O Μύρτιον, Πάμφιλος και Δωρίς είναι ένας από τους δεκαπέντε εταιρικούς διαλόγους που δημιούργησε ο Λουκιανός που αναφέρονται όχι στις λίγες μεγαλόσχημες αλλά στις πολλές άσημες εταίρες που τις δέρνει η φτώχεια· κι αυτό άσχετα από τα γνωστά ή άγνωστα ονόματα με τα οποία τις παρουσιάζει.
Πρόκειται για κοινωνική σάτιρα που δεν είναι καθόλου ένα σκανδαλιστικό και πορνογραφικό κείμενο.
Οι εταίρες του συμπληρώνουν την παρουσίαση των καημών και των εξευτελισμών της φτωχολογιάς των χρόνων εκείνων….
ΜΥΡΤ. Ώστε παντρέβεσαι, Πάμφιλε, την κόρη του Φίλωνα του καπετάνιου;
Ή μήπως παντρεφτήκατε κιόλας,
καθώς λένε; Δηλαδή πήγανε περίπατο όλοι εκείνοι οι όρκοι που μού’ κανες, και τα δάκρυα, κι όλα;
Και την ξεχάνουμε έτσι στο πι και φι τη Μυρτούλα;
Και ίσα-ίσα τόρα πού’ μαι οχτώ μηνών έγκυος!
Δηλαδή το μόνο που κέρδισα από τον έρωτά σου είναι που μου φούσκωσες την κοιλιά,
και σε λίγο θά’χω να ταΐζω κι ένα μωρό, πράμα πολύ βαρύ για μιαν εταίρα.
Γιατί δε σκοπεύω να το πετάξω το παιδί, και μάλιστα αν είν’ αγόρι, αλλά θα το βγάλω Πάμφιλο,
και θα τό’χω παρηγοριά για τη χαμένη μου αγάπη.
Όμως εκείνο, άμα μεγαλώσει, κάποτε θα σ’ εύρει και θα σου ζητήσει το λόγο, που απαράτησες έτσι την καϋμένη τη μαννούλα του!
Νά’ παιρνες τουλάχιστον καμμιάν όμμορφη!
Την είδα, τώρα κοντά, στα Θεσμοφόρια, με τη μάννα της, χωρίς να φανταστώ πως γι’ αυτό το σκιάχτρο δε θα ξαναϊδώ τον Πάμφιλο!
Αμ κοίταξέ τηνε πρωτύτερα καϋμένε και ιδές το μούτρο της και τα μάτια της, κι ας μη σου κακοφανεί που παραείναι γαλανά κι αλλοιθωρίζουνε και τό’ να κυττάζει τ’άλλο!
Δεν έχεις δει τουλάχιστο τον Φίλωνα, τον πατέρα της νύφης;
Άμα δεις αυτουνού τα μούτρα δε χρειάζεται καθόλου να ιδείς και την κόρη του.
ΠΑΜΦ. Θα σ’ ακούω πολύ ώρα ακόμη, ρε Μυρτούλα, να λες παλαβωμάρες για κοπέλλες και για παντρειές με καπετανοπούλες;
Εγώ δεν έχω ιδέα για καμμιά νύφη, ούτε όμμορφη ούτε σκιάχτρο.
Κι ούτε ξέρω αν ο Φίλωνας απ’ την Αλωπεκή (γι’ αυτόνε νομίζω πως μιλάς) έχει καμμιά κόρη της παντρειάς.
Κι ούτε είναι φίλος του πατέρα μου ο λεγάμενος. Θυμούμαι μάλιστα που προ καιρού τον είχε πάει στα δικαστήρια για κάποιο ναυτικό συμφωνητικό.
Χρωστούσε θαρρώ στον πατέρα μου ένα τάλαντο και δεν ήθελε να το δώσει. Κι ο πατέρας μου τον πήγε στο Ναυτοδικείο και μόλις τώρα τελευταία τον πλήρωσε, και μάλιστα δεν τά’ δωσε όλα όπως έλεγε ο πατέρας μου.
Αμ αν ήτανε να παντρευτώ, θα άφινα την κόρη του Δημέα, που ήτανε πέρυσι στρατηγός, πού’ναι και ανηψιά της μάννας μου, για να πάρω την κόρη του Φίλωνα;
Αλλά δε μου λες, εσύ που τά’ μαθες όλα αυτά;
Ή μήπως τα σοφίστηκες μόνη σου επίτηδες, για να μου κάνεις καυγάδες και ζήλιες;
ΜΥΡΤ. Δηλαδή, δεν παντρέβεσαι, Πάμφιλε;
ΠΑΜΦ. Παλάβωσες, ρε Μυρτούλα ή είσαι μεθυσμένη; Τι διάολο, χτες δεν ήπιαμε τόσο πολύ.
ΜΥΡΤ. Τούτη η Δωρίτσα με λαχτάρησε. Την είχα στείλει να μου πάρει μαλλί για την κοιλιά μου και να προσευχηθεί για μένα στη Λοχεία και τούτη απάντησε στο δρόμο τη Λεσβία και… αλλά πέστα καλύτερα Δωρίτσα εσύ η ίδια όσα σου είπε, εξόν πια αν τά’βγαλες από το μυαλό σου.
ΔΩΡ. Μα θάθελα σκότωμα, κυρά, αν σούλεγα κανένα ψέμμα. Να, καθώς περνούσα κοντά στο Πρυτανείο, νά’ σου την μπροστά μου η Λεσβία χαμογελαστή. Και μου λέει: ‘Ο αγαπητικός σας ο Πάμφιλος παντρέβεται την κόρη του Φίλωνα. Κι αν δε με πιστεύεις, έλα στο σοκάκι μας να τα ιδείς όλα εντάξει, το σπίτι γεμάτο στεφάνια, τις αυλητρίδες, τη φασαρία και ν’ ακούσεις το τραγούδι του γάμου.
ΠΑΜΦ. Λοιπόν, τι έγινε, Δωρίτσα; Πήγες;
ΔΩΡ. Μάλιστα! Πήγα και τά’δα όλα, όπως μου τά’πε.
ΠΑΜΦ. Τώρα καταλαβαίνω πώς την πατήσατε!
Ούτε η Λεσβία σού’πε εντελώς ψέμματα, Δωρίτσα, ούτε κι εσύ είπες ψέμματα στη Μυρτούλα. Άδικα όμως ταραχτήκατε γιατί ο γάμος δεν ήτανε στο σπίτι μας.
Τώρα θυμήθηκα αυτά που μού’πε η μάννα μου χτες βράδυ όταν εγύρισα στο σπίτι μου φεύγοντας από δω.
‘Ο συνομήλικός σου ο Χαρμίδης, Πάμφιλε, ο γυιος του Αρισταίνετου του γείτονά μας, έβαλε μυαλό και παντρέβεται.
Εσύ ως πότε θα ζεις με μιαν εταίρα;’
Κάτι τέτοια άκουγα που μού’λεγε καθώς με πήρε ο ύπνος.
Το πρωί σηκώθηκα κι έφυγα νωρίς από το σπίτι και δεν είδα τις ετοιμασίες που είδε αργότερα η Δωρίτσα.
Κι αν δεν το πιστέβετε, ξαναπήγαινε βρε Δωρίτσα και ιδές προσεχτικά όχι το σοκάκι αλλά την πόρτα. Ποια έχει τα στεφάνια, η δική μας ή του γείτονα;
ΜΥΡΤ. Μου γλύτωσες τη ζωή, Πάμφιλε. Γιατί’ χα σκοπό να κρεμαστώ αν γινότανε κάτι τέτοιο!
ΠΑΜΦ. Βλέπεις ότι δεν έγινε. Κι εγώ δεν παλάβωσα ακόμα ν’ αφίσω τη Μυρτούλα μου και μάλιστα τώρα που θα μου κάμει παιδί!
Πηγή: mythiki-anazitisi