“Γιατί ποιος νομίζεις ότι είναι καλύτερος από εκείνον που με τις απόψεις του σέβεται τους θεούς, είναι τελείως απαλλαγμένος από το φόβο του θανάτου, έχει κατανοήσει το σκοπό της φύσης και γνωρίζει ότι είναι εύκολο να πλησιάσεις και να κατακτήσεις το όριο των αγαθών, αλλά και ότι το κακό ή έχει μικρή διάρκεια ή δεν είναι πολύ οδυνηρό; …
Όσο για την αναγκαιότητα, που ορισμένοι την εμφανίζουν σαν εξουσία στα πάντα, αυτός γελάει μαζί της… και απαντάει ότι κάποια πράγματα συμβαίνουν αναγκαστικά, άλλα γίνονται από τύχη, ορισμένα όμως οφείλονται στη δική μας βούληση — βλέπει άλλωστε ότι στην ανάγκη δεν μπορεί να αποδοθεί ευθύνη και ότι η τύχη είναι άστατη, η θέλησή μας όμως είναι ελεύθερη και φυσικά επιδέχεται, και τη μομφή, και τον έπαινο.
Θα ήταν πράγματι καλύτερο να ακολουθεί κανείς το μύθο για τους θεούς, παρά να υποδουλώνεται στηνειμαρμένη των φυσικών φιλοσόφων.
Γιατί ο μύθος αφήνει κάποια ελπίδα να εξευμενιστούν οι θεοί τιμώντας τους, ενώ η ανάγκη δεν κάμπτεται με παρακλήσεις.
Και την τύχη αυτός ο άνθρωπος ούτε Θεό τη θεωρεί, όπως πιστεύουν οι πολλοί — αφού τίποτα δε γίνεται χωρίς τάξη από ένα Θεό —, ούτε αιτία που επηρεάζει με αστάθεια τα πράγματα, και δεν πιστεύει, όσον αφορά την ευτυχία της ζωής, ότι από την τύχη δίνεται στους ανθρώπους το καλό ή το κακό, αλλά ότι σ’ αυτήν οφείλεται το ξεκίνημα των μεγάλων καλών ή των μεγάλων κακών.
Πιστεύει, μάλιστα, ότι είναι προτιμότερο να έχει ατυχία έπειτα από σωστή σκέψη, παρά επιτυχία έπειτα από απερισκεψία.
Γιατί στις πράξεις του ανθρώπου, είναι καλύτερο να αποτύχει κάτι που έχει κριθεί σωστά,
παρά να πετύχει, χάρη στην τύχη, αυτό που βασίστηκε σε λάθος σκεπτικό”.
Επίκουρος (Επιστολή στον Μενοικέα, 133 – 134)