Τό μεγαλύτερο Μαντείο στήν ιστορία τής ανθρωπότητος, τό φημισμένο Μαντείο τών Δελφών, συνδύαζε τήν Μαντική Μανία τού Θεού, τόν ιδανικό τόπο, τόν ομφαλό τής Γής καί βεβαίως τόν Ιερόν ενθουσιασμόν τών Πυθιών. Ό Απόλλων ώς ό φωτίζων τόν κόσμο Θεός, διώκει από τόν ανθρώπινον Νού τά σκότη καί τόν καθιστά ικανό νά προβλέπη τό Μέλλον. Κατά τούς Ηρωϊκούς χρόνους ή Μαντεία δέν συνδέεται μ’ έναν τόπο, αλλά μέ πρόσωπα όπως ο Τειρεσίας, ο Κάλχας, ο Αμφιάραος ή τήν αυθόρμητη μαντεία τών Σιβύλλων. Μέ τήν πάροδο τών χρόνων η Μαντική συνδέθηκε μέ συγκεκριμένη καί καθαγιασμένη τοποθεσία καί η “επώνυμη” Μαντεία υποχώρησε στήν δύναμη τού Θεού καί τού τόπου. Τό άτομο περνά πιά σέ δεύτερη μοίρα καί τό Προφητικό χάρισμα μεταδίδεται μέσω τού Θεού καί τών ιδιοτήτων τού τόπου. “Λάβε λοιπόν υπ’ όψιν σου κι αυτά, πού έχουν ειπωθεί σωστά, καί εννόησε πώς ό εδώ Θεός χρησιμοποιεί τήν Πυθία γιά νά φτάσει στ’ αυτιά μας, όπως ο Ήλιος τήν Σελήνη γιά νά φτάσει στά μάτια μας”
Πλούταρχος
Πρώτη Πυθία κατά τήν Παράδοση είναι ή κόρη τού Απόλλωνος η Φημονόη, πού μετά απ’ αυτήν πολλές έφερον ώς τιμήν τ’ όνομά της. Ήταν η πρώτη που εφηύρε τον εξάμετρο στίχο των χρησμών. Σ’ αυτήν απέδιδαν την παλαίφατη ρήση που φερόταν αναγραμμένη στο χρηστήριο των Δελφών: “Γνώθι σαυτόν”.
Ό Παυσανίας αναφέρει ώς πρώτην Πυθίαν τού Θεού τήν Δάφνη. Κατά τούς πρώτους τού Χρηστηρίου χρόνους ή Πυθία χρησμοδοτούσε μιά φορά τόν χρόνο στίς εφτά τού μηνός Βυσίου. Ό Μήνας αυτός ήταν ό πρώτος τής Ανοίξεως.Αργότερα, η Πυθία ανέρχετο στον τρίποδα την εβδόμη καθ’ εκάστου μηνός, πλην των «αποφράδων ημερών», όπου δεν μπορούσε να δώσει χρησμό και τους τρεις χειμερινούς μήνες, τότε που ο Απόλλωνας ταξίδευε στους Υπερβορείους και την εξουσία του ιερού χώρου αναλάμβανε ο αδελφός του Διόνυσος.
Ή Πυθία εκλέγετο από τίς κόρες τών Δελφών, πασών Δελφίδων εξαίρετος λέγει ο Ευριπίδης. Στήν αρχή εκλέγοντο νεαρές παρθένες΄λόγω τής αγνότητος αυτών καί τήν ομοιότητα μέ τήν Αρτέμιδα καί τέλος εκρίνοντο καταλληλότερες, στήν τρυφερή ηλικία ευρισκόμενες, πρός διαφύλαξη τών μυστικών τών χρησμών, κατά τόν Διόδωρον. Ο Πλούταρχος προσθέτει ότι “Ανατραφείσα εν τω οίκω πτωχών γεωργών δεν προσκομίζει εν τώ ιερώ εις ό κατέρχεται ούτε τέχνην, ούτε πείραν, ούτε φυσικά προτερήματα”, “αγνοούσα σχεδόν τα πάντα, είναι αληθής παρθένος διάνοια, επικοινωνούσα με τον Απόλλωνα”.
Η ενδυμασία της Πυθίας ήταν απλή. Δεν φορούσε αρώματα, μύρα και δεν γνώριζε την γυναικεία πολυτέλεια. Δεν έκαμε χρήση κιννάμου, λαδάνου ή λιβάνου. “Έκαιγε απλά δάφνη και το άλευρον κριθής ήτο το μόνον αυτής ψιμμύθιον”.
Η συνήθεια του να εκλέγεται νεαρή παρθένος διεκόπη όταν ο Θεσσαλός Εχεκράτης ερχόμενος για να συμβουλευθεί το μαντείο, είδε την παρθένο προφήτισσα και θελγόμενος από την ωραιότητά της, την απήγαγε και την βίασε. Οι κάτοικοι τότε των Δελφών, απαγόρευσαν δια νόμου τη χρησμοδότηση στις παρθένες. Το λειτούργημα τότε ανατέθη σε γυναίκες άνω των 50 ετών, οι οποίες όφειλαν να φορούν ενδύματα νεαρής κοπέλας, εις ανάμνηση της παλιάς προφήτισσας. Αργότερα ο νόμος αυτός ανεκλήθη. Πριν η Πυθία ανέβει στον τρίποδα, υποβάλετο σε μια ιδιαίτερη προετοιμασία. Άρχιζε με τριήμερη νηστεία και κατά την ημέρα της τελετής, λουζόταν με το νερό της Κασταλίας. Έλουε συνήθως τα πόδια και τα
χέρια της, ενίοτε δε κι ολόκληρο το σώμα, έπινε νερό από την Κασσιώτιδα πηγή στην οποία ο Απόλλων είχε μεταδώσει μέρος της ενθουσιαστικής του δυνάμεως.
Έπειτα, μασούσε φύλλα δάφνης που συλλέγονταν από την Κασταλία κι όπως λέει ο Λουκιανός, προσκαλούσε τον Απόλλωνα να μην καθυστερήσει να προσέλθει και να υποβάλει ταχέως τους χρησμούς. Η παρουσία του Θεού γινόταν αισθητή όταν αρχικά σειόταν η δάφνη της θύρας του Ιερού και το Άδυτον έτρεμε όλο εκ θεμελίων. Εις την όλη προπαρασκευή της Πυθίας προς χρησμοδότηση, προσετίθεντο και θυμιάσεις καιομένης δάφνης και αλεύρου κριθής. Κατά τον Στράβωνα, όταν η Πυθία διαισθανόταν την παρουσία του Θεού, τότε οι Ιερείς έφερναν αυτήν επί του τρίποδος. Όταν η Πυθία πληρωνόταν από τον Θεό, εγνώριζεν ήδη ν’ απαριθμήσει άπαντες τους κόκκους της άμμου και να καταμετρήσει τις απέραντες των θαλασσών εκτάσεις. Οι αιώνες όλοι και οι καιροί, τα πεπρωμένα άπαντα, συσσωρεύοντο αναρίθμητα εις τους κόλπους αυτής, φράσοντα την δίοδο στη φωνή και την αναπνοή. Πρόφερε τότε λέξεις αρθρωμένες τις οποίες οι προφήτες συνέλεγαν επιμελώς, δίδοντες σ’ αυτές την απαιτούμενη αλληλουχία. Μετά από τον ορισμένο χρόνο παραμονής επί του τριπόδου, οι προφήτες επανέφεραν αυτή στο δωμάτιό της όπου παρέμενε αρκετές συνήθως μέρες, για να αναπληρώσει τις δυνάμεις μετά την κόπωση εκ του Θείου ενθουσιασμού, λέει ο Λουκανός.
Στην αρχή, υπήρχε μόνο μια Πυθία στο Ιερό. Αργότερα όμως, με την αύξηση της φήμης του μαντείου, και με την προσέλκυση περισσοτέρων ανθρώπων πού ζητούσαν χρησμό(θεοπρόπες), αυξήθηκε κι ο αριθμός των Πυθιών.
Εντός του Ιερού υπήρχε ένα ιδιαίτερο διαμέρισμα, το λεγόμενο Άδυτο, μέσα στο οποίο εβρίσκετο ο τρίποδας και το χάσμα απ’ όπου αναδύονταν οι αναθυμιάσεις. Η είσοδος του Αδύτου ήταν καλυμμένη με φύλλα δάφνης και δεν δύνατο κάποιος να διακρίνει τα τελούμενα. Οι δε θεοπρόπες, παρέμεναν σε έναν ναϊσκο, κείμενο του Αδύτου όπου γλυκιά ευωδιά ανάλογη προς τα πλέον ευχάριστα και δαπανηρά αρώματα, εξερχόμενη του Ιερού, ως εξ ανεξαντλήτου πηγής ενεπλήρου τα πάντα, αναφέρει ο Πλούταρχος.
Το λεξικό του Σουίδα, αναφέρει την περίπτωση της Πυθίας Αριστοκλείας η οποία ανέβηκε στον τρίποδα, αποκρύβοντας την προηγηθείσα σαρκική επαφή και διατελούσα υπό την Απολλωνιακή μανία, κατηγόρησε τον ίδιο τον εαυτό της και ταυτόχρονα υπέδειξε και τον συνένοχο.
Ο Πλούταρχος φρονεί ότι ο Απόλλων παρουσιάζει στην Πυθία “μόνον τας εικόνας των πραγμάτων και εμφωτίζει την ψυχήν αυτής, ίνα οραματίζεται το μέλλον. Εν τούτω έγκειται ο ενθουσιασμός”. Αν οι λόγοι της Πυθίας είναι ατελείς και
συγκεγχυμένοι, τούτο οφείλεται στο ότι οι Θείες αποκαλύψεις “διέρχονται δια σώματος θνητού και ψυχής τεταραγμένης”. Όταν ο Θεός παρουσιάζει τις σκέψεις Αυτού στην Πυθία, “παράγεται είδος τι εκστάσεως απαιτούσης ιδιαιτέραν κράσιν,
ειδικάς διαθέσεις και μεταβολής του όντος”.
Οι γυναίκες αυτές πού αφιέρωσαν τήν Ζωή τους στόν Θεό καί στήν υπηρεσία τών ανθρώπων, χωρίς καμιά ιδιαίτερη απολαβή, διαμόρφωσαν τόν Ελληνικό χώρο κι έσωσαν τούς Έλληνες καί κατ’ επέκτασιν τήν Ευρώπη από τήν μάστιγα τής
Ανατολής, αναγγέλοντας στόν κόσμο μας τούς χρησμούς τού Απόλλωνος.
Αιώνια θά μένουν στή μνήμη μας, νά μάς θυμίζουν ότι σ’ αυτόν τόν τόπο οί Θεοί επικοινωνούν μέ τούς ανθρώπους.
«Πόση είν’ η άμμος ξέρω εγώ, της θάλασσας τα μέτρα.
Καταλαβαίνω τον μουγκό, τον άλαλο ακούω.
Μούρθε στη μύτη μυρωδιά σκληρόδερμης χελώνας,
που βράζει σ’ ένα χάλκωμα, μαζί μ’ αρνίσιο κρέας.
Κάτω έχει στρώμα από χαλκό, χαλκός είναι κι απάνω».