενέργεια και εκδήλωση της ψυχής του κόσμου. (Πλωτίνου, Εννεάς Δευτέρα. Αρχαίο Κείμενο, Μετάφραση, Σχόλια Παύλος Καλλιγάς, Κέντρον Εκδόσεως Έργων Ελλήνων Συγγραφέων, Ακαδημία Αθηνών, Βιβλιοθήκη Α. Μανούση, Αθήναι 1997, σ. 226).
[5] Ἐννεάδες VI.8.7.1-2. Καθώς η επίδραση των άστρων δεν αφορά το ανώτερο τμήμα της ψυχής του ανθρώπου, τούτο σημαίνει ότι αυτός είναι προετοιμασμένος για την άνοδο δια μέσου των υποστάσεων έως την αρχή των πάντων, το Εν. Αντίθετα, κατά τον Πρόκλο, είναι ολόκληρη η ψυχή που καταπίπτει στον κόσμο των σωμάτων. (Πρόκλου, Στοιχείωσις Θεολογική, Εισαγωγή E.R. Dodds, Μετάφραση Ιγνάτιος Σακαλής, Εκδ. Πολύτυπο, χ.τ., 1982, σ. 255). Αυτό δεν συμβαίνει λόγω της απαισιοδοξίας του, αλλά διότι η ψυχή οφείλει να χρησιμοποιήσει όλες τις δυνάμεις της ώστε να ανέλθει και πάλι δια μέσου της αστρικής οδού στο νοητό βασίλειο. Άρα αποδίδεται στον άνθρωπο μεγαλύτερο μέρος ευθύνης και ελευθερίας σε σχέση με τον προγενέστερο Νεοπλατωνισμό του Πλωτίνου.
[6] E.R. Dodds, Εθνικοί και Χριστιανοί σε μία εποχή αγωνίας. Όψεις της θρησκευτικής εμπειρίας από τον Μάρκο Αυρήλιο ως τον Μ. Κωνσταντίνο. Μτφρ. Κ. Αντύπας, Εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1995, σ. 27