(δημοσιεύθηκε στο τεύχος 56, Μαΐου 2005, του περιοδικού ΙΧΩΡ με τίτλο Η ΑΠΟΘΕΩΣΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ)
Ο «άνθρωπος», ο οποίος έχει πραγματικά και δικαιωματικά τον τίτλου του Ανθρώπου([1]) δηλαδή αυτού που προσβλέπει στην πρόοδό του και την προς τα άνω εξελικτική του πορεία, έχει αναπτύξει την αρετή της άοκνου ΕΡΓΑΣΙΑΣ και την θέληση να αποκτήσει την ΓΝΩΣΗ. Η εργασία και η γνώση θα οδηγήσουν τον Άνθρωπο προς την ΑΠΟΘΕΩΣΗ ώστε ο Άνθρωπος να γίνει Θεός, γιατί σκοπός της ανθρώπινης υπάρξεως είναι γίνει πρώτα κυρίαρχη του ανθρωπίνου περιβάλλοντος δια της εργασίας και της γνώσεως και κατόπιν, όταν απαλλαγεί από όλα του τα πάθη του και όλες του τις ψευδής του δοξασίες, να ελευθερωθεί απ’ αυτό το περιβάλλον ώστε να οδεύσει σε κόσμους θειοτέρους. Είναι, συνεπώς, ενδιαφέρον να δούμε τι είναι γνώση, πως η γνώση επιβοηθεί τον άνθρωπο και ποια είναι η σημασία της εργασίας.
Η ΓΝΩΣΗ κατά ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΑΡΆΔΟΣΗ ΚΑΙ ΤΟΝ ΕΒΡΑΙΟΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟ
«Η Γνώση είναι δύναμη και μάλιστα η μεγαλύτερη μέσα στο Σύμπαν», έλεγε ο Σπυρίδων Νάγος.
Η φράση αυτή χρειάζεται μελέτη γιατί δεν πρόκειται για οποιαδήποτε γνώση, αλλά για την γνώση εκείνη η οποία είναι η μεγαλύτερη δύναμη μέσα στο Σύμπαν. Η μόνη γνώση μέσα στο Σύμπαν που αποτελεί την μεγαλύτερη δύναμη σ’ αυτό (και το αναφέρουμε ευθύς εξ αρχής) είναι η γνώση της αλήθειας. Αλλά τι είναι αλήθεια και μάλιστα για τον διανοούμενο άνθρωπο όπως και για κάθε πνευματική ατομικότητα; Για τον διανοούμενο άνθρωπο ΑΛΗΘΕΙΑ είναι η Γνώση της πραγματικής λειτουργίας της όλης εργαζομένης Φύσεως και των καθέκαστα λειτουργούντων ΝΟΜΩΝ της τόσον της μη νοητικής όσο και της νοητικής και πνευματικής Φύσεως επί του συνόλου των πνευματικών κόσμων.
Η απόκτηση της Γνώσεως από την ψυχή γίνεται ως εξής: Η ψυχή δια του οργάνου του εγκεφάλου και μέσω των αισθήσεως έρχεται σε επαφή με το περιβάλλον, ενώ δια των εγκεφαλικών κέντρων καταγράφει τα διάφορα γεγονότα (οπτικά, ακουστικά κ.λ.π.) και παραστάσεις, συνδυάζει αυτές τις παραστάσεις και δημιουργεί συμπεράσματα υπό μορφή Γνωστικών Μορίων τα οποία κατ’ αρχήν εγκαθίστανται επί της εγκεφαλικής ουσίας και κατόπιν διοχετεύονται προς το κέντρο της Ψυχής.
Τα γνωστικά αυτά μόρια είναι δύο ειδών Αληθή και Ψευδή. Οι δυναμικές ικανότητες της ψυχής, το περιβάλλον, οι συγκυρίες, οι παραστάσεις, και πολλοί άλλοι παράγοντες είναι δυνατόν να δημιουργήσουν ανάλογα μόρια, είτε γνωστικά μόρια τα οποία είναι αληθή, δηλαδή βρίσκονται σε συνάφεια με τα συμβαίνοντα μέσα στη Φύση είτε και ψευδή. Τα γνωστικά αυτά μόρια θα διοχετευθούν υποχρεωτικά προς το κέντρο της ψυχής, αφού έχουν δημιουργηθεί από τις δυνάμεις της. Από τα ερχόμενα προς το κέντρο της ψυχής γνωστικά μόρια μόνον όσα είναι αληθή, σύμφωνα με τον ορισμό που δώσαμε για την αλήθεια, θα αφομοιωθούν από την ψυχή και θα τα φέρει αιώνια ενώ όσα δεν είναι αληθή θα παραμένουν χωρίς να μπορούν να αφομοιωθούν βάσει του αυτού νόμου και θα αναγκασθούν κάποτε να εγκαταλείψουν το κέντρο της και θα έλθουν προς την περιφέρειά της (την διάνοια), και αυτή θα τα απορρίψει και με τις ίδιες διεργασίες θα τα αντικαταστήσει με άλλα αληθή. Αυτός ο φυσικός μηχανισμός θα λειτουργεί καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του ανθρώπου. Μετά την αποσύνθεση του οργανισμού τα ευρισκόμενα στην περιφέρεια (δηλαδή στην διάνοια του) γνωστικά μόρια θα αναγκασθούν να την εγκαταλείψουν. Έτσι ο άνθρωπος με τις αλλεπάλληλες ενσαρκώσεις του μελλοντικά και με τους αυτούς μηχανισμούς συνεχώς εμπλουτίζουν το κέντρο της ψυχής νέα Αληθή Γνωστικά Μόρια. Η απόρριψη αυτή των μη αληθών γνωστικών μορίων κατά τον θάνατο είναι ο νόμος της Λήθης και αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο η ψυχή δεν γνωρίζει την ιστορία της. Η όλη αυτή λειτουργία μας δίνει μια εικόνα του υπέροχου αυτού νόμου που η ψυχή συγκρατεί και αξιοποιεί τις αληθείς γνώσεις ώστε μόνη της να μπορεί συνεχώς ανανεώνει τις γνωστικές της δυνάμεις μέσα στον χρόνο, χωρίς να ανακόπτεται από τη φθορά του παρελθόντος και να αποκτά συνεχώς νέες πραγματικές γνώσεις σε κάθε ενσάρκωσή της.
Δια των οργανισμών οι ψυχικές δυνάμεις εξωτερικεύονται σε ενέργειες και δι’ αυτών μεταβάλλονται σε ιδέες, αισθήματα και συναισθήματα. Δια των αυτών οργανισμών αυξάνουν οι ψυχικές δυνάμεις τις δυναμικές τους ενέργειες και προάγονται κατά την διανόησή τους. Σε αυτούς τους οργανισμούς γίνεται η σύνθεση των ιδεών σε γνώσεις και εκδηλώνεται η δύναμη της παραγωγικής τους αυξήσεως. Πρέπει συνεπώς να γίνει γνωστό ποίος είναι ο νόμος της παραγωγικής αυξήσεως της γνώσεως. Την κοινωνική εκπαίδευση των ατόμων οφείλουν να την πραγματοποιούν οι άνθρωποι οι οποίοι έχουν μυηθεί στις Αλήθειες της Φύσεως και αυτός είναι ο σκοπός δια τον οποίον οργανώθηκαν τα μυστηριακά συστήματα (ή απλώς μυστήρια) του παρελθόντος.
Ο εξελιγμένος άνθρωπος διαθέτει και άλλες πηγές γνώσεως (πέραν αυτής του κοινού κοινωνικού ανθρώπου) και αυτές είναι η διόραση([2]) (υπερόραση), η διακοή (υπερακοή) και η έμπνευση δια των οποίων η ψυχή λαμβάνει την Γνώση εξ αμέσου εποπτείας της χωρίς την μεσολάβηση των αισθητηρίων οργάνων. Η έμπνευση είναι και αυτή πηγή γνώσεως των ανθρώπων των αγνών Μυστών και γενικά των ανθρώπων των μυστηρίων και φέρουν στην ψυχή την γνώση υψηλών πνευματικών ζητημάτων και όχι θεμάτων της καθημερινής ζωής. Η έμπνευση δημιουργείται απ΄ ευθείας στην διάνοια χωρίς την μεσολάβηση των αισθήσεων ή της διαισθήσεως και διακρίνεται της φαντασίας γιατί δεν είναι προϊόν μνήμης. Οι υπεραισθήσεις αυτές είναι κατακτήσεις μόνον των αγνών Μυστών και των Μυσταγωγών οι οποίοι πέτυχαν τον πλήρη εξαγνισμό τους.
Ο κοινός κοινωνικός άνθρωπος έχει ως κύρια πηγή γνώσεως την κατ’ αίσθηση γνώση δηλαδή την γνώση την οποία αποκτάει μέσω των αισθητηρίων οργάνων και του νευρικού συστήματος και η οποία καταλήγει την διάνοια και στο εγκέφαλο. Πέραν όμως αυτής άλλη πηγή γνώσεως άλλη πηγή γνώσεως είναι η παράδοση. Την παράδοση αποτελούν γνώσεις πέραν του ανθρωπίνου επιστητού οι οποίες κληροδοτήθηκαν σε μας από Μύστες των αληθειών της Φύσεως και του εξελισσόμενου πνεύματος μεγάλων Μυσταγωγών και Ιεροφαντών. Η γνώση αυτή των Μυστηρίων, έφθασε σε μας κεκαλυμμένη δια συμβόλων και αλληγοριών, ώστε μόνον οι μεμυημένοι στις αλήθειες της Φύσεως να εννοούν.
Κάθε άλλη σχηματιζόμενη γνώση εάν δεν γίνεται με βάση τους εκδηλωμένους νόμους της ανθρώπινης ψυχής και της οργανικής της φύσεως καθώς επίσης και με βάση τις λειτουργίες των νόμων των πνευματικών φύσεων, κάθε άλλη γνώση η οποία γίνεται επί των ανθρωπίνων διανοιών έξω αυτών των βάσεων και αληθειών είναι άνευ φυσικής αξίας και προορισμένη σε μεταβολή δι’ εξαφανισμού της βάσεως επί της οποίας στηρίχθηκε.
Η γνώση των Νόμων της λειτουργούσης Φύσεως δίδει στον κάτοχό της πτέρυγας αετού και δύναμη λέοντος, ώστε να έχει την δυνατότητα να υποτάξει στην θέλησή του τις μορφές του απείρου. Σε αντίθεση με την αξία της γνώσεως υπάρχει η αρνητική διδαχή (από την λεγόμενη «παλαιά διαθήκη») η οποία ατυχώς μέσω των «βιβλικών» λεγομένων θρησκειών διασώθηκε μέχρι σήμερα και διδάσκει ότι η γνώση (του «καλού» και του «κακού») αποτελεί τον απαγορευμένο για τον άνθρωπο «καρπό» ( βλέπε Παλαιά Διαθήκη Κεφ. Γένεσις Β16) την οποία πρέπει να αποφύγει ο άνθρωπος γιατί διαφορετικά θα προκαλέσει την οργή του ενός «εξωκοσμικού θεού» και δεν θα έχει θέση στον «παράδεισο», δηλαδή σε χώρο όπου ο άνθρωπος θα παραμένει σε κατάσταση αποκτήνωσης (αφού θα στερείται της γνώσεως) και ότι αυτή η κατάσταση (της αποκτήνωσης) αποτελεί τέτοια ευτυχία που ορισμένοι θυσιάζουν την ζωή τους γι’ αυτήν. Αυτή η αρνητική διδαχή υπήρξε το αίτιο που οι φανατικοί χριστιανοί κατά τον μεσαίωνα κατέστρεψαν έναν λαό (τους Έλληνες) και όλα τα πολιτισμικά τους στοιχεία, έκαψαν βιβλιοθήκες και προκάλεσαν ανεπανόρθωτη πολιτισμική καταστροφή η οποία έφερε την ανθρωπότητα τουλάχιστον 1000 χρόνια πίσω και από την οποία δεν έχει συνέλθει ακόμα η ανθρωπότητα.
Σκοπός και προορισμός όλων των όντων της Φύσεως είναι να αποκτήσουν την Γνώση της Αλήθειας. Συνεπώς η ΓΝΩΣΗ δεν είναι απαγορευμένος «καρπός» αλλά δικαίωμα όλων των όντων το οποίο τους παρέχει η θεία Φύση γιατί μέσω της γνώσεως προοδεύουν και εξελίσσονται πνευματικά. Η γνώση θα βοηθήσει τον άνθρωπο να απαλλαγή από τα πάθη του και τις ψευδής του δοξασίες είτε αυτές είναι κοινωνικές είτε θρησκευτικές. Αυτό σημαίνει ότι η Γνώση προορίζεται για όλα τα όντα της φύσεως χωρίς εξαίρεση και μόνον τα πνεύματα του σκότους δεν επιθυμούν να αποκτήσουν την Γνώση και προσπαθούν να αποκλείσουν και τα άλλα όντα από την απόκτησή της.
Η απόκτηση όμως της Γνώσεως από τα όντα συντελείται βαθμιαίως όσον αυτά ανελίσσονται και ως εκ τούτου είναι πάντοτε σχετική γιατί εξαρτάται εκ της εκδηλώσεως των ψυχικών τους δυνάμεων και της λειτουργίας τους σε αρμονία προς τους εκδηλωθέντες νόμους της φύσεώς τους.
Η γνώση που μπορεί να αποκτήσει μια ψυχική ατομικότητα είναι πάντοτε ανάλογη τόσο προς την δυναμική κατάστασή της (δηλαδή το επίπεδο που έχει εξελιχθεί) όσο και προς τις ικανότητες και δυνατότητες οργανικής της φύσεως (δηλαδή του οργανισμού της). Εάν η δυναμική κατάσταση της ψυχής και η αρμονική προς τους νόμους της Φύσεως λειτουργία της οργανικής της φύσεως είναι ικανές, η διανόηση γίνεται ισχυρότερη και δια των ακτίνων της έρχεται σε επαφή προς Κόσμους ανώτερης πνευματικής φύσεως και τότε αντιλαμβάνεται τις λειτουργίες της, τις ερευνά, καθιστά την γνώση της υπέρτερη και ρυθμίζει τη ζωή της στην πραγματική αλήθεια. Η γνώση αυτού του είδους συντρέχει την ανθρώπινη ψυχή σε πραγματική ανέλιξη και με αυτόν τον τρόπο αυτή ανέρχεται σε θειότερο πνευματικό κόσμο και γίνεται πράγματι ελεύθερη από τα δεσμά του ανθρωπίνου περιβάλλοντος.
Η ΕΡΓΑΣιΑ κατά ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΑΡΆΔΟΣΗ ΚΑΙ ΤΟΝ ΕΒΡΑΙΟΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟ.
Πρώτον καθήκον παντός ανθρώπου είναι να εργάζεται. Στην Φύση τίποτε δεν μένει αργό γιατί η εργασία είναι νόμος της Φύσεως. Αν ατενίσουμε το μεγαλούργημα του εκδηλωμένου Σύμπαντος θα πειστούμε αμέσως ότι ολόκληρο το Άπειρο εργάζεται ακατάπαυστα αφού παράγει στον άπειρο χρόνο άπειρους Νόμους και δυνάμεις, παράγει φως και αρμονία, παράγει μορφές και συνειδήσεις των οποίων (συνειδήσεων) προορισμός είναι επίσης η εργασία με την οποία αφενός μεν συντονίζονται προς τις ενέργειες του θείου Απείρου αφετέρου προοδεύουν και εξελίσσονται. Η σπουδαιότερη εργασία των ανθρωπίνων συνειδήσεων είναι α) η μεταμόρφωση των εσφαλμένων και ατελών ιδεών σε αθάνατες Ιδέες, β) η μεταμόρφωση των ταπεινών και αντικοινωνικών συναισθημάτων σε υγιή συναισθήματα και γ) η κατεργασία του ψυχικού τους εγώ με την ιερή τέχνη της ψυχουργίας που δίδαξαν και διδάσκουν τους οπαδούς τους όλα τα Μυσταγωγικά Τάγματα.
Ο μη εργαζόμενος άνθρωπος παρεμβαίνει με την βούλησή του στις λειτουργίας των νόμων της οργανικής του φύσεως και διαταράσσει τις σχέσεις αμοιβαίας συνεργασίας που έχουν με τους λειτουργούντες νόμους της Φύσεως του περιβάλλοντός του. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να προκαλέσει χαλάρωση των σχέσεων της οργανικής του φύσεως προς το σύνολο της Φύσεως του περιβάλλοντός του. Επίσης προκαλεί από απόψεως ενεργείας παθητικότητα στην οργανική του φύση με επακόλουθο να περιέλθει σε παθητικότητα και η ψυχή του, δηλαδή σε κατάσταση που να μη δύναται η ψυχή του να εξωτερικεύει σε λειτουργία τις δυνάμεις της προς αύξηση των ενεργειών της. Η αδυναμία της ψυχής του να εξωτερικεύσει τις ψυχικές του δυνάμεις και μάλιστα αυτές που αφορούν την διανοητική και συναισθηματική λειτουργία της ανθρώπινης φύσεως οδηγεί σε αδράνεια και τις νοητικές του και ηθικές του δυνάμεις με συνέπεια ολόκληρη η ανθρώπινη φύση περιέρχεται σε αδράνεια και δεν συντελείται καμιά ανθρώπινη πρόοδος.
ΕΡΓΑΣΙΑ είναι η προσπάθεια του πνεύματος και των βραχιόνων όταν αυτή επιφέρει χρήσιμο αποτέλεσμα. Συνεπώς μόνον η προσπάθεια που φέρει χρήσιμο αποτέλεσμα είναι εργασία. Αντίθετα κάθε προσπάθεια του πνεύματος και των βραχιόνων που αποβλέπει είτε σε καταστροφή της υγείας και της ζωής των ανθρώπων είτε στην διατήρηση της πλάνης, της συσκοτίσεως, του ψεύδους, του φόβου μεταξύ των ανθρώπων (όπως κάνουν ορισμένες θρησκείες δια σκέψεων και θεωριών που διδάσκουν στους οπαδούς τους) είτε, τέλος, στην απόκτηση αγαθών με αθέμιτα και ανήθικα μέσα, είναι απαράδεκτη και καταδικάζεται διότι απ’ αυτές τις προσπάθειες λείπει το χρήσιμο αποτέλεσμα.
Η Εργασία είναι υλική και διανοητική. Η υλική εργασία εκτελείται δια των βραχιόνων και των χειρών του ανθρώπου. Τοιαύτη είναι η καλλιέργεια της γης, η οικοδομή των κτιρίων, η κατασκευή των εργαλείων και η παραγωγή των εφοδίων του φυσικού βίου. Η διανοητική εργασία αρχίζει από την υποχρεωτική εκπαίδευση, υψώνεται μέχρι των μεγίστων συλλήψεων του ανθρωπίνου πνεύματος στις τέχνες και στις επιστήμες, αναπτύσσει τις διανοητικές μας δυνάμεις και μας αποκαλύπτει τα μυστήρια της Φύσεως, ανεγείρει (με την βοήθεια και συνδρομή της υλικής εργασίας) περίλαμπρα μνημεία και καταλείπει έτσι στους μέλλοντες αιώνες τον αποκτηθέντα πλούτο από τον συνεταιρισμό των δυο αυτών δυνάμεων. Η ανθρωπότητα υφίσταται μόνον και τελειοποιείται δια της εργασίας. Αυτή μόνον επιβοηθεί την Φύση. Αυτή θωρακίζει ημάς από της κακίας. Αυτή εξασφαλίζει την ελευθερία μας. Ας δοξάσουμε την εργασία και τους εργάτες και ας καταδικάσουμε τους άχρηστους στην κοινωνία οι οποίοι ως κηφήνες προσπαθούν να πορίζονται τα προς το ζην εκ της εργασίας των άλλων.
Εκ των προαναφερθέντων συνάγεται ότι για τον εξελιγμένο άνθρωπο η εργασία είναι ύψιστη αρετή. Ο εξελιγμένος άνθρωπος όχι μόνον δοξάζει την εργασία και τους εργάτες αλλά και καταδικάζει τους άεργους και κατ’ επέκταση καταδικάζει τον παρασιτισμό και την μάστιγα της ανθρωπότητας που έχει ως εφεύρημα αφενός μεν το οικονομολογικό θεώρημα της «ήσσονος προσπάθειας» (δηλαδή κέρδος με ελάχιστη προσπάθεια, ανεξάρτητα από τον σκοπό και προορισμό αυτής της προσπάθειας) και αφετέρου την αρνητική διδαχή (από την «παλαιά διαθήκη») η οποία ατυχώς μέσω των «βιβλικών» θρησκειών διασώθηκε μέχρι σήμερα και διδάσκει ότι η εργασία είναι θεϊκή κατάρα στην οποίαν πρέπει να υποκύψει ο άνθρωπος (βλέπε Παλαιά Διαθήκη, Κεφ. γένεσις Β19) και ότι η υπέρτατη ευτυχία είναι η μετά θάνατο κληροδότηση του «παράδεισου», δηλαδή χώρου όπου ο άνθρωπος θα παραμένει άεργος και αδρανής σαν φυτό και ότι αυτή η φυτική ζωή, κατά τους οπαδούς των «βιβλικών» θρησκειών (εβραιοχριστιανικής και ισλάμ) αποτελεί ευτυχία που ορισμένοι θυσιάζουν την ζωή τους γι’ αυτήν.
Η εργασία δεν είναι κατάρα αλλά ευλογία γιατί μέσω αυτής προοδεύει και εξελίσσεται πνευματικά και πολιτιστικά. Η αποφυγή της εργασίας, ακόμα και αν βασίζεται σε «ιερά βιβλία», προκαλεί στασιμότητα που αποτελεί έμπνευση του σκότους, αυτού του σκότους το οποίο δεν θέλει την πρόοδο και εξέλιξη της ανθρωπότητας, αφού η εργασία είναι μοχλός προόδου και εξελίξεως της ανθρωπότητας και, πέραν του χρησίμου αποτελέσματος, μας αποκαλύπτει τα μυστικά της Φύσεως, τόσο της οργανικής όσο και της πνευματικής.
Η εργασία του ανθρώπου πρέπει όμως να είναι και ανάλογη προς τις σωματικές και διανοητικές δυνάμεις που μπορεί να διαθέσει κατά την διάρκεια της ημέρας με ομαλή λειτουργία του οργανισμού του ή που μπορεί να αναπληρώνει η οργανική του φύση. Η κατανάλωση σωματικών και διανοητικών δυνάμεων πέραν των όσων μπορεί να διαθέσει ο οργανισμός του προκαλεί εξάντληση του οργανισμού του με αποτέλεσμα ο οργανισμός του να εμφανίσει φαινόμενα υπερκοπώσεως. Η υπερκόπωση του οργανισμού συμπαρασύρει και την ψυχική του λειτουργία με αποτέλεσμα να προκαλέσει φαινόμενα παθητικότητας και στην οργανική του φύση και στην ψυχή του. Ανάλογα φαινόμενα εμφανίζονται και σε ανθρώπους άεργους οι οποίοι με την αδράνεια που προκαλούν οι ίδιοι τόσο στον οργανισμό τους όσο και στην διάνοιά τους οδηγούν σε παθητικότητα βαρύτερης μορφής την οργανική τους φύση. Η παθητικότητα αυτή (είτε προέρχεται από υπερκόπωση είτε από αεργία) παρεμποδίζει την εξωτερίκευση σε λειτουργία των ψυχικών δυνάμεων, διότι για να εκδηλωθούν και λειτουργήσουν οι ψυχικές δυνάμεις έχουν ανάγκην μέσου και το μέσον αυτό είναι oι οργανικές τους φύσεις.
ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ – ΕΒΡΑΙΟΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ
Μια σημαντική διαφορά μεταξύ του ανθρώπου και των Θεών (όπως τους εννοούν οι Έλληνες), εκτός από την τεραστία διαφορά στο νοητικό, το γνωστικό κλπ επίπεδο, είναι η αθανασία. Οι άνθρωποι είναι θνητοί ενώ οι Θεοί αθάνατοι. Οι ΘΕΟΙ, σύμφωνα με την ελληνική θρησκεία, βοηθούν τους ανθρώπους να αποκτήσουν την γνώση, να προοδεύσουν πνευματικά ώστε να αποκτήσουν κι αυτοί την αθανασία (δηλαδή να γίνουν κι αυτοί Θεοί) και αυτό γινότανε μέσω των μυστηριακών σκηνωμάτων (Ελευσίνιων Μυστηρίων κλπ).
Αντίθετα ο Θεός των βιβλικών θρησκειών (δηλαδή ο Γιαχβέ), θέλει τον άνθρωπο χωρίς γνώση (δηλαδή σε κατάσταση αποκτηνώσεως). Όταν όμως ο άνθρωπος έφαγε από το «ξύλο» της γνώσεως ο Γιαχβέ είπε ότι με την απόκτηση της γνώσεως [ο άνθρωπος] έγινε σαν αυτόν και [φοβάται] ότι αν ακολούθως [ο άνθρωπος] φάγει και από το «ξύλο» της ζωής (δηλαδή της αθανασίας) θα αποκτήσει και την αθανασία! Γι αυτό τον εξεδίωξε από τον «παράδεισο» και τον «καταδίκασε» να εργάζεται (θεωρών ότι η εργασία είναι καταδίκη και όχι ευλογία)!
Ας μας προβληματίσει αυτή η διαφορά!
ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ ΤΑΚΑΣ, φυσικός και πτυχιούχος της νομικής
[1] η λέξη άνθρωπος σημαίνει «τον άνω θρώσκοντα» δηλαδή αυτόν που προσβλέπει άνω
[2] Η υπερόραση όταν αναφέρεται σε γεγονότα έξω του υποκειμένου τότε λέγεται διόραση ενώ όταν αναφέρεται σε γεγονότα που αφορούν το εσωτερικό του υποκειμένου τότε λέγεται ενόραση. Η ενόραση είναι η γνώση της ψυχικής του ιστορίας.
Πηγή: ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΕΡΑ