Η θρησκεία τών Έλλήνων, ή παναρχαία καί αληθής, παρουσιάζει τήν πράξιν καί τό νόημα τής θυσίας σέ όλα τά δυνατά έπιπεδά τους, σέ όλες τίς δυνατές έκδηλώσεις τους.
Είναι άνάγκη νά ένθυμούμεθα συνεχώς καί νά αποδεχώμεθα όχι μόνον νοητικώς, άλλά καί έμπράκτως καί διαρκώς, ότι τό θεμελιώδες θεώρημα τό όποιο διαπερά καί στηρίζει όλο τό άεικίνητο καί ιλλιγγιωδώς έκπτυσσόμενο στό πέλαγος τής μεστής αληθείας τών όντων, σ’ αύτό τό ίδιο τό πέλαγος τών μυστηριακών αληθειών, σώμα τής θρησκείας αύτής, ειναι ότι ό Κόσμος (πάν ό,τι γεννάται καί γεννά τό πάν έκ τής ιδίας αύτου έντελεχους ούσίας) είναι όλος, ώς σύνολον καί κατά τά στοιχεία του, θείος καί ίερός.
Ο άνθρωπος υπάρχει καί εξελίσσεται ώς ισότιμος καί ομόρρυθμος τών άλλων όντων, συνδεδεμένος πρός τό πάν καί πρός οιανδήποτε μονάδα πού απαρτίζει αύτό τό πάν μέ τόν αδιάσπαστο δεσμό του κοινού Νόμου-Λόγου καί τών ιδίων πρωτογενών γενετησίων ούσιών.
Τό αυτό ισχύει καί γιά τούς θεούς, και γιά τούς ποταμούς καί γιά κάθε άνθος τής ανοίξεως, κάθε καρπό του θέρους, κάθε σπόρο του χειμώνος, κάθε γυμνό κλώνο του φθινοπώρου, κάθε ακτίνα του Ηλίου.
Καί παρατηρούμε τούτο : ότι κοινή μοίρα όλων ανεξαιρέτως τών όντων είναι Έρως, γέννησις, Θάνατος, επαναγέννησις. Αυτά τά τέσσερα στάδια παραδίδουν τόν Ρυθμό του Κόσμου, τόν Ρυθμό τής Υπάρξεως. Πρόκειται για ένα διθυραμβικό Ρυθμό, όπου δεσπόζει ό Ερως καί θριαμβεύει ή Ζωή, όχι ώς έπανάληψις, άλλά ώς αύξησις καί παντοειδής έξέλιξις -άκόμη καί άρνητική- εκάστου καί του συνόλου τών όντων. Ό θάνατος είναι να επεισόδιο, μία παύσις στήν γιγαντιαία συμφωνία του είναι. Αναγκαίος καί πολύσημος, αλλά μόνον όσον αφορά στή συνέχεια, τόν εμπλουτισμό καί τήν πρόοδο τής Ζωής. Οτιδήποτε ύπάρχει, οτιδήποτε φθάνει στά επίπεδα του όντος, οτιδήποτε έχει μορφή καί είδος καί ουσία, από τήν ιδίαν αύτου φύσιν είναι δεξαμενή καί πηγή συγχρόνως τού φαινομένου τής Ζωής και τού Θείου Νόμου. Γιά νά υπάρξη, είναι ανάγκη νά θυσιάζη κάτι από τά ήδη ύπάρχοντα έν αύτω ή υπέρ αύτου. Γιά νά γεννηθή οτιδήποτε, ώστε νά διαιωνισθή τό σύστημα τών όντων, κάτι άλλο προσφέρει, κάτι άπό τήν υπαρξίν του, η καί όλη τήν άτομική του υπόστασιν. Αλλά και εφ’ όσον υπάρχει, γιά να θεωρηθή ότι πράγματι ζεί, κάθε ένα άτομο – μονάς είδους- διαρκώς υπόκειται, αποδέχεται καί προκαλεί φθορές καί μειώσεις καί μερικούς “θανάτους”, αυτό τό ίδιο, πρός αυτό τό ίδιο.
Ή θρησκεία μας, άπό τήν άρχή τής κοσμογονίας, διδάσκει τήν πραξι καί τήν ανάγκη καί τό αναπόφευκτον τής θυσίας του διαθεσίμου καί του υπάρχοντος, χάριν τής γενέσεως, τής επαναγεννήσεως καί τής εξελίξεως ημών αυτών καί τών άλλων πραγμάτων, στήν αιωνιότητα.
Τό χάος, κατά τήν θεογονία του Ησιόδου, αυτοδιασπάται καί παράγει τούς μεγίστους, μυστηριακούς καί πλήρεις γονιμότητος καί Αληθείας τόπους τής Νυκτός και του Ερέβους. Η Γαία, γεννά τόν ίδιο τόν Ουρανό καί τόν πληροί μέ αστέρας, ώς κατοικία τών θεών αλλά καί ώς συζυγό της, ώστε νά δυνηθή νά γεννηθή ό κόσμος τών αισθητών όντων αφ’ ένός, αφ’ ετέρου νά βρή πραγματικό πεδίο εφαρμογής ό κόσμος τών νοητών εκείνων όντων πού θά καθορίζουν ακαταπαύστως καί θά ωθούν σέ κάθε επίπεδο αναπτύξεως της ,τήν ύπαρξι καί τήν λειτουργία τών πρώτων, αφ’ έτέρου γιά να έχουν καί τά ίδια τά γένη τών Θεών τόπον προελεύσεως -γενετήσιο τόπο- καί έπίπεδα προορισμού καί δράσεως.
Ό Έρως, ώς ή εγγενής καί αναπότρεπτος τών πραγμάτων κινητήριος ορμή πρός τήν συνεύρεσιν, τήν αλλαγήν, τήν αύξησιν καί τήν διαιώνισιν τους, φαίνεται -καί είναι- αδιάφθορος αλλά όχι καί αναλλοίωτος. Ως πλήρης καί απόλυτος έκφρασις του Νόμου τής Ανάγκης, θά εκδηλωθή πρώτον ώς κοσμογονική ισχύς, ώς ενιαία Αρχή, πού προσδοκεί καί τήν κατάλληλον γιά τήν πρόκλησιν τής δημιουργίας Στιγμή.
Καί τότε, πραγματούται – ενσωματούται καί αυτός, διπλασιάζοντας τήν ύπαρξι του, ώς Αρχή αφ’ ενός, ώς Πρωτόγονος Φάνης αφ’ ετέρου. Καί ώς Αρχή μέν, πρωτίστως ένεργεί ώς Εδητύος (καταστροφεύς) ώστε νά παραχθούν τά όντα, οί όροι γιά νά καταστή δυνατόν νά ενεργήση καί ώς Πόσιος-Ζεύκτης.
Καί όσον τά όντα γεννωντάι καί αυξάνουν κατά είδη καί αριθμό μέ τήν φροντίδα τής Αφροδίτης, γεννώνται από τήν ιδία ουσία τού αρχεγόνου εκείνου Έρωτος καί οι έρωτες πού εξασφαλίζουν τήν χαρά καί τόν θρίαμβο τής Υπάρξεως -καί πλέον, άποκτά Μητέρα, τήν Αφροδίτη έπίσης. Προσαρμόζει, επομένως, λαμβάνοντας πολλαπλές υποστάσεις-εκδηλώσεις στήν πολλαπλότητα καί τήν ιδιαιτερότητα τών μορφών, αισθητών ή πνευματικών, αρά συμβαδίζει καί συμπάσχει πρός τήν όλη περιπέτεια τών όντων.
Καί οί θεοί; Πόσα πάθη, πόσα άλγη καί βασάνους υφίστανται; Άλλοτε πάσχουν επειδή, καθώς ό κόσμος αυξάνεται καί μεταβάλλεται, πρέπει καί αυτοί νά μεταβάλλουν τήν θέα καί τήν ισχύ τους, παραχωρούντες θέσιν και ισχύν σέ νέα θεικά γένη.
Άλλοτε, πάσχουν από τήν εντελεχή ανάγκη νά αναπτύξουν το είναι τους αυτοί οί ίδιοι διά τής καθάρσεως πού μόνον ή αύταπάρνησις καί η αυτοθυσία καί ή οδύνη -όσον καί ή ηδονή- τής Γνώσεως επιφέρουν. Επειδή δέν είναι έκ φύσεως «παντογνώστες» οι θεοί μας, αλλά δαίμονες ,και αποκτούν την υψηλοτάτην γνώσιν πού κατέχουν και συνεχώς εμπλουτίζουν διά μακρών καί επίπονων διαδικασιών συμμετέχοντες καθ’ όλον του τό φάσμα, στο υπαρξιακό Δράμα.
Άλλοτε πάσχουν γιά νά μεταβάλλουν τό Είναι τους, όχι κατ’ ούσίαν, αλλά κατά τό είδος καί τήν τάξιν τής ισχύος, άλλοτε γιά νά υποστούν τίς συνέπειες σφαλμάτων πού διαπράττουν -παράβασιν τού Όρκου ή υπέρβασιν τού τεταγμένου σ’ αυτούς καθήκοντος η τού Μέτρου καί τής Δίκης. Πάσχοντες, λοιπόν, και εσαεί διδασκόμενοι οί θεοί μας, οί τόσον κοντά στά θνητά πλάσματα, ώστε νά φαίνωνται τά δικά τους, τά ανήκοντα στόν χειρισμό τών κοσμικών νομών πάθη, όμοια πρός εκείνα τών θνητών όντων -Όχι μόνον τών ανθρώπων. Ας θυμηθούμε την Ιώ -αγελάδα, τήν Δήμητρα-φορβάδα, τήν Άφροδίτη-ιχθύ κλπ.
Κορυφαίος πάσχων θεός ό Διόνυσος πού, όχι τυχαίως, είναι καί ή προσωποποίησις τής Ζωής στήν έξαρσι καί τήν κορυφωσί της, πρό καί κατά τό στάδιον του θανάτου καί τής αναγεννήσεως.
Εκείνος, ό Λύσιος, ό Σωτήρ, ό Ελευθερεύς, διαμελίζεται, διασπαράσσεται, διασκορπίζεται, ώστε νά λυθή, νά ελευθερωθή καί νά σωθή τό παλλόμενον κέντρον τής ούσίας Του, -ή καρδία Του- νά θεραπευθή δέ άπό τήν Αθηνά, την Σοφία, πού περιθάλπει μέ στοργή τίς ψυχές και τών κοινών θνητών. Μετά από αυτά θά δυνηθή ό Διόνυσος νά επαναγεννηθή ενισχυμένος, «όταν οί Μοίρες έκριναν ότι είναι τέλειος», μέσα από τό άφθαρτο σώμα τού Διός -τής αιθερίας συνεχούς κοσμογονικής δυνάμεως.
Πόσα έπαθε ό Ηρακλής; Πόσα ό Αχιλλεύς ; ό Οδυσσεύς ; ή Ινώ; ή Ιώ; ή Δήμητρα; ή Περσεφόνη; ό Αδωνις; ή Αφροδίτη; ό Κρόνος; ό Ούρανός; ό Ζεύς ό ίδιος; ή Ηρα; Αλλά καί οί θνητοί εκείνοι πού εθυσιάσθησαν χάριν τών πλέον αγνών, γνησίων αγαθών, όπως ή φιλοσοφία, ή φιλία, ή ελευθερία τής πατρίδος;
Στήν μεγάλη ιεροτελεστία τού Γίγνεσθαι ή απάρνησις μέρους ή καί όλου αυτού πού είμεθα ή έχομε ή νεμόμεθα είναι όρος αναγκαίος καί ικανός γιά τήν διασφάλισι τής ζωτικότητος οιασδήποτε διαδικασίας.
Καί ή απάρνησις αυτή έχει τήν μορφήν τού αφανισμού τού όντος εκείνου ή τού μέρους ή τού κτήματος τού όντος ή του χρηστικού αγαθού πού νέμεται τόν όν τό όποίο προσφέρεται χάριν τής αναγκαίας προόδου καθ’ όλα τά πεδία τού Γίγνεσθαι.
Τό Διονυσιακό δράμα θά τό διαπιστώσωμε σέ κάθε στιγμή καί κάθε συμπεριφορά μέσα στό Σύμπαν. Γαλαξίες, αστέρες, ήλιοι, καταστρέφονται, διαλύονται καί διασπείρονται στό χώρο, προκειμένου νά τροφοδοτηθή ή γέννησις νέων συστημάτων από τήν αυτή ύλη, τήν ίδια ψυχή καί τήν ‚ίδια μοίρα. Τό αυτό συμβαίνει μέ οιανδήποτε άλλη μορφή ζωής. Μέ οτιδήποτε γεννάται, ζή καί θνήσκει, μεταβάλλοντας τήν υποστασί του στήν αγνότερη ουσία τού Είναι του, προσφορά στην ατελεύτητη διαδικασία τού Γίγνεσθαι.
Τό αυτό ισχύει καί με τίς ώριμες ψυχές: έχοντας καθαρθή καί ενισχυθή από τούς άθλους-θυσίες υπέρ τών Άλλων, όταν ό κύκλος τών βίων τού όντος ολοκληρωθή, αφήνεται τό μέρος τής υπάρξεως πού θα δύναται νά συμμετάσχη στήν διαδικασία τής Ζωής καί οί ίδιες, ελαφρές, πλήρεις δυνάμεως, γνωσέως, ικανότητος καί αγαθότητος, περιθάλπονται γιά τόν αναγκαίο χρόνο στά έπίπεδα εκείνα τού Κόσμου όπου κατοικούν οί αρμόδιοι θεοί, έως ότου κρίνονται άξιες, περιβεβλημένες τήν μορφή καί τίς ιδιότητες ιερών καί θείων οντοτήτων, νά αναλάβουν άλλους αγώνες, νά τελέσουν άλλες θυσίες, υπέρ τής ευρύθμου καί ευδοκίμου καί ατελευτήτου λειτουργίας του θειοτάτου κοσμικού νόμου.
Ώστε, ή θυσία σημαίνει κατ’ άρχάς καί έκδηλουται ώς αυτοθυσία, ώς τελεία προσφορά ζωτικού τινός αγαθού χάριν τής κοινής προόδου -από τό συμπαντικό έως τό κοινωνικό ή το ειδολογικό επίπεδο.
Πάντως, εκείνο πού προσφέρεται, παραδίδεται, πάντοτε νά αναλωθή στά αρχέγονα στοιχεία, αφήνεται νά επιστρέψη στίς στοιχειακές δομές τής υπάρξεως, αφιερούται στίς χθόνιες, τίς υδάτινες τίς αιθέριες τάξεις τής όντολογικής κλίμακος, όπου έχουν ρίζα καί πηγή όλες οί μορφές, όλες οί κατηγορίες τής Ζωής: καίγεται, θάπτεται, χέεται στήν γή, στό ύδωρ, τρώγεται, πίνεται. Αφανίζεται ώς ένζωος ανεξάρτητος μονάς η μερίς, χάριν τού πολλαπλασιασμού η καί αυτής τής σωτηρίας τών άλλων – ομοίων του ή μή.
Κατ’ αρχάς λοιπόν, διακρίνομε τήν θυσιαστική ενέργεια ώς σύμφυτον ορμήν τών γνησίων όντων. Είναι δυνατόν επομένως νά ομιλούμε γιά θυσίες γνησίου χαρακτήρος -γνησίας θυσίας.
Κατά μίμησιν δέ τού γενικού, εγγενούς τρόπου τών όντων νά προσφέρουν καθ’ ολοκληρίαν η έν μέρει, εφ’ άπαξ ή διαρκώς (όπως οί ήρωες μεταξύ τών ανθρώπων) είτε τόν εαυτόν τους, είτε κάτι από όσα έχουν ή κατά φύσιν νέμονται, εθεσπίσθη από τούς ανθρώπους η ιεροπραξία τού θύειν, πού θεωρείται ώς απολύτως απαραίτητος γιά νά έχη η επίκλησις τών θείων οντοτήτων κύρος καί αποτέλεσμα. Πρόκειται γιά τήν συμβατική, τήν καθιερωμένη από τούς κανόνες καί τούς θεσμούς τής παραδοσιακής θρησκείας, λατρευτική πράξι. Καί πηγάζει όχι από άλογον παρόρμησιν η από τό αίσθημα τής ευλαβικής ανταποδόσεως τού συγκεκριμένου αγαθού πρός τούς θεούς δωρητάς τού αγαθού αυτού -όχι μόνον, τούλάχιστον- αλλά, όπως συνάγεται από τά ανωτέρω , τά οποία ήσαν συνείδησις καί παράδοσις των προγόνων μας, προέρχεται από την βαθυτάτην καί σοφωτάτην κατανόησιν τών κοσμικών τρόπων, τής κοσμικής τάξεως, τής κοσμικής νομοτελείας. Ή μίμησις δέ, δέν είναι απλή αναπαράστασις ενός γνησίου προηγουμένου, αλλά πλήρης νοήματος, προοπτικής καί διδακτικής δυνάμεως απόδοσις εκείνου πού σε άλλο επίπεδο καί μέγεθος τού χώρου καί τού χρόνου έχει ήδη συμβή ή συμβαίνει.
Καί εάν ή θεατρική μίμησις αναπαράγει σε σμικρυμένο χρόνο καί χώρο, αλλά μέ πυκνωμένο διά τού λόγου καί τής εικόνος νόημα, όσα πάθη, πράξεις, τύχες εδοκίμασαν καί προεκάλεσαν άνθρωποι καί θεοί, ή θυσιαστική μίμησις αναπαράγει είς μικρόν, αλλά απολύτως αντίστοιχον κατά τήν ουσίαν αύτου, τό κοσμικό, τό οντολογικό δράμα κατ’ αποστροφήν τής πραγματικής διαδικασίας. Δηλαδή, ενώ τό κοσμικόν δράμα άρχεται άπο τού επιπέδου τού μή-όντος καί φθάνει στό επίπεδο του Είναι, ή θυσία εκκινεί από τά ήδη υπάρχοντα όντα τά οποία επιστρέφει στήν κατάστασι τού μή-όντος.
Ο,τι συμβαίνει στήν άπειρη θυμέλη τού Κόσμου, αποδίδεται μέσω τών αγαθών πού προσφέρονται στά πρωτογενή καί παντογενή στοιχεία τής Ζωής, ώς διαβεβαίωσις τού ανθρώπου ότι έχει κατανοήσει, αναδεχθή καί αναγνωρίσει τήν πραγματική, τήν γνησία λειτουργία καί τούς εσωτερικούς-κινητηρίους νόμους τής Υπάρξεως πού έχει τήν ούσιώδη αιτία της σέ αυτά καί σε ό,τι σημαίνουν αυτά.
Τό αντικείμενο τής προσφοράς συμβολίζει, λοιπόν, κατά τίς ειδικές του ιδιότητες, κάποια ή κάποιες όψεις τού αιωνίου Γίγνεσθαι, όπως αυτές προσωποποιούνται σέ κάθε θεό καί όπως φθάνουν νά καταλήγουν -στό στοιχειώδες καί τό άπειρο, στά ριζώματα τού Γίγνεσθαι. Ο δέ τόπος τής προσφοράς -αφανισμός μέσω τής παραδόσεως του στήν πλήρη αναλωσί του από κάποιο πρωτογενές στοιχείο-συστατικό καί αίτιο τού Είναι, δηλαδή από τό ύδωρ, τήν γή, τό πύρ, τόν άέρα, άπό κάποια στοιχειώδη βιολογική λειτουργία ώς βρώσιν, πόσιν, αναπνοή -επισφραγίζει τήν αναγκαιότητα τής μετατροπής τού όντος στήν έλαχίστη καί καθάρή του ουσία, ούτως ώστε νά δύναται νά συμμετάσχη ώς καθαρά δύναμις, ώς παλλομένη καρδία, στό μεγάλο πεδίο τού Γίγνεσθαι. Καί ό λόγος πού επιλέγονται ώς αντικείμενα τή θυσίας τά άριστα καί άψογα τού είδους τους είναι ή συμβολική απόδοσις αυτού πού πράγματι συμβαίνει : τό τέλειον καί άρτιον, είναι έκεινο πού έχει τήν ώριμότητα καί τήν ίκανότητα νά προαχθή άπό τό έπίπεδο τής άτομικής υπάρξεώς στό επίπεδο τού καθολικού, του όλου Γίγνεσθαι. Ώστε καί κατά τούτο, ή συμβατικη θυσία μιμείται τήν γνησία.
Κάθε τι πού διά τής θυσίας παραδίδεται στα αρχέγονα, κοσμογονικά στοιχεία καί στίς πρωτόγονες ζωτικές διεργασίες, αποτελεί περισσότερον από “άντίδωρο” πρός τίς ζωοφόρες δυνάμεις, διαπίστευσιν του δωρητού πρός τάς δυνάμεις αυτάς, ότι ενθυμείται, αναγνωρίζει καί τιμά τήν προέλευσιν, τα ποιητικά αίτια καί τήν πρώτη, τήν θεμέλιον φύσιν τής Ζωής.
Ή θυσία, είναι πράξις αναγνωρίσεως μεταξύ τών θεών καί τών ανθρώπων, διότι οί δεύτεροι με τόν τρόπο αύτό καταθέτουν πρός τούς πρώτους τό σημείον μιάς κοινής γνώσεως, μιάς κοινής αποδοχής, αύτής πού αφορά στήν φύσι τών πραγμάτων καί στήν Αλήθεια του κύκλου τών εξελικτικών διαδοχών τής Ζωής από τόν θάνατο και τό αντίστροφο.
Είναι, επίσης, διαβεβαίωσις ότι ό άνθρωπος ενθυμείται τήν κοινήν του πρός τά άλλα καταγωγήν, ότι αυτός ό ίδιος δέν θεωρεί τόν εαυτόν του παντοδύναμο κτήτορα του κόσμου, αλλά μέρος του Όλου καί συγγενή του Άλλου. Είναι λοιπόν, πράξις ομολογίας καί, επίσης, πράξις Σοφίας. Από δέ τό θυσιαζόμενον αγαθόν, μένει, ώς είπομεν, ή καθαρά του ουσία -τό άρωμα, ή θρεπτική δύναμις, ή ζωογόνος ισχύς (ή προκειμένου περί τών ηρωίκών πράξεων, ή σωτήριος ισχύς, ή καθαρτήριος ισχύς τών πράξεων αυτών), πού χαροποιούν καί ενδυναμώνουν τούς αποδέκτας περισσότερον άπό τά συνήθη ομοιά τους, επειδή τά θυσιαζόμενα έχουν προσλάβει τό καθαρόν πνεύμα καί τήν αγνήν πρόθεσιν τού δωρητού, -έχουν επομένως ενδυναμωθή τά ίδια ώς καθαγιασμένα διά τής καθαράς ψυχικής καί νοητικής δυνάμεως.
Είναι, επομένως, μεγίστης σημασίας, πράγματι, καί απολύτου βαρύτητος πράξις ιερά ή θυσία, καί καθόλου τυχαία ή συμπτωματική, άλλά έχουσα γνησίας Αληθείας προέλευσιν.-