«Είναι περισσότερο δυστυχής αν δεν καταδικαστεί ούτε τιμωρηθεί ενώ αδικεί, λιγότερο δυστυχής αν καταδικαστεί και γνωρίσει τιμωρία από θεούς και ανθρώπους»472e
Σε μία μάλλον σπάνια εκδήλωση προθυμίας, ο Σωκράτης απαντάει στον συνομιλητή του, τον Πώλο*, ο οποίος τον ρωτάει τη δικιά του άποψη για το τι είναι η ρητορική τέχνη, μετά το αδιέξοδο όπου φτάσανε με τον Γοργία. Ο Σωκράτης, που έχει ήδη αμφισβητήσει τη χρησιμότητα της ρητορικής, του απαντάει πως δεν είναι καν τέχνη, αλλά «εμπειρία δημιουργίας κάποιου είδους ευχαρίστησης και ηδονής»462c.
Η ρητορική είναι κάτι που «δεν συγκαταλέγεται στα ωραία», αλλά είναι μέρος της κολακείας. Ως κολακεία θεωρεί την απεικόνιση ενός πραγματικού αγαθού σε μια φαινομενική του παράσταση. Για παράδειγμα, η καλή σωματική κατάσταση μπορεί να είναι μόνο φαινομενική. Πολλοί δίνουν την εντύπωση πως έχουν σωματική υγεία, και είναι μόνο οι γιατροί που μπορούν να καταλάβουν ότι είναι ασθενείς.
«Τη μορφή της ιατρικής λοιπόν υποδύθηκε η μαγειρική, και προσποιείται ότι γνωρίζει τις καλύτερες για το σώμα τροφές»464d και τις πιο βλαβερές. Έτσι, οι μάγειροι μπορούν να πείσουν όσους δεν γνωρίζουν, ότι αυτοί είναι κατάλληλοι για την υγεία του σώματος περισσότερο από τους γιατρούς. Τη μαγειρική λοιπόν ο Σωκράτης ονομάζει κολακεία, πράγμα βλαβερό, καθώς «κατατείνει στο ευχάριστο αποκομμένη από το άριστο. Υποστηρίζω πως δεν είναι τέχνη αλλά εμπειρία, επειδή δεν διαθέτει καμιά έλλογη ερμηνεία για την εκ φύσεως υπόσταση των πραγμάτων τα οποία προσφέρει, ώστε δεν μπορεί ν’ αναφέρει την αιτία καθενός»465a. «Τέχνη» για τον Σωκράτη είναι η συστηματική, ορθολογική μελέτη ενός αντικειμένου, η οποία ερμηνεύει τη φύση και βρίσκει τις αιτίες του, ταξινομώντας κάθε αίτιο με το αποτέλεσμά του˙ είναι, θα λέγαμε σήμερα, η επιστήμη. Αντίθετα, η μαγειρική, και γενικότερα η κολακεία, αναλογεί στην ψευδοεπιστήμη, που δεν βασίζεται στην έλλογη έρευνα, αλλά στην εμπειρία και τη μνήμη των μεμονωμένων περιστατικών, εξασφαλίζοντας με αυτόν τον τρόπο απολαύσεις χωρίς να κατανοεί τη φύση του φαινομένου με το οποίο καταπιάνεται501a. Αν δεν κυριαρχεί λοιπόν η ψυχή στο σώμα αλλά το σώμα κρίνει από μόνο του, θα σταθμίζει βάσει των ευχαριστήσεων και των απολαύσεων, και θα ήταν αξεχώριστα τα σχετικά με την ιατρική και τη μαγειρική, την επιστήμη και την ψευδοεπιστήμη.
Παρομοίως, η κομμωτική υποδύεται την γυμναστική, «έτσι που να κάνει να έλκονται οι άνθρωποι από την αλλότρια ομορφιά και να παραμελούν το κάλλος που τους προσιδιάζει, αυτό που αποκτάται με τη γυμναστική»465b, και η ρητορική συγκαταλέγεται στην κολακεία ως απεικόνιση της δικαιοσύνης και άρα είναι κάτι βλαβερό.
Ο Πώλος ενίσταται λέγοντας πως αν έχει δίκιο ο Σωκράτης θα σήμαινε ότι οι καλοί ρήτορες θα έπρεπε να θεωρούνται φαύλοι, ενώ στην πραγματικότητα έχουν μεγάλη δύναμη στην πόλη, αφού, όπως και οι τύραννοι, μπορούν να σκοτώσουν και να εξορίσουν όποιον θέλουν, ή να αφαιρέσουν περιουσίες από όποιον νομίζουν. Ο Σωκράτης απαντάει ότι οι ρήτορες και οι τύραννοι έχουν πολύ μικρή δύναμη μέσα στις πόλεις, αφού στην πραγματικότητα, «δεν κάνουν τίποτα από όσα θέλουν, αλλά κάνουν ό,τι τους φανεί καλύτερο»466d.
Ό,τι κάνουμε, θέλουμε να το κάνουμε επειδή είναι ωφέλιμο. Όταν λοιπόν κάνουμε κάτι που νομίζουμε ότι είναι καλό ενώ στην πραγματικότητα είναι βλαβερό, αυτό δεν μπορεί να ονομαστεί δύναμη, αλλά μόνο φαίνεται σαν τέτοια, ενώ στην πραγματικότητα είναι αδυναμία. Για να ξέρουμε τι είναι ωφέλιμο όμως χρειάζεται φρόνηση, και η φρόνηση δεν ταιριάζει με το να κάνουμε αυτό που «μας φαίνεται» καλύτερο. Από τη στιγμή που ο Πώλος θεωρεί τη δύναμη σαν κάτι καλό και ενάρετο, δεν μπορεί να τη συνδέει με τις αυθόρμητες εκφράσεις εκδίκησης και καπρίτσιου που αναφέρει.
Όταν λοιπόν κάποιος σκοτώνει, εξορίζει ή παίρνει περιουσίες, μπορεί κάλλιστα να το κάνει χωρίς να είναι ωφέλιμο γι’ αυτόν, ενώ νομίζει ότι είναι. Δεν μπορεί όμως να θέλει πραγματικά κάτι που δεν του είναι ωφέλιμο αλλά μόνο τού φαίνεται τέτοιο. Και για να ξέρει αν του είναι ωφέλιμο ή όχι, πρέπει να έχει τη φρόνηση για να κρίνει. Η κατοχή δύναμης δεν αρκεί για να εξαίρουμε κάποιον ως ενάρετο ή ζηλευτό πρόσωπο.
Βρισκόμαστε μπροστά σε ένα από τα σωκρατικά παράδοξα, ότι κανείς δεν κάνει το κακό εν γνώσει του (ουδείς εκών κακός). Ο Σωκράτης θεωρούσε ότι όλοι οι άνθρωποι επιδιώκουν την ευδαιμονία. Αρκεί λοιπόν ο καθένας να ξέρει πώς θα την κατακτήσει. Από τη στιγμή που θα γνωρίσει την αλήθεια για το ποια πράξη θα τον φέρει κοντύτερα στην ευτυχία, το μόνο που μένει είναι να την πράξει. Όλοι μας δηλαδή από τη στιγμή που ξέρουμε τι είναι καλό και τι είναι κακό, αναγκαστικά θα κάνουμε τις καλές πράξεις και θα αποφεύγουμε τις άδικες, αφού σίγουρα όλοι θέλουμε το καλό μας. Οι επιθυμίες μας όμως εκβιάζονται από πρόσκαιρες απολαύσεις και πάθη, και μας ωθούν σε άδικες πράξεις που προσφέρουν πρόσκαιρη ικανοποίηση εις βάρος της επίτευξης του στόχου μας. Το να αδικήσει, ο Σωκράτης το θεωρεί απαράδεκτη ενέργεια γιατί θα του κοστίσει την ευτυχία. Η άδικη τιμωρία λοιπόν, που ο Πώλος παραδέχεται σαν ένδειξη δύναμης, είναι γι’ αυτόν άθλια.
Ο Πώλος αντιδράει υποστηρίζοντας ότι ακόμα και ο Σωκράτης θα ζήλευε κάποιον με δύναμη που φέρεται όπως περιέγραψε πριν, εξουσιάζοντας τον οποιονδήποτε, είτε δίκαια είτε άδικα˙ ο Σωκράτης όμως λέει ότι όχι μόνο δεν θα ζήλευε έναν τέτοιον, αλλά θα τον λυπόταν. Κι αυτό γιατί αυτός που σκοτώνει άδικα είναι άθλιος, ενώ αυτός που αδικείται ούτε άθλιος είναι ούτε του αξίζει η λύπηση.
«Δηλαδή εσύ θα ήθελες πιο πολύ ν’ αδικείσαι παρά ν’ αδικείς;»
«Προσωπικά δεν θα ήθελα ούτε το ένα ούτε το άλλο. Αν όμως ήταν αναπόφευκτο ν’ αδικώ ή ν’ αδικούμαι, θα προτιμούσα ν’ αδικηθώ παρά ν’ αδικήσω»469c.
Ο Σωκράτης δεν είναι ο πασιφιστής που αρνείται πλήρως τη θανάτωση, ούτε την εξορία ή την απόσπαση της περιουσίας κάποιου, παρά μόνο όταν γίνεται άδικα. Με άλλα λόγια, μιλάει για την τιμωρία και τη δικαιοσύνη. Αρνείται όμως απόλυτα την ανταποδοτικότητα, αφού πίστευε πως ό,τι και να του έχει κάνει κάποιος, έστω και άδικα, δεν επιτρέπεται αυτός να απαντήσει ανάλογα, καθώς κάνοντας μια άδικη πράξη θα έβλαπτε τον εαυτό του. Η άρνηση της ανταποδοτικότητας (ακόμα ένα σωκρατικό παράδοξο) έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την κοινή ηθική της εποχής, που επέτρεπε και επικροτούσε την εκδίκηση (ανταπόδοση) μιας βλαβερής πράξης. Ο Σωκράτης λοιπόν από τη μία επικροτεί τη δίκαιη τιμωρία αυτού που αδίκησε, από την άλλη όμως δεν δέχεται ότι η εκδίκηση από μόνη της είναι καλός λόγος για την τιμώρηση.
Η δίκαιη τιμωρία όμως είναι κάτι ωραίο, κάτι καλό. Αυτός που δέχεται δίκαιη τιμωρία, δέχεται κάτι ωραίο, άρα και ωφέλιμο, δηλαδή ωφελείται ο ίδιος. Ακόμα κι αν η τιμωρία προξενεί σωματικούς πόνους, βελτιώνεται η ψυχή του, «λυτρώνεται δηλαδή από την κακία της ψυχής όποιος τιμωρείται δίκαια»477a. Και η ιατρική πολλές φορές δεν είναι ευχάριστη, αφού η θεραπεία μπορεί να είναι επίπονη ή ψυχοφθόρα, είναι όμως προφανώς ωφέλιμη, προσφέροντας την υγεία. Η απόδοση δικαιοσύνης λοιπόν αν και φαίνεται ή και λαμβάνεται ως κάτι δυσάρεστο (φυλάκιση, εξορία, αφαίρεση περιουσίας), γιατρεύει την ψυχή από την φαυλότητα. Η φαυλότητα της ψυχής είναι το χειρότερο από όλα τα άσχημα, όπως η φτώχεια και η ασθένεια, αφού τα μέρη της φαυλότητας (αδικία, ακολασία, δειλία, αμάθεια) είναι περισσότερο βλαβερά από τη φτώχεια και την ασθένεια. Αυτοί που αποφεύγουν την τιμωρία βλέπουν μόνο το λυπηρό, δυσάρεστο, μέρος της και «αγνοούν πόσο περισσότερη δυστυχία είναι να συμβιώνει κάποιος με μη υγιή ψυχή παρά με μη υγιές σώμα»479b, και κάνουν τα πάντα για να μη λογοδοτήσουν.
Η αποφυγή της τιμωρίας λοιπόν αποδεικνύεται εμμονή στο κακό, ενώ η αποδοχή της προσπάθεια βελτίωσης της ψυχής και κατάκτησης της ευτυχίας.
Αν ο άδικος θέλει πραγματικά να ωφεληθεί, από μόνος του πρέπει να ζητήσει την τιμωρία, όπως ο ασθενής τον γιατρό. Άρα για την απολογία στο δικαστήριο η ρητορική, που ορίστηκε σαν η επιτυχημένη προσπάθεια αποφυγής της τιμωρίας και απόκτησης αγαθών (από τον Γοργία και τον Πώλο), δεν είναι καθόλου χρήσιμη, ούτε για τον ίδιο αυτόν που αδίκησε, ούτε αν υπερασπίζεται έναν φίλο ή συγγενή, αν φυσικά θέλει το καλό του. Είναι μάλιστα αντιπαραγωγική, αφού αποτρέπει από την ευκαιρία για περίθαλψη της ψυχής. Για τον Σωκράτη, η τιμωρία ήταν ένα μέσο σωφρονισμού, και ποτέ τρόπος εκδίκησης.
Αφού λοιπόν η τιμωρία είναι ωφέλιμη, πρέπει να φροντίζουμε για την τιμωρία του φίλου και όχι του εχθρού. Μάλιστα, η τιμωρία του εχθρού πρέπει να αποτραπεί αν είναι στις δυνάμεις μας. Ακόμα και στην περίπτωση που ένας δικός μας εχθρός αδικεί κάποιον άλλο, επίσης εχθρό μας (δηλαδή ακόμα και στην περίπτωση που η μοίρα του εχθρού δεν μας αφορά άμεσα), αν (και μόνο αν) χρειαστεί να τον βλάψουμε, τότε πρέπει με κάθε τρόπο να φροντίσουμε να μη λογοδοτήσει και να μην προσαχθεί στον δικαστή για να ωφεληθεί. Και αν προσαχθεί, λόγου χάρη για κλοπή, πρέπει να επινοήσουμε τρόπο να γλιτώσει και να διαφύγει με τα κλοπιμαία για να τα ξοδέψει και να τα χαραμίσει με τρόπο άδικο και ανόσιο. Έτσι, θα βλάψει μόνος του την ψυχή του και θα στερηθεί την ευτυχία. Μόνο σε αυτές τις περιπτώσεις είναι χρήσιμη η ρητορική.
Καλύτερο βέβαια από το να γιατρευτούμε είναι να μην χρειαστούμε καν τη γιατρειά, δηλαδή να μην παρουσιαστεί η ασθένεια. Όσον αφορά την ψυχή, είναι καλύτερο να μην αδικήσουμε, ώστε να μην χρειαστεί να τιμωρηθούμε για να ωφεληθούμε.
«Κατ’ εξοχήν ευτυχισμένος λοιπόν είναι όποιος δεν έχει κακία στην ψυχή»
«Δεύτερος στην ευτυχία είναι όποιος απαλλάσσεται από την κακία», δηλαδή αυτός που δέχεται νουθεσία, επίπληξη και τιμωρία.
«Χειρότερα συνεπώς ζει όποιος βρίσκεται μέσα στην αδικία και δεν απαλλάσσεται»478d–e.
Άρα η δικαιοσύνη, που απαλλάσσει από την αδικία, είναι ωραιότερη από την «χρηματιστική» τέχνη και την ιατρική που απαλλάσσουν από τη φτώχεια και την ασθένεια. Η ωφέλεια της δικαιοσύνης λοιπόν είναι μεγαλύτερη ακόμα και από της ιατρικής.
* Μαθητής του Γοργία, ενθουσιώδης οπαδός της διδασκαλίας του, δάσκαλος ρητορικής και ο ίδιος. Εμφανίζεται και στον διάλογο Φαίδρος.
Γράφει ο Σαπαρδάνης Κωνσταντίνος