Στις 13 Ιουλίου 2018, η Ariana Grande δήλωσε, με μια φωνητική έκταση τεσσάρων οκτάβων, «When all is said and done / You’ll believe God is a woman» («Όταν όλα ειπωθούν και γίνουν / Θα πιστέψεις ότι ο Θεός είναι γυναίκα»). Από τα ιριδίζοντα χρώματα που θύμιζαν γυναικεία ανατομία, μέχρι το ότι η pop star καβαλάει με νόημα μια υδρόγειο, κάθε παστέλ σκηνή στο ανάλογο βίντεο-κλιπ έδινε ένα θεόσταλτο μήνυμα: ο κόσμος είναι γυναικείος – και όπως ήταν αναμενόμενο, το Ίντερνετ ξέσπασε σε φεμινιστικά χειροκροτήματα.
Όμως στο πλαίσιο της θεολογικής ιστορίας, είναι εντυπωσιακό που η δήλωση της Grande έκανε τέτοιο χαμό εν έτει 2018. Ισχύει ότι οι θηλυκές θεότητες θεωρούνταν αιρετικές σε πολλούς πολιτισμούς για χιλιετίες και η υπόνοια ότι ο Θεός είναι οτιδήποτε άλλο εκτός από ένας γέρος λευκός άνδρας στον ουρανό, αποτελεί για πολλούς μια βαθιά ενοχλητική σκέψη (αρκεί να δει κανείς το έργο της Harmonia Rosales του 2017 που φανταζόταν εκ νέου τη «Δημιουργία του Αδάμ» του Michelangelo, απεικονίζοντας και τον Θεό και τον πρώτο άνδρα ως μαύρες γυναίκες, για να διαπιστώσει ότι το να τολμήσει κανείς να διευρύνει τις θρησκευτική εικονογραφία μπορεί να προκαλέσει μεγάλη αναστάτωση). Αλλά αν πάμε στις απαρχές του ανθρώπινου πολιτισμού, βρίσκουμε αποδείξεις ότι οι γυναικείες θεότητες λατρεύονταν για χιλιετίες. Πολύ προτού καθιερωθούν οι βασικές παγκόσμιες θρησκείες, στις πρώτες περιόδους της ανθρώπινης εξέλιξης, πολλά συστήματα πεποιθήσεων λάτρευαν μια ανώτατη θηλυκή δημιουργό.
Στο πρωτοποριακό βιβλίο, When God Was a Woman (Όταν ο Θεός Ήταν Γυναίκα) του 1976, η ιστορικός Merlin Stone εντοπίζει στοιχεία λατρείας προς τις θεές από την Παλαιολιθική και τη Νεολιθική εποχή. Στην Εγγύς και Μέση Ανατολή, γράφει, βρίσκουμε στοιχεία ότι «η εξέλιξη της θρησκείας της γυναικείας θεότητας στην περιοχή ήταν συνδεδεμένη με τις απαρχές της θρησκείας που έχουν βρεθεί οπουδήποτε στη Γη». Αυτή η θεά ήταν αναμφίβολα η ανώτατη θεότητα που κυριαρχούσε, «δημιουργός και νομοθέτης του Σύμπαντος, προφήτης, δημιουργός του ανθρώπινου πεπρωμένου, εφευρέτρια, θεραπεύτρια, κυνηγός και γενναία αρχηγός στη μάχη».
Αξίζει να σημειώσουμε ότι πολλοί ανθρωπολόγοι πιστεύουν ότι αυτές οι Παλαιολιθικές κοινωνίες είναι πιθανόν να ακολουθούσαν μια μητριαρχική δομή, που σημαίνει ότι οι γυναίκες είχαν την ανώτατη θέση στο κέντρο του σπιτιού. Η Stone εξηγεί ότι αυτές οι κοινότητες τιμούσαν τη λατρεία των προγόνων, με βάση την οποία «η έννοια της δημιουργού όλης της ανθρώπινης ζωής μπορεί να είχε σχηματιστεί από την εικόνα που είχε η φατρία για τη γυναίκα που ήταν ο πιο αρχέγονος πρόγονός τους». Με άλλα λόγια, τη Θεία Πρόγονο. Πράγματι, ανθρωπολόγοι που ερευνούν τα τελετουργικά των παλαιολιθικών κοινοτήτων τους δύο τελευταίους αιώνες έχουν ανακαλύψει αμέτρητα πέτρινα αγαλματίδια εγκύων σε όλη την Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή και την Ινδία –κάποια από το 25.000 π.Χ.– που δείχνουν τη λατρεία του θείου θηλυκού.
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου στον αρχαίο κόσμο, η λατρεία των γυναικείων θεοτήτων ήταν ευρέως διαδεδομένη και τρομερά ισχυρή. Αλλά ξεκίνησε να απογειώνεται με την έλευση της γεωργίας κατά την Παλαιολιθική εποχή. Αγαλματίδια αυτής της περιόδου που αναπαριστούν τη Μητέρα Φύση έχουν εμφανιστεί στην Κανά (τώρα Παλαιστίνη/ Ισραήλ) και στην Ανατολία (τώρα Τουρκία) και αγαλματίδια θεοτήτων έχουν εμφανιστεί σε όλες τις νεολιθικές κοινότητες της Αιγύπτου μέχρι και το 4.000 π.Χ. «Η ανύψωση στο Θείο της Θεάς στον αρχαίο κόσμο ήταν παραλλαγές ενός θέματος», γράφει η Lynn Rogers στο βιβλίο Edgar Cayce and the Eternal Feminine, με αναπαραστάσεις μιας ανώτατης γυναίκας Δημιουργού στη Σουμερία, στην Αίγυπτο, στην Κρήτη, στην Ελλάδα, στην Αιθιοπία, στη Λιβύη, στην Ινδία, στην Ελάμ, στη Βαβυλώνα, στην Ανατολία, στην Κανά, στην Ιρλανδία, στη Μεσοποταμία, ακόμη και στην αρχαία Ιουδαία και το Ισραήλ. Αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ήταν, όπως το περιέγραψε ο μυθολόγος Robert Graves, «αθάνατη, αμετάβλητη, παντοδύναμη».
Στο βιβλίο Mother God, της Sylvia Browne, υπάρχει λεπτομερής καταγραφή της γυναικείας κυριαρχίας που άνθισε μετά την Παλαιολιθική περίοδο. Οι Ινουίτ είχαν τη Σέντνα, τη θεά της θάλασσας και μητέρα του ωκεανού, ενώ οι Ασύριοι και οι πολιτισμοί της Βαβυλώνας λάτρευαν την Ιστάρ, θεά της αγάπης και του πολέμου. Στον πολιτισμό των Αζτέκων, η Τελεόιναν θεωρούνταν Μητέρα των Θεών. Σύμφωνα με τους αρχαίους Αιγύπτιους, η Ίσιδα ήταν θεά των παιδιών και της μαγείας, ενώ στην αρχαία Σουμερία, η βασική θεά ήταν η Ινάνα, θεά της αγάπης και του πολέμου. Στο μεταξύ, οι αρχαίοι Φοίνικες είχαν δύο θεές ίσης δύναμης: την Ανάτ, τη θεά της γονιμότητας και την Αστάρτη, τη Μητέρα Θεά που θεωρούνταν ότι ήταν ο πλανήτης Αφροδίτης. Δημιουργοί του Σύμπαντος, μητέρες, δημιουργοί πολιτισμού, γενναίες πολεμίστριες και σοφοί σύμβουλοι, αυτές οι θεότητες κάθε άλλο παρά συμπληρωματικό ρόλο είχαν.
Όταν οι γυναίκες αποκτούν δύναμη, συχνά ακολουθεί μισογυνισμός και ως το 1.500 π.Χ., οι πολιτισμοί που λάτρευαν θεές είχαν εκπέσει. Οι αναλύσεις των μελετητών διαφέρουν, αλλά πολλοί ειδικοί λένε ότι οι κυρίαρχες αρσενικές θρησκείες και τα πατριαρχικά έθιμα που έφτασαν στην Ευρώπη από Ινδοευρωπαίους εισβολείς άλλαξαν πολύ το παιχνίδι. Η καταπίεση που ακολούθησε είναι θλιβερό ανάγνωσμα. «Στην αυγή του Δυτικού πολιτισμού», γράφει η Rogers, «25.000 χρόνια Ιστορίας της γενναιόδωρης δημιουργικότητας των γυναικών θεοτήτων απαλείφθηκαν». Οι μύθοι της δημιουργίας γράφτηκαν ξανά, σύμβολα της λατρείας των γυναικών θεών διασύρθηκαν και «η αρχαία πεποίθηση στη Θεά ως Βάση της Ύπαρξης, του Σύμπαντος απ’ όπου προέκυψε το Όλον, ανατράπηκε».
Καθώς ο ιουδαϊσμός, ο χριστιανισμός και ο ισλαμισμός αναπτύχθηκαν στη Μέση Ανατολή και την Ευρώπη, οι μονοθεϊστικές θρησκείες ξεκίνησαν να καθιερώνουν τη λατρεία μιας καινούργιας, αποκλειστικά αρσενικής τάξης: Θεός, Βασιλιάς, Ιερέας και Πατέρας. Αυτές οι καινούργιες θρησκευτικές αρχές έβαλαν τη Θεά σε κατώτερη θέση, με έναν άνδρα ως κυρίαρχο σύζυγό της ή ακόμη και δολοφόνο της. Στο βιβλίο της, η Stone γράφει εκτεταμένα για την απάλειψη των γυναικείων θεοτήτων, ισχυριζόμενη ότι η Θεά έγινε το θύμα «αιώνων συνεχόμενης δίωξης και καταπίεσης από τους υποστηρικτές των πιο καινούργιων θρησκειών που θεωρούσαν τις ανδρικές θεότητες ως ανώτατες». Ακόμη χειρότερο ήταν το γεγονός ότι αυτή η σημαντική στροφή στη θρησκεία σήμαινε ότι η θέση των γυναικών σε όλον τον κόσμο είχε επίσης εξασθενίσει.
Αυτό δεν σημαίνει ότι όλες οι θρησκείες που ακολούθησαν μετά της λατρεία της Θεάς καταδίκασαν τη γυναικεία θεότητα στο σκοτάδι. Στο The Path of the Mother, η Savitri L. Bess επισημαίνει ότι οι ινδουιστές ποτέ δεν σταμάτησαν να λατρεύουν τη Μητέρα. «Η Μητέρα, που βρέθηκε στο σκοτάδι στους δυτικούς πολιτισμούς για χιλιάδες χρόνια», γράφει, «θεωρείται ότι είναι το σύνολο της συμπαντικής ενέργειας». Από την Ντουργκά, την ατρόμητη θεότητα που κατατροπώνει τους εχθρούς της καβάλα σε μια τίγρη, μέχρι τη Σαρασβάτι, τη θεότητα-φρουρό της γνώσης, με τα τέσσερα χέρια, το τεράστιο φάσμα με θεότητες του Ινδουισμού που λατρεύονταν τονίζει τη δύναμη της γυναικείας αρχής και περισσότερο η Σάκτι, η θεία δύναμη που μερικές φορές ονομάζεται «Η Μεγάλη Μητέρα». Υπάρχουν πολλές εκφράσεις της Σάκτι, επισημαίνει η Bess, αν και η κοσμική της ενέργεια είναι πλήρως υπεύθυνη για τη δημιουργία του Σύμπαντος. Είναι γνωστή ως «η ενέργεια σε όλα τα πράγματα, η μεγάλη δύναμη που δημιουργεί και καταστρέφει, η αρχέγονη ουσία, η μήτρα απ’ όπου όλα τα πράγματα προκύπτουν και εκεί όπου επιστρέφουν».
Αλλά και ο βουδισμός υμνεί τη γυναικεία κυριαρχία με την Μποντισάντβα Γκουάν Γιν, το όνομα της οποίας σημαίνει «αυτή που ακούει και βλέπει τις κραυγές του κόσμου». Με ομορφιά, χάρη και άπειρη συμπόνια για τα βάσανα της ανθρωπότητας, λέγεται ότι η «μεγαλύτερη σημασία της Γιν είναι στις εκδηλώσεις ή στην ενσάρκωση του θείου θηλυκού».
Καθώς οι μεγάλες θρησκείες εξελίσσονταν μέσα σε χιλιάδες χρόνια, όμως, η ανώτατη γυναικεία θεότητα σταδιακά εξαφανίστηκε. Ενώ γύρω στο 27 π.Χ., ο πρώτος αυτοκράτορας της Ρώμης έδωσε στη θεότητα Κυβέλη τον τίτλο της Ανώτατης Μητέρας της Ρώμης, το 500 μ.Χ., η στάση απέναντι στις θεές ήταν τελείως διαφορετική. Οι τελευταίοι ναοί αφιερωμένοι σε θεές στη Ρώμη και το Βυζάντιο έκλεισαν από τους χριστιανούς αυτοκράτορες και οι αποκαλούμενες παγανιστικές θρησκείες απομονώθηκαν από τη λατρεία, παίρνοντας της γυναικείες θεότητες μαζί τους.
Σήμερα, αντί να γνωρίζουμε την ιστορία των αρχαίων γυναικείων θρησκειών που υπήρχαν για χιλιάδες χρόνια, μας είναι πιο γνώριμη η ιστορία της δημιουργίας του Αδάμ και της Εύας και ο διωγμός τους από την Εδέμ εξαιτίας της Εύας, καθιστώντας την, ξέρετε, υπεύθυνη για την πτώση του ανθρώπου από τον Παράδεισο. Όσο για την ανώτατη γυναικεία θεότητα; «Η Παλαιά Διαθήκη δεν έχει καν τη λέξη Θεά», γράφει η Stone. «Στη Βίβλο η Θεά αναφέρεται ως Ελοχίμ, στο αρσενικό, για να μεταφραστεί ως Θεός. Αλλά το Κοράνι των Μωαμεθανών ήταν ξεκάθαρο. Διαβάζουμε: “ο Αλλάχ δεν θα ανεχτεί την ειδωλολατρία… οι παγανιστές προσεύχονται σε γυναίκες”».
Κάποιοι μπορεί να πουν ότι η εξαφάνιση της Θεάς συνέβη φυσικά με την έλευση του σύγχρονου πολιτισμού. Αλλά όπως έχουν επισημάνει πολλοί ιστορικοί και θεολόγοι, πιθανόν δεν είναι σύμπτωση ότι οι πατριαρχικοί πολιτισμοί που κατέκτησαν παλιότερους ιθαγενείς πληθυσμούς ουσιαστικά είναι συνδεδεμένοι με την πτώση της Θεάς και τον επαναπροσδιορισμό αυτή της μορφής λατρείας ως αιρετικής, ασεβούς και πρωτόγονης.
Έτσι, λοιπόν, το single της Grande δεν είναι μόνο μια σέξι pop επιτυχία, είναι και μια μικρή υπενθύμιση ότι υπάρχει μια ιστορία λατρείας γυναικών θεοτήτων ξεχωριστή από τις πατριαρχικές θρησκείες, τα έθιμα και τους νόμους με τους οποίους μεγαλώσαμε οι περισσότεροι. Αρχαιολογικά στοιχεία δείχνουν ότι ο Θεός θεωρούνταν γυναίκα τα πρώτα 200.000 χρόνια της ανθρώπινης ζωής στη Γη, ακόμη και αν οι ανδροκρατούμενες θρησκείες προσπάθησαν να εκτοπίσουν τη μητριαρχική τάξη. Τελικά, αν ανεξαρτητοποιηθούμε από την αρσενική κουλτούρα, μπορούμε να καταλάβουμε καλύτερα την κληρονομιά μας και όπως γράφει η Stone, να αποκτήσουμε «μια σύγχρονη συνειδητοποίηση της κάποτε διαδεδομένης λατρείας της γυναικείας θεότητας ως της Σοφής Δημιουργού του Σύμπαντος και όλης της ζωής και του πολιτισμού».