Ο ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ είναι ένα ποίημα ιδιαίτερα γνωστό όσο και αγαπητό. Γραμμένο από τον ενετοκρητικής καταγωγής Βιτσέντσο Κορνάρο, υμνεί αξίες και αρετές αθάνατες αλλά και τόσο αναγνωρίσιμες από τις ιπποτικές Ψυχές.
Πριν γίνει αναφορά στην υπόθεση και στους συμβολισμούς που ενυπάρχουν στο έπος, είναι αρκετά σημαντικό να αναφερθούν κάποια στοιχεία σχετικά με τον κόσμο που παρουσιάζεται στο υπέροχο αυτό λογοτέχνημα. Ο μυθικός, λοιπόν, κόσμος του Ερωτόκριτου είναι μια σύνθεση από διάφορες ιστορικές περιόδους. Έτσι, η υπόθεση εξυφαίνεται σε ένα ιπποτικό περιβάλλον εμποτισμένο από ενετικά χαρακτηριστικά παρότι οι Ενετοί δεν αναφέρονται. Αντιθέτως, ο φυσικός χώρος είναι η αρχαία Αθήνα που χαρακτηρίζεται ως «τση μάθησης η βρώσις και το θρονί της αφεντιάς κι ο ποταμός της γνώσης» (Α. 25-26). Όρκοι και υποσχέσεις, επικλήσεις για βοήθεια, περιγραφές ιπποτών και νταμών εμπνέονται και γίνονται με βάση τα άστρα, τον Ήλιο, το Φεγγάρι, τη γη και τον ουρανό, τις φυσικές δηλαδή αρχές και δυνάμεις, παρά το γεγονός ότι η ισχύουσα θρησκεία είναι ο Χριστιανισμός και κάθε αναφορά σε φιλοσοφίες, ιδεώδη ή «παγανισμούς» της αρχαιότητας τιμωρείται με τους πιο βάρβαρους τρόπους.
Επίσης, οι διαφορές μεταξύ ιπποτών αλλά και αντάξιων στρατών επιλύονται μέσα από το αίσθημα τιμής που έχουν και έτσι είναι σε θέση να σεβαστούν μεταξύ των συμφωνίες και να αναγνωρίσουν και να αποδεχτούν χωρίς μίση και εμπάθειες κάποιον ανώτερο από αυτούς.
Όλα αυτά τα στοιχεία, αλλά και μια πληθώρα από άλλα παρόμοια, δεν είναι τυχαία. Δεν «παντρεύονται» τυχαία η αρχαιότητα με την εποχή του ποιητή, ούτε η σύνθεση αξιών, τόπων, ονομάτων και τόσων άλλων στοιχείων γίνεται από άγνοια του ποιητή. Αντίθετα, ο Κορνάρος έχει λόγο να παρουσιάζει ως φυσικό και ενιαίο κόσμο αυτές τις ιστορικές και χρονικές «ανακρίβειες». Και ο λόγος είναι ότι το έργο αυτό μας έρχεται από πολύ μακριά, από ένα μακρινό παρελθόν που, ωστόσο, είναι πάντα παρόν μέσα στην κάθε μια ψυχή που αναζητά τις αξίες και τα ιδανικά γύρω από τα οποία αναπτύσσεται και δυναμώνει. Ο μυθικός χρόνος, η μίξη ιστορικών περιόδων είναι ξεκάθαρα δείγματα της διαχρονικότητας του ποιήματος. Ο συμβολικός και αλληγορικός του χαρακτήρας είναι το διδακτικό και μυητικό στοιχείο που αναγνωρίζει ο άνθρωπος μέσα του όσα χρόνια κι αν περάσουν από τη συγγραφή του και για αυτό ο Ερωτόκριτος είναι πάντα επίκαιρος.
Περιληπτικά, το έργο μας λέει τα εξής:
Είμαστε στην προχριστιανική αρχαία Αθήνα, όπου ζει ο βασιλιάς Ηράκλης με τη σύζυγό του Αρτέμη και την πεντάμορφη κόρη τους Αρετούσα, η οποία γίνεται χωρίς να το ξέρει ο μεγάλος μα και κρυφός έρωτας του Ερωτόκριτου, γιου ενός φρόνιμου συμβούλου του αθηναίου βασιλιά. Ο νέος, προκειμένου να πολεμήσει τη στεναχώρια του για την ταξική τους διαφορά, καταφεύγει σε γλυκές νυχτερινές καντάδες που αφιερώνει στην Αρετούσα κάτω από το παραθύρι της. Η νέα ακούει τα τραγούδια με προσοχή και αρχίζει να συμπαθεί τον άγνωστο τραγουδιστή. Όμως και οι γονείς της θέλουν να τον γνωρίσουν και για αυτό προσπαθούν δυο φορές να προκαλέσουν τη φανέρωσή του χωρίς, ωστόσο, επιτυχία. Η Φροσύνη, νένα της Αρετούσας, και ο Πολύδωρος, φίλος του Ερωτόκριτου, προσπαθούν να συμβουλέψουν τους νέους και τους προειδοποιούν για τους κινδύνους που κρύβει το ερωτικό πάθος. Ο Ερωτόκριτος φεύγει για την Έγριπο, την Εύριπο της Χαλκίδας, για να ξεχάσει τον έρωτά του για την όμορφη Αρετούσα. Να, όμως, που κατά τη διάρκεια της αυτό-επιβαλλόμενης ξενιτιάς του νέου, ο πατέρας του, ο Πεζόστρατος, αρρωσταίνει. Η Αρετούσα τον επισκέπτεται και ανακαλύπτει τυχαία στο δωμάτιο του Ερωτόκριτου μια δικιά της ζωγραφιά φτιαγμένη από τον ίδιο και τα τραγούδια του άγνωστου τροβαδούρου της. Αντιλαμβάνεται τότε ότι ο Ερωτόκριτος ήταν ο κρυφός τραγουδιστής της και παίρνει μαζί της όλα τα χαρτιά.
Ο Ερωτόκριτος διακόπτει την εξορία του και γυρνάει στην Αθήνα για να δει και να φροντίσει τον πατέρα του. Ανήσυχος ανακαλύπτει ότι τα έγγραφά του δεν βρίσκονται πια στο δωμάτιο και πληροφορείται ότι η Αρετούσα είχε μπει για λίγο στην κάμαρά του. Εξαιτίας του φόβου του για τις πιθανές συνέπειες της αποκάλυψής του, προφασίζεται ασθένεια και μένει στο σπίτι του. Η Αρετούσα τότε του στέλνει τέσσερα δίφορα μήλα για να γιατρευτεί. Ο Ερωτόκριτος καταλαβαίνει ότι ο έρωτάς του βρίσκει ανταπόκριση, ξαναρχίζει τις συχνές του επισκέψεις στο παλάτι και οι δύο ερωτευμένοι νέοι επιβεβαιώνουν με τα μάτια την αμοιβαία τους αγάπη.
Η Αρετούσα εμφανίζεται μελαγχολική επειδή πρέπει να κρύβει τον έρωτά της και ο πατέρας της, που ακόμη αγνοεί τον λόγο, οργανώνει αγώνες κονταροχτυπήματος για να τη διασκεδάσει. Αρχοντόπουλα και αφέντες από διάφορα μέρη της χώρας παίρνουν μέρος: Μυτιλήνη, Ανάπλι, Πάτρα, Μεθώνη, οι αφέντες της Μακεδονίας, της Κύπρου, ο γιος του ρήγα του Βυζαντίου, ξένοι φοβεροί όπως ο Καραμανίτης Σπιθόλιοντας είναι μερικοί από τους αγωνιζόμενους. Στις τρομερές και επιβλητικές μάχες τελικός νικητής εμφανίζεται ο Ερωτόκριτος που στεφανώνεται από τα χέρια της αγαπημένης του.
Τώρα πια, η Αρετούσα δεν μπορεί να σιγάσει άλλο το πάθος της για αυτόν. Αρχίζει να συναντιέται με τον νέο της κρυφά τη νύχτα. Παρακινεί τον Ερωτόκριτο να μιλήσει στον πατέρα του και να ζητήσει για χάρη του το χέρι της Αρετούσας από τον βασιλιά. Ο άρχοντας της Αθήνας θυμώνει για την αταίριαστη πρόταση, αφού ο νέος δεν είναι από βασιλική οικογένεια, και εξορίζει τον νέο μακριά από την Αθήνα. Η Αρετούσα μαθαίνει αμέσως την αντίδραση του πατέρα της, ο οποίος ακόμη αγνοεί τα συναισθήματα που τρέφει η κόρη του, καθώς και το προξενιό που της έρχεται από το ρηγόπουλο του Βυζαντίου και αρραβωνιάζεται μυστικά τον Ερωτόκριτο το ίδιο βράδυ δίνοντάς του το δαχτυλίδι της ως δείγμα ένωσης και υπόσχεσης. Ο νέος φεύγει για την εξορία του και ζητά από τα θεϊκά άστρα και τον Ήλιο να τιμωρήσουν τον σκληρό Ηράκλη.
Ο αθηναίος βασιλιάς υποψιάζεται ότι η κόρη του αγαπά τον Ερωτόκριτο και αποφασίζει να επισπεύσει το γάμο με το ρηγόπουλο του Βυζαντίου. Η Αρετούσα αρνείται πεισματικά και ο πατέρας της διατάσσει να της κόψουν τα μαλλιά και να τη ρίξουν στη φυλακή ώσπου να αλλάξει γνώμη. Τρία χρόνια μετά, ένας εχθρός από τον Βορρά, οι Βλάχοι εισβάλλουν στη χώρα με τον βασιλιά τους Βλαντίστρατο και πολιορκούν την Αθήνα. Εμφανίζεται τότε ο Ερωτόκριτος με άλλη μορφή και σώζει το στρατό αλλά και τον βασιλιά της Αθήνας. Στην τελική μονομαχία που συμφωνείται από τους δύο αντιπάλους, ο Ερωτόκριτος νικάει τον Άριστο, ανιψιό του Βλαντίστρατου, και τον σκοτώνει.
Νικητής αλλά βαριά τραυματισμένος και πάντα μεταμφιεσμένος ο Ερωτόκριτος μεταφέρεται στο παλάτι. Γίνεται καλά, αναγνωρίζεται στο βασιλιά ως Κριτίδης και ζητά ως μόνη του ανταμοιβή τη φυλακισμένη ακόμα Αρετούσα για γυναίκα του. Την επισκέπτεται και της λέει την πρόταση του, αλλά η κόρη τον αρνείται. Για να τη δοκιμάσει ακόμη περισσότερο, της λέει ότι ο Ερωτόκριτος πέθανε και ότι το δαχτυλίδι που φορά στο χέρι του τού το έδωσε ο νέος πριν πεθάνει. Η Αρετούσα αναγνωρίζει το δαχτυλίδι που είχε δώσει σαν σημάδι στον Ερωτόκριτο πριν από τρία χρόνια, πείθεται για την αλήθεια των λόγων του «ξένου» που έχει μπροστά της και ξεσπά σε θρήνους. Τότε ο άγνωστος μελαψός νέος πείθεται για
τα ειλικρινή αισθήματα της κόρης, ξαναπαίρνει την αληθινή του μορφή με τη βοήθεια ενός μαγικού υγρού και αποκαλύπτεται στην Αρετούσα. Ο βασιλιάς συμφιλιώνεται με τον Ερωτόκριτο και το ερωτευμένο και σκληρά δοκιμασμένο ζευγάρι στεφανώνεται μέσα σε μεγάλη χαρά.
Ωστόσο, το πιο σημαντικό στοιχείο είναι οι συμβολισμοί που κρύβονται μέσα στο έργο. Ήδη από τα ονόματα μπορούμε να πάρουμε μια πρώτη γεύση: είναι η Αρετούσα, η Αρετή, που συμβολίζει την Αθάνατη Ψυχή του ανθρώπου, μιας και λειτουργεί και στα δύο αυτά επίπεδα, και από την άλλη είναι ο Ερωτόκριτος, που συμβολίζει τον άνθρωπο που ερωτεύεται την Αρετή, την αιώνια Ψυχή του, και προσπαθεί να την κατακτήσει. Το όνομά του ίσως να μπορεί να αναλυθεί ως Έρωτας (Βούδι) + Κρίση (Νους) φανερώνοντάς μας, έτσι, τον Ανώτερο Νου, το Μάνας σύμφωνα με το σανσκριτικό του όνομα, που έχει ως κύρια χαρακτηριστικά του τον αλτρουισμό και την αυτοθυσία για το γενικότερο καλό. Επομένως, ο άνθρωπος μέσα από τον Θείο Έρωτα μεταλλάσσεται εντέλει συνειδητά σε Ήρωα.
Επίσης, ο Ερωτόκριτος, όντας γιος του συμβούλου του Βασιλιά, ανήκει στην Αυλή, στην τάξη των Πολεμιστών, αλλά χωρίς να το έχει αποδείξει μέχρι στιγμής εμπράκτως. Για αυτόν το λόγο έρχεται η πρώτη εξορία, που ο ίδιος επιβάλλει στον εαυτό του πιθανόν από δειλία, αφού διστάζει να φανερώσει τον έρωτά του και φοβάται την αντίδραση του Βασιλιά-νόμιμου διεκδικητή της Αρετούσας-Ψυχής. Άλλωστε, δεν ανήκει ακόμη στην βασιλική-ανώτερη γενιά. Εδώ, λοιπόν, περνά την πρώτη του μύηση και εισέρχεται στον κόσμο των Πολεμιστών.
Αυτή η πρώτη απομάκρυνση του Ερωτόκριτου από τον κόσμο που έως τώρα γνωρίζει δεν είναι κάτι άσκοπο. Συμβολίζει την εθελούσια απομόνωσή του. Σε παλιότερους, μυητικούς πολιτισμούς ο άνθρωπος που ακολουθούσε έναν πιο πνευματικό δρόμο για την αναζήτηση του εαυτού του απομακρυνόταν από τον κόσμο και το οικείο του περιβάλλον προκειμένου να αρχίσει την εκπαίδευσή του και την πορεία του προς την ανακάλυψη του Ανώτερου Εαυτού του. Εφάρμοζε, δηλαδή, το φιλοσοφικό Ιδεώδες, όπως αποκαλούνταν: άφηνε τον κόσμο των απολαύσεων και της καθημερινότητας και αποτραβιόταν στην αναζήτηση των καλών στοιχείων που είχε μέσα του, των δυνάμεων ή αλλιώς αρετών του. Αυτά θα ήταν τα όπλα που θα χρησιμοποιούσε στις όποιες δυσκολίες και αντιξοότητες θα συναντούσε στην υπόλοιπή του ζωή.
Καθώς επιστρέφει στον τόπο του, ο Ερωτόκριτος περνά την δεύτερή του μύηση, τη φυλετική, λαμβάνοντας μέρος στους αγώνες κονταροχτυπήματος που διοργανώνει ο Βασιλιάς και μετέχουν μόνο οι πιο ονομαστοί, δυνατοί, άξιοι Πολεμιστές. Νικώντας τους, ο Ερωτόκριτος αποδεικνύει την αξία του ως Πολεμιστής.
Η Αρετούσα-Ψυχή τον εμπνέει για να νικήσει και ταυτόχρονα τον ερωτεύεται. Καθώς, όμως, ο ήρωας δεν ανήκει στην κάστα των Αρχόντων, ο Βασιλιάς αρνείται την ένωση και τον εξορίζει. Παρά το γεγονός ότι ο Βασιλιάς φαίνεται να είναι ο κακός της υπόθεσης, η πραγματικότητα είναι τελείως διαφορετική. Σε αυτό το σημείο του ποιήματος, παρατηρούμε κάτι που συμβαίνει σε όλους τους μύθους: αυτός που φαινομενικά είναι ο κακός, δεν είναι απαραίτητα τέτοιος αν εξετάσουμε το ζήτημα από μια πιο εσωτερική, φιλοσοφική άποψη. Με άλλα λόγια, ο Βασιλιάς ενεργεί εδώ ως Δάσκαλος που δίνει στον Μαθητή την ευκαιρία να εξελιχθεί παραπάνω. Το ίδιο μοτίβο συναντούμε και έναν άλλο πολύ γνωστό και αγαπητό ελληνικό μύθο. Στην Οδύσσεια του Ομήρου ο Ποσειδώνας είναι αυτός που ταλαιπωρεί τον Οδυσσέα βάζοντάς του συνεχείς δυσκολίες και εμπόδια στο δρόμο του ήρωα προς την Ιθάκη. Η αλήθεια, όμως, είναι και πάλι διαφορετική. Παρότι ο θαλάσσιος θεός παρουσιάζεται να είναι ο κακός και ο δύστροπος που δεν επιτρέπει στον Οδυσσέα να γυρίσει στο σπίτι του, είναι στην πραγματικότητα αυτός που βοηθάει τον ήρωα να εξελιχθεί. Έτσι ο Οδυσσέας γίνεται πιο δυνατός, καταλάβει ποια είναι τα ελαττώματά του και ποιες οι αρετές του και πώς να τις χρησιμοποιήσει ώστε να νικήσει τα άσχημά του στοιχεία.
Για παράδειγμα, τα μικρά παιδάκια θεωρούν ως κακό το δάσκαλό τους όταν αυτός τους μαλώνει για μια ζημιά τους ή τους βάζει επιπλέον ασκήσεις. Στην πραγματικότητα, όμως, εκείνη τη στιγμή τους δίνει την ευκαιρία να μάθουν κάτι παραπάνω και να γίνουν καλύτεροι μαθητές.
Ως εκ τούτου, ο Ερωτόκριτος φεύγει ξανά, αλλά αυτή τη φορά πάει να γίνει Άρχοντας πια, όχι απλώς Πολεμιστής, ώστε να κερδίσει επάξια την Αθάνατη Ψυχή του. Εδώ, λοιπόν, με έναν όμορφο και συμβολικό τρόπο, ο ήρωας πάει να γίνει κάτι ακόμη πιο υψηλό, πάει να εξελίξει πνευματικά τον εαυτό του ακόμη περισσότερο. Πριν φύγει, όμως, αρραβωνιάζεται κρυφά την Αρετή και αυτή του δίνει ως σημάδι αναγνώρισης ένα δαχτυλίδι της. Η υπόσχεση της ένωσης έχει πλέον δοθεί. Ήδη από την αρχαιότητα, το δαχτυλίδι συμβόλιζε ακριβώς αυτό το πράγμα: ήταν ένα σημάδι που έδενε μεταξύ τους αυτούς που έδιναν μια υπόσχεση, ένας κρίκος που τους θύμιζε την πράξη τους και τους ένωνε για όσο χρόνο ίσχυε η υπόσχεσή τους.
Τη δεύτερη φορά που επιστρέφει, είναι παρόν στην ανάγκη της πόλης του. Ένας αντάξιος αντίπαλος στρατός, οι Βλάχοι, διεκδικούν το θρόνο της σοφίας. Ο Ερωτόκριτος είναι ο Πολεμιστής εκείνος που θα δώσει την τελική μάχη με τον Άριστο, τον καλύτερο και δυνατότερο Πολεμιστή των αντιπάλων, θα τον σκοτώσει και θα κερδίσει τη μάχη. Είναι εκπληκτική η ομοιότητα του σημείου αυτού με το ινδικό έπος Μπαγκαβάτ Γκίτα, όπου ο κεντρικός ήρωας, ο Αρζούνα, πρέπει κι αυτός να γίνει άξιος πολεμιστής, να πολεμήσει και να νικήσει έναν τρομερό αντίπαλο και να κερδίσει εντέλει το θρόνο της πόλης που η οικογένειά του είχε χάσει. Είτε πούμε ότι ο Αρζούνα νικά τον Δουριαδάνα, τον τρομερό και τελικό αντίπαλο, και κερδίζει τη Χαστιναπούρα, την Πόλη της Σοφίας που οι οικογένειά του είχε χάσει, είναι ακριβώς το ίδιο πράγμα με αυτό που εξιστορείται στον Ερωτόκριτο. Ο Αρζούνα και ο Ερωτόκριτος συμβολίζουν τον Άνθρωπο-Ήρωα που μπαίνει σε διαδικασία μετάλλαξης του εαυτού του ακολουθώντας μια φιλοσοφική, πνευματική ατραπό και έτσι νικά την τελική μάχη με τον φοβερότερο αντίπαλο που στις ιστορίες αυτές ονομάζεται Δουριοδάνα ή Άριστος οι οποίοι συμβολίζουν το τελικό εμπόδιο-ελάττωμα που χρειάζεται να νικήσει ο υποψήφιος. Οι Βλάχοι, που στο ινδικό έπος αντιστοιχούν με τον μεγάλο αντίπαλο των Κουράβας, συμβολίζουν το μεγάλο πλήθος των ελαττωμάτων που ενυπάρχει στον καθένα μας και που καλούμαστε να πολεμήσουμε και να νικήσουμε.
Ένα εξίσου σημαντικό στοιχείο που αναφέρεται σχετικά με τη δεύτερη επιστροφή του Ερωτόκριτου είναι ότι η μορφή του έχει αλλάξει χάρη σε ένα μαγικό υγρό, κόλπο που χρησιμοποίησε για να μην τον αναγνωρίσουν. Επιστρέφει, λοιπόν, μαύρος. Δηλαδή, ο Ερωτόκριτος είναι πλέον ο Πολεμιστής που πραγματώνει το μαύρο αλχημικό έργο. Στις διάφορες παραδόσεις που μας έρχονται από παλιότερους πολιτισμούς αναφέρεται ότι η διαδικασία αυτή, το μαύρο αλχημικό έργο, χωρίζεται σε τρεις φάσεις: στην πρώτη ο ήρωας κατεβαίνει στα σκοτάδια του εαυτού του, ανακαλύπτει δηλαδή τα ελαττώματά του, στη δεύτερη βρίσκει ποιες είναι οι αρετές του ενώ στην τελευταία γίνεται η έξοδος από το σκοτάδι.
Έτσι και στο ποίημα αυτό, ο Ερωτόκριτος κατεβαίνει στα σκοτάδια και τις μαυρίλες του εαυτού του. Η περισυλλογή έγινε στην εξορία και τώρα είναι τα έργα. Δηλαδή το φιλοσοφικό ιδεώδες πραγματοποιήθηκε και πλέον ξεκινά η μάχη με το σκοτάδι. Παλεύει τα δικά του σκοτάδια, τα ελαττώματα και τους φόβους του, μάχεται μαζί τους αντιμετωπίζοντας τον ισχυρότατο αντίπαλο στρατό και καταφέρνει να βγει νικητής.
Ακόμη, όμως, δεν αποκαλύπτεται στην Αρετή που κάποια χρόνια τώρα είναι φυλακισμένη. Πρόκειται για την ψυχή που έχει εγκλωβιστεί στην ύλη και που περιμένει τον Πολεμιστή της να έρθει να τη σώσει από τη φυλακή και να την απελευθερώσει. Έτσι, ο μυημένος πια Πολεμιστής περνά την ψυχή από δοκιμασίες θέλοντας να διαπιστώσει την πίστη της στην ένωση που είχε προηγηθεί. Η Αρετή περνά τις δοκιμασίες και ο Ήρωας, περίλαμπρος πλέον και έχοντας την αποδοχή του Βασιλιά, ενώνεται μαζί της και γίνεται ο νέος Άρχοντας. Γίνεται, δηλαδή, ο ολοκληρωμένος Άνθρωπος που έχει κατακτήσει την Αθάνατη του Ψυχή συνειδητά.
Με αυτόν τον τρόπο ολοκληρώνεται το ποίημα και έτσι ο ποιητής του δείχνει με τρόπο κρυμμένο για τα απαίδευτα μάτια την πορεία το απλού ανθρώπου που μεταλλάσσεται σε ήρωας της Ζωής. Τίποτα, όμως, δεν μένει κρυφό από τον άνθρωπο που ξέρει να αναζητά μέσα του την αλήθεια. Ο Ερωτόκριτος είναι ο Ήρωας που βρίσκεται μέσα στον καθένα μας και περιμένει από εμάς να τον αφυπνίσουμε. Όλος αυτός ο κόσμος που παρουσιάζει το έργο, οι ήρωες, τα βασίλεια, ο Ερωτόκριτος και η Αρετούσα δεν βρίσκονται σε ένα χώρο απροσδιόριστο και μακρινό. Είναι μέσα μας από την αρχή και περιμένουν να τα βγάλουμε στο φως.
Για να μπορέσουμε, όμως, να κάνουμε κάτι τέτοιο χρειάζεται να μάθουμε να βλέπουμε την αιχμάλωτη Αρετούσα που ζητά ελευθερία μέσα στην καρδιά μας και να καταλάβουμε ότι σε μας μόνο βρίσκεται η δύναμη την ελευθερώσουμε.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Ερωτόκριτος, Βιτσέντζος Κορνάρος, εκδ. ΕΣΤΙΑ
2. περιοδικό Νέα Ακρόπολη, τευχ. 18, άρθρο Συμβολισμοί στον Ερωτόκριτο, Παττακός Σάββας