Δελτίο Τύπου 219 / 29.11.2009
Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ ΝΟΜΙΚΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ
(κείμενο προς δημοσίευση στην εφημερίδα «Ελλήνων Λόγος», μετά από αίτημά της)
Υπό την πίεση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η θεοκρατική Ελλάδα υποχρεώθηκε με τον ν. 2462/1997 να κυρώσει και μάλιστα ως υπερνομοθετικό Δίκαιο το «Διεθνές Σύμφωνο για τα ατομικά, πολιτικά δικαιώματα, κ.λπ.», αναγνωρίζοντας έτσι το δικαίωμα της θρησκευτικής πεποίθησης και της ελεύθερης λατρείας είτε ατομικά είτε από κοινού με άλλους «μέσω πράξεων ιεροτελεστίας, πρακτικής και διδασκαλίας», καθώς και της ελεύθερης διάδοσης των θρησκευτικών πεποιθήσεων, καθιστώντας έτσι ανίσχυρους όλους τους προηγούμενους αντίθετους νόμους (λ.χ. περί «προσηλυτισμού») που προέρχονταν είτε από το φασιστικό καθεστώς της 4ης Αυγούστου, είτε από την γερμανική κατοχή. Ο νόμος 2462/1997 εξασφαλίζει λοιπόν σε όλους τους Έλληνες πολίτες, συμπεριλαμβανομένων και των Ελλήνων Εθνικών, την ελευθερία πεποίθησης και λατρείας, σε επίπεδο όμως μόνον ατομικού δικαιώματος.
Αυτό που δεν αναγνωρίζει ακόμα η θεοκρατική Ελλάδα είναι το κοινωνικό δικαίωμα των μη «βυζαντινών» Θρησκειών (δηλαδή όλων των Θρησκειών εκτός του Ορθόδοξου Χριστιανισμού, του οθωμανικού Μωαμεθανισμού και του Ιουδαϊσμού), δηλαδή το δικαίωμα που αφορά μία Θρησκεία ως αφηρημένη και συλλογική οντότητα, και συγκεκριμένα:
- το δικαίωμά της να υπάρχει εντός του εννόμου πλαισίου της Πολιτείας ως θρησκευτικού χαρακτήρα νομικό πρόσωπο
- το δικαίωμά της να αναγνωρίζεται ως ισχυρός ο Αστικός της Κώδικας
- το δικαίωμά της να είναι ισότιμη με τις υπόλοιπες Θρησκείες, και
- το δικαίωμά της να της αποδίδεται τιμή.
Όπως έχει ήδη αναφερθεί στο από 7.5.2006 Υπόμνημα του Υπάτου Συμβουλίου των Ελλήνων Εθνικών (Υ.Σ.Ε.Ε.) προς την πολιτειακή και πολιτική ηγεσία του Ελληνικού Κράτους, όλες οι Θρησκείες εκτός των τριών προαναφερθεισών «βυζαντινών» είναι στην πραγματικότητα ανύπαρκτες και ανυπόστατες και θα παραμένουν τέτοιες όσο θα εξακολουθούν να μην υπάρχουν
- η κατάλληλη νομική μορφή («Θρησκευτική Ένωση») για να εκφρασθούν αυτές ως εκείνο που όντως είναι, δηλαδή ως Θρησκείες, και
- ο θεσμικός μηχανισμός αναγνώρισης Θρησκειών (βλ. και την σχετική από 7.2.2007 παραδοχή του υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων, που έχει ήδη αναρτηθεί στην διεύθυνση http://www.ysee.gr/index.php?type=d&f=deltia&did=191).
Γνωρίζοντας τα παραπάνω, το Ύπατο Συμβούλιο των Ελλήνων Εθνικών έχει, ως γνωστόν, συμπεριλάβει στο ως άνω Υπόμνημά του («Για την Θεσμική Αναγνώριση της Ελληνικής Εθνικής Θρησκείας»), το αίτημα της καθιέρωσης και στην Ελλάδα του νομικού προσώπου «Θρησκευτική Ένωση», το οποίο θα επιτρέψει επιτέλους στις Θρησκείες να εκφράζονται ως τέτοιες, αντί να «στριμώχνονται» υποχρεωτικά σε άλλες νομικές μορφές, τυπικά άσχετες με την θρησκευτική σφαίρα (κυρίως αστικές εταιρείες μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, αφού τα σωματεία, ως ευκόλως αλώσιμα, είναι παντελώς ακατάλληλα για νομική «στέγαση» Θρησκειών).
Γίνεται συνεπώς κατανοητό ότι όταν αναφερόμαστε σε «αναγνώριση» της Ελληνικής Εθνικής Θρησκείας, ή της όποιας άλλης Θρησκείας, στην πραγματικότητα αναφερόμαστε σε ΘΕΣΜΙΚΗ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ του κοινωνικού της δικαιώματος, όπως αυτό αναλύθηκε παραπάνω.
Αυτονόητο είναι ωστόσο ότι μέχρι την επίτευξη της θεσμικής τους αναγνώρισης, οι για την ώρα ανύπαρκτες και ανυπόστατες Θρησκείες δεν εμποδίζονται στο να συλλέγουν στοιχεία έμμεσης «αναγνώρισής» τους (ως «ανεκτές») ή ορθότερα απλής αναγνωρισιμότητάς τους, όπως λ.χ. κάποια καταχώρησή τους σε επίσημα έγγραφα ως θρησκευτική κοινότητα (όπως πέτυχε το Ύπατο Συμβούλιο των Ελλήνων Εθνικών στην περίπτωση μιας επιτροπής της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή με δύο ταυτότητες παλαιού τύπου που ανέφεραν ως θρήσκευμα το «Έλλην Εθνικός»), κάποια απόκτηση αδείας για «ευκτήριο οίκο» ή μία οποιαδήποτε αιτιολογική έκθεση δικαστηρίου ή επίσημης αρχής.
Αυτά όμως επ ουδενί αποτελούν αναγνώριση, ούτε καν νομική, αλλά αποτελούν μικροεπιτυχίες έμμεσης και πλάγιας αποδοχής συλλογικών οντοτήτων ως «γνωστών» ή «ανεκτών». Το να ισχυριστεί κανείς το αντίθετο, προκαλεί σημαντικό πρόβλημα στον αγώνα για την πραγματική, δηλαδή την ΘΕΣΜΙΚΗ αναγνώριση, εξαπατώντας το κοινό ότι δήθεν έχει τελειώσει (και μάλιστα νικηφόρα!) ένας πόλεμος, του οποίου στην πραγματικότητα δεν έχουν διεξαχθεί παρά ελάχιστες μόνον αψιμαχίες, ο δε αντίπαλος έχει σαρωτική υπεροπλία σε όλα τα επίπεδα.
Κάποιοι που έχουν διαπράξει αυτό το λάθος, οφείλουν τα ταχύτερο να επανορθώσουν και να ενημερώσουν το κοινό για την αλήθεια, γιατί διαφορετικά θα εξακολουθούν να βλάπτουν σοβαρά τον πραγματικό, υπαρκτό και εν εξελίξει αγώνα για την Θεσμική Αναγνώριση της Ελληνικής Εθνικής Θρησκείας που πόρρω απέχει από τις έως τώρα φαιδρότητες αυτών που ισχυρίζονται ότι έχουν πετύχει «αναγνώριση» σε ένα κράτος που ευθαρσώς δηλώνει ότι δεν διαθέτει θεσμικό μηχανισμό αναγνώρισης Θρησκειών (πρόσφατα, 22.11.2009, γνωστή σκανδαλοθηρική εφημερίδα παρουσίαζε τον… «πρώτο επίσημα αναγνωρισμένο ιερέα του Δωδεκαθέου», τον οποίο μάλιστα… «οι κύκλοι τού χρόνου όρισαν να αναλάβει τη σκυτάλη που είχε πέσει από τα ματωμένα χέρια των κυνηγημένων ιεροφαντών του Δία, του Απόλλωνα και της Αθηνάς»!).
Η άμεση θεσμοθέτηση δια νόμου από την Ελληνική Πολιτεία θρησκευτικού νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου («Θρησκευτική Ένωση»), ως μοναδικού φορέα της συλλογικής θρησκευτικής δράσης με ταυτόχρονη αναγνώριση στα μέλη του της ελευθερίας να καθορίζουν κατά το δοκούν τα οργανωτικά τους ζητήματα, είναι συνεπώς το αίτημα που εμπεριέχει κάθε άλλο επιμέρους αίτημα τόσο ημών όσο και των άλλων μη αναγνωρισμένων εν Ελλάδι Θρησκειών.
Η σύγχρονη Ελληνική Εθνική Θρησκεία αποτελεί αναπόσπαστη και οργανική συνέχεια της αρχαίου τμήματός της, όπως την παραλάβαμε από τις μυστικές οργανώσεις των «στρατιότι» του Μωρέως, άμεσων συνεχιστών της επαναμφάνισης που επιχείρησαν τον 15ο αιώνα οι εκεί πολυάριθμοι πληθωνιστές. Είναι κανονική Θρησκεία, έχει οργανωτική δομή και θεσμική συγκρότηση και επ ουδενί αποτελεί πρωτοβουλία ατόμων ή παρεών σε επίπεδο φολκλόρ, εκκεντρικότητας, στείρου ριτουαλισμού ή εστέτ συμπεριφορών.
Γι’ αυτό άλλωστε η απαράδεκτη συνέχιση της ανυπαρξίας στην χώρα μας νομικής μορφής «Θρησκευτικής Ένωσης» (η οποία είναι αυτονόητο ότι για να αποκτηθεί θα προβλέπει ένα ελάχιστο βάθος χρόνου ύπαρξης, έναν ελάχιστο αριθμό μελών, και έναν ελάχιστο αριθμό δημόσιας δραστηριότητας), είναι πολλαπλά καταστροφική, αφού εξισώνει με προσβλητικό τρόπο τις νομικά άστεγες πραγματικές Θρησκείες με κάθε είδους παρέες ατόμων, ολιγάριθμες ομάδες, ομάδες-σφραγίδες ή ακόμα και κανονικές «cover organizations» των αντιπάλων Θρησκειών. Όλες οι τελευταίες, μπορούν ανά πάσα στιγμή να εμφανίζονται κυριολεκτικά από το πουθενά, δίχως την ελάχιστη αναγνώριση από ομοειδείς ανά τον κόσμο Θρησκείες και να διεκδικούν θρησκευτική υπόσταση όχι βεβαίως στα πλαίσια του μη διαπραγματεύσιμου και νόμιμου δικαιώματος αυτοπροσδιορισμού (δεν είναι αυτό άλλωστε το ζητούμενό τους), αλλά κατά κανόνα μαινόμενες εναντίον των κανονικών, σοβαρών και πολυάριθμων προγενεστέρων θρησκευτικών φορέων, των οποίων παριστάνουν τους δήθεν διαφωνούντες «ομοδόξους».
ΥΠΑΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΕΘΝΙΚΩΝ / ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ