Η Ιερά Μονή Αγ. Διονυσίου πρωτοεμφανίζεται σε γραπτό κείμενο το έτος 1543 (949 τούρκικα) στις αρχές του μήνα Μουχαρέμ, στο οποίο περιγράφεται η έκταση που παραχωρείται στο μοναχό Διονύσιο απ’ τον Αχμέτ Αγά.
Μέχρι το 1870 δεν έχουμε καμμία εξέλιξη στην περιουσιακή κατάσταση της Ιεράς Μονής. Μετά το 1870, όταν η Οθωμανική αυτοκρατορία δείχνει πλέον σαφή δείγματα κατάρρευσης ο ηγούμενος Δαμιανός ξεκινάει τη διαδικασία έκδοσης τίτλων υπέρ της μονής. Με τη βοήθεια του Μητροπολίτη Θεσ/νίκης Ιωακείμ εκδίδει τους τίτλους 172/1874 και 178/1875 (5000 πηχ και 4000 πήχεις αντίστοιχα). Το 1876 ο Μητροπολίτης Θεσ/νίκης Ιωακείμ αναλαμβάνει Πατριάρχης Κων/πόλεως. Οι Λιτοχωρϊτες επειδή αντέδρασαν στην παραχώρηση τέτοιων ασαφών τίτλων το 1877 αφορίζονται. Το 1878 γίνεται η επανάσταση του Ολύμπου, συγκροτείται η επαναστατική προσωρινή Κυβέρνηση με πρόεδρο τον αφορισμένο Λιτοχωρίτη Ε. Κοροβάγκο. Στοιχεία:
α) Μητρ. Γεναδίου Θεσ/νίκης η Ιερά Πατριαρχική & Σταυροπηγιακή μονή Αγ. Διονυσίου1917, σελ 24
β) αφορισμός και άρση αφορισμού 1877-1989
γ) Νικ. Κάκκαλου το Λιτόχωρο κατά την επανάσταση 1878.
Προκειμένου η Ιερά Μονή Αγίου Διονυσίου, να αναγνωρισθεί ως κυρία, νομέας και κάτοχος της δασικής εκτάσεως επί της οποίας της είχε παραχωρηθεί δικαίωμα διηνεκούς εξουσιάσεως δυνάμει των Ταπίων με αριθ. 172 του έτους 1874, 178 του έτους 1875 και 5 του έτους 1890, υπέβαλε σχετική αίτηση ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου του Υπουργείου Γεωργίας.
Στις 10/5/1922 εκδίδεται η υπ’αριθ. 6 απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου του Υπ.Γεωργίας, η οποία αναβάλλει την οριστική απόφαση και υποχρεώνει την Ι.Μ. Αγ. Διονυσίου όπως εντός δύο μηνών προσκομίσει επικυρωμένα πιστοποιητικά για τους τίτλους που επικαλείται.
Στις 18/10/1922 εκδίδεται η υπ’αριθ.42 απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου η οποία αναγνωρίζει μόνον τους δύο τίτλους 172 & 178, του 1874 & 1875 αντίστοιχα, συνολικού εμβαδού 9000 πήχεων. Τα όρια όμως των τίτλων είναι ασαφή και πολύ διαφορετικά από το εμβαδόν. Αυτό λέει και η πραγματογνωμοσύνη με αριθ.22/13-8-23 του Δασαρχείου Κατερίνης προς το Υπουργείο Γεωργίας. Στις 21/7/241 ο υπουργός Γεωργίας αποστέλλει προς το Διοικητικό Δικαστήριο την πραγματογνωμοσύνη και θεωρεί το δάσος διαφιλονικούμενο (σχετ.αριθμ.73940/21-7-24 έγγραφο Υπ. Γεωργίας)
Στις 11/3/1925 η Ιερά Μονή Αγίου Διονυσίου καταθέτει νέο υπόμνημα προς το Διοικ. Δικαστήριο του Υπ.Γεωργίας για αναγνώριση τίτλων που είχαν απορριφθεί απ’την απόφαση 42/18-10-22 (ταπί 5, αιτούμενη έκταση για αναγνώριση 20.200 στρεμμ.)
Στις 8/4/1925 εξεδόθη η υπ’αριθ. 10 απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου του Υπ. Γεωργίας, με την οποία ρητά αναγνωρίζονται μόνο οι τίτλοι που αναγνώρισε και η απόφαση 42, δηλαδή οι 172 & 178 (συνημμένα, οι αιτήσεις, η πραγματογνωμοσύνη και οι αποφάσεις).
Στις 3/8/1933 δημοσιεύεται στο ΦΕΚ 233 Α’ η περιουσία της Ιεράς Μονής, η οποία ορίζεται σε 30.000 στρέμματα.
Στις 13/7/1960 κατατίθεται η εισήγηση του κ. Δ. Παπαναστασίου προς το τεχνικό Συμβούλιο Δασών, για την εξώδικο διανομή του δάσους της Ιεράς Μονής, όπου προφανέστατα εκ παραδρομής αναφέρει ότι η απόφαση
42/1922 αναγνώρισε προς την Ιερά Μονή δάσος έκτασης 66.649 στρεμμάτων, πράγμα που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.
Ακολουθεί η έκθεση εκτίμησης σης 7/ 11/1960 υπό τον Δασάρχη κ. Ριζόπουλο που ορίζει κατά την προσωπική του αντίληψη το δάσος σε 61.486 στρέμματα.
Τον Ιούνιο του 1961, ο δασολόγος Μαυρΐδης Ευθύμιος σαν εκπρόσωπος της Ιεράς Μονής, ορίζει το δάσος σε 66.490 – 5004 ιης απαλλοτρίωσης του 1952 = 61.486.
Σ’αυτή την έκταση που περιγράφει ο κ.Μαυρΐδης περιλαμβάνεται και το επίδικο των 4.250 στρ. που διεκδικεί ο Δήμος Λιτόχωρου.
Στις 22-8-61 στέλνεται η υπ’αριθ. 5813/1961 εκτίμηση ιου δάσους της Ιεράς Μονής, υπό του κ. Β. Πλευράκη, Δασολόγου, όπου αναγράφεται ότι η επίδικη έκταση των 4.250 στρ. σύμφωνα και με την μαρτυρία του Ηγουμένου της Μονής, ανήκει στο Δημόσιο όπου όμως η κοινότητα του Λιτόχωρου εισέπραττε και εισπράττει ενοίκιο απ’ τους κτηνοτρόφους της περιοχής.
Στις 6-12-61 υποβάλλεται η υπ’ αριθ. 9416/1961 επείγουσα συμπληρωματική έκθεση του Δασάρχη κ. Γ. Καλογιάννη, προς την 4ιι Δασική Επιθεώρηση Δασών Θεσ/νίκης όπου επισημαίνεται ότι η έκταση των 4.250 στρ. δεν ανήκει στην Ιερά Μονή και πρέπει να αφαιρεθεί, από την συνολική εκτίμηση.
Στις 13/1/62 από την επιθεώρηση Δασών Θεσ/νίκης εκδίδεται η υπ’ αριθ. 348 εισήγηση που υπογράφει ο Επιθ/της Δασών Θεσ/νίκης κ. Καλογερόπουλος, προς το υπουργείο Γεωργίας όπου επικαλείται ξανά μετά επιτάσεως τις ως άνω αποφάσεις 5813/1961 και 9416/1961 και επιμένει στην αφαίρεση των 4.250 στρεμμάτων της Ιεράς Μονής.
Στις 13/9/62 κατατίθεται η έκθεση εκτίμησης του όλου δάσους που την υπογράφουν οι κ. 1) Ι.Μαντανίκας, 2) Γ.Αυγίκος και 3) Ευθ.Μαυρΐδης, παίρνοντας υπόψη τις 313, 348 εκθέσεις, την από 7/11/60 ίου κ.Ριζόπουλου, την από Ιούνιο 1961 έκθεση του κ.Μαυρίδη Δασολόγου της Ιεράς Μονής που αναγνωρίζουν έκταση 57.236 στρεμμάτων, αγνοώντας όμως εκ παραδρομής την απόφαση 42/1922, το ΦΕΚ 233/1933, τις εκθέσεις 5813/1961 9416/1961.
Ακολουθεί το υπ1 αριθ. 28453/12-11-68 συμβόλαιο της εξώδικης διανομής του συμβολαιογράφου Κατερίνης Δημ. Κοϊδάκη, όπου ρητώς αναφέρεται ότι διανέμεται το συνιδιόκτητο δάσος έκτασης 54.368 στρεμμάτων και όχι 57.236 γιατί ήδη είχε ξεκινήσει η διαδικασία επίταξης 2.800 στρ. από τον στρατό για την δημιουργία του πεδίου βολής Λιτόχωρου η οποία ολοκληρώθηκε στις 3/3/70 (νεώτερη επίταξη υπέρ του στρατού επίκειται)
Βλέπουμε πως από τις εκθέσεις και τις εκτιμήσεις και από αυτή που υπογράφουν οι εκπρόσωποι του Δημοσίου (Μαντανίκας – Αυγίκος) και ο Δασολόγος του μοναστηρίου (Μαυρίδης) η έκταση των 4.250 στρ. δεν συμπεριλαμβάνεται γιατί αναγνωρίζεται ότι δεν είναι μοναστηριακή.
Από το 1921 μέχρι το 1968 φαίνεται ότι υπήρχαν συνεχείς διαφορές ως προς το ιδιοκτησιακό, ανάμεσα στο Δημόσιο και σΐη Μονή. Το 1937 ανακηρύχθηκε ο ΟΛΥΜΠΟΣ ως δρυμός με αποτέλεσμα μετά τον πόλεμο ν’αρχίσει η αλληλογραφία μεταξύ Μονής και Υπουργείου Γεωργίας σχετικά με την απαλλοτρίωση του ΟΛΥΜΠΟΥ. Όπως φαίνεται από το αρχείο του Υπουργείου Γεωργίας υπάρχει μια συνεχής αλληλογραφία μεταξύ των ετών 1959-1968 αναφορικά με το εμβαδόν ίων εν λόγω εκτάσεων. Το 1968 με το εξώδικο συμβόλαιο διανομής και αφού είχε προηγηθεί η έκθεση των εμπειρογνωμόνων, συμφωνούν να μοιράσουν τα 57.236 στρέμματα, τα οποία ειρήσθω εν παρόδω από κανέναν τίτλο από αυτούς που η ίδια η Ιερά Μονή επικαλείται δεν προκύπτουν.
Η απόφαση 42/1922 αναγνωρίζει μόνο δύο τίτλους 172 και 178 συνολικής έκτασης 9000 τούρκικων στρεμμάτων η δε 10/1925 επαναβεβαιώνει την προηγούμενη. Παραδόξως το ΦΕΚ 233/1933 αναφέρεται σε 30.000 στρ. στα οποία προφανώς περιλαμβάνει τους δύο τίτλους 172 & 178 καθώς και τον 5 ο οποίος ουδέποτε και από κανένα δικαστήριο αναγνωρίστηκε, δηλαδή 5000+4000+20.200 στρέμματα, σύνολο 29.200 στρέμματα. Και ξαφνικά το έτος 1990 τίθεται για πρώτη φορά ζήτημα εκ μέρους της Ιεράς Μονής ότι το συμβόλαιο του 1968 έσφαλε. Διενεργείται έρευνα, με αποτέλεσμα ο Δ/ντής Δασών Πιερίας, κ.Πασχαλούδης με το έγγραφο του με αριθ. 1287 /29-3-91 προς υπουργείο Γεωργίας κρούει τον κώδωνα κινδύνου και ζητά οδηγίες. Αν δόθηκαν ή όχι δεν το γνωρίζουμε.
Το 1994, η Ι.Μ. Αγ.Διονυσίου, παρότι γνώριζε ότι ο Δήμος Λιτόχωρου είναι κύριος της επίδικης έκτασης των 4.250 στρεμμάτων., αγνόησε τελείως αυτόν και τους δημότες του, που βόσκουν τα ποίμνια τους στην έκταση αυτή, έχουν ποιμνιοστάσια και καλλιεργούν αγρούς και κατέθεσε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Κατερίνης την από 4/10/94 αγωγή της μόνο κατά του Ελληνικού Δημοσίου, με την οποία ζητούσε να αναγνωρισθεί η Μονή κύρια της εκτάσεως. Την άσκησε δε με τον ισχυρισμό ότι εκ παραδρομής δεν συμπεριλήφθη στο συμβόλαιο διανομής 28453/1965, παραβλέποντας το γεγονός ότι για να υπογραφεί το συμβόλαιο αυτό προηγήθηκε η έκθεση εκτίμησης των κ. 1) Μαντανίκα Ιωάννη προϊσταμένου Δασοπονικών μελετών του υπουργείου Γεωργίας 2) Αυγίκου Γεωργίου Επιθεωρητή Δασών της 4^ Δασικής Επιθ/σης Θεσ/νίκης και 3}Μαυρίδη Ευθυμίου Δασολόγου εκπροσώπου της Ιεράς Μονής αποτελούντες μετά από εντολή του υπουργού Γεωργίας την Επιτροπή Εκτιμήσεως της αξίας. Υπενθυμίζεται δε πως αναγνωρίζουν συνολικό εμβαδόν δάσους 57.236 στρεμμ. και το εκτιμούν σε 2.368.162 δρχ. όπως αναγράφεται εν τέλει και στο συμβόλαιο.
Ο Δήμος Λιτόχωρου πληροφορήθηκε από τρίτους την παραπάνω αγωγή και κατέθεσε την παρέμβαση του εμπρόθεσμα στις 12-10-1995. Το Δικαστήριο με την υπ’αριθμ. 382/1996 απόφαση του απέρριψε την αγωγή της Ιεράς Μονής ως αόριστη.
Μετά την παραπάνω εξέλιξη ο Δήμος πίστευε ότι θα έκλεινε η υπόθεση ή αν γινόταν νέα αγωγή της Ιεράς Μονής κατά ιου Δημοσίου θα την κοινοποιούσε και προς το Δήμο.
Η Ιερά Μονή στη συνέχεια άσκησε την από 7/1/97 νέα αγωγή της που απευθυνόταν στο Πολ/ές Πρωτ. Κατερίνης και πάλι μόνο κατά του Δημοσίου. Στη συνέχεια εξεδόθη αμέσως η προδικαστική, εξετάστηκαν μάρτυρες δύο νεαροί μοναχοί της Ιεράς Μονής και δύο υπάλληλοι ιης Δ/νσης Δασών, οι οποίοι ουδόλως γνώριζαν την πραγματική κατάσταση και την 26/3/98 ορίστηκε να διενεργηθεί η μετ’ απόδειξη συζήτηση στο Πολ/λές Πρωτοδικείο Κατερίνης.
Ολίγον προ της παραπάνω δικασίμου, ο Δήμος Λιτόχωρου πληροφορήθηκε, όλως τυχαία, τα σχετικά γεγονότα και αμέσως κατέθεσε στο ίδιο δικαστήριο την από 12-3-1998 δεύτερη κύρια παρέμβαση του, αφού παραιτήθηκε από την πρώτη. Αυτή ορίσθηκε να δικαστεί χην 12-11-1998. Στη μετ’ απόδειξη συζήτηση της παραπάνω νέας αγωγής της Ιεράς Μονής (26-3-1998) ο Δήμος Λιτόχωρου παραστάθηκε στο Δικαστήριο και ζήτησε την αναβολή της δίκης και την συνεκδίκαση της αγωγής με την παρέμβαση του, πλην όμως το αίτημα του αυτό δεν έγινε δεκτό. Έτσι, ερήμην του Δήμου, χωρίς αυτός να προβάλει ία σοβαρά στοιχεία που διέθετε εξεδόθη η υπ’ αριθμ. 197/1998 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κατερίνης, η οποία αναγνωρίζει την Ιερά Μονή συγκυρία του επιδίκου κατά τα 4/5 εξ αδιαιρέτου και το Δημόσιο κατά 1/4. Μετά από αυτά, το Δημόσιο άσκησε κατά της παραπάνω απόφασης την από 27-11-1998 έφεση του η οποία ορίσθηκε να δικαστεί την 7-2-2000.
Ενόψει της παραπάνω εφέσεως, ο Δήμος Λιτόχωρου άσκησε σιο Εφετείο Θεσ/νίκης την από 18-10-1999 τρίτη παρέμβαση του.
Με την υπ’ αριθμ.2866/2000 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης απορρίφθηκε ουσία η έφεση του Δημοσίου καθώς και η παρέμβαση του Δήμου, αλλά για τυπικούς λόγους, καθόσον δεν τήρησε την προβλεπομένη προδικασία του ν. 1539/1998, ο οποίος είχε τροποποιηθεί ολίγον προ της καταθέσεως της παρέμβασης του με τον νόμο 2732/1999. Το Δημόσιο αναιρεσίβαλε την παραπάνω εφετειακή απόφαση, αλλά απορρίφθηκε και η αναίρεση του (1032/2002 απ.Α.Π.).
Την 15-12-2003 ο Δήμος Λιτόχωρου συζητούσε στο Εφετείο Θεσ/νίκης την από 27-7-1981 αναγνωριστική κυριότητας αγωγή του κατά του Ελληνικού Δημοσίου που αφορούσε το υπ’αριθ.12 κτήμα του (ξηροκάμπι) και η συζήτηση γινόταν ύστερα από αποδείξεις και πραγματογνωμοσύνη που είχε διατάξει το Εφετείο.
Η Ιερά Μονή πληροφορήθηκε, την μετ’ απόδειξη συζήτηση της παραπάνω αγωγής του Δήμου στο Εφετείο Θεσσαλονίκης και κατέθεσε σ’ αυτό την από 8-12-2003 κυρία παρέμβαση της (με ημερομηνία συζήτησης την 18.10.2004), με την οποία ζητά να αναγνωρισθεί η ίδια κυρία ενός τμήματος του υπ’ αριθμ. 12 κτήματος του, εμβαδού 1.866 στρεμμάτων, που βρίσκεται στην βορειοδυτική πλευρά του και εντός των επιδίκων 4.218,600 στρεμμάτων. Η ως άνω κύρια παρέμβαση είχε ως δικονομικό αποτέλεσμα την αναβολή της μετ’απόδειξην συζητήσεως της εφέσεως του Δήμου, προκειμένου να συνεκδικασθεΐ με την κύρια παρέμβαση της Ιεράς Μονής στις 18.10.2004.
Ενόψει της, ως άνω, παρεμβάσεως της Ιεράς Μονής και δεδομένου ότι η παραπάνω υπ1 αριθμ. 197/1998 απόφαση, ουδέν δεδικασιιένο δημιουργεί για τον Δήμο Λιτόχωρου, αφού δεν συμμετείχε ουσιαστικά στην δίκη της Ιεράς Μονής με το Δημόσιο, αυχός κατέθεσε νόμιμα στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Κατερίνης την από 4-3-2004 αναγνωριστική κυριότητας αγωγή του εναντίον της, η οποία ορίσθηκε να δικαστεί την 21-2-2005 και αφορά τα 4.218,600 στρέμματα.
Το γεγονός ότι ο Δήμος Λιτόχωρου δεν άσκησε αναίρεση κατά της υπ’αριθ.2866/2000 αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης, που απέρριψε την τρίτη παρέμβαση του για τυπικούς λόγους, σε καμία περίπτωση δεν συνιστά αποδοχή του Δήμου της παραπάνω εφετειακής αποφάσεως. Η Ιερά Μονή εφόσον υπήρχε η παρέμβαση και έκδοση της υπ’ αριθ.382/1996 αποφάσεως, που είναι οριστική γι’ αυτήν και προδικαστική για το Δήμιο και το Δημόσιο, ήταν υποχρεωμένη με τη νέα αγωγή της να στραφεί και κατά του Δήμου Λιτόχωρου, για να παρασχεθεί και ο’ αυτόν η δυνατότητα να αμυνθεί και να υπερασπίσει τα δικαιώματα των πολιτών του, αλλά και για να κλείσει οριστικά η υπόθεση.
Μετά την κοινοποίηση στην Ιερά Μονή της παραπάνω αγωγής του (22-3-2004) η ίδια του Ηγουμένου της κ. Μάξιμου Κυρϊτση προέβη στις εξής ενέργειες : α) Έφερε μεγάλους γεωργικούς ελκυστήρες από άλλα χωριά και το απόγευμα της 22-3-2004, χωρίς να ειδοποιήσει κανένα, άρωσε μ’αυτούς πολλές ιδιοκτησίες δημοτών του Δήμου Λιτόχωρου, που καλλιεργούνται από αμνημονεύτων χρόνων απ’ αυτούς με αμπέλια, οπωροφόρα δένδρα και άλλες καλλιέργειες, β) Υλοτόμησε για πρώτη φορά αιωνόβια δένδρα που βρισκόταν γύρω από ποιμνιοστάσια Λιτοχωριτών, προστατευόταν απ’ αυτούς και αποτελούσαν μνημεία της φύσεως και καταφύγιο των αγρίων ζώων και πουλιών.
Η αλήθεια είναι όχι οι ενέργειες αυτές προκάλεσαν το θρησκευτικό συναίσθημα των δημοτών του Λιτόχωρου και του Δίου.
Η Ιερά Μονή προβάλει τον ισχυρισμό ότι, ότι τα αγροτεμάχια αυτά ανήκουν κατά κυριότητα, νομή και κατοχή στην Ιερά Μονή, ότι η με αριθμ. 197/ 1998 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κατερίνης δεσμεύει και τους γεωργούς, και όχι προτίθεται να τα αντικαταστήσει με άλλα στον Άγιο Δημήτριο, στο ξηροκάμπι του Δήμου Λιτόχωρου που βρίσκεται σε επιδικία μεταξύ Δήμου και Ελληνικού Δημοσίου.
Είναι γνωστό ότι τα τελευταία 100 χρόνια, όπως θυμούνται όλοι οι κάτοικοι τουλάχιστον του Λιτόχωρου, είχαμε μια αγαστή, ειρηνική αλληλέγγυα συνύπαρξη Ιεράς Μονής και Λιτόχωρου. Την τελευταία 12ετία δυστυχώς οι αντιδικίες που έχουν ανακύψει διαταράσσουν αυτήν την αρμονία. Και δεν είναι μόνο οι αντιδικίες με τον Δήμο ή το Δημόσιο είναι και οι διενέξεις με την μονή Κανάλων, Παναγία Μακρυράχης, με τους συμπολίτες μας Κουρδή, Καλαϊτζή, Γκασδόγκα, Τιουτιούφα, Φούντα και πολλούς κατοίκους του Δήμου Δίου.
Ο Σεβασμιόταίος Μητροπολίτης μας έχει διατυπώσει τη διαφωνία που σε ότι αφορά το χειρισμό των δικαστικών διενέξεων εκ μέρους της Ιεράς Μονής.
Θέλουμε να πιστεύουμε ότι, η Ιερά Μονή Αγίου Διονυσίου, της οποίας τη θεία αποστολή σεβόμαστε και υποληπτόμαστε, θα αντιληφθεί ότι οι δικαστικές διενέξεις οδηγούν σε αδιέξοδα και ότι μόνο με προσπάθειες εκτός δικαστηρίων θα είναι δυνατή η επίλυση των διαφορών, η αποκατάσταση της ειρήνης στις ψυχές των δημοτών μας πράγμα που ο Δήμος μας επιδίωξε στο παρελθόν.
Υπόμνημα Παπαθανασίου
(τα αναφερόμενα συννημένα δεν κυκλοφόρησαν για δημοσίευση)