ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Κατά την Υστεροελλαδική ΙΙ εποχή (1600-1400 π.Χ.), στο μυκηναϊκό κόσμο εμφανίζονται δύο νέοι τύποι τάφων, οι θαλαμωτοί (θαλαμοειδείς ή λαξευτοί) και οι θολωτοί και για ένα διάστημα χρησιμοποιούνται συγχρόνως με τους λακκοειδείς. Οι νέες μεγαλοπρεπείς και επιβλητικές ταφικές κατασκευές αντικατοπτρίζουν την επιθυμία των ανθρώπων να τοποθετούν το νεκρό σε μια μνημειώδη κατασκευή όμοια με την επίγεια κατοικία του. Ό,τι εκπροσωπούν για την Αίγυπτο οι πυραμίδες (μνημειώδεις διαστάσεις, αντοχή στο χρόνο, προηγμένη τεχνολογία, την αγωνία του ανθρώπου να χτίσει μια άφθαρτη αιώνια κατοικία και να προβάλει ένα σύμβολο επίγειας ισχύος και γοήτρου) αντιπροσωπεύουν για την Ελλάδα οι θολωτοί τάφοι της μυκηναϊκής εποχής, που συγκαταλέγονται χωρίς αμφιβολία στα πιο λαμπρά αρχιτεκτονικά επιτεύγματα του Μυκηναϊκού Πολιτισμού.
Είναι τα μεγαλύτερα θολωτά μνημεία του αρχαίου κόσμου, που το ύψος τους ξεπεράστηκε μόνο με την κατασκευή του Πάνθεον στη Ρώμη. Θολωτοί τάφοι συναντώνται όχι μόνο στις Μυκήνες, αλλά και στη Βοιωτία, τη Θεσσαλία, την Ήπειρο, την Αττική, μερικά νησιά των Κυκλάδων, τα Επτάνησα, τη Ρόδο. Πρόκειται για τάφους βασιλέων, ευγενών και αρχόντων, που είναι χτισμένοι σε ειδυλλιακές, περίοπτες θέσεις, κοντά σε μεγάλους προϊστορικούς οικισμούς που συχνά δεν έχουν ακόμα ανασκαφεί. Πολλοί από αυτούς έχουν κηρυχθεί ως προστατευόμενοι αρχαιολογικοί χώροι, αλλά μέχρι σήμερα δεν έχουν όμως απαλλοτριωθεί και κινδυνεύουν από την εγκατάλειψη, τη βλάστηση και την υγρασία. Όλοι οι θολωτοί τάφοι της ηπειρωτικής Ελλάδας βρέθηκαν συλημένοι ολοκληρωτικά ή μερικώς, γι’ αυτό ίσως δεν μπορούμε να γνωρίζουμε ακριβώς τα έθιμα ταφής, αλλά αρκετά για να βγουν σημαντικά συμπεράσματα .Από το Έπος αντλούμε πολλές πληροφορίες όπως ότι οι Βασιλικοί σωροί έμεναν πολλές ημέρες και εβδομάδες θρηνούμενες σε λαϊκό προσκύνημα πριν ταφούν, αυτό σημαίνει ότι οι νεκροί υφίσταντο κάποιου είδους ταρίχευση αλλά και η ερευνήτρια Emily Vermeule, o ακαδημαϊκός Ιακωβίδης και ο καθ. Χρ.Τσούντας υπήρξαν ερευνητές των εθίμων και μάλιστα αναπαρέστησαν την τελετή της ταφής. Έχουμε λοιπόν πολλές πληροφορίες από αυτούς ,αλλά και από τον καθ Μυλωνά και τον Μαρινάτο .Στο τέλος της δημοσίευσης αυτής ακολουθεί πόνημα με τα ταφικά μυκηναϊκά έθιμα .
ΚΑΤΑΓΩΓΗ
Η καταγωγή των θολωτών τάφων αποτελεί ως σήμερα ένα κεφάλαιο ανοιχτό στην αρχαιολογική έρευνα. Κατά την Vermeule αλλά και άλλων ,πρόκειται για την αυτόχθονα τάση των μυκηναίων προς τα ταφικά κυκλικά οικοδομήματα και τον μεγαλιθισμό με αναφορές στην Κρήτη ,αλλά και σε συνδυασμό με μια νέα αίσθηση πολιτικού ανταγωνισμού των μυκηναίων βασιλέων όλα αυτά σε συνδυασμό παραγόντων. Κάποιοι ελάχιστοι μελετητές θεωρούν ότι οι τάφοι προέρχονται από το Βορρά, ενώ άλλοι τους βλέπουν σαν απλή εξέλιξη των θαλαμωτών. Το πιθανότερο όμως ίσως είναι ότι κατάγονται από τους κυκλικούς τάφους της Μεσσαράς στην Κρήτη. Οι τάφοι της Μεσσαράς, που χρονολογούνται στην Πρωτομινωική περίοδο και χρησιμοποιήθηκαν για πολλές γενιές, ήταν μάλλον θολωτοί, όπως δείχνουν το μεγάλο πάχος των τοίχων και η κλίση τους προς τα μέσα. Ήταν υπέργειοι χωρίς δρόμο και τύμβο και ήταν τάφοι γενών.
Κοντά στην πύλη των Λεόντων στα νοτιοανατολικά βρίσκεται ο ταφικός περίβολος Α, το νεκροταφείο των ηγεμόνων των Μυκηνών.
Η ταφική αρχιτεκτονική των μυκηναϊκών θολωτών τάφων ακολουθεί τη μινωικό. Ο τάφος στο Καμιλάρι της Μεσσαράς θεωρείται πρόδρομος των μεγαλόπρεπων μυκηναϊκών τάφων. Αντίθετα όμως με τους μινωικούς, που είναι υπέργειοι και δεν καλύπτονται με τύμβο, οι μυκηναϊκοί θολωτοί τάφοι της Αργολίδας είναι υπόγειοι, διαθέτουν δρόμο και καλύπτονται με τεχνητή επίχωση, τον τύμβο. Ανήκουν σε μια μόνο οικογένεια και μπορούν να θεωρηθούν τάφοι ατομικοί, προορισμένοι για τον ηγεμόνα και τα μέλη της οικογένειας του. Χωρίς αμφιβολία πρόκειται για τάφους βασιλικούς ή για τάφους υψηλών αξιωματούχων και αποτελούν ένδειξη εξέχουσας θέσης στην κοινωνική ιεραρχία. Η απόδοσή τους από τον Σλήμαν σε συγκεκριμένα μέλη των μυθολογικών δυναστειών είναι εντελώς φανταστική. Οι θολωτοί τάφοι συνδυάζουν τη μεγαλοπρέπεια του μνημειώδους ταφικού οικοδομήματος το στοιχείο του τύμβου, που απαντά ήδη από τη Μεσοελλαδική περίοδο σε λακκοειδείς τάφους.
Ο τάφος στο Καμιλάρι
Ο τάφος στο Καμιλάρι της Μεσσαράς –αεροφωτογραφία ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΕΔΩ
Οι παλαιότεροι όμως θολωτοί τάφοι της ηπειρωτικής Ελλάδας, που βρίσκονται στη Μεσσηνία και χρονολογούνται γύρω στο 1600 π.Χ. όταν δηλαδή ήταν ακόμη σε χρήση οι τάφοι της Μεσσαράς, παρουσιάζουν πολλές ομοιότητες με τους κρητικούς: είναι υπέργειοι, οικογενειακοί, χτισμένοι απλά χωρίς βασιλικό χαρακτήρα. Εξάλλου η επαφές με τη μινωική Κρήτη, όπως και οι επιρροές από τη μινωική τέχνη φαίνονται στην Περιστεριά, τόσο σε επίπεδο κινητών ευρημάτων όσο και αρχιτεκτονικής των τάφων, ειδικά του θολωτού τάφου 1. Τα ταφικά μνημεία του λόφου της Περιστεριάς, έχουν ιδιαίτερη σημασία, καθώς η μορφή τους αποδεικνύει ότι οι Μεσσήνιοι, προηγούνταν έναντι των υπόλοιπων επαρχιών του μυκηναϊκού κόσμου στην κατασκευή του θολωτού ταφικού μνημείου της Εποχής του Χαλκού, διότι ενώ ο τύπος αυτός χρησιμοποιείτο ευρύτατα στη Μεσσηνία, στις Μυκήνες ήταν ακόμη σε χρήση οι λακκοειδείς τάφοι.
Νιχώρια -θολωτός τάφος
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΑ
Οι περισσότεροι τάφοι ιδρύθηκαν σε Πρωτοελλαδικό ΙΙ περιβάλλον. Χρονολογικά ανήκουν στην Υστεροελλαδική ΙΙΙ Α-Β περίοδο, και στους πιο πολλούς παρατηρήθηκε μεταγενέστερη χρήση ή και λατρεία (ευρήματα πρωτογεωμετρικών, κλασικών και ρωμαϊκών χρόνων). Θολωτοί τάφοι απαντούν ήδη στην κεντρική Κρήτη κατά την Πρωτομινωική Περίοδο και στη Μεσσηνία κατά τη Μεσοελλαδική ΙΙΙ. Στην Αργολίδα εμφανίζονται κατά την Υστεροελλαδική ΙΙ περίοδο. Στην Υστεροελλαδική ΙΙ χρονολογούνται και οι θολωτοί τάφοι στο Βαφειό, στο Μυρσινοχώρι (θέση Ρούτσι) και στα Δενδρά. Πλήρη σειρά θολωτών τάφων από διάφορες περιόδους γνωρίζουμε στις Μυκήνες. Εκεί οι πιο πρώιμοι χρονολογούνται επίσης στην Υστεροελλαδική ΙΙ (Τάφος του Αιγίσθου, Τάφος Επάνω Φούρνου, Τάφος των Κυκλώπων). Μια δεύτερη ομάδα χρονολογείται στην Υστεροελλαδική ΙΙΙ-Α (Τάφος Παναγιάς, Τάφος Κάτω Φούρνων, Τάφος των Λεόντων). Στην Υστεροελλαδική ΙΙΙ-Β ανήκουν ο Τάφος των Δαιμόνων, ο Θησαυρός του Ατρέα (Υστεροελλαδική ΙΙΙ-Β1) και ο Τάφος της Κλυταιμνήστρας (Υστεροελλαδική ΙΙΙ-Β2). Η χρήση των θολωτών τάφων σταματάει κατά την Υστεροελλαδική (1300-1200 π.Χ.) περίοδο. Από το διάστημα αυτό και μέχρι το τέλος της Μυκηναϊκής περιόδου επικρατούν οι θαλαμοειδείς τάφοι μαζί με επιβιώσεις παλαιότερων ταφικών τύπων, μάλλον επειδή οι νέες οικονομικές συνθήκες δεν επέτρεπαν την κατασκευή τόσο περίπλοκων ταφικών μνημείων.
Οι τάφοι των Μυκηναίων παρουσιάζονται όπως αναφέραμε με τρεις διαφορετικούς τύπους: τους λακκοειδείς, τους θαλαμωτούς και τους θολωτούς. Οι πρώτοι, οι απλούστεροι, αποτελούνται από ένα μακρόστενο κάθετο άνοιγμα που σκεπαζόταν με ακατέργαστες λίθινες πλάκες. Οι θαλαμωτοί λαξεύονται στο μαλακό πέτρωμα στις πλαγιές υψωμάτων και αποτελούνται από δύο τμήματα, τον δρόμο και τον κυρίως θάλαμο και καμιά φορά και από πλευρικό ταφικό δωμάτιο. Στους θαλάμους έφθανε κανείς μέσα από έναν κατηφορικό δρόμο που κατέληγε στη θύρα με το υπέρθυρο που οδηγούσε μέσα στο θάλαμο. Μετά την ταφή έφραζαν το στόμιο με ξερολιθιά. Τα λαμπρότερα αρχιτεκτονικά επιτεύγματα αποτελούν οι θολωτοί τάφοι.
ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΗ ΔΟΜΗΣΗ ΕΣΩΤΕΡΙΚΑ ΘΟΛΩΤΟΥ ΤΑΦΟΥ
Ο ΘΟΛΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΝΑΚΟΥΦΙΣΤΙΚΟ ΤΡΙΓΩΝΟ ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΙΣΟΔΟ ΣΤΟΝ ΘΗΣΑΥΡΟ ΤΟΥ ΑΤΡΕΑ
Πρόκειται για υπόγεια κυκλικά κτίσματα με ισόδομους λίθους και σχήμα κωνικό. Διαθέτουν και αυτοί δρόμο, θύρα και στόμιο. Ο μακρύς δρόμος είναι σκαμμένος οριζόντια στη πλαγιά λόφου (όχι επικλινής), που μέσω του στομίου οδηγεί σ’ ένα θάλαμο κυκλικής κάτοψης, στεγασμένο με θόλο. Ο δρόμος ήταν διαμορφωμένος ανάλογα με το μέγεθος και την ποιότητα της κατασκευής των τάφων, ως μια μικρή δίοδος λαξεμένη στο βράχο ή μια επιμελημένη λιθόκτιστη κατασκευή. Τα τοιχώματά του είναι κάθετα, ενώ η είσοδος και ο θάλαμος είναι οικοδομημένος με ογκόλιθους, άλλοτε πάνω από την επιφάνεια του εδάφους (σκεπαζόταν με χώμα δίνοντας την όψη τύμβου) και άλλοτε σε βαθύ κυκλικό σκάμμα ανοιγμένο στην πλαγιά ενός λόφου. Η διάμετρος ποικίλλει από τα 3,50 μ. έως τα 14,50 μ. του θησαυρού του Ατρέως.
Η θόλος είναι κατασκευασμένη από πάνω σαν πηγάδι και οι πλευρές της χτίζονταν με ογκόλιθους τοποθετημένους κατά στρώσεις με τέτοιο τρόπο, ώστε κάθε στρώση να εξέχει λίγο περισσότερο προς το εσωτερικό της θόλου από την αμέσως κατώτερή της (εκφορικό σύστημα), έτσι ώστε το άνοιγμα να στενεύει προς τα πάνω, έως ότου έμενε μόνο μια οπή. Ο μεγάλος λίθος της κορυφής του θόλου, που έκλεινε την οπή, λέγεται «κλειδί», επειδή εξασφαλίζει τη συνοχή σ’ ολόκληρο το οικοδόμημα. Οι θόλοι είναι κυκλικοί στην κάτοψη κι επειδή θυμίζουν εσωτερικά κυψέλη, συχνά αναφέρονται και ως κυψελόσχημοι. Εξαίρεση αποτελεί ο θολωτός τάφος του Θορικού με σχήμα ελλειψοειδές. Γύρω από τη θόλο συσσωρεύονταν χώματα και πέτρες για να είναι ανθεκτική στις πιέσεις και ενδιαμέσως έμπαινε μια επίστρωση πηλού για στεγανοποίηση. Οι λάκκοι που βρέθηκαν στο δάπεδό τους χρησίμευαν ως τάφοι ή ως τελετουργικές εγκαταστάσεις για την υποδοχή νεκρικών σπονδών και προσφορών. Στην περίμετρο των θόλων προστίθενται μερικές φορές ορθογώνιοι θάλαμοι. Οι χώροι αυτοί χρησιμοποιούνταν ως νεκρικοί θάλαμοι. Μετά από κάθε ταφή έφραζαν την εξωτερική άκρη (στόμιο) του δρόμου με πέτρες και γέμιζαν το εσωτερικό του με χώμα. Η είσοδος των θόλων σφραγιζόταν συνήθως με τοίχο και πολύ σπάνια με θύρα. Ιδιαίτερη επιμέλεια έδιναν στην κατασκευή της πρόσοψης, παρόλο που η είσοδος ήταν μόνο για ένα μικρό διάστημα ορατή, από τη στιγμή της αποπεράτωσης του τάφου μέχρι τον πρώτο ενταφιασμό. Ο πολυτελής διάκοσμος της πρόσοψης του θησαυρού του Ατρέα αποτελεί ένα μοναδικό παράδειγμα. Η θύρα είναι μνημειακή, με χτιστές παραστάδες, μονολιθικά ανώφλια και υπέρθυρα με ανακουφιστικό τρίγωνο που χρησίμευε για την εξουδετέρωση των πιέσεων. Το υπέρθυρο έφτανε σχεδόν πάντα στο ύψος της πλαγιάς, πράγμα που σημαίνει ότι η θόλος προεξείχε κάπως από το έδαφος. Οι τάφοι καλύπτονταν από ένα τεχνητό λοφίσκο από χώμα και πέτρες, σαν τύμβο, που προστάτευε την κατασκευή από τη φυσική φθορά. Το επιβλητικό αυτό χωμάτινο έξαρμα, μαζί με τη στήλη που τοποθετούσαν στη συνέχεια, λειτουργούσε και ως ταφικό σήμα.
Θησαυρός του Ατρέα, εσωτερικό ο τελειότερος και αρχιτεκτονικά άρτια σχεδιασμένος που έχει βρεθεί μέχρι σήμερα
ΜΥΚΗΝΕΣ ΘΟΛΩΤΟΣ ΤΑΦΟΣ ΕΝΑΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΠΟΛΛΟΥΣ ΠΟΥ ΑΝΑΣΚΑΦΗΚΑΝ ΣΤΙΣ ΜΥΚΗΝΕΣ.
ΤΕΧΝΙΚΗ ΚΑΙ ΔΙΑΚΟΣΜΗΣΗ
Συνολικά, οι θολωτοί τάφοι που έχουν βρεθεί στην ηπειρωτική Ελλάδα είναι 120. Από αυτούς, οι 14 μεγαλύτεροι θεωρούνται σημαντικά αρχιτεκτονικά επιτεύγματα, καθώς οι θολωτές κατασκευές αντιμετώπιζαν σοβαρά στατικά προβλήματα, όταν η διάμετρός τους ξεπερνούσε τα 6 μ. Συγκεκριμένα το στόμιό τους κινδύνευε να καταρρεύσει από το υπερβολικό βάρος του υπέρθυρου, όπως το συμπαγές υπέρθυρο του Ατρέα που ζυγίζει 120 τόνους. Μια προστατευτική τεχνική που εφαρμόστηκε για να αποφευχθεί αυτό το πρόβλημα ήταν η επινόηση του ανακουφιστικού τριγώνου που μετέφερε το βάρος του υπέρθυρου στις παραστάδες και τις πλευρές της θόλου. Στην ηπειρωτική Ελλάδα έχουν βρεθεί δύο κορυφαία παραδείγματα τέτοιων τάφων της μυκηναϊκής εποχής, ο λεγόμενος «θησαυρός του Ατρέα» στις Μυκήνες και ο «θησαυρός του Μινύα» στον Ορχομενό. Στο δεύτερο από αυτούς τους τάφους, η οροφή του πλευρικού θαλάμου είναι επενδυμένη με μια ασβεστολιθική πλάκα με ανάγλυφη διακόσμηση. Ορισμένοι θολωτοί τάφοι αποκαλούνται θησαυροί πιθανώς να χρησιμεύονταν προς αποταμίευση χρυσού, σιτηρών και άλλων αναγκαίων του βίου, όπως ο θησαυρός του Μινύα στον Ορχομενό. Οι θολωτοί τάφοι είναι συνήθως υπόγειοι, με εξαίρεση το θησαυρό του Μινύα που είναι υπέργειος.
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΜΝΗΜΕΙΩΝ
ΜΥΚΗΝΩΝ
ΣΧΕΔΙΑΣΤΙΚΗ ΤΟΜΗ ΤΟΥ ΘΗΣΑΥΡΟΥ ΤΟΥ ΑΤΡΕΩΣ
Ο θησαυρός του Ατρέα
Εσωτερικό θολωτού τάφου, Ατρέα. Είσοδος πλευρικού θαλάμου
Ο τάφος της «Κλυταιμνήστρας »
Ο τάφος της «Κλυταιμνήστρας» βρίσκεται έξω από την Ακρόπολη των Μυκηνών και χτίστηκε γύρω στα 1220 π. Χ. . Ο δρόμος του τάφου έχει μήκος 37 μέτρα και πλάτος 6. Ελάχιστα στοιχεία σώζονται από τον γλυπτό διάκοσμο της πρόσοψης. Η διάμετρος του θαλάμου του τάφου είναι 13,5 μέτρα.
Τάφος «Κλυταιμνήστρας » Με κόκκινο χρηματισμό η θέση του μνημείου στον χώρο
Τάφος της Κλυταιμνήστρας, εσωτερικό
Τάφος της Κλυταιμνήστρας, λεπτομέρεια. Ο τάφος που είναι γνωστός με το συμβατικό όνομα “τάφος της Κλυταιμνήστρας” είναι ο νεότερος από τους τάφους των Μυκηνών και ο δεύτερος σε μέγεθος μετά τον τάφο του Ατρέα.
Ο θολωτός τάφος του Ατρέως δέσποζε στη δυτική πλαγιά της ράχης της Παναγίτσας, στα ΝΔ της ακρόπολης των Μυκηνών και επάνω στον οδικό άξονα, που συνέδεε τις Μυκήνες με το Ηραίο του Άργους. Πρόκειται για έναν από τους μεγαλύτερους και τελειότερους μυκηναϊκούς θολωτούς τάφους και τον πιο εντυπωσιακό από τους 9, που συνολικά έχουν βρεθεί στις Μυκήνες. Χρονολογείται μεταξύ 1350-1250 π.Χ. και θεωρείται σαν ένα από τα ωριμότερα δείγματα του τύπου. Είναι βέβαιο ότι χρησιμοποιήθηκε για την ταφή κάποιου σημαντικού μέλους της βασιλικής οικογένειας των Μυκηνών. Ήδη από την εποχή του περιηγητή Παυσανία (2ος αιώνας μ.Χ.), οι κάτοικοι της περιοχής γνώριζαν το μνημείο ως «θησαυρό», δηλαδή ως θησαυροφυλάκιο του ιδρυτή της μυθικής μυκηναϊκής ακρόπολης, του Ατρέα. Μέχρι σήμερα ο τάφος είναι γνωστός και ως «Θησαυρός του Ατρέως» ή «τάφος του Αγαμέμνονα».
Η πρόσβαση στον τάφο γινόταν μέσω του δρόμου, μήκους 36 μ. και πλάτους 6 μ, που είναι λαξευμένος στο βράχο και επενδυμένος με λείους επιμήκεις λίθους από αμυγδαλόπετρα, τοποθετημένους σε οριζόντιες στρώσεις, κατά το ψευδοϊσόδομο σύστημα. Στο ανατολικό του άκρο εδράζεται σε άνδηρο και ορίζεται από τοίχο κτισμένο με πώρινους λίθους. Ο δρόμος οδηγεί στο στόμιο του τάφου, που έχει μήκος 5,40 μ. Ήταν φραγμένο με συσσωρευμένες μικρές πέτρες έως την ξύλινη, δίφυλλη και πιθανόν επενδυμένη με χαλκό θύρα, ύψους 5,40 μ. και πλάτους 2,40 μ. Το υπέρθυρο της εισόδου αποτελούν δύο εξαιρετικά μεγάλοι λίθοι, από τους οποίους ο εσωτερικός έχει μήκος 8 μ., πλάτος 5 μ. και βάρος περίπου 120 τόνων. Η πρόσοψη του τάφου, ύψους 10,50 μ. και πλάτους 6 μ., ήταν διακοσμημένη με ημικίονες σε δύο επίπεδα, κατασκευασμένους από πράσινο λίθο με ανάγλυφα στοιχεία. Από αυτούς σήμερα σώζονται στην αρχική τους θέση μόνο οι τετράγωνες βάσεις δεξιά και αριστερά από την είσοδο. Αλλεπάλληλες ταινίες από πράσινο και ερυθρό λίθο, επίσης με ανάγλυφη διακόσμηση από σπείρες και ρόδακες, κάλυπταν το ανακουφιστικό τρίγωνο. Τμήματα αυτής της διακόσμησης βρίσκονται σήμερα διάσπαρτα σε διάφορα μουσεία, στο Εθνικό Αρχαιολογικό Αθηνών, στο Λονδίνο, στο Παρίσι, στο Βερολίνο, στο Μόναχο και στην Καρλσρούη.
Τομή τάφου του θησαυρού του Ατρέως
Ο κυκλικός θάλαμος του τάφου, διαμέτρου 14,60 μ. και ύψους 13,40 μ., καλύπτεται με κυψελοειδή θόλο και είναι κτισμένος με 33 αλλεπάλληλες σειρές από λείους επιμήκεις αμυγδαλόλιθους, τέλεια συναρμολογημένους, ώστε ο καθένας να εξέχει ελάχιστα από τον κατώτερο. Ο τελευταίος λίθος, το «κλειδί», φράζει την οπή στην κορυφή της θόλου εξασφαλίζοντας την ισορροπία και τη συνοχή της και είναι το μόνο στοιχείο όλης της κατασκευής που έχει αντικατασταθεί στη σύγχρονη εποχή. Το εσωτερικό της θόλου διακοσμούσαν χάλκινοι ρόδακες στους αρμούς των λίθων, από τους οποίους έχουν παραμείνει στη θέση τους μόνο τα καρφιά από την τρίτη σειρά και επάνω. Στη βόρεια πλευρά της θόλου ανοίγεται μικρός, ορθογώνιος, πλευρικός θάλαμος, λαξευμένος στο βράχο (6,50Χ6 μ. και 5 μ. ύψος), όπου έμπαινε κανείς από στενή είσοδο με ανακουφιστικό τρίγωνο στο υπέρθυρο. Στο δάπεδό του ήταν λαξευμένοι δύο λάκκοι, ενώ δύο λίθινες βάσεις δείχνουν ότι και εδώ υπήρχαν κίονες. Πιθανόν από εδώ να προέρχονται οι «ελγίνειες πλάκες» του Βρετανικού Μουσείου, κατασκευασμένες από γύψο και διακοσμημένες με ανάγλυφους ταύρους. Παρόμοιο πλευρικό δωμάτιο υπάρχει μόνο σε δύο ακόμη βασιλικούς θολωτούς τάφους, σ’ αυτόν του Μινύα στον Ορχομενό και στο θολωτό τάφο Α στις Αρχάνες. Η όλη κατασκευή πάνω από τη θόλο καλυπτόταν με τύμβο, που δημιουργήθηκε με τη συσσώρευση χωμάτων και στηριζόταν στη βάση του περιμετρικά με τοίχο κτισμένο στην πρόσοψη με ορθογώνιους πωρόλιθους.
Μετά τη μυκηναϊκή εποχή, το μνημείο δεν χρησιμοποιήθηκε πια ως τάφος. Αγγεία αρχαϊκής εποχής, που βρέθηκαν απέναντι από τον τοίχο που στήριζε τον τύμβο, αποτελούν πιθανόν ίχνη προγονολατρείας. Ο τάφος είχε ήδη λεηλατηθεί το 2ο αιώνα μ.Χ., όταν τον επισκέφθηκε ο Παυσανίας και ήταν εν μέρει καταχωμένος, όταν στους περασμένους αιώνες βοσκοί τον χρησιμοποιούσαν ως καταφύγιο, αφαιρώντας το «κλειδί», προκειμένου να έχει διέξοδο ο καπνός από τις φωτιές τους, που άφησε τα ίχνη του στις παρειές της θόλου.
Ο τάφος του Αιγίσθου ΥΕΙΙ περίοδος- Μυκήνες.
ΑΧΑΡΝΩΝ – ΑΤΤΙΚΗ
Στις Αχαρνές βρίσκεται ο επιβλητικότερος και ο καλύτερα διατηρημένος μυκηναϊκός θολωτός τάφος της Αττικής. Ο τάφος των Αχαρνών ανασκάφηκε στα 1879 από Γερμανούς αρχαιολόγους, στην πλαγιά τεχνητού λόφου. Ο τάφος χρονολογείται στην Υστεροελλαδική III εποχή (14ος-13ος αιώνας π.Χ.). Αποτελείται από το δρόμο, δηλαδή το διάδρομο που οδηγούσε στον τάφο, το στόμιο και το θάλαμο. Είναι υπόγειος, κτισμένος µε σχετικά μικρές πέτρες ακανόνιστου σχήματος. Ο δρόμος έχει μήκος 27 μ. και πλάτος 3 μ. Το σχήμα του θαλάμου είναι κωνικό και θυμίζει τεράστια κυψέλη. Η διάμετρος της θόλου είναι 8,35 µ. και το ύψος της 8,74 µ. Εξωτερικά η θόλος καλύπτεται µε χώμα σχηματίζοντας ένα είδος τύμβου. Το βάθος του στοµίου είναι 3,35 µ. και το πλάτος του 1,55 µ. Το υπέρθυρο είναι από ογκώδη επιµήκη λίθο. Πάνω από το υπέρθυρο σε αντίθεση µε άλλους θολωτούς, όπου υπάρχει το ανακουφιστικό τρίγωνο (ένα κενό δηλ. τριγωνικό τµήµα ), χρησιμοποιήθηκαν τέσσερις μικρότεροι, αδούλευτοι ογκόλιθοι, παράλληλοι μεταξύ τους και µε μικρά κενά ενδιάμεσα. Ο δρόμος έχει μήκος 27 μ. και πλάτος 3 μ. και τα τοιχώματά του είναι κτισμένα µε αργές (ακατέργαστες) πέτρες.
Ο ΤΑΦΟΣ ΤΩΝ ΑΧΑΡΝΩΝ
Πρόκειται για τον τάφο σημαντικού προσώπου της περιοχής, όπως πιστοποιούν το είδος του τάφου και τα πολυάριθμα κοσμήματα άριστης καλλιτεχνικής ποιότητας. Ιδιαίτερα πλούσιος, ο τάφος περιείχε πήλινα και λίθινα αγγεία, χάλκινα όπλα, ελεφάντινα αντικείμενα, σφραγιδόλιθους, κοσμήματα από χρυσό, άργυρο, χαλκό, υαλόμαζα και φαγεντιανή. Τα μοτίβα των κοσμημάτων και των αγγείων είναι γνωστά μυκηναϊκά-μινωικά σχέδια. Από τα πιο σημαντικά ευρήματα είναι μία ελεφάντινη λύρα µε ανάγλυφες σφίγγες στη βάση της, που βρέθηκε σπασμένη στον ταφικό θάλαμο. Η λύρα αυτή, από τις πρωιμότερες του είδους, είχε πιθανότατα 7 ή 8 χορδές και αποτελεί σπάνιο εύρημα για τη γνώση της μουσικής στην αρχαιότητα.
ΜΟΥΣΙΚΟ ΟΡΙΓΑΝΟ ΛΥΡΑ ΜΕ 7 ή 8 ΧΟΡΔΕΣ – ΕΥΡΗΜΑ ΤΑΦ. 1 ΑΧΑΡΝΕΣ ΑΤΤΙΚΗΣ
Άλλο αξιόλογο εύρημα είναι μια ελεφάντινη κυλινδρική πυξίδα µε πώμα. Η πυξίδα είναι διακοσμημένη µε ανάγλυφα κριάρια σε δύο ζώνες, ενώ το πώμα µε τέσσερα κριάρια σε ακτινωτή διάταξη. Τα ευρήματα δείχνουν την οικονομική ευρωστία των κατόχων του τάφου, το επίπεδο πολιτισμού και την υψηλή κοινωνική τους θέση. Στην επίχωση του δρόμου του τάφου, μπροστά από την είσοδο, βρέθηκαν ευρήματα που μαρτυρούν λατρεία αφηρωισµένων νεκρών έως την Κλασική Εποχή (5ος αιώνας π.Χ.), εποχή κατά την οποία σταματά απότομα η χρήση του χώρου, πιθανότατα εξαιτίας του Πελοποννησιακού Πολέμου. Τα ευρήματα του θολωτού τάφου βρίσκονται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.
ΕΥΡΗΜΑ ΤΑΦ. ΑΧΑΡΝΩΝ 2
ΘΟΛΩΤΟΙ ΤΑΦΟΙ ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΑΝΑΣΚΑΦΩΝ
ΧΩΡΟΤΑΞΙΑ ΜΝΗΜΕΙΩΝ ΜΥΚΗΝΑΪΚΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ Ν.ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ
Οι θολωτοί τάφοι, εμφανίστηκαν για πρώτη φορά στην επικράτεια του βασιλείου του Νέστορα στη Μεσσηνία, που θεωρείται «η πατρίδα του θολωτού τάφου», πριν εξαπλωθούν στην υπόλοιπη Ελλάδα. Στη Μεσσηνία υπάρχουν οι περισσότεροι θολωτοί τάφοι όλης της Ελλάδας, που χρονολογούνται από τα τέλη του 17ου αιώνα π.Χ. και εδώ συναντάται όλη η αλυσίδα της αρχιτεκτονικής τους εξέλιξης ως το 1200 π.Χ., οπότε έπαψε η κατασκευή των πολυτελών μνημείων. Πρόσφατες αρχιτεκτονικές μελέτες και φωτογραφικές αποτυπώσεις της κατάστασης και της παθολογίας των 33 θολωτών τάφων της Μεσσηνίας δεν υπάρχουν. Σε αρκετούς, η εικόνα που υπάρχει είναι αποσπασματική και χρειάζονται πρόσθετες ανασκαφές. Είναι κτισμένοι κατά τον εκφορικό τρόπο, από τέλεια αρμοσμένες στρώσεις πελεκητών λίθων χωρίς συνδετικό υλικό και κλείνουν με μια πλάκα, το «κλειδί». Οι μικροί δεν ξεπερνούν σε διάμετρο και ύψος τα 4-6 μ. και άλλοι φθάνουν τα 14 μ. Οι πιο σημαντικοί από αυτούς θεωρούνται: ο θολωτός τάφος στην Πύλο, στο όρος Μάλθη (Βασιλικό)που είναι ο πιο καλοδιατηρημένος της Ελλάδας, οι 4 Θολωτοί Τάφοι στην Περιστεριά που χαρακτηρίζονται ως οι «Μυκήνες της Δυτικής Πελοποννήσου» (στο εσωτερικό τους υπήρχαν πολλά αντικείμενα, όπως κοσμήματα, είδη καθημερινής χρήσης κ.ά.), αυτός της Άνθειας, ο θολωτός τάφος του διαδόχου του Νέστορα Θρασυμήδη στη Βοϊδοκοιλιά, οι 2 θολωτοί τάφοι στον Εγκλιανό κι ο παλαιότερος της ηπειρωτικής χώρας στην τοποθεσία «Οσμάναγα», του Κορυφασίου.
1909: Ανασκαφή του στομίου του Θολωτού Τάφου 1 στη Βιγλίτσα Τραγάνας από τον Ανδρέα Σκιά (1861-1922). Το στόμιο αρχικά εκλαμβάνεται ως αυτοτελής τάφος.
1912: Ανασκαφή της θόλου του Θολωτού Τάφου 1 Τραγάνας από τον Κωνσταντίνο Κουρουνιώτη (1872-1945).
1926: Ανασκαφή του κυκλικού θαλάμου του Θολωτού Τάφου του Οσμάναγα (Κορυφασίου) από τον Κ. Κουρουνιώτη.
1939 (4 Απριλίου); Εναρξη των ανασκαφών στο λόφο του Επάνω Εγκλιανού από τον Κ. Κουρουνιώτη και τον Carl W. Blegen (1887-1971), με βοηθό τον William MacDonald. Αποκαλύπτονται τμήματα ανακτόρου, το οποίο οι ανασκαφείς ταυτίζουν αμέσως με το ανάκτορο του Ομηρικού Νέστορα. Έρχονται στο φως και εκατοντάδες πήλινες πινακίδες της Γραμμικής Β (Μυκηναϊκής) Γραφής από το αρχείο του ανακτόρου. Ανασκάπτεται, επίσης, ο θολωτός τάφος του Κάτω Εγκλιανού (Θολ. Τάφος III) από την Elizabeth Pierce Blegen.
1951, 1955, 1958: Πρώτες δημοσιεύσεις, από τον Καθηγ. Emmett L. Bennett, των πινακίδων της Γραμμικής Β από το ανάκτορο του Εγκλιανού.
1952; Αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β Γραφής από τον Michael Ventris.
(1922-1956). Η γλώσσα των κειμένων των πινακίδων αποδεικνύεται Ελληνική (μία αρχαϊκή μορφή της Ελληνικής). Επιβεβαιώνεται οριστικά η ελληνικότητα των δημιουργών του Μυκηναϊκού πολιτισμού.
1954: Δημοσίευση, από τον Carl Blegen, του μεγαλυτέρου μέρους της κεραμικής από το Θολωτό Τάφο του Οσμάναγα (Κορυφασίου). Επισημαίνεται, για πρώτη φορά, η πρωιμότητα του τάφου και η σημασία του, αν και δεν προβάλλονται τα Μινωικά στοιχεία της κεραμικής του.
1952-66, 1969; Περίοδος συστηματικών ανασκαφών της αποστολής του Πανεπιστημίου του Cincinnati υπό τη διεύθυνση του Carl Blegen στο λόφο του Εγκλιανού και στην αμέσως γειτονική περιοχή, με τη συμμετοχή πολλών αρχαιολόγων και άλλων ειδικών, συμπεριλαμβανομένων και Ελλήνων (Δ.Ρ. Θεοχάρη, Ι. Τραυλού, Δρος Γ. Παπαθανασοπούλου). Κατά την περίοδο αυτή επιτυγχάνεται η πλήρης ανασκαφή του Ανακτόρου του Νέστορος, ερευνώνται άλλα τμήματα του λόφου, γίνονται δοκιμαστικές τομές στην έκταση της λεγόμενης Κάτω Πόλης, ενώ ανασκάπτονται δύο ακόμη Μυκηναϊκοί θολωτοί τάφοι (Θολωτός Τάφος IV και Θολωτός Τάφος Βαγενά) καθώς και σειρά θαλαμοειδών, σε κοντινά σημεία γύρω από το λόφο.
1952-67: Περίοδος ανασκαφών του Σπυρίδωνος Μαρινάτου (1901-1974) ανά την Πυλία και την Τριφυλία (υπό την αιγίδα της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας), με κύριο στόχο τη διερεύνηση της Ομηρικής-Μυκηναϊκής τοπογραφίας της Μεσσηνίας. Εντός της μείζονος περιοχής της Μυκηναϊκής Πύλου, η ανασκαφική του δράση αναπτύσσεται στα Βολιμίδια, στον Αϊ-Λιά και στην Καταβόθρα Χώρας, στο Μυρσινοχώριον (Ροότση), στην Τραγάνα, στη Βοϊδοκοιλιά και στο αρχαίο Κορυφάσιο. Μαζί με τις προηγούμενες ανακαλύψεις του Κουρουνιώτη και του Blegen και τις επισημάνσεις των Καθηγ. William MacDonald και Richard Hope Simpson, 01 θέσεις που εντόπισε και ανάσκαψε ο Μαρινάτος, από την επιβλητική ακρόπολη της Περιστεριάς κοντά στην Κυπαρισσία έως τον μεμονωμένο θολωτό τάφο του Χαροκοπειού κοντά στην Κορώνη, συνθέτουν τον πρώτο χάρτη της Μυκηναϊκής Μεσσηνίας.
1966: Έκδοση του πρώτου τόμου της τελικής δημοσίευσης των ανασκαφών στον Εγκλιανό (ΡΝ Ι), από τον Carl Blegen και την Marion Rawson. Η δημοσίευση περιλαμβάνει την εξέταση των κτηρίων του ανακτόρου και των περιεχομένων τους, καθώς και πλήρη ανάλυση της κεραμικής που βρέθηκε στις αποθήκες και στα άλλα διαμερίσματά του.
Στην κεραμεική αναγνωρίζονται 80 διαφορετικά σχήματα αγγείων και παραλλαγές .
1967: Εμφάνιση της τρίτης βελτιωμένης έκδοσης του Οδηγού του Ανακτόρου του Νέστορος από τον Carl Blegen και την Marion Rawson.
1967-68: Δημιουργείται το Αρχαιολογικό Μουσείο Χώρας, ως μόνιμη στέγη των πολυπληθών Μυκηναϊκών, κυρίως, ευρημάτων από τις ανασκαφές του Blegen στον Εγκλιανό και του Μαρινάτου στην ευρύτερη περιοχή.
1969; Έκδοση του δευτέρου τόμου της δημοσίευσης των ανασκαφών του Εγκλιανού (ΡΝ Π) από την Καθηγ. Mabel Lang, στον οποίον παρουσιάζονται και συζητούνται διεξοδικώς οι τοιχογραφίες που κοσμούσαν πολλά από τα διαμερίσματα του Ανακτόρου του Νέστορος.
1971-72: Ανασκαφή και πρώτη δημοσίευση από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Ολυμπίας (Θ. Καράγιωργα) δύο θαλαμοειδών τάφων της ομάδος Κεφαλόβρυσου στο Μυκηναϊκό νεκροταφείο των Βολιμιδίων Χώρας. (Είκοσι περίπου χρόνια αργότερα ερευνάται από την ίδια Εφορεία και άλλος τάφος στα Βολιμίδια, ο τάφος του οικοπέδου Ρήγα).
1972: Δημοσίευση από τους Καθηγ. William MacDonald και George Rapp των αποτελεσμάτων των πολυετών επιφανειακών και άλλων ερευνών της αποστολής του Πανεπιστημίου της Minnesota στη Μεσσηνία (ΜΜΕ).
1973: Επανάληψη των ανασκαφών της Αρχαιολογικής Εταιρείας σε θέσεις της Πυλίας και της Τριφυλίας και έναρξη προγράμματος δημοσιεύσεως των παλαιών ανασκαφών του Σπ. Μαρινάτου υπό τη διεύθυνση του Καθηγ. Γεωργίου Σ. Κορρέ. Ανασκαφές, συστηματικού ή συμπληρωματικού χαρακτήρα, έχουν έως σήμερα (1994) διεξαχθεί από τον Γ. Κορρέ σε διάφορες θέσεις στη Μεσσηνία (Γουβαλάρη-Κουκουνάρα, Φυτιές, Καμίνια Κρεμμυδιών, Αγ. Ιωάννη Παπουλίων, Βοϊδοκοιλιά, Σπήλαιο Νέστορος, Βιγλίτσα Τραγάνας, Ρουτση Μυρσινοχωρίου και Περιστέρια Κυπαρισσίας).
1973: Έκδοση του τρίτου τόμου της οριστικής δημοσίευσης των αποτελεσμάτων των ανασκαφών στον Εγκλιανό (ΡΝ III) από τον Carl Blegen, τον Λόρδο William Taylour (1904-1989) και τους συνεργάτες τους. Στον τόμο αυτό, εκτός των άλλων, δημοσιεύονται οι Μυκηναϊκοί θολωτοί και θαλαμοειδείς τάφοι γύρω από τον ανακτορικό λόφο.
1980: Διοργάνωση από τον F. Κορρέ στην Αθήνα (8-11 Δεκεμβρίου) του Πρώτου Διεθνούς Μυκηναιολογικού Συνεδρίου με θέμα “Προμυκηναϊκή και Μυκηναϊκή Πύλος”.
1984: Σύγκληση από τον Καθηγ. Thomas G. Palaima στο Fordham University της Νέας Υόρκης (Lincoln Center, 4-5 Μαίου) Διεθνούς Συμποσίου με θέμα “Η Πύλος ζωντανεύει εκ νέου: Βιοτεχνία και διοίκηση σε ένα Μυκηναϊκό ανάκτορο”.
1985: Δημοσίευση του έργου της Καθηγ. C.W. Shelmerdine για την ακμάζουσα βιοτεχνία αρωματικών ελαίων στη Μυκηναϊκή Πύλο.
1987: Δημοσίευση του έργου του Δρος Γ. Λώλου για την Πρωτομυκηναϊκή κεραμική της Μεσσηνίας.
1990: Έναρξη προγράμματος λεπτομερούς αρχιτεκτονικής αποτύπωσης των κτηρίων του ανακτορικού συγκροτήματος του Εγκλιανού από ομάδα υπό τον Καθηγ. Fred Cooper του Πανεπιστημίου της Minnesota.
1992: Έναρξη εντατικής επιφανειακής εξερεύνησης (survey) τμήματος της Δυτικής Μεσσηνίας, με επίκεντρο τον ανακτορικό λόφο του Εγκλιανού, από Αμερικανική αποστολή (Pylos Regional Archaeological Project) υπό τον Καθηγ. Jack L. Davis του Πανεπιστημίου του Cincinnati.
ΘΕΣΕΙΣ ΑΝΑΣΚΑΦΩΝ ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ
ΜΥΡΣΙΝΟΧΩΡΙ
Από ανασκαφές στη Βουφράδα. Βρέθηκε στο Μυρσινοχώρι, είναι σφραγιδόλιθος, χρονολογείται το 1450 π.Χ. και παριστάνει δυο πελαργούς που πετούν. Η φωτογραφία δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στα «Μεσσηνιακά 1968», Μίμη Φερέτου, τόμος Α΄, σελ.180.
ΜΥΡΣΙΝΟΧΩΡΙ – ΡΟΥΤΣΗ: Στο Μυρσινοχώρι και στο Ρούτση έχουμε ευρήματα της περιόδου 1500 – 1450 π.Χ. Συγκεκριμένα, ανακαλύφτηκαν δύο θολωτοί τάφοι και πέντε τύμβοι. Βρέθηκαν ποτήρια, κύλικες, πρόχοι, ψευδόστομος αμφορέας, φιάλη, τρίχερο, εγχειρίδια με ναυτίλους και αιλουροειδή, σφραγίδες με πουλιά, ταύροι, λιοντάρια, γερανοί, ξίφη, μαχαίρια, ταινίες, δαχτυλίδια, περιδέραιο, τράπεζα προσφορών (1). Στις 5 Μαρτίου 2002 ο καθηγητής αρχαιολογίας Γεώργιος Σ. Κορρές, σε ομιλία του στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης, αναφέρθηκε και στην παρουσίαση ενός σημαντικού ευρήματος γυναικείας ταφής, ενός στέμματος από το θολωτό τάφο του Ρούτση, το οποίο, όμως έχει, δυστυχώς, υποστεί ανεπανόρθωτες ζημιές εξαιτίας της αδικαιολόγητης καθυστέρησης που σημειώθηκε μέχρι να φτάσει στην Αθήνα για να συντηρηθεί.
Η εφημερίδα «Ελευθερία» στο φύλλο 6800 της 6ης Μαρτίου 2002 αναφέρει για το στέμμα αυτό: «Πρόκειται για ένα χάλκινο στέμμα με χρυσό αστέρα και πλήρως σωζόμενη την επιμήκη χάλκινη καρφίδα του. Εξάλλου, το στέμμα με ένα έως 5 χρυσά αστέρια είναι χαρακτηριστικό των γυναικείων ταφών, σε αντιδιαστολή με τις νεκρικές προσωπίδες που συνοδεύουν τις ανδρικές ταφές». Ο αρχαιολόγος Γεώργιος Σ. Κορρές αναφέρθηκε στην ίδια ομιλία του σε ένα τάφο που έμεινε στη διάρκεια των ανασκαφών χωρίς να ερευνηθεί ολοκληρωτικά. Αργότερα ανακαλύφθηκε ότι κάτω από τα θεμέλια του θόλου του ταφικού θαλάμου υπήρχε άλλος θησαυρός. Στο μέρος αυτό είχε σημειωθεί ανακομιδή ταφής. Κάτω, δηλαδή, από το δάπεδο είχε γίνει προσπάθεια να δημιουργηθεί χώρος για επόμενες ταφές. Ο θησαυρός που ανακαλύφθηκε το 1989 σε επαναληπτική ανασκαφή του Γεωργίου Σ. Κορρέ, βρίσκεται στο μουσείο της Χώρας. Δεν έχει όμως εκτεθεί, αλλά παραμείνει στις αποθήκες, αφού η έκθεση του μουσείου έχει χρόνια να ανανεωθεί, με αποτέλεσμα να μην περιλαμβάνει τα ευρήματα των νεότερων ανασκαφών.
ΠΕΡΙΟΧΗ «ΡΟΥΤΣΙ » 17ΟΣ ΑΙΩΝΑΣ ΠΧ- ΕΥΡΗΜΑ ΤΑΦΙΚΟΥ ΘΑΛΑΜΟΥ ΜΕΓΑΛΟ ΠΡΙΓΚΗΠΙΚΟ ΞΙΦΟΣ
Οι ανασκαφές που πραγματοποιήθηκαν στη θέση αυτή κατά τα έτη 1956-1957 με επικεφαλής τον Σπ. Μαρινάτο, έφεραν στο φώς δύο Μυκηναϊκούς θολωτούς τάφους. Συμπληρωματικές έρευνες στο χώρο πραγματοποιήθηκαν κατά τη δεκαετία του 1980 από τον καθηγητή Γ. Κορρέ. O θολωτός τάφος Ι, είχε συληθεί, ωστόσο διασώθηκαν κάποια ευρήματα όπως κεραμική, δύο σκεύη από χαλκό, τμήματα από αργυρό σκεύος και μερικά χρυσά κοσμήματα. Αντίθετα, ο θολωτός τάφος ΙΙ αποτέλεσε έναν από τους ελάχιστους θολωτούς τάφους της ηπειρωτικής Ελλάδας, που βρέθηκαν άθικτοι. Από τις πλούσια κτερισμένες ταφές του, ξεχωρίζει ο οπλισμός, αποτελούμενος από ξίφη και δύο μαχαίρια με ένθετη διακόσμηση, οι σφραγιδόλιθοι, τα κοσμήματα, τα αντικείμενα από χρυσό, χαλκό, πολύτιμους λίθους και ελεφαντόδοντο καθώς και η καλής ποιότητας κεραμική. Οι δύο θολωτοί τάφοι χτίστηκαν στις αρχές της Μυκηναϊκής περιόδου (περ.1680 π.Χ) και συνέχισαν να χρησιμοποιούνται ως τον 14ο αι. π.Χ. (1400-1300 π.Χ.). Στην περιοχή έχουν βρεθεί επίσης δύο τύμβοι με κιβωτιόσχημους τάφους και ταφές σε πίθους, που ανάγονται στην Μεσοελλαδική εποχή (2050-1680 π.Χ). Φαίνεται πως στη θέση αυτή είχε αναπτυχθεί ήδη κατά τον 17ο αι. π.Χ. ένας ισχυρός οικισμός η παρακμή του οποίου τοποθετείται αργότερα, στον 13ο αι. π.Χ. Τότε το νέο ισχυρό διοικητικό κέντρο που αναπτύσσεται στο Ανάκτορο του Νέστορος, επιβάλλει την επιρροή του σε όλη την περιοχή, η οποία απαρτίζει πλέον την επικράτειά του.
ΚΑΜΙΝΙΑ ΚΡΕΜΜΥΔΙΩΝ ΠΥΛΙΑΣ
ΑΝΘΕΙΑΣ
Χρυσός σφραγιστικός δακτύλιος με παράσταση θεοτήτων σε άρμα που σύρεται από γρύπες. Μοναδικό θέμα που απαντά μόνο στη μινωική Κρήτη. Άνθεια (θολωτός τάφος). 16ος – 15ος αι. π.Χ.
Ιδιαίτερα δεσπόζουσα θέση στην κοιλάδα του Παμίσου, ανατολικά των κοινοτήτων Αιπείας-Άνθειας και 11 χλμ. περίπου ΒΔ της Καλαμάτας, κατέχει η λοφοσειρά «Ελληνικά», που εκτείνεται σε μήκος 1 χλμ. περίπου παράλληλα προς τον άξονα του δημόσιου δρόμου Τρίπολης-Καλαμάτας. Παρουσία επιφανειακών ευρημάτων και μνημείων, εντοπισμένων στις αρχές του αιώνα αλλά και αργότερα (Α. Σκιάς, N. Valmin και R. Hope Simpson), κατέδειξε την συνεχή κατοίκηση και σημαντικότητα του χώρου από τα μέσα της 3ης χιλιετίας π.Χ. μέχρι σχεδόν τα νεώτερα χρόνια. Από το 1984 μέχρι το 1988, η Ζ’ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων ανέσκαψε τον γνωστό από τις επιφανειακές έρευνες των W. MacDonald και R. Hope Simpson (τέλη της δεκαετίας του 1960) «ηγεμονικό» θολωτό μυκηναϊκό τάφο, 600μ. δυτικά της λοφοσειράς, που χρονολογείται στην Υστεροελλαδική Ι-ΙΙ περίοδο (1680-1060 π.Χ.).
Ο τάφος διατήρησε πλήθος αρχαιολογικών μαρτυριών, τόσο των προϊστορικών-πρωτοϊστορικών χρόνων, όσο και των ιστορικών περιόδων της ιστορίας της Μεσσηνίας. Ο μεγάλων διαστάσεων θάλαμος διαμέτρου 10,50 μ. σώζεται σε μέγιστο ύψος 10,25 μ. Εξαίρετη αρχιτεκτονική, μνημειώδεις κατά το πλείστον διαστάσεις, αλλά και σημαντικά (παρά την εντατική σύληση) ευρήματα από τους 13 τάφους που έχουν ερευνηθεί την τελευταία δεκαετία στην ανατολική πλαγιά, φανερώνουν την εξέχουσα κοινωνική θέση των μυκηναίων της περιοχής. Μεταξύ των μυκηναϊκών ευρημάτων ξεχωρίζουν: χρυσά κοσμήματα, τρία σφραγιστικά χρυσά δακτυλίδια με έγγλυφες παραστάσεις, αγγεία με πλούσια διακόσμηση, περίτεχνα μικροαντικείμενα από ελεφαντόδοντο και άλλες πολύτιμες ύλες. Ο τάφος χρησιμοποιήθηκε ξανά κατά τους Γεωμετρικούς (900-700 π.Χ.) και Ελληνιστικούς χρόνους (323-31π.Χ.) για την τέλεση ταφικών τελετών, που συνδέονται με την προγονική λατρεία και την ηρωολατρεία. Τα σημαντικότερα από τα ευρήματα του τάφου εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Μεσσηνίας.
ΒΟΪΔΟΚΟΙΛΙΑΣ -(ΒΟΟΣ ΝΑΠΑ )- ΤΑΦΟΣ Θρασυμήδη
Η ιστορία όλη της Μεσσηνίας δίνει το «παρών» σ’ αυτόν τον όρμο, που διατηρεί σε μετάφραση το ομηρικό της όνομα: Βοός νάπα. Με δύο εκπληκτικούς τύμβους με λίθινους μανδύες εκπροσωπείται η Μεσοελλαδική εποχή (20ός και 19ος αιώνας π.Χ.). Ο ένας έχει κατασκευασθεί πάνω στον πρωτοελλαδικό οικισμό στο βόρειο βραχίονα της Βοϊδοκοιλιάς και περιείχε ταφές σε πίθους τοποθετημένους ακτινωτά (ανασκαφή Κορρέ). Ο δεύτερος βρίσκεται κάτω ακριβώς από το εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία στο λόφο του Αγ. Νικολάου και έχει έλθει στο φως ένα πολύ μικρό τμήμα του από λαθρανασκαφή. Για να γίνει η ανασκαφή του πρέπει να μεταφερθεί, έστω και προσωρινά, το εκκλησάκι.
Ο ΤΥΜΒΟΣ ΤΗΣ ΒΟΪΔΟΚΟΙΛΙΑΣ ΑΠΟ ΑΕΡΟΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΠΡΩΙΜΟΙ ΜΕΣΟΕΛΛΑΔΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ
Η διάμετρος του μνημείου ξεπερνούσε τα 5 μ. Λίγο πριν από το 1500 π.Χ., στα πρώτα μυκηναϊκά χρόνια, στο βόρειο βραχίονα της Βοϊδοκοιλιάς, οι κάτοικοι της περιοχής άνοιξαν ένα «πηγάδι» στο κέντρο του τύμβου και έφτιαξαν ένα θολωτό τάφο με στόμιο προς νότο και με δάπεδο στρωμένο από στρώμα θαλασσινών χαλικιών. Ο τάφος μοιάζει να ξεπηδάει μέσα από τον τύμβο και κατά τον καθηγητή Γ. Κορρέ, προδίδει την προέλευση του μνημείου από το προγενέστερο μεσοελλαδικό ταφικό μνημείο. Ο θολωτός τάφος της Μυκηναϊκής περιόδου (1680-1060 π.Χ.) είχε εντοπιστεί ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα από τον Άγγλο ιστορικό G.B. Grundy, αλλά την πρώτη συστηματική ανασκαφική έρευνα πραγματοποίησε κατά τη δεκαετία του 1950 ο Σπ. Μαρινάτος.
Ο ανασκαφέας θεώρησε, ότι πρόκειται, για το ταφικό μνημείο του Θρασυμήδη, γιου του μυθικού βασιλιά Νέστορα, που αναφέρει και ο Παυσανίας στις περιηγήσεις του. Και πράγματι, πρέπει να ήταν κάποιος ξεχωριστός ο νεκρός του τάφου επειδή, παρόλο που ο τάφος ήταν μερικώς συλημένος, από τα εναπομείναντα κτερίσματα μπορούμε να φανταστούμε τον πλούτο του. Σώθηκαν λίγα κτερίσματα: μικρά πήλινα ειδώλια, 30 αιχμές λίθινων βελών, μια λίθινη θήκη με μια ανακομιδή, δύο μικρά μυκηναϊκά αγγεία, 4 χρυσά ελάσματα, δύο περιδέραια από αμέθυστο και σάρδιο και άλλα μικροαντικείμενα.
Είχε χρησιμοποιηθεί ως οικογενειακός τάφος και είχε τουλάχιστον επτά ταφές. Τα ερείπια του τάφου, όπως αναφέρονται από τον Παυσανία που είδε το μνημείο πριν από 1.800 χρόνια, πατούν πάνω σ’ έναν τεράστιο αρχαίο τύμβο όπου είναι διατεταγμένες ακτινωτά πολλές ταφές του 2200 π.Χ. Εντυπωσιακό εύρημα αποτελεί ο ακέραιος σκελετός βοδιού, πιθανότατα από θυσία προς τιμήν του νεκρού. Νεότερες έρευνες (1977-1979) υπό τον καθηγητή Γ. Κορρέ απέδειξαν ότι ο θολωτός τάφος ιδρύθηκε πάνω σε τύμβο της Μεσοελλαδικής εποχής (2050-1680π.Χ.) με ταφικούς πίθους, ενώ γύρω από τον τάφο εντοπίστηκαν ίχνη Πρωτοελλαδικού οικισμού (2650-2200π.Χ περίπου), αλλά και στοιχεία Νεολιθικής κατοίκησης (περίπου 4.000π.Χ). Ανθρώπινη δραστηριότητα, στην περιοχή εντοπίζεται και στα Ελληνιστικά χρόνια (323-31 π.Χ.). Κατά τις ανασκαφές του καθηγητή Γ. Σ. Κορρέ, στα ανατολικά του τάφου, πάνω σε μικρά διευθετημένα θρανία, βρέθηκαν δεκάδες πήλινα πλακίδια και ειδώλια του 4ου-3ου αι. π.Χ., με παραστάσεις ήρωα Έλληνα ιππέα, νεκρόδειπνου, δεξίωσης κλπ. των Ελληνιστικών χρόνων, μαρτυρούν την άσκηση προγονικής λατρείας σε επώνυμο ήρωα και συνδέονται πιθανότατα με μικρή κατασκευή, ίσως βωμό, Ελληνιστικών χρόνων, που ερμηνεύθηκε ως ηρώο.
Η αρχαία περιοχή με την ομηρική ονομασία – ΒΟΟΣ ΝΑΠΑ ή την σημερινή ΒΟΪΔΟΚΟΙΛΙΑ .Απέναντι στο βάθος αριστερά βρίσκεται ο τύμβος.
ΔΕΝΔΡΩΝ – ΜΙΔΕΑΣ
To μυκηναϊκό νεκροταφείο των Δενδρών εκτείνεται στη ΝΔ πλαγιά ενός χαμηλού λόφου, δυτικά της μυκηναϊκής Ακρόπολης της Μιδέας. Το ανασκαμμένο τμήμα του περιλαμβάνει ένα θολωτό και 16 θαλαμωτούς τάφους. Οι ανασκαφές στο χώρο άρχισαν την άνοιξη του 1926 από τον Σουηδό αρχαιολόγο Axel W. Persson. Εκείνο το καλοκαίρι ερευνήθηκε ο θολωτός τάφος και την επόμενη χρονιά 3 θαλαμωτοί. Δύο ακόμη τάφοι που εκτείνονται ΒΑ κι έξω από τα όρια του οργανωμένου σήμερα αρχαιολογικού χώρου, ερευνήθηκαν από τον Ν. Μπέρτο, το φθινόπωρο του 1927. Το 1937 ο Persson ανάσκαψε έναν ακόμη θαλαμωτό τάφο και το 1939 άλλους πέντε. Το 1960 ερευνήθηκε ο περίφημος «τάφος της πανοπλίας» από τον Ν. Βερδελή και δύο ακόμη θαλαμωτοί τάφοι από τον Σουηδό αρχαιολόγο P. Åström. Το 1977 ανασκάφηκαν από την Ε. Πρωτονοταρίου–Δεϊλάκη δύο θαλαμωτοί τάφοι και οι τύμβοι που τους περιβάλλουν. Οι θαλαμωτοί τάφοι είχαν λαξευτεί στο μαλακό πέτρωμα σε πυκνή διάταξη στην πλαγιά του λόφου. Αποτελούνται από τρία τμήματα: το δρόμο, το στόμιο και το θάλαμο.
Οι τάφοι διαφέρουν μεταξύ τους τόσο ως προς το μέγεθος, ο μικρότερος έχει μήκος 8 κι ο μεγαλύτερος σχεδόν 20 μ., όσο και στον τρόπο που διαμορφώνονταν ο ταφικός θάλαμος. Έχουν κατηφορικούς δρόμους με συγκλίνοντα τοιχώματα και τετράπλευρους ταφικούς θαλάμους. Την είσοδο έφραζαν με ξερολιθιά. Επιχρισμένοι τοίχοι και δάπεδα, δίρριχτη ή επίπεδη οροφή, θρανία και κόγχες, αλλά και πλευρικοί θάλαμοι, δίνουν την εντύπωση ότι οι τάφοι αυτοί μιμούνται τις κατοικίες των ζωντανών. Στο δάπεδο των θαλάμων συχνά άνοιγαν συμπληρωματικούς λάκκους. Οι τάφοι είχαν χρησιμοποιηθεί για πολλαπλές ταφές και για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Σημαντικές πληροφορίες για τις ταφικές τελετουργίες της μυκηναϊκής εποχής μας δίνουν οι ταφές τριών ζευγών ίππων που βρέθηκαν σε γειτνίαση με τους τάφους. Η ανασκαφή τους απέδωσε πολλά και σημαντικά ευρήματα όπως κοσμήματα, σφραγιδόλιθους, όπλα, εργαλεία και σκεύη από χρυσό, άργυρο, χαλκό, αλάβαστρο γυαλί, ελεφαντοστό, φαγεντιανή και ημιπολύτιμους λίθους, καθώς και ενδιαφέροντα δείγματα κεραμικής και ειδωλοπλαστικής, κορυφαίο δε εύρημα αποτελεί η περίφημη πανοπλία. Τα κτερίσματα σε συνδυασμό με τη μνημειακή κατασκευή των τάφων, υποδεικνύουν μια κοινωνία με σύνθετη κοινωνική διάρθρωση.
Το νεκροταφείο των Δενδρών είναι από τα πιο πλούσια μυκηναϊκά νεκροταφεία της Πελοποννήσου και μπορεί να συγκριθεί με τα μεγάλα νεκροταφεία της Πρόσυμνας, της Δειράδας, της Ναυπλίας και της Ασίνης στην Αργολίδα και των Αηδονιών στην Κορινθία. Όπως βεβαιώνουν τα ευρήματα, ήταν σε συνεχή χρήση από το 1500 έως το 1180 π.Χ. πρέπει δε να ανήκε σε έναν σημαντικό μυκηναϊκό κέντρο, πιθανώς τη γειτονική Μιδέα. Τα κινητά ευρήματα του μυκηναϊκού νεκροταφείου των Δενδρών φυλάσσονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ναυπλίου και στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.
ΕΓΚΛΙΑΝΟΥ – ΠΑΛΑΤΙ ΤΟΥ ΝΕΣΤΩΡΑ
Εικ. 1, Τοπογραφικό διάγραμμα του ανακτορικού λόφου του Εγκλιανού και της γύρω περιοχής (κατά Blegen κ.ά. 1973, σχέδιο των], FantKai.J.W. Shaw). Σημειώνονται, εκτός των άλλων, οι Θέσεις του Ανακτόρου του Νέστορος, του αναστηλωμένου Θολωτού Τάφου TV, του Θολωτού Τάφου Βαγενά (“Grave Circle”), των λαξευτών Θαλαμοειδών Τάφων (Ε 1-10, Κ1), καθώς και η κατεύθυνση προς τον Θολωτό Τάφο III (Κάτω Εγκλιανού).
Κατά την Πρώιμη Μυκηναϊκή εποχή (1550-1400 π.Χ.) ο Εγκλιανός εξελίσσεται σε μείζον οικιστικό κέντρο της περιοχής. Ο οικισμός της εποχής αυτής επάνω στο λόφο έχει οχυρωματικό περίβολο, με κυρία πόλη στη βόρεια πλευρά, ενώ διαθέτει και κεραμικό κλίβανο για τη μαζική παραγωγή αγγείων. Την πρώιμη ακμή του Εγκλιανού μαρτυρούν και τα πλούσια περιεχόμενα των άμεσα γειτονικών τάφων, κυρίως του Θολωτού Τάφου Βαγενά, του Θολωτού Τάφου IV (Επάνω Εγκλιανού) και του Θαλαμοειδους Τάφου Ε-8.
Eκ. 27. Εγκλιανός, Θαλαμοειδής Τάφος Κ-1. Κάτοψη του θαλάμου με τα υπολείμματα των ταφών και τα αγγεία (κατά Blegen κ.ά. 1973).Κοντά στο μεγάλο ανακτορικό συγκρότημα του Εγκλιανού υπάρχουν δύο βασιλικοί θολωτοί μυκηναϊκοί τάφοι, συλημένοι από την αρχαιότητα.
Ο ένας (Θολωτός τάφος ΙΙΙ), στον Κάτω Εγκλιανό, είναι ορατός δίπλα σε παλαιό αγροτικό οικίσκο, 35 μ. περίπου ΒΔ του δρόμου Χώρας-Πύλου και βρίσκεται 1 χλμ. περίπου ΝΔ του λόφου του Εγκλιανού. Αποκαλύφθηκε το 1939, από την Elizabeth Pierce-Blegen και δημοσιεύθηκε το 1973, από τον Carl Blegen. Ο τάφος φαίνεται ότι κτίσθηκε το α’ ήμισυ του 15ου αιώνα π.Χ. και παρέμεινε σε χρήση, πιθανότατα από τη βασιλική οικογένεια του Εγκλιανού μέχρι και τον 13ο αιώνα π.Χ. Έχει δρόμο μήκους 8,10 μ., είσοδο ύψους 3,10 μ. και ταφικό θάλαμο διαμέτρου 7,66 μ. Σώζεται σε ύψος μόλις 30 εκ. Η θόλος του βρέθηκε πεσμένη και το περιεχόμενο του θαλάμου διαταραγμένο. Υπολογίζεται ότι θα περιείχε τουλάχιστον 16 νεκρούς. Μέσα σε 6 άθικτες λακκοειδείς ταφές στο δάπεδό του βρέθηκαν μεταξύ άλλων πολύτιμων αντικειμένων, 4 μεγάλοι πίθοι μ’ ένα σκελετό ο καθένας, 22 χάλκινα ξίφη και εγχειρίδια, χάλκινα σκεύη και πολλά αγγεία. Σήμερα κανένα μέρος του τάφου δεν είναι ορατό καθώς το δάπεδο και οι λακκοειδείς ταφές έχουν καταχωθεί για λόγους προστασίας. Αν και συστηματικά συλημένος, ο τάφος απέδωσε πολλά αξιόλογα ευρήματα που σήμερα φυλάσσονται στο Εθνικό Μουσείο στην Αθήνα. Σ’ αυτά περιλαμβάνονται χρυσά κοσμήματα, ένας σφραγιδόλιθος, ψήφοι (χάνδρες) κι άλλα μικροαντικείμενα από φαγεντιανή και υαλόμαζα και κομμάτια σκευών ή άλλων αντικειμένων από ελεφαντόδοντο με σκαλιστή διακόσμηση. Ανάμεσα στα αγγεία του τάφου, υπάρχει και ένας Συρο-παλαιστινιακός αμφορέας του είδους που γνωρίζουμε και από άλλους μυκηναϊκούς τάφους και θέσεις στην Αργολίδα και στην Αττική.
Ο άλλος βασιλικός τάφος (Θολωτός τάφος IV), στον Άνω Εγκλιανό, βρίσκεται σε απόσταση 145 μ. περίπου ΒΑ του Ανακτόρου, 70 μ. περίπου από το λόφο, στην άκρη ενός ελαιώνα. Ερευνήθηκε το 1953 και δημοσιεύθηκε 20 χρόνια αργότερα από τον Λόρδο William Taylor. Η πεσμένη θόλος του αναστηλώθηκε το 1957, από την Ελληνική Αρχαιολογική Υπηρεσία.
Θολωτός τάφος IV
Ο δρόμος του έχει μήκος 10,50 μ., το στόμιο του έχει ύψος 4,55 μ. και βάθος 4,62 μ. και η διάμετρος του θαλάμου του είναι 9,35 μ. Στο δάπεδο του θαλάμου βρέθηκαν ένας μεγάλος ημικυκλικός λάκκος προορισμένος για ταφές (ανακομιδές) και ένας κτιστός τάφος («σαρκοφάγος»). Υπολογίζεται ότι στο θάλαμο θα είχαν ενταφιασθεί τουλάχιστον 17 άτομα της άρχουσας τάξης, άνδρες και γυναίκες. Ο ταφικός θάλαμος είχε βάναυσα συληθεί ήδη κατά την Αρχαιότητα και τα πάντα στο εσωτερικό του βρέθηκαν διασκορπισμένα. Ο τάφος κατασκευάσθηκε κατά την πρώτη Μυκηναϊκή φάση (1550-1500 π.Χ.) και χρησιμοποιήθηκε, αναμφίβολα για διαδοχικές βασιλικές ταφές, σε όλη τη διάρκεια του 15ου αιώνα π.Χ., ίσως και μέχρι τον 13ο αιώνα π.Χ. Από τα πολυάριθμα πολύτιμα αντικείμενα που διασώθηκαν από τον τάφο και βρίσκονται, τα περισσότερα, στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, μπορούμε να φαντασθούμε τον αρχικό πλούτο του. Περιλαμβάνουν ένα σημαντικό αριθμό κοσμημάτων και άλλων αντικειμένων από χρυσό, ανάμεσα τους 4 χρυσές γλαύκες, 4 σφραγιδόλιθους, μια χρυσή βασιλική σφραγίδα με παράσταση πτερωτού γρύπα εμβληματικού χαρακτήρα, πλήθος ψήφων, κυρίως από αμέθυστο και ένα χρυσό δακτυλίδι με απεικόνιση ιερού κορυφής Μινωικού τύπου.
Θολωτός τάφος IV
ΕΓΚΛΙΑΝΟΣ ΘΟΛΩΤΟΣ ΤΑΦΟΣ ΙΙΙ 3
ΚΟΡΥΦΑΣΙΟ
Η ΠΕΡΙΟΧΗ «Μπεϊλέρ-μπέη» ΝΟΤΙΑ ΤΟΥ ΚΟΡΥΦΑΣΙΟΥ
Εδώ βρίσκονται οι αρχαιότερες μορφές θολωτών τάφων της ηπειρωτικής Ελλάδας. Ο θολωτός τάφος στου «Οσμάν αγά» χρονολογείται στα τέλη του 17ου αιώνα π.Χ. και δεν είναι ορατός, λόγω της άγριας βλάστησης. Ο σημαντικότατος αυτός θολωτός τάφος, που ερεύνησε ο Κ. Κουρουνιώτης το 1926, βρίσκεται στη θέση Χαρατσάρι, σε απόσταση 10 περίπου λεπτών, νότια του Κορυφασίου (πρώην Οσμάν αγά). Στον τάφο οδηγείται κανείς από μονοπάτι (παράλληλο με σύγχρονη περίφραξη) στα αριστερά του κύριου δρόμου, στην πορεία για την Πύλο, λίγο μετά την παράκαμψη προς Κορυφάσιο και Ίκλαινα. Ο τάφος σώζεται μερικώς και είναι υπόγειος, μεσαίου μεγέθους, με διάμετρο θαλάμου 6 μ. περίπου.
Ο ΘΟΛΟΣ ΣΤΟ ΧΑΡΑΤΣΑΡΙ ΑΝΑΣΚΑΦΗ ΤΟΥ 1926 ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΟΥΡΟΥΝΙΩΤΗ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ 17 ΑΙ. ΜΕ ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΤΟΥ 15ου ΑΙΩΝΑ ΠΧ
Ο αρχαιότερος της ηπειρωτικής χώρας θολωτός τάφος του Κορφυφασίου
Είναι χωρίς αμφιβολία ένας από τους παλαιότερους θολωτούς τάφους που έχουν βρεθεί έως τώρα στη Μεσσηνία και σε όλη την Ηπειρωτική Ελλάδα, πιθανότατα ο παλαιότερος, κατασκευασμένος στα τέλη της Μεσοελλαδικής εποχής ή στη μετάβαση από τη Μεσοελλαδική στην Υστεροελλαδική εποχή. Ο τάφος θα πρέπει να συνδεθεί με τους άμεσα γειτονικούς οικισμούς που έχουν εντοπισθεί στις Πόρτες και στο «Μπεϊλέρ-μπέη». Ο κύριος όγκος της κεραμικής που προήλθε από τον τάφο φυλάσσεται σήμερα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο στην Αθήνα. Περιλαμβάνει δύο ευδιάκριτες κατηγορίες αγγείων: Μια τοπική (Μεσσηνιακή) με αγγεία ύστερης Μεσοελλαδικής εμφάνισης και μια Μινωική με αγγεία πολύ γνωστών Μεσομινωικών ΙΙΙ/Υστερομινωικών Ι-Α τύπων. Χαρακτηριστική είναι η απουσία από το υλικό τυπικών δειγμάτων του κλασικού κεραμικού ρυθμού της πρώτης Μυκηναϊκής φάσης.
ΜΑΛΘΗ – ΒΑΣΙΛΙΚΟ –ΟΡΟΣ ΡΑΜΟΒΟΥΝΙ Ή ΛΟΦΟΣ ΜΑΛΘΗ
Η ιστορία των ανασκαφών στο θεωρούμενο αρχαίο Δώριο άρχισε το Πάσχα του 1926 όταν ο τότε δημοδιδάσκαλος στο χωριό Βυδίσοβα (Κόκλα) Σωτήρης Παπαδόπουλος, ευαίσθητος στα θέματα της τοπικής Ιστορίας, υπόδειξε στο Σουηδό Αρχαιολόγο Ν. Valmin, που ερευνούσε στη Μεσσηνία, την ύπαρξη αρχαιοτήτων στην κορυφή του λόφου Μάλθη, που βρίσκεται μεταξύ Βασιλικού και Κόκλας, νοτίως του δρόμου για την Κυπαρισσία.
Ο Ν. Valmin, με οδηγό τις περιηγήσεις του Παυσανία ,ταύτισε το ποτάμι Ηλέκτρα με το ρέμα που περνάει δυτικά του Βασιλικού και το ποτάμι Κοίο με το ρέμα που κατεβαίνει από το τωρινό χωριό Μάλθη, για να ενωθεί με το προηγούμενο, πλησίον του οικισμού Ακρόπολις.
Αυτό το ρέμα δέχεται τα νερά μιας πηγής προς τη δυτική πλευρά του λόφου με τις αρχαιότητες που ο Ν. Valmin, θεώρησε ότι είναι η πηγή Αχαΐα του Παυσανία.
Σύμφωνα με τα παραπάνω σε συνδυασμό και με άλλες ενδείξεις από αρχαία κείμενα και χωρίς να βρεθεί καμιά γραπτή απόδειξη ο Ν. Valmin, υποστήριξε ότι οι αρχαιότητες στην κορυφή του λόφου Μάλθη, σχετίζονται με το αρχαίο Δώριο.
Η άποψη αυτή έχει γίνει μέχρι σήμερα γενικά αποδεκτή. Τα ευρήματα και συμπεράσματα των ανασκαφών καταγράφονται λεπτομερειακά στο βιβλίο-έκθεση του Ν. Valmin,, προς το Πανεπιστήμιο της LUND, που χρηματοδότησε τις έρευνες. Το βιβλίο κυκλοφόρησε στα Αγγλικά το 1938 με τίτλο the Swedish Messenian expedition και δυστυχώς δεν έχει μεταφραστεί ακόμη στα Ελληνικά. Υπάρχει όμως στη Βιβλιοθήκη της Αρχαιολογικής Εταιρείας στην Αθήνα.
Περιληπτικές αναφορές στο έργο του Ν. Valmin, σε συνδυασμό με λεπτομερή σχόλια στα αρχαία κείμενα, περιλαμβάνονται στο βιβλίο του Νικ. Παπαχατζή βραβευμένο από την Ακαδημία Αθηνών με τίτλο «Παυσανίου Ελλάδος Περιήγησης-Μεσσηνιακά – Ηλειακά» 3ος Τόμος (Εκδοτικής Αθηνών).
Σύμφωνα με τα παραπάνω η κατοίκηση του Λόφου έγινε όχι αργότερα από τη ύστερη Νεολιθική εποχή, που για τη περιοχή αυτή τερματίζεται στα 2500 π.X.
Ακολουθεί η Πρωτοελλαδική εποχή έως το 2200 π.Χ και η Μεσοελλαδική, έως το 1800 π.Χ . Στη Μεσοελλαδική περίοδο είναι γνωστό ότι η Πελοπόννησος οικίστηκε από τους Αχαιούς που βαθμιαία την κατέκλυσαν τον χώρο , άλλοτε ειρηνικά και άλλοτε βίαια, υποτάσσοντας τους πρώτους κατοίκους, τους Πελασγούς.
Οι ανασκαφές του Σουηδού αρχαιολόγου Mattias Natan Valmin, που ξεκίνησαν στο λόφο της Μάλθης (δυτικά του χωριού Βασιλικό) το 1927 και ολοκληρώθηκαν το 1934, έφεραν στο φως έναν οχυρωμένο οικισμό (ακρόπολη), μήκους 138 μ. και πλάτους 82 μ. Το όνομα Μάλθη, όπως και το κοντινό ομώνυμο χωριό, σημαίνει όρος και πιθανά να προέρχεται από την αλβανική λέξη Malith. Η ακρόπολη της Μάλθης αποτελεί τον μεγαλύτερο και καλύτερα γνωστό έως σήμερα αγροτικό οικισμό της Μεσοελλαδικής εποχής στη Μεσσηνία που άκμασε από το 2050 έως το 1680 π.Χ. Στην πρώτη αυτή φάση του ήταν ατείχιστη και τα οικοδομήματα είχαν αψιδωτό σχήμα. Ξεχωρίζει στη φάση αυτή ένα μεγάλο (11,35 Χ 5,70 μ.) καμπυλόγραμμο, σχεδόν ωοειδές κτίσμα με δύο εισόδους στο νότιο τμήμα. Αργότερα, στην ώριμη Μεσοελλαδική ΙΙ εποχή απέκτησε οχυρωματικό περίβολο. Τότε εγκαταλείπονται τα αψιδωτά ή καμπυλόγραμμα κτίσματα και κτίζονται τετράπλευρα-ορθογώνια. O μεγάλος οχυρωματικός περίβολος με ολικό ανάπτυγμα 420 μ., χτίστηκε από ακατέργαστους ογκόλιθους, που είχαν τοποθετηθεί στην ανώμαλη βραχώδη περίμετρο του λόφου χωρίς προηγούμενη επίστρωση.
ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΑΣ ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ ΤΟΥ ΛΟΦΟΥ Η ΑΚΡΟΠΟΛΗ ΜΠΡΟΣΤΑ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΒΑΣΙΛΙΚΟ
ΣΤΟ ΒΑΘΟΣ ΔΕΞΙΑ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΔΩΡΙΟ.
Έχει 4 ή 5 στενές διόδους. Οι κύριες πύλες βρίσκονται στα βόρεια και νότια. Ένα μεγάλο τμήμα του τείχους δεν σώζεται: χρησιμοποιήθηκε σαν εκ νέου υλικό ή κατρακύλησε κάτω από το λόφο. Ό,τι έχει απομείνει ποικίλλει σε πάχος από 3,50 μ. ως και 1,60 μ. Σε μερικές σημεία δηλαδή το τείχος αποκτά μεγαλύτερο πάχος ή προεξέχει σχηματίζοντας αιχμηρές προβολές που μάλλον χρησιμοποιούνταν ως αμυντικοί εξώστες.
Το τείχος περιέκλειε δύο οικιστικά σύνολα: Ένα κεντρικό προς την κορυφή της ακρόπολης, που αποτελούσε το διοικητικό κέντρο, με οικίες και βιοτεχνικά εργαστήρια και ένα περιφερειακό με κατοικίες, αποθήκες και στάβλους σε επαφή με τον περίβολο. Τα τείχη της ακρόπολης δεν προστατεύουν τόσο θησαυρούς, όσο κοπάδια και μια γη, που είναι έτοιμη να δεχτεί νέους κατοίκους από Βορρά και Ανατολή. Μέσα στην ακρόπολη, ανάμεσα στις κατοικίες ή κάτω από αυτές, αποκαλύφθηκαν 47 τάφοι λακκοειδείς και κιβωτιόσχημοι κι ένας ταφικό πίθο με σκελετό παιδιού. Οι πιο πολλοί από τους τάφους αυτούς είχαν μία ταφή, υπήρχαν όμως και κάποιοι με περισσότερες. Σ’ έναν τάφο μάλιστα βρέθηκαν και τα ίχνη από το σάβανο του νεκρού. Εδώ βρέθηκε ο καλύτερα σωζόμενος θολωτός τάφος, από τον Σουηδό N. Valmin, που προστατεύεται από ξύλινο στέγαστρο. Η κατοίκηση της ακρόπολης συνεχίστηκε και κατά τη Μυκηναϊκή εποχή (περίπου 1680-1060 π.Χ.), οπότε στο κέντρο του οικισμού κατασκευάστηκε μέγαρο, προφανώς έδρα του Μυκηναίου άρχοντα της περιοχής. Τα σημαντικότερα ευρήματα από την ακρόπολη της «Μάλθης » εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Μεσσηνίας.
ΜΑΛΘΗ -ΤΑΦΟΣ 1- ΣΧΕΔΙΟ 1976 O. PELON. – PARIS
Εκτός από τους τάφους μέσα στα τείχη, με τα πολύ φτωχά κτερίσματα, ιδιαίτερα ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι τρεις θολωτοί τάφοι στους δυτικούς πρόποδες του λόφου. Είναι πιθανότατα οι τάφοι των τοπικών ηγεμόνων του βασιλείου του Νέστορα. Οι τάφοι ήταν ουσιαστικά υπέργειοι κι είχαν σκεπαστεί για να σχηματιστούν τεχνητοί τύμβοι. Έχουν συληθεί από τα αρχαία χρόνια και οι δύο απ’ αυτούς, είναι σχεδόν κατεστραμμένοι. Ο καλύτερα διατηρημένος είναι ο θολωτός τάφος I, που είναι και επισκέψιμος κατασκευαστικά και θυμίζει τους γνωστούς τάφους των Μυκηνών, χωρίς όμως τη γνωστή μεγαλοπρέπεια με τους τεράστιους ογκόλιθους στην είσοδο και τον εντυπωσιακό θόλο. Είναι ο καλύτερα διατηρημένος θολωτός τάφος της Μεσσηνίας, που διατηρεί ακέραιη τη θόλο του. Ένας «δρόμος» μήκους 13,5 μ. επενδυμένος οδηγεί στην είσοδο. Ο ταφικός θάλαμος έχει διάμετρο 6,85 μ. και ύψος 5,8 μ.. Σήμερα όμως χρειάζεται υποστύλωση, γι’ αυτό και είναι περιφραγμένος και κλειστός για το κοινό. Ο δεύτερος τάφος βορειότερα δεν διασώζεται σε τόσο καλή κατάσταση. Έχει κι αυτός επενδυμένο δρόμο μήκους 12,5 μ., όμως λείπουν το υπέρθυρο και το ανώτερο μέρος του θόλου.
ΕΥΡΗΜΑ 5-4 ΧΙΛΙΕΤΙΑΣ πΧ ΣΤΟ ΒΑΣΙΛΙΚΟ ΤΟΥ ΟΡΟΥΣ ΜΑΛΘΗ
Η λεγόμενη «Αδριατική» κεραμική– Ο Valmin διατύπωσε τη θεωρία ότι τα εγχάρακτα αγγεία της Μάλθης ανήκουν σ’ έναν τύπο κεραμικής που ονόμασε Αδριατική, από τα φύλα που – κατά τη θεωρία του – κατοίκησαν στις ακτές της Αδριατικής Θάλασσας μέχρι τη Δυτική Πελοπόννησο από τη Νεολιθική έως και τη Μυκηναϊκή εποχή. Η ανεύρεση όμως αυτής της χειροποίητης εγχάρακτης κεραμικής σε ΜΕ και ΥΕ στρώματα στα Νιχώρια της Μεσσηνίας, στην Περιστεριά και στον Εγκλιανό δείχνει την ταυτόχρονη χρήση της με τη μινυακή κεραμική και αντικρούει τη θεωρία του Valmin.
ΒΑΣΙΛΙΚΟ – ΜΑΛΘΗ ΘΟΛΩΤΟΣ ΤΑΦΟΣ 1
ΤΑΦΟΣ ΣΤΟ ΒΑΣΙΛΙΚΟ -ΜΑΛΘΗ
ΔΙΟΔΙΑ ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ
Ο μικρός θολωτός τάφος διαστ υψ. 2 μ διάμετρος 4,20 στην μεσσηνιακή ενδοχώρα ήταν ασύλητος γεγονός που επέτρεψε να χρονολογηθεί η διάρκεια χρήσης την ΥΕ Ι-ΙΙΑ ΕΩΣ ΥΕ ΙΙΙΑ-Β 1500-1400 πΧ. Περιείχε ταφές 12-15 ατόμων με χάλκινα μικροευρήματα τρίωτους πιθαμφορίσκους και ψευδόστομους αμφορείς.
ΘΟΛΩΤΟΣ ΤΑΦΟΣ -ΔΙΟΔΙΑ- ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΜΕΣΣΗΝΗΣ,
ΚΑΠΛΑΝΙ ΠΥΛΙΑΣ
Μεταξύ των χωριών Καπλάνι και Ζιζάνι στην κορυφή του λόφου Βίγλα ανασκάφηκε θολωτός τάφος διαμέτρου 5 μ και σωζόμενο ύψος 2.50 περίπου κτισμένος με πλακοειδή ντόπια πέτρα. Ο διάδρομος του τάφου 6 μέτρα περίπου είναι επίσης κτιστός με πέτρα. είναι συλημένος από την αρχαιότητα διατήρησε όμως την αδιατάρακτη ταφή 2 νεκρών σε λάκκο στο δάπεδο του θόλου .σε μικρή απόσταση ΝΑ εντοπίστηκε και δεύτερος θολωτός τάφος με τις ίδιες περίπου διαστάσεις .τα γύρω ευρήματα δεν αποκλείουν και ύπαρξη περισσοτέρων στην περιοχή.
ΜΟΥΡΙΑΤΑΔΑ ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ
ΚΟΥΚΟΥΝΑΡΑ
Πυλία -ΤΑΦΟΣ 2 Ύστερη Εποχή του Χαλκού (Υστεροελλαδική Ι – ΙΙΙ ή Μυκηναϊκή Περίοδος, 1680 – 1060 π.Χ.)
Η Κουκουνάρα, 15 χλμ βορειοανατολικά της Πύλου, αποτέλεσε κατά τα μυκηναϊκά χρόνια σημαντικό κέντρο και μια από τις κύριες πόλεις του βασιλείου της Πύλου, με αναφορές στις πινακίδες της Γραμμική Β΄. Στην ευρύτερη περιοχή του σημερινού χωριού Κουκουνάρα εντοπίστηκαν και ανασκάφηκαν επτά θολωτοί τάφοι καθώς και κατάλοιπα οικισμού, που μαρτυρούν μιαν αρκετά διευρυμένη οικιστική εγκατάσταση με μεγάλο πληθυσμό. Η χρήση του χώρου, οικιστική και ταφική ξεκινά ήδη από την Μεσοελλαδική εποχή (2050-1680 π.Χ.) ως και τους Μυκηναϊκούς χρόνους, οπότε και ερημώνεται εξαιτίας κάποιου καταστροφικού γεγονότος.
ΚΟΥΚΟΥΝΑΡΑ (ΦΩΤΙΕΣ) ΘΟΛΩΤΟΣ ΤΑΦΟΣ ΙΙ
Οι θολωτοί τάφοι της Κουκουνάρας ανήκουν στα πρωιμότερα μνημεία αυτού του ταφικού τύπου στην Πελοπόννησο. Οι νεκροί ενταφιάζονταν σε μεγαλύτερους ή μικρότερους θολωτούς τάφους και συνοδεύονταν από πολυτελή ή φτωχά κτερίσματα ανάλογα με την κοινωνική και οικονομική τους θέση. Από τους τάφους προήλθε πληθώρα ευρημάτων όπως χρυσά κοσμήματα, χάλκινα αγγεία και όπλα, λίθινες αιχμές βελών κομμάτια από κράνη με επένδυση από χαυλιόδοντες κάπρου.
ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΑΣ
Στον επιβλητικό λόφο της Περιστεριάς, που απέχει 1-1,5 χλμ. βόρεια από το χωριό Μύρο, ΒΑ της Κυπαρισσίας, βρίσκεται ο μεγαλύτερος θολωτός τάφος της Μεσσηνίας του 16ου αιώνα π.Χ. Πρόκειται για ένα σπουδαίο αρχαιολογικό χώρο τον οποίο οι αρχαιολόγοι αποκαλούν «Μυκήνες της Δυτικής Πελοποννήσου» για τον πλούτο των ευρημάτων και το μέγεθος των κτισμάτων του, που ανάγονται στην 2η χιλιετία π.Χ. Ανήκει σε μεγάλη μυκηναϊκή πόλη που δεν έχει ανασκαφεί ακόμη και βρίσκεται σε θέση που κατοπτεύει τη θάλασσα.
Ο οχυρός λόφος της Περιστεριάς υψώνεται απότομος από τις 3 πλευρές του, με ομαλή πρόσβαση μόνον από τη νότια, όπου δεν αποκλείεται να είχε δημιουργηθεί οχύρωση στους Μυκηναϊκούς χρόνους. Μέχρι σήμερα, στο λόφο έχουν ανασκαφεί 3 θολωτοί μυκηναϊκοί τάφοι, τμήμα ανακτόρου και έχουν αποκαλυφθεί κατάλοιπα οικιών και περιβόλου, ενώ ένας 4ος θολωτός τάφος, ο λεγόμενος Νότιος Θολωτός τάφος 1, βρέθηκε σε οικόπεδο νότια του λόφου, έξω από τον περιφραγμένο αρχαιολογικό χώρο. Τα ευρήματα δείχνουν ότι ο λόφος με τα κτίσματά του χρησιμοποιήθηκε από τη Μεσοελλαδική εποχή μέχρι και το τέλος της Υστεροελλαδικής ΙΙΙ-Β φάσης, ενώ σ’ ένα σημείο του βρέθηκαν και κατάλοιπα οικίας πρώιμων ρωμαϊκών χρόνων. Οι τάφοι, οι οικίες και οι λοιπές κατασκευές δεν είναι όλα σύγχρονα, αλλά αλληλοδιάδοχα χρονικά, δηλαδή χτίστηκαν και χρησιμοποιήθηκαν σε διαφορετικές φάσεις της Μεσοελλαδικής και Υστεροελλαδικής εποχής, ωστόσο οι φάσεις χρήσης κάποιων συμπίπτουν.
Οι αρχαιότερες κατασκευές πάνω στο λόφο, που χρονολογούνται στο τέλος της Μεσοελλαδικής εποχής, εντοπίζονται στην περιοχή γύρω από το μεγάλο θολωτό τάφο 1 (αναστηλωμένο σήμερα).
Πρόκειται για:Το μικρό χρυσοφόρο τάφο, που αποκαλύφθηκε στα δυτικά, δίπλα και πιο χαμηλά από την εξωτερική πλευρά του δυτικού τμήματος του περιβόλου του τύμβου του θολωτού τάφου 1, αμέσως κάτω από την επιφάνεια του εδάφους. Ο τάφος είναι μικρού ύψους, ακανόνιστου σχήματος, σχεδόν τετράγωνος, με στρογγυλεμένες γωνίες, κτισμένος με πλακωτούς ασβεστολιθικούς λίθους και πολύ λεπτές ασβεστολιθικές καλυπτήριες πλάκες, που υποστηρίζονταν από ξύλινες δοκούς. Στο Α, Β, Δ-ΝΔ τμήμα του είχαν συγκεντρωθεί με ανακομιδή τα οστά των παλαιότερων ταφών, ενώ το Β τμήμα του καταλάμβανε διπλή ταφή. Ο τάφος αυτός ήταν ιδιαίτερα πλούσιος σε χρυσά ευρήματα γι’ αυτό και αναφέρεται στην βιβλιογραφία ως «χρυσοφόρος». Ανάμεσα στα πιο σημαντικά ευρήματά του ξεχωρίζουν, από την διπλή ταφή: ένα πυρολιθικό εργαλείο υπόλευκου χρώματος και γλωσσωτού σχήματος, οκτώ χρυσοί ρόδακες με εξάρτημα και σωληνίσκο εξαρτήσεως μέσα σε μονωτή κύλικα, και ένα χάλκινο ξίφος τύπου Α, που αποτελεί το παλαιότερο παράδειγμα αυτού του μυκηναϊκού εθίμου ταφής, που είναι γνωστό και από άλλους μεσσηνιακούς τάφους (Κακοβάτου, Ρούτσι, Εγκλιανού, Νιχωρίων) και από τις ανακομιδές: χρυσός κάνθαρος μινυακού τύπου με διακοσμημένες λαβές, χρυσές ατρακτοειδείς ταινίες με έκκρουστη διακόσμηση, ένα περιδέραιο με χρυσές κρινοειδείς ψήφους, εικοσιπέντε όμοιοι χρυσοί ρόδακες, ακόσμητες χρυσές ταινίες, πήλινα μινυακά αγγεία του τέλους ακριβώς της Μεσοελλαδικής εποχής. Ο τάφος αυτός, που είναι και ο παλαιότερος της Περιστεριάς έχει ιδιαίτερη σημασία γιατί αποδεικνύει, ότι ο χρυσός χρησιμοποιούνταν σε σημαντική ποσότητα ήδη πριν από τα τέλη της Μεσοελλαδικής εποχής και σε άλλα μέρη της ηπειρωτικής Ελλάδας εκτός από την Αργολίδα και ότι δεν ήταν πλούσιοι σε χρυσό μόνο οι κάτοικοι των Μυκηνών της Πρώιμης Μυκηναϊκής εποχής, αλλά και οι σύγχρονοί τους της υπόλοιπης Πελοποννήσου. Αποτελεί πράγματι την αρχαιότερη ομάδα χρυσών ευρημάτων στην περιοχή, που είναι πιθανόν να αποκτήθηκαν μέσω εμπορικών συναλλαγών με την Κρήτη.
Σύγχρονη με τον χρυσοφόρο τάφο (στα ανατολικά), είναι η λεγόμενη Ανατολική Οικία, όπως δείχνουν τα ευρήματα αμαυρόχρωμης κεραμικής της τελευταίας φάσης της Μεσοελλαδικής εποχής. Το κτίσμα αποτελείται από πολλούς χώρους, που οι τοίχοι τους σώθηκαν σε ύψος ως και 1 μ., επειδή χρησιμοποιήθηκαν ως αναλημματικοί τοίχοι για τον τύμβο του μεταγενέστερου διπλανού θολωτού τάφου 1. Βασικά, βρέθηκαν αντικείμενα οικιακής χρήσης ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζει ένα πήλινο κύπελλο, τύπου Κεφτί, με γραπτή διακόσμηση. Κάτω από τα δάπεδα των δωματίων και των αυλών της, εντοπίστηκαν 7 μικροί κιβωτιόσχημοι τάφοι με πολλαπλές παιδικές ταφές, χωρίς κτερίσματα. Η οικία καταστράφηκε στα τέλη της Πρώιμης Μυκηναϊκής περιόδου (Υστεροελλαδική Ι) για να κατασκευαστεί ο μεγάλος θολωτός τάφος 1. Στις αρχές της Πρώιμης Μυκηναϊκής εποχής χρονολογούνται δύο ακόμη οικίες στο βόρειο τμήμα του λόφου: α) η Βόρεια Οικία, που αποτελεί το βορειότερο κτίσμα του αρχαιολογικού χώρου, στο δάπεδο της οποίας βρέθηκαν δύο κιβωτιόσχημοι παιδικοί τάφοι και β) κατάλοιπα οικίας στο ΒΔ τμήμα, με χονδροειδή και Αδριατική κεραμική και πήλινα ομοιώματα μεταλλικών αγγείων.
ΑΕΡΟΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΤΑΦΙΚΟΥ ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑΤΟΣ
Στην ίδια φάση οικοδομείται και ο αρχαιότερος από τους θολωτούς τάφους του λόφου, ο θολωτός τάφος 3, στη δυτική παρυφή του λόφου. Είναι ο μικρότερος σε μέγεθος, αλλά διατήρησε πολλά από τα χρυσά κτερίσματα, που είχαν εναποτεθεί στις λιγοστές ταφές του ταφικού του θαλάμου. Τα ευρήματα και τα στοιχεία πρωιμότητας στην κατασκευή του (μικροί πλακωτοί ασβεστόλιθοι στην πρόσοψη, στο στόμιο και στο θάλαμο, δύο μεγάλες πλάκες για θεμέλιο στις γωνίες της πρόσοψης, που εξείχαν ελαφρά), χρονολογούν το μνημείο στην πρώιμη Υστεροελλαδική Ι φάση. Η διάμετρος του ταφικού θαλάμου είναι 6,90 μ., ενώ από τη θόλο του σώζεται, σήμερα, μόνο το ανατολικό της τμήμα σε ύψος 2 μ. Ο τάφος είχε δύο φάσεις χρήσης, κατά την Υστεροελλαδική Ι, όπως φαίνεται από το πεταλόσχημο σκάμμα, σε βαθύτερο επίπεδο, που ανοίχτηκε εμπρός από τη είσοδό του και έφτανε ως το κέντρο του θαλάμου. Στο σκάμμα, που περιείχε 2 ανακομιδές, βρέθηκαν δύο μεγαλόσχημοι αμφορείς, που χρονολογούν το σύνολο στη μεταβατική φάση, από τη Μεσοελλαδική στην Υστεροελλαδική Ι εποχή. Από το τμήμα του ταφικού θαλάμου προήλθε πλήθος χρυσών ευρημάτων ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζουν: διάδημα με έκκρουστη διακόσμηση, κύπελλο όμοιο προς ένα των Μυκηνών, κύπελλο τύπου Κεφτί, αβαθής μονωτός κύαθος που ονομάστηκε από τον Schachermyer «κύπελλο τύπου Περιστεριάς», πλήθος χρυσά φυλλάρια, κόσμημα από λεπτό χρυσό έλασμα με παράσταση χρυσαλίδων, ροδάκων, τριτόνων, καρδιόσχημων φύλλων, γλαυκών, χρυσοί σωληνίσκοι για την εισαγωγή νημάτων πολύπλοκων περιδεραίων, αλλά και ψήφοι αμέθυστου και σάρδιου καθώς κι ένα αργυρό κύπελλο διαλυμένο. Η ταυτότητα ενός από τους νεκρούς του τάφου μαρτυρείται από τον πολεμικό εξοπλισμό: αιχμές βελών, χαυλιόδοντες κάπρου από επένδυση οδοντόφρακτων κρανών, χάλκινοι ήλοι από ξίφος. Ο τάφος σταμάτησε να χρησιμοποιείται σύντομα, κατά την Υστεροελλαδική Ι/ΙΙ, οπότε και καταστράφηκε, όταν χτίστηκε το δυτικό-ΒΔ τμήμα του «Κύκλου», δηλαδή του περιβόλου που τον διαχωρίζει από την παρακείμενη Δυτική Οικία. Οι νεότερες αυτές κατασκευές εξαφάνισαν το δρόμο του τάφου. Οι λίθοι της κατεστραμμένης θόλου απομακρύνθηκαν και επαναχρησιμοποιήθηκαν ως οικοδομικό υλικό σε άλλα κτίσματα του λόφου.
Κατά την ίδια Υστεροελλαδική Ι φάση οικοδομήθηκε και ο νότιος θολωτός τάφος 1, σε απόσταση 100 μ. νοτιότερα του «Κύκλου». Ήταν ελεύθερος, δηλαδή χωρίς τύμβο, ωστόσο η θόλος έφερε πιθανότατα επικάλυψη από υδατοστεγή πηλό.
Ο νεότερος από τους δυναστικούς θολωτούς τάφους είναι ο θολωτός τάφος 1 (ΥΕ ΙΙ), στο κέντρο σχεδόν του λόφου Είναι ο μεγαλύτερος σε μέγεθος από τους θολωτούς τάφους
Ο οικογενειακός αυτός τάφος είχε χρησιμοποιηθεί για παραπάνω από 15 ταφές, με την αρχαιότερη να ανάγεται στην αρχή της Μυκηναϊκής εποχής (Υστεροελλαδική Ι) και την τελική φάση χρήσης να εκτείνεται ως την Υστεροελλαδική ΙΙΙ-Α1 φάση, δηλαδή χρησιμοποιήθηκε κατά το 16ο και το 15ο αιώνα π.Χ. Εκτός από αγγεία δεν βρέθηκαν μεταλλικά αντικείμενα στον τάφο. Φαίνεται πως αποτέλεσε το νεκροταφείο του πληθυσμού της Περιστεριάς. Η διαπίστωση αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική γιατί αποδεικνύει πως συγχρόνως με τους δυνάστες της περιοχής είχαν και οι απλοί άνθρωποι τη δυνατότητα να χτίζουν παρόμοιους τάφους και μάλιστα σε διαστάσεις ελάχιστα μικρότερες. Υπήρχε δηλαδή άρχουσα τάξη, αλλά ο βαθμός υποτέλειας ήταν πολύ μικρός. Οι μεγαλογαιοκτήμονες της περιοχής με την κατοχή μεγαλύτερης ποσότητας χρυσού είχαν τη δυνατότητα να κτερίζουν τους νεκρούς τους με μεταλλικά κτερίσματα και να κτίζουν μεγαλύτερους τάφους.
Στο τέλος της Υστεροελλαδικής Ι και στην αρχή της Υστεροελλαδικής ΙΙ, δημιουργούνται δύο νέα ταφικά κτίσματα κατασκευάζονται, οι θολωτοί τάφοι 1 και 2. Ο θολωτός τάφος 2 είναι λίγο προγενέστερος του 1 και ανάγεται στα τέλη της Υστεροελλαδικής Ι φάσης. Ήταν σε χρήση κατά την Υστεροελλαδική ΙΙ περίοδο, αλλά κατέρρευσε η θόλος του, γεγονός που τερμάτισε τη λειτουργία του. Η διάμετρος της θόλου, που έχει σωθεί σε ύψος 3,50 μ. ανέρχεται σε 10,60 μ. Στον ταφικό θάλαμο εντοπίστηκαν θραύσματα από 3 τουλάχιστον εισηγμένους πιθαμφορείς ανακτορικού ρυθμού και συλλέχθηκε πλήθος χρυσών, αργυρών και χαλκών αντικειμένων: απειράριθμα λεπτά χρυσά φυλλάρια, κοίλα θραύσματα χάλκινων αγγείων, χάλκινα ξίφη, σκεύος με ένθετη διακόσμηση χρυσών κρίνων, αργυρών δελφινιών και νίελο, χρυσοί θύσανοι κ.α. Ιδιαίτερης σημασίας εύρημα είναι οι χάνδρες από ήλεκτρο, που υποδηλώνει ότι το εμπόριο του ήλεκτρου με τη Βόρεια Θάλασσα επεκτεινόταν σε όλες τις σημαντικές μυκηναϊκές θέσεις της Νοτιοδυτικής-Δυτικής Πελοποννήσου (Κακόβατος, Εγκλιανός, Ρούτσι, Τραγάνα, Κουκουνάρα, Βοϊδοκοιλιά). Ένα ακόμη σημαντικό εύρημα, ενδεικτικό των επαφών με τη Μινωική Κρήτη, είναι ένα ολόσωμο πήλινο ειδώλιο τύπου Πετσοφά. Στο εσωτερικό του τάφου ήδη από την Μυκηναϊκή εποχή ανέβλυζε νερό, και γι’ αυτό σχηματίστηκε αγωγός με καλυπτήριες πλάκες κατά μήκος του στομίου και του δρόμου ως το νότιο-ΝΑ τμήμα του «Κύκλου», που κατασκευάστηκε σε φάση μεταγενέστερη της κατασκευής του τάφου, άγνωστο πότε ακριβώς.
Ο νεότερος από τους δυναστικούς θολωτούς τάφους είναι ο θολωτός τάφος 1 (Υστεροελλαδική ΙΙ), στο κέντρο σχεδόν του λόφου. Είναι ο μεγαλύτερος σε μέγεθος από τους θολωτούς τάφους. Έχει επιμελημένη πρόσοψη με λίθινη επένδυση από πωρόλιθο σε όλο της το ύψος. Το στόμιο ιδιαίτερα επιβλητικό, ύψους 5,10 μ., πλάτους 2,33 μ., μήκους 6 μ., ήταν κλειστό με αργολιθοδομή. Στην αριστερή πλευρά της πώρινης πρόσοψης είναι χαραγμένα 2 Κνωσιακά λατομικά σημεία: κλαδί και διπλός πέλεκυς. Το ανώφλι του στομίου αποτελείται από τρία μεγάλα μέρη βάρους μέχρι 22 τόνων το καθένα (από πωρόλιθο ή αμυγδαλίτη), ενώ πιστεύεται ότι υπήρχε και ανακουφιστικό τρίγωνο ώστε το υπερκείμενο βάρος να κατανέμεται στις δύο πλευρικές παραστάδες. Ο τάφος κτίστηκε αφού σχηματίστηκε τεράστιος κύλινδρος για την κατασκευή του οποίου καταστράφηκε τμήμα της παρακείμενης Ανατολικής Οικίας. Ως θεμέλια της θόλου, που έμοιαζε με κυψέλη, χρησιμοποιήθηκαν μεγάλοι πλακωτοί λίθοι. Η διάμετρος του ταφικού θαλάμου ανέρχεται σε 12,04 μ. και το ύψος του υπολογίζεται σε περισσότερο από 10 μ. Αν και η θόλος είχε σωθεί, σε ορισμένα σημεία, σε ύψος ως και 1,20 μ. εντούτοις αναστηλώθηκε το 1970, (αλλά με τρόπο ατυχή, καθώς το προεξέχον τμήμα της δεν έχει την επίστρωση πηλού που έδινε στεγανότητα στον τάφο κατά τη μυκηναϊκή εποχή). Ο τάφος δηλαδή είχε ελεύθερη στεγανή θόλο και τύμβο ως το ύψος του ανωφλίου μέχρι και τα Ελληνιστικά χρόνια. Ο τύμβος γύρω από τον τάφο περιβαλλόταν από αναλημματικό περίβολο. Στις διαδοχικές ταφές του τάφου από τις οποίες καμία δεν διατηρήθηκε, είχαν εναποτεθεί τουλάχιστον δέκα εισηγμένα ευμεγέθη αγγεία και πιθαμφορείς του ανακτορικού ρυθμού. Η χρήση του συγκεκριμένου τάφου συνεχίστηκε κατά τους ύστατους Κλασσικούς χρόνους και κατά την Ελληνιστική εποχή.
ΚΑΤΟΨΗ ΤΟΥ ΤΑΦΟΥ
Αν και οι τάφοι της Περιστεριάς είχαν συληθεί ήδη από τη Μυκηναϊκή εποχή, όμως από τα διασωθέντα αντικείμενα μπορούμε να συμπεράνουμε τον πλούτο των πολύτιμων κτερισμάτων. Στο θολωτό τάφο 1 βρέθηκαν χρυσά φυλλάρια, χρυσά κοσμήματα, χρυσά λεπτά δισκάρια με οπή που συνδέονταν με άλλα καρδιόσχημα ελάσματα με έκτυπη διακόσμηση, περιδέραια από χάνδρες αμέθυστου και σκαραβαίος από αμέθυστο. Μερικά από τα χρυσά αντικείμενα αποτελούν πραγματικά κομψοτεχνήματα όπως: η χρυσή ψήφος σε μέγεθος μικρού κερασιού με θαυμάσια κοκκιδωτή διακόσμηση, που αποτελείται από 1000 μικρότατα σφαιρίδια χρυσού προσκολλημένα στην επιφάνεια της ψήφου για να απαρτίσει κούμαρο ή το χρυσό έλασμα σε σχήμα ψαριού με έκτυπη παράσταση μινωικής τελετουργικής πομπής. Βρέθηκαν επίσης κατάλοιπα από την επένδυση οδοντόφρακτου κράνους, που μαρτυρούν την ιδιότητα ενός από τους νεκρούς που ετάφησαν εκεί. Κατά τη Υστεροελλαδική ΙΙΙ-Β εποχή η Περιστεριά είχε μείνει ένα απλό πόλισμα. Το μεγαλόπρεπο παρελθόν της μαρτυρούσε ο θολωτός τάφος 1 στην κορυφή του λόφου, ενώ πιθανότατα ο 2 είχε καταρρεύσει και ο 3 είχε από πολύ πριν καλυφθεί μετά την καταστροφή του.
ΑΕΡΟΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΤΑΦΙΚΟΥ ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑΤΟΣ
ΜΥΚΗΝΑΪΚΗ ΗΛΕΙΑ
Πολιτιστική και πολιτική εξέλιξη, εθνολογικά δεδομένα και προβλήματα
Για την επίτευξη των παραπάνω βασιστήκαμε στην περιγραφή, καταγραφή και μελέτη αδημοσίευτου υλικού, κυρίως ακέραιων αγγείων, από πέντε ταφικά σύνολα ή νεκροταφεία (Διάσελλα, Μακρίσια, Στραβοκέφαλο, Νέο Μουσείο, Στρέφι), την αναδημοσίευση παλαιοτέρων ανασκαφών, όπως για παράδειγμα στον Κακόβατο, καθώς και την αξιοποίηση του συνόλου των βιβλιογραφικών πηγών. Επιπλέον, χρησιμοποιήθηκαν παλαιοβοτανολογικές αναλύσεις, συντάχθηκε προκαταρκτική οστεολογική έκθεση για το οστεολογικό υλικό από το Στρέφι, ενώ απανθρακωμένοι καρποί από τον μερικώς ανασκαμμένο οικισμό του Κακοβάτου αναλύθηκαν με C14 Βασικό χαρακτηριστικό της παρούσας εργασίας αποτέλεσε και η ακριβής γνώση της τοπογραφίας, η οποία επιτεύχθηκε μέσω της αυτοψίας και της περιήγησης στο σύνολο των αρχαιολογικών χώρων ή θέσεων. Στη συνέχεια παρουσιάζονται συνοπτικά τα κυριότερα συμπεράσματα αυτής της μελέτης. Κώστας Νικολέντζος
Γεωγραφικές και πολιτιστικές ενότητες
Κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού, στην Ηλεία διαμορφώνονται τρεις γεωγραφικές και πολιτιστικές ενότητες: η βόρεια Τριφυλία, η περιοχή της Αρχαίας Ολυμπίας, του Πύργου και της Κεντρικής Ηλείας και τέλος η βορειοανατολική Ηλεία μαζί με την Αχαΐα. Τα οικιστικά κατάλοιπα υπήρξαν ελάχιστα. Ωστόσο, ο εντοπισμός και η έρευνα δεκάδων ταφικών μνημείων –τύμβων, θολωτών, θαλαμωτών, λακκοειδών και των λεγόμενων «υβριδικών», δηλαδή ημιτελών θαλαμωτών– παρέχει τη δυνατότητα εκτίμησης της πληθυσμιακής πυκνότητας και της χωρικής εξάπλωσης των οικισμών κατά τη μυκηναϊκή περίοδο.
Στη διάρκεια της Ύστερης Εποχής του Χαλκού, το οικιστικό πλέγμα διαμορφώνεται κατά μήκος σημαντικών συγκοινωνιακών αξόνων, που σχετίζονται με:
α) χερσαία «περάσματα», από τη βόρεια προς τη νότια Πελοπόννησο (Επιτάλιο, Σαμικό, Κακόβατος, Λέπρεο).
β) ποταμούς, οι οποίοι, κατά την Ύστερη Χαλκοκρατία, πιθανώς υπήρξαν στο σύνολό τους ή εν μέρει πλωτοί. Πληθυσμιακή συγκέντρωση παρατηρείται κατά μήκος του Αλφειού (Διάσελλα, Νέο Μουσείο, Στρέφι, Μακρίσια, Μιράκα) ή των παραποτάμων του (Κλαδέος, Στραβοκέφαλο, Καυκανιά). Σημαντικός ποταμός, κατά μήκος του οποίου συγκροτήθηκαν οικιστικά σύνολα, υπήρξε και ο Πηνειός (Κλινδιάς, Αγραπιδοχώρι, Αγ. Τριάδα). Και στις δύο περιπτώσεις διευκολυνόταν η πρόσβαση προς το εσωτερικό της Πελοποννήσου αλλά και προς τις ακτές του Ιονίου.
Πρώιμοι μυκηναϊκοί χρόνοι
Υστεροελλαδική (ΥΕ) Ι–ΙΙ περίοδος: Οι πρώιμοι μυκηναϊκοί χρόνοι περιορίζονται γεωγραφικά στην περιοχή της βόρειας Τριφυλίας, δηλαδή την Ηλεία στα νότια του Αλφειού. Τα χαρακτηριστικά της περιόδου συνοψίζονται στα εξής:
α) Συναντάται γενικευμένη χρήση ταφικών τύμβων (Σαμικό, Προφήτης Ηλίας Μακρισίων – εικ. 4, 16). Στην περίπτωση της Ηλείας, όπως και της Μεσσηνίας, οι τύμβοι δέχονται περισσότερες από μία ταφές, λειτουργώντας ως οικογενειακοί τάφοι.
β) Χτίζονται εντυπωσιακοί, ως προς το μέγεθος (Κακόβατος) ή και μικρότεροι (Σαμικό) θολωτοί τάφοι (εικ. 4). Ο αρχιτεκτονικός τύπος απαντά με αυξημένη συχνότητα στη Μεσσηνία, όπου σπανίζουν οι θαλαμωτοί, ενώ το ίδιο επισημαίνεται και στην Τριφυλία.
γ) Τα ανασκαμμένα ταφικά μνημεία, οι θολωτοί Α, Β και C του Κακοβάτου (εικ. 6-10), και ιδίως ο C (εικ. 7, 10), παρουσιάζουν πληθώρα αρχιτεκτονικών «αρχαϊσμών», όπως η χρήση μικρών διαστάσεων λίθων, η απουσία δρόμου και διαμορφωμένου στομίου και ένα ελάχιστα σκαμμένο όρυγμα αντιστήριξης στο φυσικό έδαφος, χαρακτηριστικά που δηλώνουν ότι η περιοχή εντάσσεται σε μία διοικητική ή πολιτειακή οντότητα, στο πλαίσιο της οποίας ο θολωτός τάφος έχει υιοθετηθεί ως πρακτική ταφής, και ότι έχουν πραγματοποιηθεί πειραματισμοί και έχουν εξαχθεί συμπεράσματα για την εξασφάλιση της στατικότητάς του. Είναι φανερό πως η κατασκευή των τάφων αυτών απαιτεί εξειδικευμένα συνεργεία, απασχόληση δεκάδων ανθρώπων και επένδυση χρόνου και χρήματος. Στην ουσία λοιπόν η ανέγερση ενός μνημείου με διάμετρο και ύψος περίπου 12 μ., αντικατοπτρίζει τη δύναμη, τον πλούτο αλλά και την ανάγκη προπαγάνδας και εμπέδωσης της κρατικής εξουσίας και της κοινωνικοοικονομικής ιεραρχίας.
δ) Η ένταξη της βόρειας Τριφυλίας στη μεσσηνιακή πολιτισμική και πολιτική ενότητα μαρτυρείται όχι μόνο από την κατασκευή τύμβων και θολωτών τάφων, αλλά και από την εκτέλεση παρόμοιων ταφικών πρακτικών, όπως για παράδειγμα η παρουσία κεκαμμένου ξίφους στον τάφο Β του Κακοβάτου, την προσφορά παραπλήσιων κτερισμάτων μικροτεχνίας και μεταλλοτεχνίας (χρυσό περίαπτο γλαυκός, ήλεκτρο, ψήφοι αμέθυστου, ξίφος τύπου Α – εικ. 12-13), την απόθεση αγγείων, όμοιων είτε ως προς το σχήμα είτε ως προς το διάκοσμο. Αναφέρονται ενδεικτικά η αμφίπροχος κύλικα, αμφορείς με ελλειπτικό στόμιο, πιθοειδή, κάνθαρος, ανακτορικοί πιθαμφορείς.
ΚΕΚΑΜΜΕΝΟ ΞΙΦΟΣ ΜΕ ΕΠΙΜΗΛΙΟ 14- 15ος ΑΙΩΝΑΣ -ΝΙΧΩΡΙΑ ΜΕΣΣΗΝΙΑ
ε) Ο Κακόβατος, θέση στρατηγικής σημασίας, αναπτύσσεται γοργά και εξελίσσεται σε οικονομικό και διοικητικό κέντρο ή ηγεμονία της ευρύτερης περιοχής. Οι κάτοικοί του κτίζουν θολωτούς τάφους, μνημειοποιώντας την είσοδο του οικισμού και διατρανώνοντας τη δύναμη του τοπικού ηγεμόνα ή της οικογένειάς του. Ασχολούνται με τη γεωργία και ιδιαίτερα με την εντατική καλλιέργεια σύκων, η οποία υπήρξε εξαιρετικά διαδεδομένη σε ολόκληρη τη νοτιοδυτική Πελοπόννησο, και σχηματίζεται ένα κοινωνικό μόρφωμα με «εξειδίκευση εργασίας». Ακόμη, από τα ταφικά κτερίσματα διαπιστώνεται ότι κάποιοι από τους κατοίκους ασχολήθηκαν ενεργά και με το εμπόριο. Έτσι λοιπόν εξηγείται η πληθώρα αντικειμένων, ορισμένα εκ των οποίων αποτελούν μοναδικά παραδείγματα για τη μυκηναϊκή αρχαιολογία, όπως ένα αγγείο από υαλόμαζα, τα περίαπτα από ήλεκτρο και χρυσό, το ειδώλιο υαλόμαζας. Ο Κακόβατος, κοντά στις ακτές του Ιονίου και σε ελάχιστη απόσταση από τα Ιόνια νησιά, όπως τη Ζάκυνθο ή την Κεφαλονιά, υπήρξε πιθανότατα η απόληξη ενός πολύπλοκου συστήματος εμπορείων, τα οποία μετέφεραν στη μυκηναϊκή επικράτεια ήλεκτρο, κατεργασμένο ή ακατέργαστο. Η ανταλλαγή προϊόντων για την εξασφάλιση ικανοποιητικών ποσοτήτων ήλεκτρου εξηγεί την παρουσία στους θολωτούς τάφους του Κακοβάτου ευρημάτων, τα οποία επισημαίνονται σε σημαντικά ανακτορικά κέντρα όπως η Αργολίδα και η Μεσσηνία, επιβεβαιώνοντας τις εμπορικές σχέσεις των κατοίκων του με το σύνολο της μυκηναϊκής επικράτειας.
στ) Η χρήση λάκκων εντός των θολωτών ή των τύμβων ανατρέχει στη Μέση Εποχή του Χαλκού και συνδυάζει την υλοποίηση πολλαπλών ενταφιασμών αλλά και την εξασφάλιση της ατομικότητας των νεκρών.
ζ) Η Τριφυλία είναι ενταγμένη στον μυκηναϊκό κόσμο. Δεν βρίσκεται στην περιφέρειά του αλλά αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της όμορης Μεσσηνίας, η οποία κατέστη το δεύτερο, μετά την Αργολίδα, κέντρο διαμόρφωσης του αποκαλούμενου μυκηναϊκού πολιτισμού.
Ύστεροι μυκηναϊκοί χρόνοι
ΥΕ ΙΙΙΑ/Β: Κατά την περίοδο αυτή η κατάσταση αλλάζει και το πληθυσμιακό, οικονομικό και πολιτικό κέντρο βάρους μετατοπίζεται βορειότερα. Οι οικισμοί του Κακοβάτου και του Σαμικού σταδιακά εγκαταλείπονται. Ο τύμβος στο Σαμικό εξακολουθεί να δέχεται ταφές μέχρι και την ΥΕ ΙΙΙΒ, οι οποίες είναι ελάχιστες και με κτερίσματα μεσσηνιακής προέλευσης, όπως ραμφόστομη πρόχου και κωνικό ρυτό. Κατά μήκος του Αλφειού και των παραπόταμων του αναδύονται νέα οικιστικά σύνολα, το κράτος της Πύλου ακμάζει επεκτείνοντας ίσως γεωγραφικά τον έλεγχό του προς τον Αλφειό, ενώ παράλληλα, αποκτώντας συγκεντρωτικό γραφειοκρατικό σύστημα, οδηγεί σε οικονομικό μαρασμό τα περιφερειακά «βασίλεια–ηγεμονίες», όπως για παράδειγμα τον Κακόβατο. Μία μεταβολή των εθίμων ταφής ή, πιθανότερα, η αντικατάσταση του ήλεκτρου από κάποιο άλλο, περισσότερο προσιτό, υλικό, όπως η υαλόμαζα η οποία παράγεται μαζικά με τη χρήση μήτρας, προκαλούν την κατάρρευση του εμπορίου κεχριμπαριού, τη σχεδόν ολοκληρωτική εξαφάνισή του από τους ενταφιασμούς, αιτίες που συντείνουν στον οικονομικό μαρασμό του Κακοβάτου. Η πολιτική κυριαρχία της επικράτειας του Νέστορος και η αγροτοκτηνοτροφικού χαρακτήρα οικονομία επιβεβαιώνονται από τις γραπτές πηγές της εποχής, δηλαδή τις πινακίδες της Γραμμικής Β και τα Ομηρικά Έπη, τα οποία απηχούν την εποχή και κατατάσσονται στις έμμεσες πηγές πληροφόρησης.
Οι νεκροί ενταφιάζονται σε θαλαμωτούς, λακκοειδείς και «υβριδικούς» τάφους (δηλαδή ταφικά μνημεία που διαθέτουν στοιχεία των θαλαμωτών, όπως ο δρόμος και ο θάλαμος, ο οποίος όμως εδώ είναι εξαιρετικά μικρός, αλλά που έμειναν ημιτελή και δεν χρησιμοποιήθηκαν όπως οι θαλαμωτοί και των οποίων οι αιτίες κατασκευής παραμένουν ασαφείς – αδυναμία ολοκλήρωσης, αιφνίδιος θάνατος πολλών μελών της κοινότητας, κατασκευαστικές αδυναμίες;) και όχι σε θολωτούς τάφους. Στην περίπτωση των θαλαμωτών τάφων εξακολουθούν όμως να χρησιμοποιούνται ταφικοί λάκκοι ή πλευρικές κόγχες, προκειμένου να ταφεί το σύνολο της οικογένειας σε ένα μνημείο. Οι λακκοειδείς είτε συγκροτούνται σε αυτόνομο νεκροταφείο, όπως στην Καυκανιά, κατά την ΥΕ ΙΙΙΓ, είτε ανοίγονται μεταξύ νεκροταφείων θαλαμωτών, όπως στο Στρέφι και τον Αρβανίτη. Στη δεύτερη περίπτωση «διαμερισματοποιούνται», δηλαδή χωρίζονται σε μικρότερα τμήματα ή θήκες ενταφιασμών ή διαιρούνται με απλό, πρόχειρα κατασκευασμένο τοιχάριο, όπως στο Στρέφι, ή με επιμελημένη ξερολιθιά, όπως στον Αρβανίτη. Τα κτερίσματα δηλώνουν ότι δεν παρατηρείται υπέρμετρη συσσώρευση πλούτου ή κοινωνικής και πολιτικής δύναμης σε συγκεκριμένα άτομα ή πληθυσμιακές ομάδες.
Οι «ακρίτες» της περιοχής της Ολυμπίας εξακολουθούν να διατηρούν στενές σχέσεις με τη Μεσσηνία, κάποια ταφικά κτερίσματα είναι μάλλον μεσσηνιακής προέλευσης, ενώ εμφανίζονται και σχήματα όπως για παράδειγμα οι τρίωτοι αμφορείς, τα οποία επιχωριάζουν στη νοτιοδυτική Πελοπόννησο και δεν απαντούν συχνά εκτός αυτής. Στο σχηματολόγιο της περιόδου κυριαρχούν τα αλάβαστρα, οι ψευδόστομοι και οι απιόσχημοι πιθαμφορίσκοι.
Ο διάκοσμος περιορίζεται σε γραμμικά και αφηρημένα σχέδια, όπως αγκώνες σε ψευδοστόμους και τρίωτους αμφορείς, δικτυωτό σε αλάβαστρα και απιόσχημους πιθαμφορίσκους και σπάνια σε ψευδόστομους, ενάλληλες γωνίες, φυλλοφόρος σε πιθαμφορίσκους, ψευδόστομους και αλάβαστρα, σχηματοποιημένο μυκηναϊκό άνθος, αχιβάδα κ.λπ..
Στιλιστικά, η Ηλειακή κεραμική κατά την ΥΕ ΙΙΙΑ/Β διαχωρίζεται σε δύο κατηγορίες αγγείων. Η πρώτη περιλαμβάνει σχήματα κλειστών, τα οποία δεν φέρουν εξεζητημένη διακόσμηση και συνήθως αποδίδονται ολόβαφα, όπως οι δίωτοι αμφορείς και τα άωτα αλαβαστροειδή. Στην ίδια ομάδα πρέπει να ενσωματωθούν και τα αγγεία πόσεως, όπως τα κυάθια.
Στη δεύτερη ομάδα ανήκουν οι ψευδόστομοι, οι αμφορείς, οι απιόσχημοι πιθαμφορίσκοι. Τα συγκεκριμένα αγγεία διακοσμούνται με τα συνήθη για την υπόλοιπη μυκηναϊκή επικράτεια μοτίβα, ο πηλός και το επίχρισμά τους είναι καλύτερης ποιότητας, ενώ το σχήμα αποδίδεται προσεκτικά .
ΥΕ ΙΙΙΓ: Κατά την ΥΕ ΙΙΙΓ, οι κοινότητες του Αλφειού παρακμάζουν και ορισμένες εγκαταλείπονται. Ελάχιστα νεκροταφεία δέχονται ταφές κατά την ΥΕ ΙΙΙΓ: Νέο Μουσείο, Κλαδέος, Μακρίσια, Διάσελλα. Αντίθετα, ακμάζει η γεωγραφική ενότητα της βορειοανατολικής Ηλείας, αποκτώντας διασυνδέσεις με την Αχαΐα και την Αρκαδία. Στην Αγία Τριάδα δημιουργείται μεγάλο νεκροταφείο με 45 θαλαμωτούς τάφους, του οποίου η πλειονότητα των ταφών εντάσσονται στην ΥΕ ΙΙΙΓ. Ταυτόχρονα, νέοι τάφοι κατασκευάζονται και στον Κλαδέο, στην περιοχή της Αρχαίας Ολυμπίας.
Κατά την ΥΕ ΙΙΙΓ το κράτος της Πύλου, ως συγκεντρωτικός γραφειοκρατικός και διοικητικός μηχανισμός και πολιτειακός οργανισμός, έχει καταρρεύσει. Η πτώση του πολιτικοδιοικητικού κατεστημένου προκαλεί αναταράξεις σε ολόκληρη τη δυτική Πελοπόννησο. Η οικονομία νεκρώνει και πολλές κοινότητες, που είχαν οικονομικούς και πολιτιστικούς δεσμούς με το μεσσηνιακό κράτος, αποδομούνται. Αντίθετα, φαίνεται πως δημιουργούνται νέες κοινωνικοοικονομικές δομές στη βορειοανατολική Ηλεία. Οι κάτοικοι της περιοχής εντάσσονται σε μία πολιτιστική ενότητα (βορειοδυτική Πελοπόννησος, Ιόνια Νησιά, Κεντρική Στερεά Ελλάδα) με κοινά γνωρίσματα, η οποία δεν δείχνει σημάδια κατωτερότητας απέναντι σε άλλες ευημερούσες περιοχές του μυκηναϊκού κόσμου.
Συγκεκριμένα διακρίνονται:
– Ταυτόσημη ταφική πρακτική. Οι νεκροί ενταφιάζονται σε θαλαμωτούς τάφους, αποτίθενται επί του φυσικού εδάφους (σποραδικά σε λάκκους και σπάνια σε κόγχες του δρόμου), οι δευτερογενείς ταφές (ανακομιδές) παραμερίζονται και εάν απαιτηθεί η διενέργεια πρόσθετων ταφών, λαξεύονται παραθάλαμοι (Αγία Τριάδα). Όστρακα, προερχόμενα από τα νεκροταφεία της Αγίας Τριάδας και του Κλαδέου, απεικονίζουν την πρόθεση και την εκφορά των νεκρών, αποκαλύπτοντας με λεπτομέρειες την ταφική πρακτική. Στο κέντρο της σκηνής πρόθεσης στο όστρακο από την Αγία Τριάδα, εικονίζεται ανδρική μορφή, ξαπλωμένη σε νεκρική κλίνη. Κάτω από την κλίνη κείται, με όρθιο το κεφάλι, κάποιο κατοικίδιο, πιθανώς σκύλος ή γάτα. Στα δεξιά της κλίνης έχει αποδοθεί ανδρική μορφή, με σαφή υποδήλωση του φύλου και σε μετωπική στάση, ενώ στα αριστερά έχουν τοποθετηθεί δύο γυναίκες–θρηνωδοί, σε μετωπική στάση και με το κεφάλι τους στραμμένο προς το νεκρό. Το όστρακο του Κλαδέου συμπληρώνει θεματικά την προαναφερθείσα παράσταση, καθώς εικονίζει εκφορά νεκρού. Δύο ανδρικές μορφές μεταφέρουν στα χέρια τη νεκρική κλίνη με το νεκρό. Πίσω από αυτούς ακολουθεί γυναικεία μορφή με τη χαρακτηριστική χειρονομία της θρηνωδού και πιθανώς δεύτερη, από την οποία σώζονται μόνο τα πόδια. Η απόδοση των μορφών είναι πανομοιότυπη με αυτή της Αγίας Τριάδας. Τόσο το θέμα όσο και η τεχνοτροπική απόδοση των μορφών βρίσκει παράλληλα σε παραστάσεις πρόθεσης της γεωμετρικής περιόδου, δηλώνοντας την αδιάσπαστη συνέχεια και τον γνήσια συντηρητικό χαρακτήρα των εθίμων ταφής.
– Στις ορεινές κοινότητες παραμένει η έννοια της κοινωνικής διαστρωμάτωσης. Οι πλουσιότεροι σε κτερίσματα και πλέον επιμελώς λαξευμένοι τάφοι καταλαμβάνουν το κέντρο του νεκροταφείου, ενώ οι φτωχότεροι και πρόχειρα κατασκευασμένοι την περιφέρειά του. Κάποιοι θαλαμωτοί τάφοι περιέχουν αποκλειστικά κεραμική, σε άλλες περιπτώσεις τα αγγεία συνυπάρχουν με ευρήματα από υαλόμαζα, ημιπολύτιμους λίθους, φαγεντιανή, οστό και σπανιότερα από μέταλλο. Τα ευρήματα από το Στραβοκέφαλο και πρόσφατα από τη θέση «Καραβά» Καυκανιάς δηλώνουν τη χρήση των πλακιδίων υαλόμαζας για την κατασκευή νεκρικών διαδημάτων.
– Οι ταφές «πολεμιστών» είναι σπάνιες. Ουσιαστικά, μόνο ένας τάφος της Αγίας Τριάδας μπορεί να χαρακτηρισθεί ως τέτοιος. Αντίθετα, αρκετοί τάφοι που περιέχουν ως κτερίσματα πληθώρα και ποικιλία αμυντικών και επιθετικών όπλων, έχουν εντοπισθεί και ερευνηθεί στην Αχαΐα, όπως στην Κρήνη και την Καλλιθέα. Ίσως λοιπόν η ένταξη της κοινότητας της Αγίας Τριάδας στο πολιτικό και διοικητικό σύστημα της Αχαΐας εξασφάλιζε την ασφάλεια των κατοίκων της πρώτης.
– Διαμορφώνονται ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κεραμικής, που απαντούν αρκετά συχνά στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, την Κεφαλονιά και την Κεντρική–Ανατολική Στερεά Ελλάδα (εικ. 25-27), όπως:
α) Ο εντοπισμός δίωτων και τετράωτων αμφορέων μεγάλων διαστάσεων. Αντίθετα, δεν κατασκευάζονται τρίωτοι ούτε δίωτοι αμφορείς με τις λαβές στον ώμο, σχήματα που απαντούν συχνά κυρίως στην κεντρική Ηλεία. Επισημαίνονται επίσης πτηνόσχημοι ασκοί (μόνο ένας στην κεντρική Ηλεία) καθώς και κυλινδρικά ή τριποδικά αλάβαστρα. Επιπλέον, παρατηρούνται μικρά ποσοστά αγγείων πόσεως. Η προσφορά μεγάλων αμφορέων στους νεκρούς ίσως δηλώνει μεταβολή στην οικονομία αλλά και στις ταφικές πρακτικές. Όσοι βίωσαν την καταστροφή των ανακτορικών κέντρων επιθυμούν την αποθησαύριση υλικών αγαθών, και οι αμφορείς συμβάλλουν στην εξασφάλιση εφοδίων για το «ταξίδι» των νεκρών προς την αιωνιότητα.
β) Η παρουσία προχοϊκών κυάθων στην Κεφαλονιά, την Ιθάκη και την Ηλεία (ορισμένα ηλειακά εντάσσονται στην ΥΕ ΙΙΙΒ).
γ) Ο διάκοσμος του σώματος διαφοροποιείται έντονα συγκριτικά με τα αντίστοιχα δείγματα της ΥΕ ΙΙΙΑ/Β. Ο κεραμέας τείνει είτε να αποδώσει ολόβαφο το μέγιστο τμήμα του αγγείου πλην του ώμου είτε να το καλύψει με ισομεγέθεις και σε ίσες αποστάσεις τοποθετημένες ταινίες, όπως παρατηρείται σε ψευδόστομους, δίωτους και τετράωτους αμφορείς και σε ληκύθους.
δ) Ο ώμος διακοσμείται με γραμμικά ή αφηρημένα μοτίβα, ενώ γίνονται δημοφιλή τα πολλαπλά επάλληλα ημικύκλια, που αποδίδονται σε διάφορες παραλλαγές (περίστικτα, κροσσωτά).
ε) Η χρήση αποκομμένων βάσεων κυλίκων ή κρατήρων ως πώματα αγγείων. Το φαινόμενο παρατηρείται στη διάρκεια της ΥΕ ΙΙΙ και επιχωριάζει στην Ηλεία.
στ) Δεν εντοπίζονται σκύφοι ή κύλικες, που είχαν γίνει εξαιρετικά δημοφιλείς στη βορειοανατολική Πελοπόννησο.
Επίλογος
Το τέλος κάθε επιστημονικής μελέτης αφήνει ανοιχτά ερωτήματα, τα οποία θα κληθούν επόμενοι ερευνητές να απαντήσουν, έχοντας πιθανώς στη διάθεσή τους νεότερα αρχαιολογικά δεδομένα, πληρέστερη στρωματογραφική τεκμηρίωση και ικανοποιητική διεπιστημονική υποστήριξη. Η Ηλεία τα τελευταία είκοσι χρόνια έχει αποδώσει σημαντικά ταφικά σύνολα, τα οποία έχουν αλλάξει την άποψή μας για το ρόλο της περιοχής κατά τη διάρκεια της Ύστερης Εποχής του Χαλκού. Ο Dickinson, το 1982, θεωρούσε το ρόλο της ασήμαντο, τα δεδομένα όμως δείχνουν ότι η περιοχή αυτή αποτέλεσε ζωντανό, δημιουργικό και παραγωγικό τμήμα ενός πολιτισμού, που δεν υπήρξε στάσιμος. Οι κάτοικοι της Ηλείας, εκμεταλλευόμενοι τις άριστες κλιματολογικές συνθήκες, την εύφορη γη και τη στρατηγική της θέση ανέπτυξαν έναν πολιτισμό, του οποίου τις ιδιαιτερότητες τώρα αρχίζουμε να αντιλαμβανόμαστε.
Η έρευνα όμως, όπως και η ζωή, συνεχίζεται προσφέροντας πάντα νέα, επιστημονικά τεκμηριωμένα αποτελέσματα.
ΚΑΚΟΒΑΤΟΥ ΗΛΕΙΑΣ
Ο Κακόβατος, θέση στρατηγικής σημασίας, αναπτύσσεται γοργά και εξελίσσεται σε οικονομικό και διοικητικό κέντρο ή ηγεμονία της ευρύτερης περιοχής. Οι κάτοικοί του κτίζουν θολωτούς τάφους, μνημειοποιώντας την είσοδο του οικισμού και διατρανώνοντας τη δύναμη του τοπικού ηγεμόνα ή της οικογένειάς του. Ασχολούνται με τη γεωργία και ιδιαίτερα με την εντατική καλλιέργεια σύκων, η οποία υπήρξε εξαιρετικά διαδεδομένη σε ολόκληρη τη νοτιοδυτική Πελοπόννησο, και σχηματίζεται ένα κοινωνικό μόρφωμα με «εξειδίκευση εργασίας». Ακόμη, από τα ταφικά κτερίσματα διαπιστώνεται ότι κάποιοι από τους κατοίκους ασχολήθηκαν ενεργά και με το εμπόριο. Έτσι λοιπόν εξηγείται η πληθώρα αντικειμένων, ορισμένα εκ των οποίων αποτελούν μοναδικά παραδείγματα για τη μυκηναϊκή αρχαιολογία, όπως ένα αγγείο από υαλόμαζα, τα περίαπτα από ήλεκτρο και χρυσό, το ειδώλιο υαλόμαζας.
ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΘΟΛΩΤΟΙ Α ΤΟΜΗ ΚΑΤΟΨΗ Β Γ ΚΑΤΟΨΕΙΣ – ΣΤΟ ΚΑΚΟΒΑΤΟ ΚΑΤΑ DORPFELD
Ο Κακόβατος, κοντά στις ακτές του Ιονίου και σε ελάχιστη απόσταση από τα Ιόνια νησιά, όπως τη Ζάκυνθο ή την Κεφαλονιά, υπήρξε πιθανότατα η απόληξη ενός πολύπλοκου συστήματος εμπορείων, τα οποία μετέφεραν στη μυκηναϊκή επικράτεια ήλεκτρο, κατεργασμένο ή ακατέργαστο. Η ανταλλαγή προϊόντων για την εξασφάλιση ικανοποιητικών ποσοτήτων ηλέκτρου εξηγεί την παρουσία στους θολωτούς τάφους του Κακοβάτου ευρημάτων, τα οποία επισημαίνονται σε σημαντικά ανακτορικά κέντρα όπως η Αργολίδα και η Μεσσηνία, επιβεβαιώνοντας τις εμπορικές σχέσεις των κατοίκων του με το σύνολο της μυκηναϊκής επικράτειας.
στ) Η χρήση λάκκων εντός των θολωτών ή των τύμβων ανατρέχει στη Μέση Εποχή του Χαλκού και συνδυάζει την υλοποίηση πολλαπλών ενταφιασμών αλλά και την εξασφάλιση της ατομικότητας των νεκρών.
ΤΑΦΟΣ Α
ΤΑΦΟΣ Β
ΤΑΦΟΣ Γ
“ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΑ”. ΗΛΕΙΑ
ΑΠΟΨΕΙΣ ΤΟΥ ΤΑΦΟΥ ΤΗΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΑΣ
Από τα μέχρι τώρα γνωστά στοιχεία, προκύπτει, ότι ο ανακαλυφθείς τάφος στην “Τριανταφυλλιά” είναι τού εξελιγμένου τύπου των θολωτών τάφων, όπως περιγράφηκαν προηγουμένως. Και μάλλον πρόκειται για τάφο κάποιου τοπικού άρχοντα της εποχής. Δέον να σημειωθεί, ότι οι Μυκηναϊκοί τάφοι, που έχουν ανακαλυφθεί στην Αγία Τριάδα και στην Δάφνη είναι θαλαμοειδείς και όχι θολωτοί.
ΤΡΑΓΑΝΑ ΒΙΓΛΙΤΣΑ
Εικ. 10. Τραγάνα, Θολωτός Τάφος 1. Σχέδιο αποτυπώματος σφραγίδας από σάρδιο, με παράσταση γρύπα (κατά Korres, CMS, V, Suppl ΙΑ, 1992). Μουσείο Χώρας
Εικ. 11. Βιγλίτσα Τραγάνας. Τοπογραφικό σχέδιο της περιοχής, με τον Θολωτό Τάφο 1 (επάνω) και τον Θολωτό Τάφο 2, κάτω (κατά Κορρέ 1977).
Δύο σημαντικοί θολωτοί τάφοι της Μυκηναϊκής εποχής έχουν έλθει στο φως στην τοποθεσία Βιγλίτσα, στο νότιο άκρο μιας πλαγιάς πάνω στην οποία βρίσκεται και το χωριό Τραγάνα, λίγο βορειότερα. Στη Βιγλίτσα φθάνει κανείς ακολουθώντας την παράκαμψη προς Τραγάνα, από διασταύρωση πάνω στον κύριο δρόμο για την Πύλο. Οι πρώτες έρευνες στο χώρο πραγματοποιήθηκαν την περίοδο 1909-1912 από τους αρχαιολόγους Α. Σκιά και Κ. Κουρουνιώτη, ενώ συστηματική ανασκαφή έγινε αργότερα από τον Σπ. Μαρινάτο (δεκαετία 1950). Συμπληρωματικές έρευνες έγιναν από τον Γ. Κορρέ κατά τις δεκαετίες 1970 και 1980. Οι δύο θολωτοί τάφοι «βασιλικών διαστάσεων», που αποκαλύφθηκαν χρονολογούνται στην Πρώιμη Μυκηναϊκή εποχή (γύρω στο 1680π.Χ.). Θα πρέπει να συνδεθούν άμεσα με πιθανό οικισμό πάνω στο ύψωμα της Βιγλίτσας ή σύμφωνα με άλλους στο σημερινό χωριό της Τραγάνας και στα Βορούλια, 800 μ. περίπου βορειότερα, όπου ήλθε στο φως μια αποθήκη με 120 και πλέον αγγεία της πρώτης Μυκηναϊκής φάσης.
ΤΑΦΟΣ ΙΙ
Ο Τάφος 2, με διάμετρο θαλάμου 7,20 μ., κτίσθηκε πιθανότατα κατά την πρώτη Μυκηναϊκή φάση (1550-1500 π.Χ.) και χρησιμοποιήθηκε σχεδόν μέχρι τα τέλη της Μυκηναϊκής εποχής. Το εσωτερικό του τάφου είχε διαταραχθεί από τη μετατροπή του σε κατοικία ή αγροικία κατά την Ελληνιστική εποχή (323-31π.Χ.), όπως μαρτυρούν η κτιστή εστία και τα οικιακά και αποθηκευτικά αγγεία, που βρέθηκαν στο εσωτερικό του. Ένας όμως από τους λάκκους του δαπέδου του περιείχε δύο άθικτες καύσεις νεκρών του προχωρημένου 14ου αιώνα π.Χ. Ο Τάφος 1, με διάμετρο θαλάμου 7,30 μ., είναι περισσότερο επιμελημένης κατασκευής. Φαίνεται να είναι ελαφρώς μεταγενέστερος από τον Τάφο 2, ιδρυμένος λίγο μετά το 1500 π.Χ. Χρησιμοποιήθηκε, με κάποια διακοπή, μέχρι και την Πρωτογεωμετρική εποχή.
ΤΑΦΟΣ Ι
Τα ευρήματα των τάφων ήταν πλουσιότατα: δύο θησαυροί χάλκινων σκευών, οπλισμός, σφραγιδόλιθοι, μυκηναϊκή κεραμική, χρυσό περιδέραιο και άλλα μικροαντικείμενα. Εντυπωσιακά είναι τα ίχνη από αρματοτροχιές, πιθανότατα της ταφικής άμαξας, που βρέθηκαν στο δρόμο του Τάφου 1. Από τα ευρήματα του Τάφου 1 που βρίσκονται σήμερα στο Μουσείο Χώρας, ξεχωρίζουν ένα μεγάλο χάλκινο δίωτο αγγείο και τρεις πιθαμφορείς με φυτικά θέματα (φυλλωσιές κισσού, αλυσίδες φύλλων κισσού και κρίνα) από την εποχή της αρχικής χρήσης του τάφου. Από τον Τάφο 1 προέρχεται και μια πήλινη πυξίδα του 12ου αιώνα π.Χ, εκτεθειμένη σήμερα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, με σπάνια απεικόνιση ιστιοφόρου πολεμικού πλοίου. Τέλος, στα ευρήματα από την πρόσφατη έρευνα του ίδιου τάφου συγκαταλέγεται και σφραγίδα από σάρδιο, με σχηματοποιημένο πτερωτό γρύπα.
Σε διάφορα σημεία του σύγχρονου χωριού Τραγάνα βρέθηκαν αποσπασματικά λείψανα του Μυκηναϊκού οικισμού στον οποίο ανήκαν οι τάφοι, ενώ στη θέση «Βορούλια» αποκαλύφθηκε κτίριο, σύγχρονο των θολωτών τάφων με αποθηκευτική προφανώς χρήση, αφού μέσα σε αυτό βρέθηκαν περισσότερα από 100 ακέραια αγγεία Μυκηναϊκών χρόνων για την αποθήκευση τροφών.
ΤΡΑΓΑΝΑ -ΘΟΛ. ΤΑΦΟΣ 1 -ΕΤΟΣ 1956 ΣΤΗΝ ΑΝΑΣΚΑΦΗ ΜΑΡΙΝΑΤΟΥ -ΔΙΑΚΡΙΝΟΝΤΑΙ ΤΑ ΛΑΞΕΥΜΑΤΑ ΣΤΟ ΔΑΠΕΔΟ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ
ΠΛΑΤΑΝΟΒΡΥΣΗ
Το 2002, σωστική ανασκαφή που πραγματοποιήθηκε από την Αρχαιολογική Υπηρεσία στο χώρο αποκάλυψε θολωτό τάφο που χρονολογείται στην Μυκηναϊκή περίοδο (1680-1060 π.Χ.). Ο τάφος διαμέτρου 5,16μ., με σωζόμενο ύψος 2,80μ. είχε ήδη συληθεί από την αρχαιότητα, ωστόσο στο εσωτερικό του διασώθηκαν λίγα από τα άλλοτε πλούσια κτερίσματά του: ψήφοι από φαγεντιανή και κορναλίνη, φυλλάρια χρυσού, αιχμή βέλους, σφραγιδόλιθος από ορεία κρύσταλλο και διακοσμημένα πήλινα αγγεία της Μυκηναϊκής εποχής. Σε μικρή απόσταση στα δυτικά του τάφου διακρίνεται άλλος θολωτός τάφος μικρών διαστάσεων του οποίου η κορυφή της θόλου είχε καταρρεύσει.
Ο τάφος αυτός ερευνήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1960 αλλά δεν απέδωσε ευρήματα. Από τα κατασκευαστικά του στοιχεία όμως πιθανόν χρονολογείται στους Πρωτογεωμετρικούς χρόνους (1060-900 π.Χ.). Προφανώς στην ευρύτερη περιοχή υπάρχει εκτεταμένο νεκροταφείο, που ίσως θα μπορούσε να συσχετιστεί με την προϊστορική οικιστική εγκατάσταση που έχει εντοπιστεί στην περιοχή του Χανδρινού.
ΨΑΡΙ
Μυκηναϊκό κέντρο στη ΒΑ Τριφυλία με μεγάλων διαστάσεων θολωτούς τάφους, terra incognita μέχρι το 1980. Εντοπίζεται στο μακρόστενο και επιβλητικό ύψωμα “Μετσίκι”, 4 χλμ. βόρεια της κοινότητας Δωρίου, ανάμεσα στο Κάτω (σημερινό) και στο Πάνω (παλιό) Ψάρι της πεδιάδας Σουλιμά, που κατοικήθηκε από αλβανόφωνους χριστιανούς Έλληνες. Ο θολωτός τάφος 1, συλημένος από την αρχαιότητα, αποτελεί τυπικό δείγμα ηπειρωτικού θολωτού τάφου της πρώιμης υστεροελλαδικής (ΥΕ) περιόδου, σύμφωνα και με τα λίγα ευρήματα που απέδωσε. Έχει σωζόμενο ύψος 3,5μ., ταφικό θάλαμο διαμέτρου 9,10μ., είσοδο κτιστή (δρόμος και στόμιο) συνολικού μήκους 11μ. και λιθενδυμένο τύμβο με αναλημματικό περίβολο σε ορισμένα σημεία.
Στο επιβλητικό ύψωμα Μετσίκι, φυσικά οχυρωμένη θέση με εποπτεία ως το Ιόνιο πέλαγος, έχουν εντοπιστεί δύο μυκηναϊκοί θολωτοί τάφοι. Η ανασκαφική έρευνα αποκάλυψε έναν από τους μεγαλύτερους θολωτούς τάφους της Μεσσηνίας τον θολωτό τάφο 1 που χρονολογείται στην περίοδο 1600-1400 π.Χ.
Λιθόχτιστη θόλος διαμέτρου 10μ. σκέπαζε τον ταφικό θάλαμο και δρόμος μήκους 11μ. οδηγούσε στην είσοδό του. Ο τάφος είχε συληθεί ήδη από την αρχαιότητα και μόνο τα λιγοστά ευρήματα μαρτυρούν το άλλοτε πλούσιο περιεχόμενό του. Ο δεύτερος τάφος σε απόσταση 100μ από τον τάφο 1 δεν έχει ερευνηθεί ακόμα. Ωστόσο διακρίνεται στη θέση του το ανώφλι του. Από την επιφανειακή έρευνα της γύρω περιοχής μαρτυρείται ανθρώπινη δραστηριότητα από τους προϊστορικούς έως και τους ρωμαϊκούς χρόνους (2050π.Χ. -400μ.Χ. )
ΒΟΛΙΜΙΔΙΑ (ΜΥΚΗΝΑΪΚΟΣ ΟΙΚΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ)
Πηγή ζωής για την Κοινότητα της Χώρας, με άφθονα νερά, ευρισκόμενη σε απόσταση 3 χλμ. περίπου βορειοανατολικά της κωμόπολης, ανάμεσα σε αιωνόβια πλατάνια και λεύκες. Δυστυχώς, η μορφή της πηγής υπέστη κατά τα τελευταία χρόνια “διαρκείς” αλλοιώσεις από ωμές “στιγμιαίες” επεμβάσεις. Η ύπαρξη του Κεφαλόβρυσου συνετέλεσε σημαντικά στην ίδρυση του Μυκηναϊκού οικισμού των Βολιμιδίων. Το όνομα του χρησιμοποιήθηκε από τον Μαρινάτο για τον ορισμό της παλαιότερης ομάδας τάφων του νεκροταφείου που ερεύνησε στην περιοχή.
ΚΕΦΑΛΟΒΡΥΣΟ ΕΥΡΗΜΑ 15 – 14 ΑΙΩΝΑΣ ΠΧ
Τα Βολιμίδια είναι περιοχή 800 μ. περίπου βορειοανατολικά της Χώρας όπου είχε αναπτυχθεί σημαντικός Μυκηναϊκός οικισμός, με εκτεταμένο νεκροταφείο. Ανασκαφές στα Βολιμίδια έγιναν από τον Σπ. Μαρινάτο (1952-54, I960,1964-65) και την Εφορεία Αρχαιοτήτων Ολυμπίας (1971-72,1990). Η περιοχή, στην οποία η κατοίκηση συνεχίσθηκε, σχεδόν χωρίς διακοπή, 4η χιλιετία πΧ μέχρι και τα Ρωμαϊκά χρόνια, έχει ταυτισθεί από τον Μαρινάτο με την παλαιά Πύλο (Παλαίπυλο), πόλη που αναφέρει ο Στράβων (8,359) ότι βρισκόταν κάτω από το Ορος Αιγάλεω. Από τον John Chadwick και άλλους ταυτίζεται με τη θέση pa-ki-ja-ne, κέντρο θρησκευτικής δραστηριότητας άμεσα εξαρτημένο από το Ανάκτορο του Εγκλιανου που αναφέρεται στα κείμενα των πινακίδων της Γραμμικής Β από το Ανάκτορο.
Εκτός από ένα τάφο πρώιμου λακκοειδούς τόπου που χρονολογείται στην ύστερη Μεσοελλαδική εποχή (Κεφαλόβρυσου Τ. 1), οι τάφοι του Μυκηναϊκού νεκροταφείου είναι όλοι θαλαμωτοί, λαξευμένοι με επιδεξιότητα στο μαλακό πέτρωμα της περιοχής. Από το νεκροταφείο, έχουν μέχρι στιγμής ερευνηθεί 35 τάφοι, ενώ είναι γνωστή η θέση και αρκετών άλλων. Μαζί με εκείνο στην αρχαία Θουρία (σημερινή θέση Ελληνικά) κοντά στην Καλαμάτα, είναι το μεγαλύτερο σε έκταση νεκροταφείο θαλαμωτών τάφων στη Μεσσηνία. Οι τάφοι είναι διευθετημένοι σε συστάδες που είναι γνωστές από τα ονόματα των ιδιοκτητών των αγρών ή τις τοποθεσίες. Οι τάφοι κάθε συστάδας, οι περισσότεροι σε χρήση για μεγάλο χρονικό διάστημα, πρέπει να ανήκαν σε οικογένειες ή γένη του γειτονικού συνοικισμού. Εύκολα προσιτή στον επισκέπτη σήμερα είναι η ομάδα τάφων Αγγελοπούλου (π.χ. Εικ. 9). Οδηγείται εκεί από μικρή παράκαμψη στην αριστερή πλευρά της κεντρικής Λεωφόρου Βολιμιδίων στην πορεία για τη Μεταμόρφωση.
Κεφαλόβρυσο 1600 πχ ,ο τάφος αυτός είναι ο δεύτερος κατά σειράν αρχαιότητας στη Μεσσηνία από αυτούς που έχουν ανακαλυφθεί. Ο πρώτος είναι ο θολωτός τάφος του Κορυφασίου.
Σε μικρή απόσταση, ΝΑ του χωριού Κεφαλόβρυσο (πρώην Χαλβάτσου), βρέθηκε τυχαία σε εργασίες διαμόρφωσης ένας νεομυκηναϊκός Θολωτός τάφος στην τοποθεσία «Παλιόμυλος».Ο μικρός θολωτός τάφος του Κεφαλόβρυσου έχει κτιστό σαν κυψέλη νεκρικό θάλαμο, με διάμετρο 3,20 μ. και μέγιστο ύφος 2,50 μ. Δεν είχε δρόμο και στόμιο, όπως άλλοι μεσσηνιακοί τάφοι του είδους του. Είχε χρησιμοποιηθεί για ταφές μιας οικογένειας ή ενός γένους, όπως φάνηκε από τους σχεδόν διαλυμένους από την υγρασία της περιοχής σκελετούς που βρέθηκαν στο δάπεδο του, Από τον πρώτο καθαρισμό των πενιχρών του κτερισμάτων (λίγα χειροποίητα και τροχήλατα αγγεία, μερικές χάλκινες χάντρες, πήλινα σφονδύλια και ορισμένα οστέινα αντικείμενα) φαίνεται να ανήκει χρονολογικά γύρω στο 1500 π.Χ. (ΥΕII περίοδος). Το πιο σημαντικό στοιχείο που κερδήθηκε από την αποκάλυψη του τάφου αυτού είναι η μορφή του. Σώζεται ακέραιος ως την κορυφή του και έχει θύρα χαμηλή, ύφους μόλις 2,98 μ. Δύο μεγάλες πλακοειδείς ασβεστολιθικές πέτρες χρησιμοποιήθηκαν ως κατώφλι και ανώφλι. Πάνω από το ανώφλι υπάρχει επίστεψη από 8 περίπου σειρές μικρότερων πλακωτών λίθων, που εντάσσονται σε ένα νοητό ορθογώνιο πλαίσιο. Με την πάροδο του χρόνου οι πέτρες μετατοπίστηκαν σε ορισμένα σημεία, ώστε το λίθινο αυτό σύνολο να έχει τη μορφή τραπεζίου που εδράζεται με τη μικρότερη πλευρά στο μέσον του ανωφλιού τάφου.
Σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις μας, η κατασκευή αυτή φαίνεται πως αποτελούσε διακοσμητικό στοιχείο της πρόσοψης του μνημείου. Ενας λίθινος περίβολος φαίνεται πως περιέβαλε το μνημείο, όμως επιβάλλεται συμπληρωματική έρευνα στα ενδεδειγμένα σημεία για πιο συγκεκριμένες διαπιστώσεις. Ο νέος μυκηναϊκός τάφος ανήκει στην ομάδα των μικρών μεσσηνιακών θολωτών, που έχουν ανασκαφεί και σε άλλες περιοχές της Μεσσηνίας (Κουκουνάρα, Καρποφόρα, Βλαχόπουλο, Παπούλια Πυλίας και Χαλκιάς Τριφυλίας), και ίσως μας δίνει μια ιδέα για τη διαμόρφωση της ανωδομής και της πρόσοψης που πιθανόν είχαν οι μικροί θολωτοί ή κάποιοι από αυτούς, οι οποίοι όντως πολυπληθείς στη Μεσσηνία, έχουν βρεθεί γκρεμισμένοι τουλάχιστον μέχρι το ύψος του ανωφλιού τους, Ο θολωτός τάφος του Κεφαλόβρυσου, καίτοι μικρός, είναι ο δεύτερος στη Μεσσηνία που βρέθηκε ακέραιος μέχρι την κορυφή του μετά τον θολωτό τάφο της Μάλθης, που ανασκάφηκε κοντά στο Βασιλικό το 1926 από τον Σουηδό αρχαιολόγο Μ. Ν. Valmin, Οι μόνοι άλλοι ακέραιοι θολωτοί στην υπόλοιπη ηπειρωτική Ελλάδα, είναι ο «τάφος του Ατρέως» στις Μυκήνες και ένας ακόμη θολωτός κοντά στην Καρδίτσα.
Η περιοχή στην οποία βρέθηκε το μνημείο ήταν περισσότερο γνωστή για την μεσαιωνική εγκατάσταση, που εντοπίζεται στο λόφο «Κάστρο», σε μικρή απόσταση από τον θολωτό, ο οποίος περιβάλλεται από πλήθος κεραμικών καταλοίπων τουλάχιστον της ύστερης Ρωμαιοκρατίας. Με τον εντοπισμό και την ανασκαφή του νέου θολωτού είναι βέβαιο ότι και σε αυτή την εύφορη και πλούσια σε πηγές νερού περιοχή της Μεσσηνίας, υπήρξε μια μυκηναϊκή εγκατάσταση μάλλον αγροτικού χαρακτήρα, πάντως πρωιμότερη από εκείνες στις οποίες ανήκουν οι κοντινοί προς το μνημείο μυκηναϊκοί τάφοι των Διοδίων (θολωτός) και του Αριστομένη (θαλαμωτός). Η θέση προστίθεται στον ήδη μακρύ κατάλογο των προανακτορικών εγκαταστάσεων που διαμορφώνουν την τοπογραφία της Μυκηναϊκής Μεσσηνίας, και ο ίδιος ο θολωτός τάφος με την ενδιαφέρουσα αρχιτεκτονική μορφή, επιβεβαιώνει αυτό που είναι ήδη γνωστό από την αρχαιολογική έρευνα:
Οτι αυτός ο τύπος ταφικού μνημείου της Μυκηναϊκής εποχής, παρουσιάζει εξαιρετική ποικιλία στη Μεσσηνία ως προς τη σύλληψη, δομή και εξέλιξη με πρόγονο τον τύμβο των Μεσοελλαδικών χρόνων.
Οι παλαιότεροι Μυκηναϊκοί τάφοι της ομάδος Κεφαλόβρυσου είναι του σπηλαιώδους τύπου, με θαλάμους ακανόνιστου ελλειψοειδούς σχήματος. Οι θάλαμοι, όμως, των περισσοτέρων τάφων είναι κυκλικοί με θόλωση, σε μίμηση προφανώς της μορφής των συγχρόνων Μεσσηνιακών κτιστών θολωτών τάφων και σχετικά μεγάλοι, με διάμετρο κατά μέσο όρο 4-5 μ.. Οι δρόμοι τους είναι κατά κανόνα βραχείς, σχετικά ευρείς και κατηφορικοί και οδηγούν σε καλοδιαμορφωμένη είσοδο που φραζόταν με ξερολιθιά. Λόγω του ειδικού σχήματος τους, οι τάφοι των Βολιμιδίων μπορούν να συγκριθούν με τους λαξευτούς θολοειδείς τάφους στην Πελλάνα της Λακωνίας και άλλους ανάλογης μορφής στην Θάψο της Σικελίας.
Οι τάφοι, στη πλειονότητα τους, βρέθηκαν να περιέχουν μεγάλο αριθμό ταφών στο εσωτερικό τους. Όπως δείχνει και το χρονολογικό εύρος της κεραμεικής που περιείχαν, χρησιμοποιήθηκαν για μακρά χρονική περίοδο από τα ίδια, πιθανότατα, γένη της Παλαιπύλου. Ιδιαίτερα χαρακτηριστική είναι η ύπαρξη στους κυκλικούς τάφους μικρών βόθρων (λάκκων) ανοιγμένων στην περιφέρεια του δαπέδου ή κογχών στα τοιχώματα του θαλάμου για την τοποθέτηση των οστών των παλαιοτέρων νεκρών (ανακομιδών).
Ο ΤΑΦΟΣ 3 ΤΟΥ 16 ΑΙΩΝΑ ΠΧ
Τα περιεχόμενα των Μυκηναϊκών τάφων των Βολιμιδίων δεν ήταν ιδιαίτερα πλούσια. Οι τάφοι είναι σαφώς πτωχότεροι σε κτερίσματα από τους αντίστοιχους θαλαμωτούς τάφους των Μυκηνών. Χαρακτηριστική είναι η απουσία, ανάμεσα στα κτερίσματα, αντικειμένων από πολύτιμα υλικά. Ο κύριος όγκος των ευρημάτων αποτελείται από διακοσμημένα αγγεία που καλύπτουν στο σύνολο τους το διάστημα από τα μέσα του 16ου έως τα τέλη του 13ου αιώνα π.Χ. Πέρα από τις διάφορες ομάδες κεραμεικής, ανάμεσα στα Μυκηναϊκά ευρήματα των Βολιμιδίων που εκτίθενται σε προθήκες της πρώτης αίθουσας του Μουσείου Χώρας, ξεχωρίζουν ένα ασυνήθιστο τριποδικό αγγείο για προσφορά σπονδών, χάλκινα μαχαιρίδια, χάλκινες και λίθινες αιχμές βελών, πήλινα ειδώλια των συνήθων τύπων, λίγοι ημιπολύτιμοι λίθοι και ένας μικρός χάλκινος αφιερωματικός διπλούς πέλεκυς Κρητικού τύπου, μοναδικός στη Μεσσηνία.
Από τις ανασκαφές, τέλος, προέκυψαν άφθονα στοιχεία για εντατική χρήση των Μυκηναϊκών τάφων στα μεταγενέστερα ιστορικά χρόνια, για νέους ενταφιασμούς και για την άσκηση, κατά περιόδους, ταφικής λατρείας
Εικ. 9. Βολιμίδια Χώρας. Κάτοψη και τομή Θαλαμοειδρυς Τάφου 8 της ομάδος Αγγελοπούλου (κατά Ιακωβίδη 1966).
ΧΑΛΚΙΑΣ -ΘΕΣΕΙΣ «ΑΗΛΙΑΣ» ΚΑΙ «ΚΡΟΪΚΑΝΟΥ»
ΘΟΛΩΤΟΣ ΤΑΦΟΣ 1 -ΧΑΛΚΙΑΣ -ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟ ΣΩΖΟΜΕΝΟ ΥΨΟΣ 2,50 Μ
ΘΟΛΩΤΟΣ ΤΑΦΟΣ 2 -ΧΑΛΚΙΑΣ
Στα μέσα της δεκαετίας του 1990 εντοπίστηκε από ντόπιο βοσκό ο ένας εκ των τριών μυκηναϊκών θολωτών τάφων, ο θολωτός τάφος 1 (θέση «Αηλιάς»). Η σωστική ανασκαφική έρευνα που διενεργήθηκε, από την Αρχαιολογική Υπηρεσία, αποκάλυψε τον παρακείμενο θολωτό τάφο 2 (θέση «Αηλιάς») καθώς και τον θολωτό τάφο 3 στον γειτονικό λοφίσκο (θέση «Κροϊκάνου»).
ΘΟΛΩΤΟΣ ΤΑΦΟΣ 3 – ΧΑΛΚΙΑΣ
Οι τρείς μικροί λιθόκτιστοι θολωτοί τάφοι της Μυκηναϊκής περιόδου (1680-1060π.Χ.), υποδηλώνουν την ύπαρξη Μυκηναϊκού συνοικισμού στην περιοχή. Είχαν συληθεί ήδη από την αρχαιότητα, ωστόσο στο διαταραγμένο εσωτερικό τους βρέθηκαν καλής ποιότητας πήλινα αγγεία, λίθινες αιχμές βελών, ειδώλια, σφραγιδόλιθοι, χάνδρες από ημιπολύτιμους λίθους και υαλόμαζα καθώς και κέρας ελαφιού. Τα σημαντικότερα από αυτά τα ευρήματα εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Μεσσηνίας.
ΒΑΦΕΙΟ ΣΠΑΡΤΗ
ΕΥΡΗΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΑΦΕΙΟ ΜΥΚΗΝΑΪΚΟ
Ο θολωτός τάφος του Βαφειού ανεσκάφη από τον αρχαιολόγο Χρήστο Τσούντα, το έτος 1889. Χρονολογείται στην πρώιμη μυκηναϊκή εποχή (1500 π.Χ. περίπου).
Ο τάφος ήταν συλημένος αλλά περιείχε ένα στενόμακρο λάκκο, μέσα στον οποίο βρέθηκαν σπουδαία ταφικά ευρήματα (κτερίσματα): όπλα, σφραγιδόλιθοι, τα δύο περίφημα χρυσά κύπελλα με σκηνές κυνηγιού ταύρου κλπ. Η ταφή αποδόθηκε στο λεγόμενο Πρίγκηπα του Βαφειού, ο οποίος είχε θησαυρίσει αντικείμενα πολυτελείας, εισηγμένα, με ανταλλαγή το περίφημο μάρμαρο της περιοχής, γνωστό ως Lapis Lacedaemonius.
“Ο Χρήστος Τσούντας στο Βαφειό, κοντά στο Αμυκλαίο της Σπάρτης στη Λακωνία, ολοκλήρωσε τις έρευνες ενός θολωτού τάφου που είχε ανακαλυφτεί δεκαετίες ολόκληρες πριν, και ανακάλυψε μέσα σ’ αυτόν ολόκληρο θησαυρό: χάλκινα ξίφη, μαχαίρια, σφραγιδόλιθους από κάθε λογής πολύτιμους λίθους, λυχνάρια, σκεύη και πολλά άλλα. Όμως τα πιο θαυμαστά ήταν δυο χρυσά κύπελλα, τα “ποτήρια του Βαφειού” που χρονολογούνται στο 15ο αι. π.Χ.
Είναι και τα δυο φτιαγμένα με μοναδική τέχνη, από τον ίδιο τεχνίτη και αποτελούν ζευγάρι. Αν και τα δυο στολίζονται με ανάγλυφες παραστάσεις βοδιών, οι σκηνές είναι πολύ αντίθετες. Η μια είναι ήρεμη και ειδυλλιακή ενώ η άλλη έντονη και άγρια.
Στο ένα κύπελο, με την ήρεμη σκηνή, ένας άντρας έχει δέσει το πόδι ενός ταύρου με σκοινί και τον απομακρύνει, ενώ στη μέση ένας ταύρος και μια αγελάδα, συναντιούνται. Στη δεξιά άκρη ένας άλλος ταύρος φαίνεται σα να ‘ρχεται εκείνη τη στιγμή.
Στο άλλο κύπελο παριστάνεται το κυνήγι τριών άγριων ταύρων. Ο ένας έχει πιαστεί κιόλας στο δίχτυ της παγίδας, ενώ οι άλλοι τρέχουν να ξεφύγουν.
Και στα δυο ποτήρια έχουν παρασταθεί με εξαιρετική τέχνη οι θάμνοι, τα δέντρα, τα φυλλώματα, οι βράχοι. Τα λυγερά και νευρώδη σώματα των αντρών και η απεικόνιση της φύσης και του βίου των ζώων, όπως λέει ο Χρ. Τσούντας, φανερώνουν γνωρίσματα κρητικής τέχνης. Ο επιδέξιος τεχνίτης αυτών των περίφημων ποτηριών πρέπει να ήταν Μινωίτης.”
ΑΓ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΑΠΟΥΛΙΩΝ
Ο τύμβος στη θέση Αγ. Ιωάννης Παπουλίων (Εικόνα 22) ανασκάφηκε από τον Σπ. Μαρινάτο κατά τα έτη 1954-1955. Εργασίες έγιναν επίσης υπό την εποπτεία του Γ. Κορρέ κατά τα έτη 1978 και 1980.
Με βάση τα ευρήματα των ετών 1954 και 1980 ο τύμβος φαίνεται να είχε δύο κατασκευαστικές φάσεις (αρχές ΜΕ και Τέλη ΜΕ). Περιείχε ταφές μέσα σε πίθους, τοποθετημένους σε οριζόντια διάταξη και ακτινωτά σ την περιφέρεια του. Στο κέντρο περίπου του τύμβου, υπήρχε πεταλόσχημη κατασκευή που ερμηνεύτηκε ως κενοτάφιο σε σχήμα οικίας. Το κενοτάφιο, σ το κέντρο του τύμβου και οι ταφές σ τους πίθους ανήκουν σύμφωνα με τον Μαρινάτο, στην ύστερη μεσοελλαδική φάση.
Κατά Mee & Cavabagh 1998 Αγ. Ιωάννης
Παπούλια Πυλέας
Ο Κορρές ωστόσο αναφέρει ότι πρόκειται για μεταγενέστερη κατασκευή που άλλαξε την αρχική μορφή του εσωτερικού του ΜΕ τύμβου (Κορρές, 1980: 149). Θεωρεί ότι πρόκειται για ανάλογη περίπτωση με αυτή της Βοϊδοκοιλιάς αλλά στη θέση του θολωτού έχουμε αυτό το κενοτάφιο το οποίο μοιάζει με θόλο και θα μπορούσε να αποτελεί τον πρόδρομο του Μεσσηνιακού θολωτού τάφου (Korres, 1990: 9). Σε κοντινή απόσταση με τον τύμβο, στην είσοδο του χωριού Παπούλια, βρέθηκε μικρός θολωτός τάφος που περιείχε δύο λάκκους και ίχνη πυρράς σ το δάπεδο του. Από τα λίγα μυκηναϊκά όστρακα που βρέθηκαν στο εσωτερικό του ο τάφος χρονολογείται στην ΥΕ περίοδο (ΠΑΕ, 1955: 255 & Antonaccio, 1995: 73)
ΚΑΜΠΟΣ ΑΒΙΑΣ ΑΡΧΑΙΑ ΓΕΡΗΝΙΑ,
Μυκηναϊκός θολωτός τάφος του Μαχάονα, 1250 π.Χ. Βρίσκεται δίπλα στον πύργο Κουμουνδούρου
Ο Νέστορας μετέφερε τα οστά του Μαχάονα και τα ενταφίασε στη θέση “Ρόγιο”‘ ή “Ρόδο”‘, όπου υπήρχε το Ιερό ¨Αδον¨. Στη θέση αυτή στήθηκε χάλκινο άγαλμα του Μαχάονα με στεφάνι, ενώ έχει εντοπισθεί ο Μυκηναϊκός θολωτός τάφος του Μαχάονα του 1250 π.Χ. και ερείπια αρχαίου ναού.
ΠΡΟΑΣΤΙΟ
Προάστιο (Πραστείο): Βρίσκεται σε υψόμετρο 230μ., μετά τη Καρδαμύλη, ανατολικά και αριστερά του δρόμου, ενώ απέχει 43 χλμ. από τη Καλαμάτα. Μαζί με τους οικισμούς Λάκκο και το παραθαλάσσιο Νέο Προάστιο (ή Πόρτο Καλαμίτσι)Στη συγκρότηση και δόμηση του σημερινού χωριού διακρίνουμε προεπαναστατικά και μετεπαναστατικά τοξωτά σπίτια, των οποίων η επιμελημένη κατασκευή οφείλεται και στα λατομεία της περιοχής, που έχουν επιφανειακά στρώματα πωρόλιθου. Στη περιοχή των λατομείων διακρίνουμε τα σημεία εξόρυξης, ενώ έχει βρεθεί, πίσω από το Σχολείο, ένας Μυκηναϊκός τάφος.
ΜΙΝΥΑ- ΟΡΧΟΜΕΝΟΣ
Ο μυκηναϊκός θολωτός τάφος, γνωστός ως τάφος του Μινύα, του μυθικού βασιλιά του Ορχομενού, είναι ένα από τα μεγαλύτερα και πιο σημαντικά μνημεία του είδους του. Βρίσκεται κοντά στα ερείπια του προϊστορικού οικισμού που αναπτύχθηκε στον Ορχομενό και κοντά στο μεταγενέστερο θέατρο της πόλης. Υπολογίζεται ότι κατασκευάσθηκε κατά τη 2η χιλιετηρίδα π.Χ. και σε αυτόν πρέπει να είχαν ταφεί μέλη της βασιλικής οικογένειας του μυκηναϊκού οικισμού. Το μνημείο ήταν ορατό και φημισμένο για πολλούς αιώνες μετά την αρχική του χρήση και φαίνεται ότι χρησιμοποιήθηκε ως τόπος λατρείας κατά τους ελληνιστικούς χρόνους. Ο τάφος ήταν άθικτος και πρέπει να αποτελούσε αξιοθέατο της περιοχής τουλάχιστον μέχρι και το 2ο αιώνα μ.Χ., όταν επισκέφθηκε τον Ορχομενό ο περιηγητής Παυσανίας και με θαυμασμό περιέγραψε την κατασκευή της θόλου (9.38.2-3). Στους αιώνες που ακολούθησαν, το μνημείο σταδιακά καλύφθηκε με επιχώσεις, αλλά εξακολουθούσε να είναι ορατό. Στις αρχές του 19ου αιώνα οι περιηγητές που επισκέπτονταν τον Ορχομενό αναφέρουν τη θόλο του κατεστραμμένη.
Το μνημείο έφεραν στο φως οι ανασκαφές του Ερρίκου Σλήμαν στα 1881-1885, αν και πρώτος επιχείρησε το 1803, χωρίς επιτυχία, ο γνωστός Άγγλος Έλγιν. Όταν ανασκάφηκε από τον Σλήμαν δεν είχε γλυτώσει από τους τυμβωρύχους και γι’ αυτό δεν βρέθηκαν αντικείμενα χάλκινα ή ασημένια ή χρυσά, όπως σε άλλους θολωτούς μινυακούς τάφους. Μετά τον Σλήμαν ανασκαφές έκαναν το 1893 η Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή και στη συνέχεια η Βαυαρική Ακαδημία Επιστημών με επικεφαλείς τους Γερμανούς αρχαιολόγους H. Bulle και A. Furtwängler, στα 1903 και 1905, ενώ το 1914 έγινε η αναστήλωση του μνημείου από τον Αναστάσιο Ορλάνδο. Κατασκευαστές του τάφου φέρονται οι Τροφώνιος και Αγαμήδης, γιοι του βασιλιά του Ορχομενού Εργίνου. Ο Παυσανίας χαρακτηρίζει το μνημείο «θησαυρό», αλλά κατά τον αρχαιολόγο Χ. Τσούντα, είναι τάφος. Κατά τον Παπαρρηγόπουλο όμως δεν αποκλείεται να χτίστηκε αρχικά για τάφος, και ύστερα, λόγω ιερότητας και κύρους του χώρου, να χρησιμοποιήθηκε και για τη φύλαξη θησαυρών. Ανεξάρτητα από το σκοπό για τον οποίο είχε κατασκευαστεί το μνημείο, πρόκειται για έργο εύγλωττο μάρτυρα της δόξας και του μεγαλείου των Μινυών και όπως γράφει ο Παυσανίας «ο θησαυρός του Μινύα, σωστό θαύμα, δεν υστερεί από κανένα άλλο πράγμα απ’ όσα είναι μέσα ή έξω από την Ελλάδα». Για τους αρχαιολόγους ο τάφος του Μινύα, τόσο για την τεχνική του τελειότητα, όσο και για την εσωτερική του διακόσμηση, θεωρείται ανώτερος από τον τάφο του Ατρέα των Μυκηνών κι ένα από τα πιο έξοχα μνημεία της παγκόσμιας αρχιτεκτονικής.
Ο τάφος είναι υπέργειος, μαρμάρινος και αποτελείται από 4 μέρη, το δρόμο (μία τάφρο), το στόμιο (είσοδος), τη θόλο (πελώριο κυκλικό οικοδόμημα με κωνική στέγη), και το θάλαμο (ορθογώνιο πλευρικό μικρό δωμάτιο). Ο δρόμος του αρχικά είχε μήκος 30 μ. Η είσοδος, μεγαλοπρεπής και επιβλητική, είναι κατασκευασμένη από ασβεστόλιθο. Η πόρτα της μεγάλης αίθουσας έχει ύψος 5,46 μ., πλάτος 2,70 μ. στο κατώτερο και 2,43 μ. στο ανώτερο μέρος και έκλεινε με ξύλινη θύρα. Το υπέρθυρό της, που διατηρείται στη θέση του, είναι κατασκευασμένο από μόνο ένα ογκόλιθο μήκους περίπου 6 μ. και βάρους πάνω από 120 τόνους. Η θόλος, το πιο σημαντικότερο από τα 4 μέρη, είναι μια τεράστια κυκλική αίθουσα με διάμετρο δαπέδου 14 μ. και περίπου το ίδιο ύψος. Έχει τοιχώματα από πελεκημένα μάρμαρα ισοδομικά τοποθετημένα έτσι ώστε να σχηματίζουν δακτυλίδια. Τα δακτυλίδια αυτά όσο ανεβαίνουν γίνονται διαρκώς μικρότερα, ώσπου κλείνουν την κορυφή και σχηματίζουν έτσι μια θολωτή κυψέλη.
Η είσοδος του τάφου και το εσωτερικό του τάφου πρέπει να είχαν διακοσμηθεί με χάλκινα και χρυσά κοσμήματα και χαλκοστρωμένο δάπεδο, όπως βεβαιώνεται από τις οπές στους τοίχους για την προσάρτησή τους κι από ένα απομεινάρι πλάκας χαλκού σφηνωμένο ανάμεσα στο δάπεδο και τον τοίχο αριστερά της εισόδου. Στη θόλο γίνονταν οι θυσίες και οι νεκρικές τελετές. Στη ΒΑ πλευρά της θόλου υπάρχει μικρή πόρτα ύψους 2,12 μ. και πλάτους 1,44 μ. που συγκοινωνεί με το θάλαμο (μικρό ορθογώνιο τετράπλευρο δωμάτιο) όπου γινόταν η ταφή των νεκρών. Παρόμοιο πλευρικό δωμάτιο υπάρχει σε δύο ακόμη περιπτώσεις βασιλικών τάφων: στο θολωτό τάφο του Ατρέα στις Μυκήνες, που ήταν σύγχρονος με τον τάφο του Μινύα, και στο θολωτό τάφο Α στις Αρχάνες της Κρήτης. Η οροφή του θαλάμου είναι καλυμμένη με 4 πρασινωπές λεπτές ασβεστολιθικές τετράγωνες πλάκες, με ανάγλυφη διακόσμηση από άνθη παπύρου, χάλκινους ρόδακες και σπειροειδή κοσμήματα. Από απομεινάρια που βρέθηκαν, φαίνεται ότι και οι 4 κατακόρυφοι τοίχοι του θαλάμου, ήταν καλυμμένοι με παρόμοιες πλάκες που έφεραν περίτεχνη και πλούσια διακόσμηση. Στο κέντρο του θαλάμου σώζεται μαρμάρινο βάθρο μήκους 5,73 μ., που προστέθηκε κατά την ελληνιστική εποχή και επάνω του ήταν στημένα αγάλματα των θεών. ΕΔΩ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
ΠΟΡΟΥ ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑΣ
Στα Τζαννάτα Πόρου Κεφαλονιάς έχει αποκαλυφθεί ο μεγαλύτερος μέχρι σήμερα γνωστός θολωτός τάφος της δυτικής Ελλάδας, ο οποίος αποκαλύφθηκε μετά από ανασκαφική έρευνα που διενεργήθηκε στο χρονικό διάστημα 1992-1994 από τον επίτιμο Γενικό Διευθυντή Αρχαιοτήτων του Υπουργείου Πολιτισμού, διδάκτορα Λ. Κολώνα. Πρόκειται για υπόγειο ταφικό κτίσμα κατασκευασμένο από πέτρες. Ο τάφος είναι θεμελιωμένος στο επικλινές και βραχώδες άνδηρο στο Μπόρζι, με προσανατολισμό από Ν προς Β και είναι κατασκευασμένος στη θέση ενός άλλου μικρότερου, που είχε καταρρεύσει για άγνωστη αιτία γύρω στο 1350 π.Χ. Για την κατασκευή του νεότερου τάφου χρησιμοποιήθηκε το πωρολιθικό υλικό του παλαιότερου, που μπορεί να το διακρίνει κανείς ενσωματωμένο στο θόλο του νεότερου τάφου.
Η πρόσβαση στο τάφο γινόταν μέσω ενός δρόμου μεγάλου μήκους, που οδηγούσε στο στόμιο και στη συνέχεια στο ταφικό θάλαμο. Το στόμιο είναι μακρύ και στεγασμένο, έχει μήκος 3,35 μ., πλάτος 0,90-1 μ. και ύψος 1,90 μ. Ο θάλαμος είναι κυκλικός με διάμετρο 6,80 μ. και σωζόμενο ύψος 3,95 μ., στεγάζεται με θόλο που είναι κτισμένη με αλλεπάλληλες σειρές λίθων, ώστε ο καθένας να εξέχει ελάχιστα από τον κατώτερο. Στην κορυφή μένει ένα μικρό άνοιγμα που φράζεται με λίθο, το λεγόμενο «κλειδί», που τηρούσε την ισορροπία και τη συνοχή του θόλου. Αυτό το σύστημα κατασκευής ονομάζεται εκφορικό. Η κορυφή του θόλου δε διατηρείται, καθώς κατέρρευσε στα χρόνια της Ενετοκρατίας, όταν ο τάφος χρησιμοποιήθηκε ως κατάλυμα. Όπως συμβαίνει συνήθως με τους θολωτούς τάφους, είχε συληθεί ήδη από την αρχαιότητα. Από τα κτερίσματα που διασώθηκαν συνάγεται ότι η ταφική του χρήση διήρκεσε από τα μυκηναϊκά έως και την Ελληνιστική εποχή.
Λόγω της διαχρονικής χρήσης του τάφου, ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα ταφικά έθιμα, καθώς και τα λίγα, αλλά πολύτιμα μικροαντικείμενα-κτερίσματα που έφερε στο φως η ανασκαφική έρευνα. Στο Αρχαιολογικό Μουσείο Αργοστολίου εκτίθενται τα λίγα, αλλά πολύτιμα κτερίσματα του τάφου. Παρουσιάζονται σπουδαία δείγματα της κεραμικής, ενώ ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι η πολύτιμη μικροτεχνία, η οποία μεταξύ των άλλων περιλαμβάνει χρυσά περιδέραια, χάντρες, ένα μικρό χρυσό αναθηματικό διπλό πέλεκυ, επίχρυσα κέρατα ταύρου και μοναδικούς ως προς το θεματολόγιο σφραγιδόλιθους. Οι δύο σιδερένιες στλεγγίδες, που αποτέθηκαν στον τάφο κατά τους ιστορικούς χρόνους αποτελούν πιθανή ένδειξη προγονολατρείας, ή ηρωολατρείας. Οι ενταφιασμοί είχαν γίνει σε κτιστές θήκες, σε λάκκους και σε μεγάλο πίθο. Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι ταφές σε κτιστές θήκες, θεμελιωμένες σε μεγάλο βάθος κάτω από το δάπεδό του, ενώ ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει λυκοειδής τάφος σε βάθος 4 μ. περίπου, που μάλλον πρέπει να ανήκει στον παλαιότερο, μικρότερο τάφο. Στην κεντρική κτιστή θήκη ενταφιάστηκε ο ηγεμόνας της περιοχής, για τον οποίο χτίστηκε και ο τάφος, ενώ στις υπόλοιπες μισοκατεστραμμένες και χτισμένες από μικρές ασβεστολιθικές λευκές πέτρες θήκες, άλλοι αξιωματούχοι της περιοχής, που έζησαν γύρω στο α’ τέταρτο του 12ου αιώνα π.Χ.
Κοντά στο θολωτό εντοπίστηκε και ερευνήθηκε άλλος κτιστός τετράπλευρος θαλαμοειδής τάφος, που χρησιμοποιήθηκε ως οστεοφυλάκιο. Το δάπεδό του ήταν επιστρωμένο με λευκά βότσαλα. Οι μακρές πλευρές του συγκλίνουν προς τα άνω, η δε στέγη θα ήταν από μεγάλες πλάκες σε οριζόντια δόμηση. Κατά την έρευνα αποκαλύφθηκαν σκελετικά λείψανα 72 ατόμων, τα οποία είχαν μεταφερθεί εκεί με λίγα από τα κτερίσματά τους, όταν κατά τις εργασίες ανέγερσης του νεότερου θολωτού καθαρίστηκε ο χώρος (ανακομιδή). Τα ευρήματα και αυτού του τάφου εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Αργοστολίου. Από τα κτερίσματα αναφέρουμε λίγα, αλλά σπουδαία δείγματα κεραμικής, ορισμένα κοσμήματα και τις μοναδικές σε θέματα σφραγίδες. Τα αρχαιολογικά ευρήματα του τάφου και η ένταξή του στην Υστεροελλαδική ΙΙΙ Α-Β περίοδο (1350 π.Χ.) σηματοδοτούν την ύπαρξη ενός ισχυρού μυκηναϊκού κέντρου.
ΦΑΡΣΑΛΩΝ
Ο θολωτός τάφος των Φαρσάλων ανήκει στο εκτεταμένο δυτικό νεκροταφείο της αρχαίας πόλης, που εκτεινόταν δεξιά και αριστερά του δρόμου, που οδηγούσε στη νότια Ελλάδα και περιείχε τάφους διαφόρων τύπων, που χρονολογούνται από τη Μυκηναϊκή ως και την Ελληνιστική εποχή. Ο τάφος κτίστηκε στην Υστεροελλαδική εποχή και συνέχισε να χρησιμοποιείται ως και τα Ελληνιστικά χρόνια. Ωστόσο, αμέσως ΒΔ της θόλου του βρέθηκε σε βαθύτερο επίπεδο ένας θαλαμοειδής τάφος των μυκηναϊκών χρόνων, τον οποίο, αυτοί που κατασκεύασαν το θολωτό μνημείο, διατήρησαν από σεβασμό. Το βόρειο τμήμα της θόλου κτίσθηκε πάνω στο δρόμο του θαλαμοειδούς και έτσι ο νότιος τοίχος του μυκηναϊκού δρόμου εγκλωβίσθηκε μέσα στην έκταση του θαλάμου του νεότερου τάφου και διατηρήθηκε κάτω από το δάπεδό του.
Και οι δύο τάφοι είναι κατασκευασμένοι από ντόπιο γκριζωπό ασβεστόλιθο, ενώ η οροφή τους είχε καταρρεύσει από παλιά. Ο θαλαμοειδής διατηρείται σε ύψος 1,50 μ., ενώ το μέγιστο ύψος της θόλου του αρχαϊκού φθάνει μόνο σε ορισμένα σημεία τα 2 μ. Το μνημείο καλυπτόταν με τύμβο, που οριζόταν από περίβολο, κτισμένο κατά το πολυγωνικό (με τάσεις λέσβιου) σύστημα τοιχοποιίας, από λίθους που πατούν σε πλάκες ευθυντήριας. Το ίδιο σύστημα δόμησης συναντάται και σε σωζόμενο τμήμα της οχύρωσης της αρχαίας πόλης, του α’ μισού του 5ου αιώνα π.Χ. Το σημαντικότερο κτέρισμα, που βρέθηκε στο εσωτερικό του θολωτού τάφου, είναι ο μελανόμορφος κρατήρας του ζωγράφου του Εξηκία, που η κύρια όψη του κοσμείται με την παράσταση της μάχης μεταξύ Ελλήνων και Τρώων γύρω από το σώμα του νεκρού Πατρόκλου. Αντίθετα, ο μυκηναϊκός τάφος βρέθηκε συλημένος.
Το μνημείο ανασκάφηκε το διάστημα 1951-1954 από τον τότε Έφορο Αρχαιοτήτων Ν.Μ. Βερδελή. Τα τελευταία χρόνια, παράλληλα με τις εργασίες συντήρησής του, πραγματοποιήθηκαν και εργασίες ανάδειξης του περιβάλλοντος χώρου του, που διαμορφώθηκε με κλίση προς τους γύρω δρόμους, ώστε να αποπνέει την αίσθηση του τύμβου, που κάλυπτε αρχικά τον τάφο.
ΦΟΥΡΝΙ -ΚΡΗΤΗ
Σε μια έκταση περίπου 20 στρεμμάτων, γεμάτη από αμπέλια, ελιές, κυπαρίσσια, πεύκα και δάφνες, εκτείνεται η νεκρόπολη του Φουρνιού, όπου αποκαλύφθηκαν συνολικά 26 κτίρια, τα περισσότερα ταφικά. H χρήση του νεκροταφείου, που είχε ιδρυθεί στο νότιο και ανατολικό τμήμα και στην κορυφή του λόφου, χρονολογείται από το 2400 μέχρι το 1200 π.X. Τα περισσότερα ταφικά κτίρια χρησιμοποιήθηκαν για πολλές δεκαετίες και χαρακτηρίζονται από αλλεπάλληλες ταφές. Κάθε συγκρότημα έχει πάνω από μία χρονικές φάσεις. Στο βόρειο τμήμα της νεκρόπολης ανακαλύφθηκε ο μυκηναϊκός περίβολος, ενώ νοτιότερα βρίσκονται οι θολωτοί τάφοι και τα υπόλοιπα ταφικά και κοσμικά κτίρια. Ο μυκηναϊκός ταφικός περίβολος αποτελεί ταφικό συγκρότημα στο βόρειο τμήμα του νεκροταφείου που περιέβαλε 7 ταφές της Yστερομυκηναϊκής III-A περιόδου (14ος αιώνας π.X.). O περίβολος έχει ορθογώνιο σχήμα, όπως και οι τάφοι που είναι λαξευτοί στο φυσικό βράχο και ήταν πλούσια κτερισμένοι. Μέσα σε κάθε λάκκο έχει τοποθετηθεί μία σαρκοφάγος.
Αμέσως νοτιότερα ακολουθεί ο θολωτός τάφος A, που κατασκευάστηκε στο α’ μισό του 14ου αιώνα π.X. Αποτελείται από το δρόμο, τη θόλο και το πλευρικό δωμάτιο, όπου αποκαλύφθηκε μία ασύλητη βασιλική ταφή μέσα σε σαρκοφάγο με πλούσια κτερίσματα (χρυσά περιδέραια, ψήφοι από σάρδιο και υαλόμαζα, χρυσά σφραγιστικά δακτυλίδια, χάλκινα και ελεφάντινα αγγεία). Το κτίριο 4, το λεγόμενο «κοσμικό», βρίσκεται στο κέντρο σχεδόν της ανατολικής πλευράς του νεκροταφείου. Είναι ένα πολύπλοκο ορθογώνιο συγκρότημα κτισμένο σε διάφορα επίπεδα, με δύο ξεχωριστές πτέρυγες. Χρησιμοποιήθηκε πιθανότατα για τη φροντίδα των νεκρών κατά την Yστερομινωική I-A περίοδο (1550-1500 π.X.).
O θολωτός τάφος B είναι το μεγαλύτερο και πιο πολύπλοκο αρχιτεκτόνημα του νεκροταφείου. Κτίστηκε πριν το 2000 π.X. και χρησιμοποιήθηκε έως το α’ μισό του 14ου αιώνα π.X. Κατά τη μεγάλη διάρκεια χρήσης του, έγιναν προσθήκες με αποτέλεσμα να αποτελείται από 12 συνολικά χώρους. Είναι ορθογώνιο εξωτερικά με εγγεγραμμένη θόλο στο κέντρο. Το ταφικό κτίριο 6, που βρίσκεται στα δυτικά του θολωτού τάφου Β, είναι οστεοφυλάκιο με 6 παράλληλα, επιμήκη ορθογώνια δωμάτια κτισμένο κατά τη Μεσομινωική I-A περίοδο (20ός αιώνας π.X.). Οι αποθέσεις προέρχονται από τον καθαρισμό των γειτονικών τάφων. Βρέθηκαν κυρίως κρανία και πολλά κτερίσματα. Το ταφικό κτίριο 3, που εκτείνεται στα νότια και αμέσως μετά από το θολωτό τάφο Β, είναι τετράγωνο, καλοκτισμένο, συμμετρικό κτίριο, ενώ έχει διατηρηθεί πολύ καλά. Η κατασκευή του μιμείται οικιακή αρχιτεκτονική (θύρες, παραστάδες, κατώφλια). Βρέθηκαν σημαντικά κτερίσματα και χρονολογείται από την Μεσομινωική I-A περίοδο (20ός αιώνας π.X.) έως και μετά το 1400 π.X.
Μετά το κτίριο 3 ακολουθεί ο θολωτός τάφος Γ, που είναι υπέργειος με είσοδο στα ανατολικά, διαθέτει παράθυρο στα νότια και κτιστή εστία στο ΝΔ τμήμα της θόλου. Οι ταφές είχαν γίνει σε σαρκοφάγους, αλλά και στο δάπεδο. Βρέθηκαν πάρα πολλά κτερίσματα και χρονολογείται στην Πρωτομινωική III περίοδο (2300/2150-2160/2025 π.X.). Το ταφικό κτίριο 19, που βρίσκεται μεταξύ των θολωτών τάφων Γ και Ε, είναι το μοναδικό αψιδωτό ταφικό κτίριο της Κρήτης. Χρησιμοποιήθηκε για ταφές και αποθέσεις στη Μεσομινωική I-A – Μεσομινωική I-B (19ος αιώνας π.X.). Οι τοίχοι που περιβάλλουν την αψίδα είναι αρκετά παχείς προφανώς για την ενίσχυση του κτηρίου που ήταν στεγασμένο κατά το εκφορικό σύστημα. Οι ταφές συνοδεύονταν από πολλά κτερίσματα.
O θολωτός τάφος E, στο νοτιότερο τμήμα της νεκρόπολης, είναι πιθανότατα το πρώτο ταφικό κτίριο που ιδρύθηκε στο Φουρνί, αφού οι πρώτες ταφές χρονολογούνται μεταξύ 2400-2300 π.X., ενώ χρησιμοποιήθηκε και πάλι δύο αιώνες αργότερα (2100-2000 π.X.). Είναι υπέργειος με θύρα στα ανατολικά, παραστάδες και υπέρθυρο με αρκετές ταφές και πολλά κτερίσματα.
Τέλος, ο Θολωτός τάφος Δ, το νοτιότερο κτίσμα, αποκάλυψε μία ασύλητη πλούσια κτερισμένη γυναικεία ταφή που χρονολογείται στον 14ο αιώνα π.Χ. Ο τάφος είναι λαξευμένος στο σκληρό βράχο, τμήμα του οποίου χρησιμοποιήθηκε σαν τοίχωμα θόλου, ενώ το υπόλοιπο κτίστηκε με πέτρες σε ακανόνιστους δακτυλίους. H νεκρή είχε τοποθετηθεί πάνω σε ξύλινο φορείο.
ΣΤΥΛΟΥ -ΚΡΗΤΗ
Ο τάφος βρίσκεται στο δυτικότερο τμήμα του λόφου Αζοϊρές, νότια της Απτέρας και ανατολικά του επαρχιακού δρόμου που οδηγεί στο σύγχρονο χωριό Στύλος Αποκορώνου. Μετά από υπόδειξη ιδιώτη, ανασκάφτηκε το 1961 από τους Ν. Πλάτωνα και Κ. Δαβάρα. Πρόκειται για μνημειακό θολωτό τάφο τοπάρχη της περιοχής, με κυκλικό, λιθόκτιστο θάλαμο και μακρύ, κτιστό δρόμο. Αρχικά ερευνήθηκε ο θόλος του τάφου με τον κυκλικό λιθόκτιστο θάλαμο, διαμέτρου 4.30 μ., που βρέθηκε συλημένος. Από τα όστρακα του κατώτατου στρώματος του θαλάμου, ο τάφος χρονολογήθηκε στην Yστερομινωική ΙΙΙ-Β περίοδο (περίπου 1390-1190 π.Χ.).
Στο ανακουφιστικό τρίγωνο, πάνω από το υπέρθυρο της εισόδου, ύψους 0.70 μ., βρέθηκαν 12 κύπελλα της όψιμης ελληνιστικής περιόδου, στοιχείο που δηλώνει την τέλεση εναγισμών εκεί. Ανάλογα αγγεία ελληνιστικών χρόνων βρέθηκαν και στο δρόμο, αλλά και σε διαταραγμένα στρώματα και μέσα στην επίχωσή του. Ο τάφος κατέστη επισκέψιμος το 1970, όταν ερευνήθηκε από τον Κ. Δαβάρα ο λιθόκτιστος δρόμος του, μήκους 20.80 μ. και αφαιρέθηκε το σωζόμενο τμήμα του φράγματος της εισόδου. Την ίδια χρονιά, ο Κ. Δαβάρας ανάσκαψε στη ΝΑ πλευρά του λόφου Αζοϊρές, τμήμα σημαντικού μινωικού οικισμού. Ο οικισμός, στον οποίο φαίνεται ότι ανήκει και ο θολωτός τάφος, συνδέεται ίσως με την Απτέρα της μινωικής περιόδου, γνωστή από τις πινακίδες της Γραμμικής γραφής Β με την ονομασία A-pa-ta-wa. Η ίδρυση του οικισμού τοποθετείται στα Πρωτομινωικά χρόνια και η εγκατάλειψή του στην Yστερομινωική ΙΙΙ-Γ περίοδο (περίπου 1190-1070 π.Χ.).
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΓΙΑ ΜΙΝΩΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΔΩ
ΤΡΟΙΖΗΝΑ
Πάνω στο λόφο της Μεγάλης Μαγούλας έχει βρεθεί Μεσοελλαδική Ακρόπολη μικρής έκτασης. Οι τάφοι βρίσκονται στο δυτικό άκρο της. Ο παλιότερος (16ου αι. π.Χ.) σχηματίζει εσωτερικά έναν κύκλο με διάμετρο 5 μ. και έχει μεγαλιθική είσοδο χωρίς τον χαρακτηριστικό δρόμο των θολωτών μυκηναϊκών τάφων. Ο δεύτερος είναι μικρότερος (3,80 μ.) και ο τρίτος είναι πολύ μεγάλος (11 μ.). Ο τύμβος που τον σκέπαζε είχε διάμετρο 60 μ. «Για να κτιστεί ένα τέτοιο οικοδόμημα θολωτό, που αναλογεί σε μια τριώροφη πολυκατοικία, χρειαζόταν εξειδικευμένους τεχνίτες, ακόμη και αρχιτέκτονες», λέει η αρχαιολόγος της ΚΣΤ’ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Ελένη Κονσολάκη-Γιαννοπούλου. «Είναι σαφές ότι ανήκει σε κάποιον τοπικό ηγεμόνα». Αν και συλημένος, η έρευνα αποκάλυψε εντός αυτού χρυσά κοσμήματα εξαιρετικής τέχνης και έναν αμφορέα από τη Χαναάν, που φανερώνει τη διακίνηση αγαθών από την Ανατολή και την Κρήτη.
Μυκηναϊκοί θολωτοί τάφοι και Μεσοελλαδική ακρόπολη στη Μαγούλα Γαλατά. Οι Βασιλικοί τάφοι της Μαγουλάς στο νησί Πόρος είναι ένα από τα πιο αξιόλογα ιστορικά αξιοθέατα και αρχαιολογικά ευρήματα που αφορούν την αρχαία Ελλάδα. Ξεκινώντας από το Γαλατά και παίρνοντας το δρόμο για την Τροιζήνα σε τρία χιλιόμετρα περίπου βρίσκονται οι Βασιλικοί τάφοι της Μαγουλάς. Πρόκειται για τάφους των Μυκηναϊκών χρόνων, οι οποίοι είναι θολωτοί. Συνεχίζοντας, έξω από το χωριό της Τροιζήνας, βρίσκονται τα ερείπια της Αρχαίας Τροιζήνας, πατρίδας του μυθολογικού ήρωα Θησέα. Τα αρχαιολογικά ευρήματα βρίσκονται στο Μουσείο του Πόρου.
Στη Μαγούλα Γαλατά βρέθηκαν τρεις μυκηναϊκοί θολωτοί τάφοι. Ο παλαιότερος είναι του 16ου αιώνα π.Χ., ο δεύτερος ανήκει στην Πρώιμη Μυκηναϊκή περίοδο του 15ου π.Χ.. και ο τρίτος είναι του 13ου π.Χ. Μέσα υπήρχαν πολλά αντικείμενα των περιόδων εκείνων.
Στους Αδέρες ερείπια του αρχαίου Φορβαντίου (1400 -1300 π.Χ.) -Στο Μόδι εντοπίστηκαν ερείπια κτισμάτων μυκηναϊκής εποχής (1300 – 1200 π.Χ). και τάφοι μικρών παιδιών
Μυκηναϊκός τάφος με την συμβατική ονομασία «του Θησέα»
ΛΕΥΚΑΔΑ
Ο θολωτός μυκηναϊκός τάφος, που αποκαλύφθηκε σε επαρχιακό δρόμο του νησιού και καταστράφηκε εν μέρει, είναι μικρών διαστάσεων, αλλά περιείχε πολλές ταφές. Με την ανασκαφή του ήρθαν στο φως σημαντικά ευρήματα, μεταξύ των οποίων θρυμματισμένα αγγεία, δύο σφραγιδόλιθοι από στεατίτη, χάντρες από διάφορα υλικά, χάλκινη στρεβλωμένη φυλλόσχημη απόληξη, πήλινα σφονδύλια κ.ά.
ΤΙΡΥΝΘΑ
Πλησιάζοντας στο Δημοτικό Διαμέρισμα Νέας Τίρυνθας (Κοφίνι), έδρα του ομώνυμου Δήμου, συναντάμε μια πινακίδα, που μας κατευθύνει προς το σημείο που βρίσκεται θολωτός Μυκηναϊκός τάφος. Το 1913 ανασκάφηκε ένας θολωτός τάφος στη δυτική κλιτύ του λόφου του Προφήτη Ηλία, σε απόσταση 1 περίπου χιλιομέτρου από την ακρόπολη της Τίρυνθας. Ο δρόμος του τάφου, που κατασκευάστηκε μετά την ανέγερση της θόλου έχει 13 μ. μήκος και σχεδόν 3 μ. πλάτος. Τα τοιχώματα του δρόμου έχουν επενδυθεί από αδρά λαξευμένες ασβεστολιθικές πλάκες. Η είσοδος – θύρα του τάφου έφερε διακόσμηση από τοιχογραφίες με σπείρες. Το υπέρθυρο αποτελείται από μονολιθική πλάκα διαστάσεων 3x2x0,40 μ., ενώ το κατώφλι δεν σώζεται. Το στόμιο σφράγιζε δίφυλλη πόρτα. Η θόλος είναι κυκλική, διαμέτρου 8,45-8,50 μ. Οι δύο κατώτερες στρώσεις έχουν χτιστεί από μεγάλες πέτρες, οι υπόλοιπες από ασβεστολιθικές πλάκες, όπως του δρόμου. Στη βόρεια πλευρά βρέθηκε λάκκος τάφου χωρίς διακόσμηση.
ΤΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΕΙΣΕΡΧΟΜΕΝΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΙΣΟΔΟ.
Στον τάφο δεν βρέθηκε καθόλου μυκηναϊκή κεραμική. Είναι πιθανό πως το περιεχόμενό του απομακρύνθηκε κατά τη ρωμαϊκή εποχή χωρίς να αποκλείεται και το ενδεχόμενο να μην χρησιμοποιήθηκε ποτέ.
Όπως βεβαιώνουν πρωτοκορινθιακά και μελανόμορφα όστρακα που βρέθηκαν στο λάκκο του τάφου και στο δρόμο, ο τάφος πρέπει να ήταν ήδη ανοιχτός σ’ αυτή την εποχή. Το είδος των ευρημάτων συνηγορεί για μια λατρεία ήρωα. Στη ρωμαϊκή αυτοκρατορική περίοδο το εσωτερικό του μετατράπηκε σε ελαιοτριβείο. Το μαρτυρά το αρχαίο πέτρινο τριβείο – συλλεκτήρας, που βρίσκεται εντός του.
Ένας δεύτερος θολωτός τάφος, που ο δρόμος του προφανώς είχε ήδη εντοπισθεί το 1913(!) έχει… εν μέρει ανασκαφεί από την Δ’ Εφορεία Αρχαιοτήτων στη δεκαετία του 1980, στα ΝΔ του πρώτου.
ΑΚΑΡΝΑΝΙΑ
Ο Μυκηναϊκός τάφος στο Λουτράκι της Κατούνας – Ακαρνανία -ΕΣΩΤΕΡΙΚΑ.
Ένας μυκηναϊκός κιβωτιόσχημος τάφος διαστάσεων 1,48 x 0,78 μέτρων και πλούσιος σε αναθήματα ήρθε στο φως κατά τη διάρκεια εργασιών εκσκαφής για την κατασκευή της Ιόνιας οδού στην Αιτωλοακαρνανία . Στο εσωτερικό του τάφου , ο οποίος είναι κατασκευασμένος από αδρές ασβεστολιθικές πλάκες βρέθηκε ένας νεκρός σε συνεσταλμένη στάση , τα οστά του οποίου ήταν αποσαθρωμένα . Τον νεκρό συνόδευαν : χρυσή κύλικα με ψηλό πόδι , χάλκινο ξίφος μήκους 0,88 μ . με λαβή περιελιγμένη με χρυσό σύρμα , χάλκινο εγχειρίδιο μήκους 0,40 μ . , χάλκινη αιχμή δόρατος , χάλκινος τριποδικός λέβητας και ένα ακόμη άγνωστο αντικείμενο , πιθανώς κνημίδα , αναθήματα που θεωρούνται από τους αρχαιολόγους ιδιαίτερα σημαντικά . Στον ίδιο τάφο βρέθηκαν 2 πήλινα αγγεία – δίωτος αμφορέας και αγγείο ανοιχτού σχήματος – που χρονολογούνται στην Υστεροελλαδική περίοδο . Η περιοχή που βρέθηκε ο τάφος – Κουβαράς του Δήμου Φυτειών – βρίσκεται περίπου 10 χλμ . ΒΔ της αρχαίας Ακαρνανικής πόλης Στράτος .
Ο ΘΟΛΩΤΟΣ ΤΑΦΟΣ ΛΟΥΤΡΑΚΙ ΚΑΤΟΥΝΑΣ 1480/1450 ΠΧ Ο ΘΟΛΟΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΑ ΔΙΑΤΗΡΕΙΤΑΙ ΣΕ 27 ΣΤΡΩΣΕΙΣ
Ο σκελετός που βρέθηκε πιθανόν ανήκει σε στρατιωτικό αξιωματούχο της εποχής αυτής . « Το σώμα είναι τοποθετημένο στον τάφο σε εμβρυακή στάση , γι αυτό τα οστά είναι αποκολλημένα και αποσαθρωμένα , όμως όλα τα ανευρεθέντα αντικείμενα βρίσκονται σε πολύ καλή κατάσταση και έχουν σημαντική αρχαιολογική αξία » δήλωσε ο εκπρόσωπος του Υπουργείου Πολιτισμού . « Είναι πολύ σημαντική ανακάλυψη , η οποία δίνει το κλειδί , πως συγκεκριμένοι άνθρωποι αυτού του πολιτισμού κατείχαν σημαντική κοινωνική και στρατιωτική υπεροχή » τονίζει η αρχαιολόγος Μαρία Γάτση . Όπως είναι γνωστό τα χάλκινα αντικείμενα των προϊστορικών χρόνων ανασύρονται συνήθως σε κατάσταση προχωρημένης διάβρωσης . Συνεπώς , τεχνολογικές μελέτες σε μη διαβρωμένα αντικείμενα όπως αυτά που βρέθηκαν στον Κουβαρά της Ακαρνανίας , μπορούν να δώσουν σημαντικές πληροφορίες για τις μεταλλουργικές και μεταλλοτεχνικές πρακτικές που εφαρμόζονταν στις αντίστοιχες εποχές και περιοχές
ΚΑΖΑΡΜΑΣ ΑΡΓΟΛΙΔΑΣ
Θολωτός Τάφος του 12ου αι. π.Χ. στο Αρκαδικό Αργολίδας.
Μυκηναϊκός Θολωτός Τάφος Καζάρμας Στο 15ο χλμ. του δρόμου Ναυπλίου – Επιδαύρου πολύ κοντά στην Μυκηναϊκή Γέφυρα της Καζάρμας και δίπλα στον δρόμο βρέθηκε τμήμα ενός Μυκηναϊκού Θολωτού Τάφου που χρονολογείται τον 12ο αι. π.Χ.
ΔΙΜΗΝΙ
ΘΟΛΩΤΟΣ ΤΑΦΟΣ «ΤΟΥΜΠΑ»
Ο επιβλητικός θολωτός τάφος, που είναι γνωστός και ως «Τούμπα», βρίσκεται στο Διμήνι, στις δυτικές παρυφές του λόφου με τα νεολιθικά ερείπια. Μαζί με το δεύτερο, μικρότερο θολωτό τάφο, που φέρει την ονομασία «Λαμιόσπιτο», αποτελούν σπουδαία μνημεία στην περιοχή και αποδίδονται χωρίς καμία αμφιβολία στους βασιλείς του μυκηναϊκού οικισμού του Διμηνίου. Σύμφωνα με την αρχιτεκτονική του μορφή, αλλά και με βάση τα ελάχιστα δείγματα κεραμικής που βρέθηκαν κατά τον καθαρισμό του δρόμου του, ο τάφος «Τούμπα» χρονολογείται λίγο αργότερα από τον τάφο «Λαμιόσπιτο», στο 13ο αιώνα π.Χ. (Υστεροελλαδική ΙΙΙ-Β περίοδος).
Το μνημείο είναι μεγάλο σε διαστάσεις και αποτελείται από το μακρύ δρόμο, το στόμιο και τη θόλο. Ο δρόμος έχει μήκος 16,5 μ. και πλάτος 2,30 μ. και οι άκρες του συγκρατούνται από λιθόκτιστους αναλημματικούς τοίχους, που συγκλίνουν ελαφρά προς το στόμιο. Στη συμβολή τους με τη θόλο έχουν ύψος 4 μ. και σώζονται σε άριστη κατάσταση. Στο τέλος του δρόμου σώζεται ο τοίχος φραγής του τάφου. Η είσοδος στη θόλο του τάφου γινόταν μέσω ενός στομίου με μήκος 3,25 μ., ύψος 3,15 μ. και πλάτος 1,60 μ., που καλύπτεται από 3 μεγάλες λαξευμένες πέτρες πάχους 0,45 μ., που αποτελούν το υπέρθυρό του. Η τελευταία προς τη θόλο πέτρα είναι λαξευμένη στην εσωτερική όψη για να ακολουθεί την καμπύλη της θόλου. Πάνω από το υπέρθυρο διαμορφώνεται το ανακουφιστικό τρίγωνο. Η είσοδος του στομίου είναι κτισμένη από μεγάλους λαξευμένους λίθους, που δημιουργούν υποδοχές για θύρα, πιθανότατα ξύλινη. Η θόλος έχει καταρρεύσει στο ανώτερο τμήμα. Το σωζόμενο ύψος της είναι 3,80 μ. και η διάμετρός της 8,30 μ. Έχει κατασκευασθεί με το εκφορικό σύστημα, από μικρές ασβεστολιθικές πέτρες χωρίς συνδετικό υλικό, ενώ στη βάση της έχουν χρησιμοποιηθεί μεγάλες πέτρες, λαξευμένοι κυβόλιθοι, θεμελιωμένοι πάνω στον ασβεστολιθικό βράχο, που έχει ισοπεδωθεί για να αποτελέσει το δάπεδο του ταφικού θαλάμου. Στη βόρεια πλευρά της θόλου υπάρχει ορθογώνιο κτίσμα (μήκος 3,62 μ., πλάτος 1,40 μ. και σωζόμενο ύψος 1,08 μ.). Σύμφωνα με τις παρατηρήσεις του ανασκαφέα, Β. Στάη, το κτίσμα σκεπαζόταν με λίθινες πλάκες που στηρίζονταν στους πλαϊνούς τοίχους και σε μία ξύλινη δοκό, που πατούσε στο μέσο των στενών πλευρών του. Πρόκειται για κτιστή λάρνακα, που χρησιμοποιήθηκε για την τοποθέτηση της νεκρικής κλίνης. Ο τάφος βρέθηκε συλημένος, αλλά μερικά σπουδαία ευρήματα, κυρίως μικρά χρυσά και γυάλινα κοσμήματα, διέφυγαν της προσοχής των αρχαιοκαπήλων και σήμερα εκτίθενται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο στην Αθήνα.
Ο θολωτός τάφος «Τούμπα» ανασκάφηκε το 1892 από το Β. Στάη. Οι εργασίες για την ανάδειξη του μνημείου (δενδροφύτευση, διάδρομοι πρόσβασης, ενημερωτικές πινακίδες) εντάσσονται στις εργασίες ανάδειξης, που αφορούν ολόκληρο τον αρχαιολογικό χώρο του Διμηνίου.
ΘΟΛΩΤΟΣ ΤΑΦΟΣ «ΛΑΜΙΟΣΠΙΤΟ»
Ο μικρότερος και αρχαιότερος από τους δύο σημαντικούς μυκηναϊκούς θολωτούς τάφους που έχουν βρεθεί στο Διμήνι είναι ο λεγόμενος «Λαμιόσπιτο». Βρίσκεται 300 μ. δυτικά του λόφου με τα ερείπια του νεολιθικού οικισμού, κτισμένος σε επικλινή βουνοπλαγιά. Με βάση την αρχιτεκτονική του μορφή χρονολογείται στο 14ο αιώνα π.Χ. (Υστεροελλαδική ΙΙΙ-Α2 περίοδος).
Η πρόσβαση στον τάφο γινόταν μέσω ενός ελαφρώς κατηφορικού δρόμου, με μήκος 14,50 μ. και πλάτος 3,30 μ. Οι παρειές του δρόμου συγκρατούνται από λιθόκτιστους αναλημματικούς τοίχους πλάτους 1 μ., που συγκλίνουν ελαφρώς προς το στόμιο του τάφου και στη συμβολή τους με τη θόλο φθάνουν τα 5,70 μ. σε ύψος. Το τέλος του δρόμου, μετά την ταφή φρασσόταν με λιθόκτιστο τοίχο, πλάτους 2,00 μ. Η είσοδος στη θόλο γινόταν μέσω του στομίου (ύψους 3 μ., μήκους 2,20 μ. και πλάτους 1,90 μ.), που στενεύει εσωτερικά και καλύπτεται με τέσσερις μεγάλες πλάκες, που αποτελούν το υπέρθυρό του, επάνω από το οποίο υπήρχε το ανακουφιστικό τρίγωνο. Η θόλος, με διάμετρο 8,20 μ. και ύψος 8,10 μ., έχει κατασκευασθεί με το εκφορικό σύστημα, πιθανώς με τη χρήση ξυλοτύπων, τα ίχνη των οποίων δεν είναι ορατά. Είναι κτισμένη με μικρές ακανόνιστες ασβεστολιθικές πέτρες χωρίς συνδετικό υλικό, οι οποίες στη βάση της είναι ιδιαίτερα ενισχυμένες. Το δάπεδο έχει διαμορφωθεί με ισοπέδωση του ασβεστολιθικού βράχου. Το άνω τμήμα της θόλου έφρασσε μεγάλη στρογγυλή πλάκα, «το κλειδί», που είχε καταρρεύσει παλαιότερα στο δάπεδο και το οποίο πρόσφατα τοποθετήθηκε ξανά στη θέση του. Αν και ο τάφος βρέθηκε συλημένος, απέδωσε λίγα αλλά σπουδαία ευρήματα, κυρίως γυάλινα κοσμήματα, ελεφάντινα αντικείμενα και χάλκινα όπλα, τα οποία μεταφέρθηκαν και εκτίθενται σήμερα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Σύμφωνα με τους πρώτους ανασκαφείς του μνημείου, P. Wolter και H. Lolling, αμέσως δεξιά της εισόδου, στο εσωτερικό της θόλου, υπήρχε χαμηλό θρανίο, ύψους 0,55 μ. και πλάτους 0,50 μ. που περιέτρεχε τον τοίχο της θόλου και ήταν κτισμένο από πέντε σειρές ωμών πλίνθων. Το θρανίο αυτό δε σώζεται σήμερα ούτε υπάρχει σχέδιό του. Ο Χρ. Τσούντας θεωρούσε ότι η κατασκευή αυτή αποτελούσε χώρο εναπόθεσης του νεκρού και των κτερισμάτων. Κάτω από το θρανίο, κατά τον πρόσφατο καθαρισμό του δαπέδου, βρέθηκε ένα διπλό λάξευμα βάθους 0,60 μ. με διαμορφωμένο αναβαθμό, όπου είχαν ταφεί τέσσερα σκυλιά.
Θολωτός μυκηναϊκός τάφος Βρίσκεται στα ΒΔ του λόφου με το νεολιθικό οικισμό. Πρέπει ασφαλώς να αποδοθεί στους βασιλείς του μυκηναϊκού οικισμού. Αρκετά μεγάλος, καλοκτισμένος, με ανακουφιστικό τρίγωνο και κτιστή λάρνακα στο εσωτερικό του. Λείπει το άνω μέρος του τάφου που έχει καταρρεύσει. Χρονολογείται στην ΥΕ ΙΙΙΒ2 περίοδο (δεύτερο μισό του 13ου αιώνα π.Χ.).
Στη ρωμαϊκή εποχή, στην κορυφή του τύμβου και σε επαφή με τη λιθοδομή της θόλου κατασκευάσθηκε μία ασβεστοκάμινος για τις ανάγκες του ρωμαϊκού αγωγού ύδρευσης, που μετέφερε νερό στην αρχαία Δημητριάδα. Η ασβεστοκάμινος αποκαλύφθηκε κατά τις πρόσφατες εργασίες στερέωσης της θόλου και επικαλύφθηκε με χώμα, αφού πρώτα έγιναν εργασίες στεγανοποίησης. Είναι πιθανόν να ευθύνεται αυτή για τις φθορές του τάφου με τη διέλευση όμβριων υδάτων στο χώρο της θόλου.
Το μνημείο ερευνήθηκε αρχικά το 1886 με πρωτοβουλία του τότε νομάρχη Μαγνησίας Ι. Κονδάκη και του γυμνασιάρχη Ε. Κούση, και με τη συνεργασία των αρχαιολόγων Π. Καββαδία, P. Wolter και H. Lolling. Για την ανάδειξή του έχουν γίνει κατά καιρούς διάφορες εργασίες στερέωσης και αναστήλωσης.
Θολωτός μυκηναϊκός τάφος (“Λαμιόσπιτο”) Βρίσκεται 300μ. δυτικά του λόφου με το νεολιθικό οικισμό. Σώζεται σε καλύτερη κατάσταση από τον προηγούμενο. Αν και συλημένος είχε αρκετά πλούσια ευρήματα, όπως χρυσά κοσμήματα, χάντρες και περιδέραια από υαλόμαζα, ελεφαντοστών εξαρτήματα και χάλκινα όπλα. Χρονολογείται στην ΥΕ ΙΙΙΑ2 περίοδο (δεύτερο μισό του 14ου αιώνα π.Χ
ΝΑΞΟΣ
Τα πρώτα ίχνη κατοίκησης της Νάξου έχουν εντοπιστεί στο Σπήλαιο του Ζα και ανάγονται στη Νεότερη Νεολιθική εποχή (4η χιλιετία), ενώ η χρήση του σπηλαίου συνεχίζεται απρόσκοπτα ως και τα ύστερα ιστορικά χρόνια. Κατά την Πρωτοκυκλαδική περίοδο (3η χιλιετία) η Νάξος αναδεικνύεται σε ένα από τα κέντρα του κυκλαδικού πολιτισμού, με αποτέλεσμα η πρώτη φάση εξέλιξής του, η Πρωτοκυκλαδική Ι, να οριστεί ως φάση Γρόττα-Πηλός από τα σημαντικά ευρήματα της πόλης της Γρόττας, στο βόρειο όριο της σημερινής Χώρας.
Η κεντρική θέση της Νάξου στις θαλάσσιες επικοινωνίες, αλλά και το μάρμαρο και η σμύριδα αποτελούν τους βασικούς παράγοντες της πολιτιστικής και οικονομικής ανάπτυξής της την περίοδο αυτή, η οποία εκφράζεται κυρίως από τα λίθινα ειδώλια και την εξέλιξη της λιθοτεχνίας γενικότερα.
Κατα τη Μυκηναϊκή περίοδο (1600-1100 π.Χ.), μέσω της πόλης της Γρόττας και των νεκροταφείων της στο Καμίνι και τα Απλώματα, η Νάξος διατηρεί το σημαίνοντα ρόλο της στην εξάπλωση του μυκηναϊκού πολιτισμού στις Κυκλάδες.
Θολωτός Μυκηναϊκός Τάφος στην κοιλάδα του Αξού ΚΩΜΙΑΚΗΣ ΝΑΞΟΥ
ΑΓΙΑ ΘΕΚΛΑ ΤΗΝΟΣ
Η Τήνος, όπως µαρτυρούν τα αρχαιολογικά ευρήµατα, κατοικείται από τα προϊστορικά χρόνια και είναι ένα από τα νησιά της Ελλάδας που παρουσιάζουν σηµάδια συνεχούς κατοίκησης. Κατά την παράδοση, πρώτοι κάτοικοι ήταν οι Κάρες και οι Λέλεγες.
Ο παλαιότερος οικισµός που υπάρχει στο νησί είναι στη θέση «Βρυόκαστρο» ή «Βρέκαστρο». Από τα όστρακα που έχουν βρεθεί στην περιοχή, µαρτυρείται κατοίκηση που ανάγεται στην Εποχή του Χαλκού ή Πρωτο-Κυκλαδική Εποχή (3000-2300 π.Χ.), ενώ ο οικισµός οχυρώνεται κατά τη Μέση Εποχή του Χαλκού ή Μεσο-Κυκλαδική (2300-1600 π.Χ.). Γενικότερα, την περίοδο εκείνη απαντάται συχνά το φαινόμενο συγκέντρωσης πληθυσμού σε στρατηγικές θέσεις (όπως είναι και το Βρυόκαστρο).
Η ιστορία του νησιού συνεχίζεται και κατά τη Μυκηναϊκή Εποχή, όπως µαρτυρεί ο µυκηναϊκός θολωτός τάφος στην Αγία Θέκλα (κοντά στο χωριό Πύργος) (13ος αι π.Χ.). Την περίοδο των Σκοτεινών Αιώνων (12ος-10ος αι π.Χ.) πειρατείες και επιδροµές των «Λαών της Θαλάσσης» παρατηρούνται σε όλη τη Μεσόγειο, οι οποίες αποφεύγονται µε τη µετατόπιση των οικισµών σε θέσεις-φυσικά οχυρά. Άλλωστε, αυτήν την εποχή χρονολογείται το Κυκλώπειο τείχος στο Ξώµπουργο.
ΣΥΚΙΑΣ ΟΙΚΙΣΜΟΣ ΔΕΣΦΙΝΑΣ ΦΩΚΙΔΑΣ
Η Δεσφίνα κατοικήθηκε από την αρχαιότητα με την ονομασία Εχεδάμεια. Η Εχεδάμεια ήταν αρχαία πόλη η οποία βρισκόταν περίπου στην περιοχή που σήμερα είναι κτισμένος ο οικισμός της Δεσφίνας. Συγκεκριμένα από αναφορές αρχαίων περιηγητών (Παυσανίας 2ος μ.Χ. αιώνας) στη θέση μεταξύ “Πλατύ Φρεάρ” έως την “Αγία Ειρήνη” του νομού Φωκίδας, όπου και βρέθηκαν από μικρές ανασκαφές που πραγματοποιήθηκαν διάφορα πήλινα σκεύη όπως λαξευτοί τάφοι στους βράχους του Προφήτη Ηλία και ένας Μυκηναϊκός τάφος στον οικισμό Συκιά, σημάδι της διαβίωσης ανθρώπων στην περιοχή από τότε. Η Εχεδάμεια όπως και άλλες πόλεις της περιοχής (Αντίκυρα, Λιλαία, Δαύλεια κ.α.) καταστράφηκε και ερειπώθηκε από το βασιλιά Φίλιππο της Μακεδονίας 355-346 π.Χ. κατά τον τρίτο Ιερό Πόλεμο επειδή έλαβε μέρος με τις υπόλοιπες Φωκικές Πόλεις στην Ιεροσυλία του Ιερού Ναού του Απόλλωνα στους Δελφούς.
ΑΗΔΟΝΙΑ ΝΕΜΕΑΣ
Το μυκηναϊκό νεκροταφείο Αηδονίων βρίσκεται στο χωριό Αηδόνια της Νεμέας και αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα νεκροταφεία των μυκηναϊκών χρόνων. Περιλαμβάνει 21 θολωτούς τάφους οι οποίοι τοποθετούνται χρονικά μεταξύ 16ου και 13ου αιώνα π.Χ. Εδώ βρέθηκε και η συλλογή του Θυσαυρού των Αηδονιών που φιλοξενείται σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Νεμέας
ΑΠΟ ΑΡΙΣΤΕΡΑ -Πέντε χρυσοί ρόδακες από το μυκηναϊκό νεκροταφείο στο χωριό Αηδόνια Νεμέας.
(15ος αιώνας π.Χ.) Χρυσό δακτυλίδι με τελετουργική παράσταση ιερού χορού τριών γυναικών, από το μυκηναϊκό νεκροταφείο στο χωριό Αηδόνια Νεμέας. (15ος αιώνας π.Χ.) Ψήφοι χρυσού περιδεραίου από
το μυκηναϊκό νεκροταφείο θαλαμωτών τάφων στο χωριό Αηδόνια Νεμέας. (15ος αιώνας π.Χ.)
ΛΑΥΡΙΟ ΑΤΤΙΚΗ
Η περιοχή του Λαυρίου συνδέεται με αρκετούς μύθους. Ο Θορικός υπήρξε ένας από τους πιο σημαντικούς οικισμούς της Λαυρεωτικής και ένα από τα μυκηναϊκά βασίλεια της Αττικής. Γνωστός βασιλιάς του Θορικού ήταν ο Κέφαλος που σκότωσε κατά λάθος τη γυναίκα του Προκρίδα με ένα δόρυ που δεν έχανε ποτέ τον στόχο, δώρο του Δία. Σήμερα, από τον αρχαίο αυτό δήμο σώζονται αρκετά κατάλοιπα. Από τα πιο εντυπωσιακά, είναι η στοά, η αρχαιότερη μεταλλευτική στοά της περιοχής (3000 π.Χ.), ο οικισμός, γνωστός και ως «βιομηχανική πόλη», καθώς και το θέατρο που θεωρείται μοναδικό για το ιδιόμορφο ελλειψοειδές σχήμα του (τέλη 6ου-5ου αι. π.Χ.).
Θολωτός μυκηναϊκός τάφος στο Θορικό
Ο δήμος της Κερατέας απλώνεται σε μεγάλο μέρος της Ν. Αττικής και διαθέτει πλήθος μνημείων όλων σχεδόν των περιόδων του πολιτισμού που αναπτύχθηκε στον Ελλαδικό χώρο. Η αρχαιότερη κατοίκηση στην περιοχή έχει εντοπιστεί στο Σπήλαιο του Κίτσου, στην ανατολική πλευρά του υψώματος Μικρό Ριμπάρι, του οποίου η πρώτη χρήση και κατοίκηση χρονολογείται στη νεολιθική περίοδο (5300 – 4300 π.Χ.).Στο Βελατούρι, στο μικρό λόφο δυτικά του δημοτικού σταδίου και απέναντι από την εκκλησία της Αγίας Τριάδας ήδη από το 1962, Βρετανοί αρχαιολόγοι εντόπισαν κεραμική της ΠΕ ( Πρωτοελλαδικής 3500 – 2000 π.Χ.) και ΜΕ (Μεσοελλαδικής 2000 – 1600 π.Χ.) περιόδου. Κατά την επόμενη περίοδο, την μυκηναϊκή (1600 – 1100) τα ευρήματα μας είναι περασμένου αιώνα αναφέρεται η ανεύρεση μυκηναϊκού θαλαμοειδούς τάφου, στους πρόποδες του βουνού, ενώ ένας ακόμα τάφος ερευνήθηκε στη βόρεια πλευρά της κοιλάδας. Μυκηναϊκά όστρακα έχουν βρεθεί στο σπήλαιο της Κακής Θάλασσας και στο σπήλαιο στο Κερατοβούνι. Στο Ρουτζέρι έχουν βρεθεί αγγεία της γεωμετρικής εποχής (900 – 700 π.Χ.),τα οποία βρίσκονται σε ιδιωτική συλλογή στο εξωτερικό, ενώ στην ίδια εποχή χρονολογείται βωμός αφιερωμένος στον Δία Όμβριο.
Κατά τα αρχαϊκά χρόνια (700-500) τεκμηριώνεται η ύπαρξη στην περιοχή ισχυρών και πλούσιων οικογενειών, που έστησαν στους τάφους των νεκρών τους μεγάλα γλυπτά. Τα σημαντικότερα είναι ο Κούρος της Κερατέας που αποκαλύφθηκε στη θέση Ντάρδεζα, ένα γυναικείο άγαλμα θεότητας, εξαιρετικής τεχνικής και διατήρησης, το οποίο έχει επικρατήσει στη βιβλιογραφία ως «θεά του Βερολίνου» και ο περίφημος Αριστόδικος Κούρος που βρίσκεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.
Αλλά και ο Θορικός υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους και αρχαιότερους οικισμούς της Αττικής. Το κέντρο του Θορικού είναι ο διπλός λόφος Βελατούρι όπου η κατοίκηση υπήρξε μακραίωνη και πυκνή. Στην κορυφή του σώζονται τα ερείπια της ακρόπολης με ίχνη εγκατάστασης από τα τέλη της νεολιθικής, σπίτια της ΠΕ και ΜΕ περιόδου και 5 θολωτοί και θαλαμωτοί τάφοι της μυκηναϊκής περιόδου. Η κατοίκηση συνεχίστηκε ως την ύστερη κλασική περίοδο. Η ζωή στον αρχαίο δήμο ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με την μεταλλουργία. Ανάμεσα στα σπίτια συναντά κανείς εργαστήρια με πλυντήρια μεταλλεύματος, στοές εξόρυξης και μεταλλευτικά φρέατα. Το θέατρο του Θορικού ανήκει στον 6° αιώνα, αποτελεί το αρχαιότερο θέατρο και είναι μοναδικό για το ιδιόμορφο ελλειψοειδές σχήμα του.
Την περίοδο ακμής του αρχαίου Δήμου Κεφαλής, αποτελούν οι κλασικοί χρόνοι. Στη Μεγάλη Αυλή, υπάρχει άφθονο οικοδομικό υλικό και τμήματα αγγείων κλασικών χρόνων, ενώ από νεκροταφείο στο Ρουτζέρι προέρχονται μαρμάρινες λήκυθοι, μια λουτροφόρος και επιτύμβια στήλη.
Στις ίδιες περιοχές, όπου άνθισε η ζωή κατά τους κλασικούς χρόνους, συνεχίσθηκε η κατοίκηση και στους ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς που ακολούθησαν. Είναι φανερό ότι η περιοχή της Κερατέας, όπως και η ευρύτερη Λαυρεωτική είναι ένας τόπος πλούσιος σε ιστορία και μνημεία. Δυστυχώς όμως κανένα μνημείο δεν έχει αναδειχθεί. Ελάχιστες έρευνες έχουν γίνει και λίγα έχουν γραφτεί και το κυριότερο, έχουν γίνει πολλές καταστροφές στο διάβα των αιώνων..
ΜΑΡΑΘΩΝΑΣ
Σε απόσταση 400 μ. από το μεσοελλαδικό νεκροταφείο του Βρανά σώζεται πλήρης θολωτός μυκηναϊκός τάφος εσωτερικού ύψους 7,20 μ., αναστηλωμένος και στεγασμένος. Στο εσωτερικό του βρέθηκαν χρυσό αγγείο και κύπελλο, καθώς επίσης και τάφος με δύο σκελετούς αλόγων σε πλάγια στάση. Ο θολωτός τάφος του Μαραθώνα είναι μια σπάνια ταφική κατασκευή στην Αττική και χρονολογείται στο 1450-1380 π.Χ. Είχε ερευνηθεί το 1933-1935 από τον καθηγητή Γ. Σωτηριάδη και αναστηλώθηκε το 1958.
Στην ίδια περιοχή βρέθηκε κλασικός τύμβος ύψους άνω των 3 μ. και διαμέτρου 30 μ., που ερευνήθηκε μερικώς από τον Σπ. Μαρινάτο. Βρέθηκαν 11 ταφές, από τις οποίες οι δύο ήταν καύσεις. Ο Μαρινάτος υπέθεσε ότι ο τύμβος ανήκει στους πεσόντες Πλαταιείς της μάχης του Μαραθώνα.
ΜΥΚΗΝΑΪΚΟΣ ΤΑΦΟΣ ΣΤΟΝ ΜΑΡΑΘΩΝΑ – ΘΕΣΗ ΑΡΝΟΣ
Ο θολωτός τάφος του Αρνού, στην πεδιάδα του Βρανά στο Μαραθώνα είναι ένας από τους εντυπωσιακότερους μυκηναϊκός θολωτούς τάφους στην Ελλάδα, αποδεικνύοντας έτσι την παρουσία ενός τοπικού ισχυρού Μυκηναίου Ηγεμόνα.
Οι θολωτοί τάφοι χτιζόντουσαν συνήθως κοντά στο ανάκτορο του ηγεμόνα ως σύμβολο της δύναμης και του πλούτου του. Ατυχώς δεν έχει εντοπιστεί μέχρι σήμερα ο σχετικός οικισμός ή ανάκτορο. Έχει εντοπιστεί όμως στους πρόποδες του λόφου Κοράκι, τοίχος ύψους 1,5μ, μυκηναϊκό αντιπλημμυρικό έργο που διοχέτευε κατάλληλα τα νερά του κάμπου.
Ο θολωτός τάφος βρίσκεται 400μ μακριά από το Αρχαιολογικό Μουσείο του Μαραθώνα. Εκτός από αυτόν, στην Αττική έχουν εντοπιστεί μόνο άλλοι 2 θολωτοί τάφοι στο Μενίδι και στο Θορικό.
Ανακαλύφθηκε και ανασκάφηκε από τον Γέωργιο Σωτηριάδη κατά τα έτη 1933-35 και ανασκάφηκε εκ νέου, αναστηλώθηκε και στεγάστηκε το 1958 από τον Ιωάννη Παπαδημητρίου. Η χρήση του χρονολογείται μεταξύ 1450-1380 κατά την ύστερη εποχή του Χαλκού (Υστεροελλαδική ΙΙΙΑ και ΙΙΙΒ).
Είναι κτιστός και όχι λαξευμένος και έχει μνημειακές διαστάσεις: 7μ διάμετρο και 7,20μ ύψος.
Την μεγαλειώδη είσοδο του τάφου κοσμούν ιδιαίτερα το μονόλιθο υπέρθυρο και το ανακουφιστικό της τρίγωνο. Στην είσοδο οδηγούσε μακρύς 25μ επικληνής διάδρομος ( με μικρή κλίση) ο οποίος μετά την ταφή επιχωνώταν.
Κάτοψη του μυκηναϊκού θολωτού τάφου στον Αρνό
Ο θολωτός τάφος του Αρνού κοσμείται από ένα μοναδικό στον Ελλαδικό χώρο εύρημα (1958): στην είσοδο του διαδρόμου 2 άλογα έχουν ταφεί αντικρυστά, πιθανώς από το άρμα του ηγεμόνα που τον συνόδευσε στο θάνατο.
Το έθιμο απαντάται στους βασιλικούς τάφους της Μεσσοποταμίας και στην Κύπρο και δεν μπορεί παρά να συσχετιστεί με τον Όμηρο, όπου στη νεκρική πυρά του Πατρόκλου ο Αχιλλέας θυσιάζει 12 Τρωαδίτες νέους, πρόβατα, βόδια, σκυλιά και φυσικά άλογα.
Η ταφή του Πατρόκλου ίσως να είναι ένας καλός οδηγός της τελετής που προηγήθηκε του εντιαφιασμού των Μυκηναίων ηγεμόνων στον Αρνό: την ετοιμασία του νεκρού ακολουθεί η εκφορά του με μεγαλοπρεπή πομπή. Οι Μυριμιδόνες σκεπάζουν τον νεκρό με βοστρύχους από τα μαλλιά τους και ο Αχιλλέας αφήνει τα ξανθά μαλλία του στα χέρια του αγαπημένου του συντρόφου.
Ακολουθεί η νεκρική πυρά, η ξαγρύπνια και ο θρήνος του Αχιλλέα δίπλα στη φωτιά. Τελευταία πράξη, την επόμενη ημέρα, η περισυλλογή των οστών, η κατασκευή του τάφου και η διοργάνωση των επικήδειων αθλητικών αγώνων.
Νοτιοανατολικά του Αρχαιολογικού Μουσείου Μαραθώνος, κοντά στη σημερινή αγροτική οδό Αργιθέας, βρίσκεται στεγασμένος και αναστηλωμένος έως από τους εντυπωσιακότερους μυκηναϊκούς θολωτούς τάφους.
Στο εσωτερικό της θόλου βρέθηκαν 2 λακκοειδής τάφοι που σκεπάζονταν από μεγάλες λίθινες πλάκες. Κόκκαλα και κάρβουνα βρέθηκαν πάνω στις λίθινες πλάκες δείγμα τέλεσης θυσιών και συνεπώς πιθανής απόδοσης θεικών τιμών στους ήρωες της Μυκηναικής εποχής.
Σε έναν από τους τάφους βρέθηκε ένα ολόχρυσο ακόσμητο κύπελλο (Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο), αδιάψευστο δείγμα του πλούτου και της δύναμης του τοπικού ηγεμόνα. Εκτός αυτού ευρέθησαν τυπικά μυκηναϊκά αγγεία και ψευδόστομοι αμφορείς που εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Μαραθώνα .
Μαραθώνας .Μυκηναϊκός θολωτός τάφος στο Αρνό στην πεδιάδα του Βρανά εξωτερικά.
Η ΜΥΚΗΝΑΪΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΗ ΜΕΛΕΤΗ ΤΟΥ ΤΑΦΙΚΟΥ ΥΛΙΚΟΥ
ΣΧΕΤΙΚΗ ΚΑΙ ΑΠΟΛΥΤΗ ΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΗ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟΣ ΟΔΗΓΟΣ
Αναπλιώτης Γ. (επιμ. εκδ.), 1970 Τουριστικός Οδηγός Μεσσηνίας, Εκδοσις περιοδικού Νομαρχίας Μεσσηνίας “Αριστομένης”, Καλαμάτα.
Bennett E.L.KG1 Olivier J.-P., 1973 ThePylos Tablets in Transcription, Rome.
Blegen C.W., 1954 “An Early Tho-los Tomb in Western Messenia”, • Hesperia 23, 158-162.
Blegen C.W. και Rawson M., 1966 The Palace of Nestor at Pylos in Western Messenia, J, Princeton.
Blegen C.W. και Rawson M., 1967 A Guide to the Palace of Nestor, The University of Cincinnati (και μετάφραση στα ελληνικά από τον ΓΑ. Παπαθανασόπουλο, Αθήναι, 1983).
Blegen C.W., Rawson M., Taylonr W. και Donovan W.P., 1973 The Palace of Nestor at Pylos in Western Messenia, III, Princeton.
ChadwickJ., 1976 The Mycenaean World, Cambridge, 200 (Index: Pylos).
Coldstream J.R, 1976 “Hero Cults in the Age of Homer”, Journal of Hellenic Studies, 96, 8-17.
CoulsonW.D.E., 1986 The Dark Age Pottery of Messenia, Gote-borg.
Davis J.L, Alcock S.E., Bennet J., Lolos Y.G., Shelmerdine GW. KoiZanggerE., 1993-94 “The Pylos Regional Archaeological Project: Preliminary Report on the 1992 Season, American Journal ofArchaeology (AJA), 97, 330-331, επίσης AJA, 98, 287-288.
Graham W.J., 1967 “A Banquet Hall at Mycenaean Pylos”, AJA, 71, 353-360.
Hagg R., 1982 “On the Nature of the Minoan Influence in Early Mycenaean Messenia”, Opuscula Atheniensia (Op. Ath), XIV, 27-37.
Hope Simpson R., 1981 Mycenaean Greece, Park Ridge, New Jersey.
Ιακωβίδης Σπ», 1966 “Περί του σχήματος των λαξευτών τάφων εις τα Βολιμίδια Μεσσηνίας”, Χα-ριστάριονειςΑ,Κ. Ορλάνδον, Β, Αθήναι, 98 κ.ε.
KilianK., 1987 “L’architecture des residences myceniennes: origine et extension d’une structure du pou-voir politique pendant l’age du bronze recent”, στο Levy Ε. (επιμ. έκδ.), Le systeme palatial en Orient, en Grece eta Rome, Leiden, 203-217.
ΚορρέςΓ.Στ., 1974-1988 Ετήσιες εκθέσεις ανασκαφών και εργασιών ανά την Πυλία και Τριφυ-λία, Πρακτικά της εν Αθήναις
Αρχαιολογικής Εταιρείας (ΠΑΕ), 1974-88.
Κορρές Γ.Στ., 1976α “Τύμβοι, θόλοι και ταφικοί κύκλοι Μεσσηνίας”, Πρακτικά Α Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών, Β, Αθήναι, 337-369.
Κορρές Γ.Στ., 1982α “Η προβληματική δια την μεταγενεστέραν νρ>ήσιν των Μυκηναϊκών τάφων Μεσσηνίας”, Πρακτικά Β Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών, Β, Αθήναι, 363-450.
Korres G.S., 1984a “The Relations Between Crete and Messenia in the Late Middle Helladic and Early Late Helladic Period”, στο R. Hagg και Ν. Marinatos (επιμ. έκδ.), TheMinoan Thala.ssocra.cy, Stockholm, 141-152.
Κορρές Γ.Στ., 1989 “Νέαι παρατηρήσεις επί της παραστάσεως πλοίου της Υ.Ε. ΠΙΓ: 1/2 πυξίδος εκ Τραγάνας Πύλου” Tropis Ι, Αθήνα, 177-199.
Κορρές Γ.Στ., Λήμματα “Βολιμί-δια”, “Κορυφάσιον”, “Μεσσηνία”, “Οσμάναγα”, “Πύλος” στη Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια, επίσης “Βολιμίδια”, Έγκλι-ανός” στην Εγκυκλοπαίδεια Πά-πυρος-Ααρο ύς-Μπριτάννικα.
Κουρουνιώχης Κ., 1914 “Πύλου Μεσσηνιακής θολωτός τάφος”, Αρχαιολογική Εφημερίς, 1914, 99κ.ε.
Κουρουνιώτης Κ., 1925-26 “Περί του θολωτού τάφου Οσμάναγα Πύλου”, ΠΑΕ, 1925-26, 140-141.
Lang Μ., 1969 The Palace of Nestor at Pylos in Western Messenia, Vol. II: The Frescoes, Princeton
Lindgren M.51973 The People of Pylos, ΙΊ1, Uppsala.
Λώλος Γ., 1972 To Ανάκτορον του Νέστορος, Αθήναι.
Lolos Y.G., 1981 “An Unpublished Keftiu Cup from Pylos”, Αρχαιολογικά Ανάλεκτα εξ Αθηνών (AAA), XIV, 54-57.
Lolos Y.G., 1987 The Late HeUadic I Pottery of the Southwestern Pe-loponnesos and its Local Characteristics (SIMA, Pocket-book 50), I-II, Goteborg.
Λώλος Γ., 1987α Ή Μεσσηνία και το Αιγαίο: Η εξέλιξη της Υστερο-ελλαδικής Ι της Μεσσηνίας και οι συσχετισμοί της με το Αιγαίο”, Πρακτικά 6ου Διεθνούς Συνέδριο υ Προϊστορικό ύ Αιγαίο υ, “Το Προϊστορικό Αιγαίο και οι σχέσεις με τις γύρω περιοχές”, Αθήνα, 30 Αυγ.-5 Σεπτ. 1987.
Lolos Y.G., 1989 “TheTholos Tomb at Koryphasion: Evidence for the Transition from Middle to Late Helladic in Messenia”, Transition: Le monde egeen du Bronze moyen au Bronze recent, Actes de la deuxieme Rencontre egeenne Internationale de TUniversite de Liege, 18-20 Avril 1988 (Aegae-um 3, Annales d’archeologie egeenne de FUniversite de Liege), 171-175.
Lolos Y.G., 1992 “Messenians in the Mare Tirreno?” Convegno Internazionale: “Dinamiche ed incontri di culture marinare nel Basso Tirreno nei sec. XVI e XV a. C.”, Le presenze micenee nel Golfo di Napoli, Napoli-Isole Flegree, 26-28 Giugno 1992.
Loy W.G., 1972 The Land of Nestor, Office of Naval Research, Report No. 34, Washington
McCallum L.R., 1987 Decorative Program in the Mycenaean Palace ofPylos: The Megaron Frescoes, Ph.D. thesis, University of Pennsylvania.
MacDonald”W.A.5 1967 Progress Into the Past: The Rediscovery of Mycenaean Civilization, New York.
MacDonald WA και Rapp G.R.
(επιμ. έκδ.) 1972 The Minnesota Messenia Expedition: Reconstructing a Bronze Age Regional Environment, Minneapolis.
Μαρινάτος Σπ.3 1952-1966 Ετήσιες εκθέσεις ανασκαφών στην Πυ-λία και Τριφυλία, ΠΑΈ, 1952-1966.
Marinates S., 1955α “Παλαίπυ-λος”, DasAltertum, Ι,140-163.
Marinatos S., 1958α
“Mykenentum und Griechentum: Aus den neuen Forschungen in Pylos (Zusammenfassung)”, Acta Congressus Madvigiani, Proceedings of the Second International Congress of Classical Studies, Hafniae 1954,1,317-323.
Marinatos S., 1961a “Problemi o-merici e preomerici in Pilo”, La Parola delPassato, Fasc. 78, 219-232.
Μαρινάτος Σπ., 1965α Λήμμα “Πύλος” στη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, Συμπλήρωμα, Δ, 287-292.
Μαρινάτος Ση. και Χίρρερ Μ., 1959, Κρήτη και Μυκηναϊκή Ελλάς, Αθήναι.
Meyer Ε., 1978 Λήμμα “Messe-nien”, RE, Suppl. XV, 155-289.
Νικϋφόρος ο Χίος (ιερομόναχος), Μαρτύριο ν του Νεομάρτυρος Δημητρίου του Πελοποννησίου και ασματική ακολουθία, στο Νέον Αειμωνάριον, 124-146.
Palaima Th.G. και Shelmerdine C.W. (επιμ. έκδ.) 1984 Pylos Comes Alive, New York.
Παπαχατζάς Ν.Δ., 1979 Παυσα-νίου Ελλάδος Περιήγησις: Μεσσηνιακά και Ηλιακά, Εκδοτική Αθηνών.
Pelon Οβ5 1976 Tholoi, Tumuli et Cercles Funeraires, Paris.
PophamM., 1991 “Pylos: Reflections on die Date of its Destruction and on its Iron Age Reoccu-pation”, Oxford Journal of Archaeology, 10, 315-324.
SaflundG., 1980 “Sacrificial
Banquets in the Palace of Nestor”, Op. AtL, XIII, 237-246.
Shelmerdine C.W., 1985 The Perfume Industry at Mycenaean Pylos, Goteborg.
Σκιάς A.N., 1909 “Ανασκαφή εν Πύλω τη Μεσσηνιακή”, ΠΑΕ, 1909,274-292.
Στοιχεία συστάσεως και εξελίξεως των Δήμων και Κοινοτήτων, 35: Νομός Μεσσηνίας, Εκδοσις της Κεντρικής Ενώσεως Δήμων και Κοινοτήτων της Ελλάδος, Ιανουάριος 1962, Αθήναι, 592-593.
Τζεδάκις Γ., 1970 “Μινωικός κιθαρωδός”, AAA, III, 111-112.
Σαπουνά – Σακελλαράκη Ε., 1973 “Συμβολή στην μελέτη των τοιχογραφιών της Πύλου”, Πεπραγμένα του Τρίτου Διεθνούς Κρητο-λογικο ύ Συνέδριο υ (Ρέθυμνον 18-23 Σεπτ. 1971), Τόμος Α’, Εν Αθήναις, 295-302.
-Ο Γιάννος Λώλος από όπου αντλήσαμε πληροφορίες αυτές γεννήθηκε στην Αθήνα το 1953. Σπούδασε Αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο του Cincinnati και έλαβε το διδακτορικό του δίπλωμα (Ph.D.) από το Πανεπιστήμιο του Λονδίνου. Είναι εταίρος της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας και ειδικός γραμματέας του Ινστιτούτου Εναλίων Αρχαιολογικών Ερευνών. Στις δημοσιεύσεις του για την Μυκηναϊκή Μεσσηνία περιλαμβάνονται τα έργα Το Ανάκτορον του Νέστορος (Αθήναι 1972) και The Late Helladic I Pottery of the Southwestern Peloponnesos and its Local Characteristics (Goteborg 1987).
-Στους φύλακες Αρχαιοτήτων της περιοχής του Νέστορος, 1969-1994.
Βασιλικού, Ν., 1995, Ο Μυκηναϊκός Πολιτισμός, Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, Αθήνα.
Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια, 1982, τόμος 27, σελ. 379-382.
ΠΑΕ, 1960, 1961, 1962, 1963, 1964, 1965, 1976, 1977,1978.
Davis, J., 2005: Πύλος η Αμμουδερή, Εκδόσεις Παπαδήμα, Αθήνα.
Pelon, O., 1976, Tholoi, Tumuli et Cercle Funéraires, École Française d’ Athènes.
2-Κώστας Νικολέντζος, Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτιστική και πολιτική εξέλιξη, εθνολογικά δεδομένα και προβλήματα
ΔΙΑΤΡΙΒΗ ανασύσταση του υλικού πολιτισμού και της κοινωνίας της Ηλείας κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού. Επιμέρους ζητούμενα υπήρξαν η ένταξη της Ηλείας στο ευρύτερο πλαίσιο του μυκηναϊκού κόσμου, η διερεύνηση των εμπορικών επαφών, η διακρίβωση της πολιτικής της δομής και η διοικητική έκφρασή της.
Ενδεικτική βιβλιογραφία
– Βικάτου Ο., «Το μυκηναϊκό νεκροταφείο της Αγ. Τριάδας Ν. Ηλείας», στο Ε. Φρούσσου (επιμ.), Η περιφέρεια του μυκηναϊκού κόσμου, Πρακτικά Α΄ Διεθνούς Διεπιστημονικού Συμποσίου, Λαμία 25-29 Σεπτεμβρίου 1994, Λαμία 1999, σ. 237-255.
– Βικάτου Ο., «Συστάδα μυκηναϊκών τάφων στις Πεύκες Ηλείας», Αρχαιολογικό Δελτίο 56 (2001), Μελέτες, σ. 83-126.
– Boyd M., Middle Helladic and Early Mycenaean Mortuary Practices in the Southern and Western Peloponnese, British Archaeological Reports 1009, Οξφόρδη 2002.
– Γιαλούρης Ν., «Μυκηναϊκός τύμβος Σαμικού», Αρχαιολογικό Δελτίο 20 (1965), Μελέτες, σ. 6-40.
– Cavanagh W. / C. Mee, A Private Place: Death in Prehistoric Greece, Studies in Mediterranean Archaeology 125, Jonsered 1998.
– Darcque P., L’habitat mycenien: formes et fonctions de l’espace bati en Grece continentale a la fin du IIe millenaire avant J.-C., Bibliotheque des Ecoles Francaises d’Athenes et de Rome 319, Αθήνα 2005.
– Dorpfeld W., «Tiryns, Olympia und Pylos», Mitteilungen des Deutschen Archaologischen Instituts, Athenische Abteilung 32 (1907), σ. 1-18.
– Dorpfeld W., «Alt-Pylos», Mitteilungen des Deutschen Archaologischen Instituts, Athenische Abteilung 33 (1908), σ. 295-318.
– Dorpfeld W., «Die Homerische Stadt Arene», Mitteilungen des Deutschen Archaologischen Instituts, Athenische Abteilung 33 (1908), σ. 320-322.
– Eder B., Argolis, Lakonien, Messenien. Vom Ende der mykenischen Palastzeit bis zur Einwanderung der Dorier, Βιέννη 1998.
– Eder B., Die submykenischen und protogeometrischen Graber von Elis, Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας 209, Αθήνα 2001.
– Gallou C., The Mycenaean Cult of the Dead, British Archaeological Reports 1372, Οξφόρδη 2005.
– Kalogeropoulos K., Die fruhmykenischen Grabfunde von Analipsis (sudostliches Arkadien), mit einem Beitrag zu den palatialen Amphoren des griechischen Festlandes, Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας 175, Αθήνα 1998.
– Κοκοτάκη Ν., «Θαλαμοειδής μυκηναϊκός τάφος στο Αλεποχώρι Ηλείας», στο Α. Ριζάκης (επιμ.), Αρχαία Αχαΐα και Ηλεία, Ανακοινώσεις κατά το πρώτο διεθνές συμπόσιο, Αθήνα 19-21 Μαΐου 1989, Μελετήματα 13, Αθήνα 1991, σ. 39-43.
– Lolos Y., Late Helladic I Pottery of the Southwestern Peloponnesos and its Local Characteristics, Goteborg 1987.
– Mountjoy P., Regional Mycenaean Decorated Pottery, Rahden/Westf. 1999.
– Muller K., «Alt-Pylos», Mitteilungen des Deutschen Archaologischen Instituts, Athenische Abteilung 34 (1909), σ. 269-328.
– Papadopoulos A., Mycenaean Achaea, Studies in Mediterranean Αrchaeology 55, Goteborg 1979.
– Παπακωνσταντίνου Ελ., «Ολυμπία: Στάδια εξέλιξης και οργάνωσης του χώρου», Πρακτικά Συμποσίου Ολυμπιακών Aγώνων, Αθήνα 1988, σ. 51-66.
– Παπακωνσταντίνου-Χαρίτου Ε., «Περιοχή Σαμικού – Αρχαιολογικές ενδείξεις κατοικήσεως στα ιστορικά χρόνια», Επετηρίς Εταιρείας Ηλειακών Μελετών 2 (1983), σ. 287–306.
– Παπανδρέου Γ., Η Ηλεία διαμέσου των αιώνων, 1924.
– Λ. Παρλαμά, «Μυκηναϊκά Ηλείας», Αρχαιολογικό Δελτίο 29 (1974), Μελέτες, σ. 25-58.
– Παρλαμά Λ., «Θαλαμοειδής τάφος εις Αγραπιδοχώρι Ηλείας», Αρχαιολογική Εφημερίς (1971), σ. 52-60.
– Sgouritsa N., «The Aegean in the Central Mediterranean», στο R. Laffineur / E. Greco (επιμ.), EMPORIA – Aegeans in the Central and Eastern Mediterranean, Aegaeum 25, Liege 2005, σ. 515–526.
– Souyoudzoglou-Haywood C., The Ionian Islands in the Bronze Age and Early Iron Age 3000-800 B.C., Liverpool 1999.
– Σχοινάς Χ., «Εικονιστική παράσταση σε όστρακα κρατήρα από την Αγ. Τριάδα Ηλείας», στο Ε. Φρούσσου (επιμ.), Η περιφέρεια του μυκηναϊκού κόσμου, Πρακτικά Α΄ Διεθνούς Διεπιστημονικού Συμποσίου, Λαμία 25-29 Σεπτεμβρίου 1994, Λαμία 1999, σ. 257–262.
ΕΡΓΑΣΙΑ -ΕΛΛΗΝΩΝ ΔΙΚΤΥΟ
Πηγή: ΒΙΣΑΛΤΗΣ