Γύριζε
«Γύριζε, μὴ σταθῇς ποτέ, ρίξε μας πέτρα μαύρη,
ὁ ψεύτης εἴδωλο εἶν᾿ ἐδῶ, τὸ προσκυνᾷ ἡ πλεμπάγια,
ἡ Ἀλήθεια τόπο νὰ σταθῇ μιὰ σπιθαμὴ δὲ θἄβρῃ.
Ἀλάργα. Μόρα τῆς ψυχῆς τῆς χώρας τὰ μουράγια.
Ἀπὸ θαμποὺς ντερβίσηδες καὶ στέρφους μανταρίνους
κι ἀπὸ τοὺς χαλκοπράσινους ἡ Πολιτεία πατιέται.
Χαρὰ στοὺς χασομέρηδες! Χαρὰ στοὺς ἀρλεκίνους!
Σκλάβος ξανάσκυψε ὁ ρωμιὸς καὶ δασκαλοκρατιέται.
Δὲν ἔχεις, Ὄλυμπε, θεούς, μηδὲ λεβέντες ἡ Ὄσσα,
ραγιάδες ἔχεις, μάννα γῆ, σκυφτοὺς γιὰ τὸ χαράτσι,
κούφιοι καὶ ὀκνοὶ καταφρονοῦν τὴ θεία τραχιά σου γλώσσα,
τῶν Εὐρωπαίων περιγελᾷ καὶ τῶν ἀρχαίων παλιάτσοι.
Καὶ δημοκόποι Κλέωνες καὶ λογοκόποι Ζωίλοι,
καὶ Μαμμωνᾶδες βάρβαροι, καὶ χαῦνοι λεβαντίνοι.
λύκοι, ὦ κοπάδια, οἱ πιστικοὶ καὶ ψωριασμένοι οἱ σκύλοι
κι οἱ χαροκόποι ἀδιάντροποι καὶ πόρνη ἡ Ρωμιοσύνη!»
Ὕμνος τῶν Αἰώνων
Μητέρα μας πολύπαθη, ὦ ἀθάνατη,
δὲν εἶναι μόνο σου στολίδι οἱ Παρθενῶνες·
τοῦ συντριμμοῦ σου τὰ σπαθιὰ στὰ κάμανε
φυλαχτὰ καὶ στεφάνια σου οἱ αἰῶνες.
Καὶ οἱ πέτρες ποὺ τὶς ἔστησε στὸ χῶμα σου
τὸ νικηφόρο χέρι τοῦ Ῥωμαίου,
κ᾿ ἡ σταυροθόλωτη ἐκκλησιὰ ἀπὸ τὸ Βυζάντιο,
στὸν τόπο τοῦ πολύστυλου ναοῦ τοῦ ἀρχαίου,
Κι αὐτὸ τὸ κάστρο ποὺ μουγγρίζει μέσα του
τῆς Βενετιᾶς ἀκόμη τὸ λιοντάρι,
κι ὁ μιναρὲς ποὺ στέκει, τῆς ὁλόμαυρης
καὶ τῆς πικρότατης σκλαβιᾶς ἀπομεινάρι,
Καὶ τοῦ Σλάβου τὸ διάβα ἀντιλαλούμενο
στ᾿ ὄνομα ποὺ μᾶς ἔρχεται στὸ στόμα
-μὲ τὸ γάλα τῆς μάννας ποὺ βυζάξαμε-
σὰν ξένη ἀνθοβολιὰ στὸ ντόπιο χῶμα,
Ὅλα ἕνα νύφης φόρεμα σοῦ ὑφαίνουνε,
σοῦ πρέπουνε, ὦ βασίλισσα, σὰ στέμμα,
στὴν ὀμορφάδα σου ὀμορφιὰ ἀπιθώσανε
κ᾿ εἶναι σὰ σπλάχνα ἀπ᾿ τὸ δικό σου τὸ αἷμα.
Ὦ τίμια φυλαχτά, στολίδια ἀταίριαστα,
ὦ διαβατάρικα, ἀπὸ σᾶς πλάθετ᾿ αἰώνια,
κόσμος ἀπὸ παλιὰ κοσμοσυντρίμματα,
ἡ νέα τρανὴ Πατρίδα ἡ παναρμόνια!
«Σατυρικὰ γυμνάσματα», δεύτερη σειρά
1.
Στ᾿ ἀκάθαρτα κυλῆστε μας τοῦ βούρκου,
καὶ πιὸ βαθιά. Πατῆστε μας μὲ κάτι
κι ἀπὸ τὸ πόδι πιὸ σκληρό του Τούρκου.
Διαβασμένοι, ντοτόροι, σπιρουνάτοι,
ρασοφόροι, δασκάλοι, ρουσφετλῆδες,
οἰκοπεδοφαγάδες, ἀβοκᾶτοι,
κομματάρχηδες καὶ κοτζαμπασῆδες,
καὶ τῆς γραμματικῆς οἱ μανταρίνοι
καὶ τῆς πολιτικῆς οἱ φασουλῆδες,
ταρτούφοι, ραμπαγάδες, ταρταρίνοι!
-Ἀμάν! Ἀγά, στὰ πόδια σου! ἄκου! στάσου!
Βυζαντινοὶ — Γασμοῦλοι — Λεβαντίνοι.
Ρωμαίικο, νά! Μὲ γειά σου, μὲ χαρά σου.
μέρος β´
Οἱ βωμοὶ συντριμμένοι καὶ σβησμένα
τὰ πολυκάντηλα ὅλα τῆς λατρείας.
Οὔτ᾿ ἡ Ἀθηνᾶ, πολεμικὴ παρθένα,
καὶ μήτε ἡ εὐλογία τῆς Παναγιᾶς.
Σ᾿ ἀρχαῖα καὶ νέα, παλάτια καὶ ρημάδια
τ᾿ ἄδειο παντοῦ· τὸ κρύο τῆς ἀθεΐας.
Σὰν ἀγριμιῶν καὶ σὰν ἀρνιῶν κοπάδια
ζοῦν οἱ ζωές, τρῶν, τρώγονται καὶ πᾶνε.
Κι ἀπάνου ἀπ᾿ ὅλα τῶν θεῶν τὰ βράδια
ὑπέρθεα ξωτικὰ φεγγοβολᾶνε
μακριὰ ἀπὸ μᾶς Ἰδέα καὶ Ἐπιστήμη.
Βάρβαροι σὲ ναοὺς τὶς προσκυνᾶνε.
Τ᾿ ἄτι σου ἀκόμα μᾶς πατᾷ, Μπραΐμη!
4
Σκύλος κοκκαλογλύφτης φέρνει γύρα
κράκ! τάκ! τῆς γειτονιᾶς τοὺς τενεκέδες.
Ὁ ποσαπαίρνης μὲ τὸ θεσιθήρα
γιὰ τὴν πατρὶς καυγᾶ στοὺς καφενέδες.
Οἱ γάτοι λυγεροὶ στὰ κεραμίδια
ταιριάζουν ἐρωτόπαθους γιαρέδες.
Φαγοπότι, ξαπλωταριό, τὰ ἴδια.
Τὰ θέατρα, τὶς ταβέρνες, τὰ πορνεῖα,
φάμπρικες, μπάνκες, σπίτια, ἀποκαΐδια,
τ᾿ ἀνταμώνει ἀττικώτατη ἁρμονία.
Καὶ κοιμισμένη στὰ ὄνειρά της βλέπει
μουρλὴ γλωσσοκοπάνα Πολιτεία
τὸν Περικλῆ. Μὰ ὁ Χασεκὴς τῆς πρέπει.
Ὁ γκρεμιστής
Ἀκοῦστε. Ἐγὼ εἶμαι ὁ γκρεμιστής, γιατί εἶμ᾿ ἐγὼ κι ὁ κτίστης,
ὁ διαλεχτὸς τῆς ἄρνησης κι ὁ ἀκριβογιὸς τῆς πίστης.
Καὶ θέλει καὶ τὸ γκρέμισμα νοῦ καὶ καρδιὰ καὶ χέρι.
Στοῦ μίσους τὰ μεσάνυχτα τρέμει ἑνὸς πόθου ἀστέρι.
Κι ἂν εἶμαι τῆς νυχτιᾶς βλαστός, τοῦ χαλασμοῦ πατέρας,
πάντα κοιτάζω πρὸς τὸ φῶς τὸ ἀπόμακρο τῆς μέρας.
ἐγὼ ὁ σεισμὸς ὁ ἀλύπητος, ἐγὼ κι ὁ ἀνοιχτομάτης·
τοῦ μακρεμένου ἀγναντευτής, κι ὁ κλέφτης κι ὁ ἀπελάτης
καὶ μὲ τὸ καριοφίλι μου καὶ μὲ τ᾿ ἀπελατίκι
τὴν πολιτεία τὴν κάνω ἐρμιά, γῆ χέρσα τὸ χωράφι.
Κάλλιο φυτρῶστε, ἀγκριαγκαθιές, καὶ κάλλιο οὐρλιάστε, λύκοι,
κάλλιο φουσκῶστε, πόταμοι καὶ κάλλιο ἀνοῖχτε τάφοι,
καί, δυναμίτη, βρόντηξε καὶ σιγοστάλαξε αἷμα,
παρὰ σὲ πύργους ἄρχοντας καὶ σὲ ναοὺς τὸ Ψέμα.
Τῶν πρωτογέννητων καιρῶν ἡ πλάση μὲ τ᾿ ἀγρίμια
ξανάρχεται. Καλῶς νὰ ῾ρθῆ. Γκρεμίζω τὴν ἀσκήμια.
Εἶμ᾿ ἕνα ἀνήμπορο παιδὶ ποὺ σκλαβωμένο τό ῾χει
τὸ δείλιασμα κι ὅλο ρωτᾷ καὶ μήτε ναὶ μήτε ὄχι
δὲν τοῦ ἀποκρίνεται κανείς, καὶ πάει κι ὅλο προσμένει
τὸ λόγο ποὺ δὲν ἔρχεται, καὶ μία ντροπὴ τὸ δένει
Μὰ τὸ τσεκοῦρι μοναχὰ στὸ χέρι σὰν κρατήσω,
καὶ τὸ τσεκοῦρι μου ψυχὴ μ᾿ ἕνα θυμὸ περίσσο.
Τάχα ποιὸς μάγος, ποιὸ στοιχειὸ τοῦ δούλεψε τ᾿ ἀτσάλι
καὶ νιώθω φλόγα τὴν καρδιὰ καὶ βράχο τὸ κεφάλι,
καὶ θέλω νὰ τραβήξω ἐμπρὸς καὶ πλατωσιὲς ν᾿ ἀνοίξω,
καὶ μ᾿ ἕνα Ναὶ νὰ τιναχτῶ, μ᾿ ἕνα Ὄχι νὰ βροντήξω;
Καβάλα στὸ νοητάκι μου, δὲν τρέμω σας ὅποιοι εἶστε
γκρικάω, βγαίνει ἀπὸ μέσα του μιὰ προσταγή: Γκρεμίστε!
Ὁ ἑλληνικὸς ὕμνος
Mistral (βραβεῖο Νόμπελ λογοτεχνίας 1904)
μετάφραση: Κωνσταντῖνος Παλαμᾶς
Μὲ τὴν αὐγὴ καὶ ἡ θάλασσα μενεξεδένια
λάμπει, καὶ μὲ τὸ φῶς τὰ πάντα ξανανιώνουν.
Νὰ ἡ ἄνοιξη γυρίζει, νὰ τὸ χελιδόνι
στὸν Παρθενώνα ξαναχτίζει τὴ φωλιά του!
Πανίερη Ἀθηνᾶ, τίναξε τὸ πουλί σου
στ᾿ ἀμπέλια μας ἀπάνω τὰ σαρακωμένα.
Κι ἂν πρέπει νὰ πεθάνουμε γιὰ τὴν Ἑλλάδα,
θεία εἶν᾿ ἡ δάφνη! Μία φορὰ κανεὶς πεθαίνει.
Ἀγάλια ἀγάλια ἀποχρυσώνεται τὸ κύμα,
νὰ ἡ ἄνοιξη γυρίζει, μέσ᾿ στὰ κορφοβούνια
τοῦ Προμηθέα τὰ σπλάχνα σκίζοντας ἕνα ὄρνιο
μεγάλο, ἀσάλευτο ξανοίγεται μακριάθε
γιὰ νὰ διώξεις τὸ μαῦρο γύπα ποὺ σὲ τρώει,
ἁρμάτωσέ μας, νέε νησιώτη, τὸ καράβι.
Κι ἂν πρέπει νὰ πεθάνουμε γιὰ τὴν Ἑλλάδα,
θεία εἶν᾿ ἡ δάφνη! Μία φορὰ κανεὶς πεθαίνει.
Τ᾿ ἀνάκρασμα τ᾿ ἀκοῦτε τῆς ἀρχαίας Πυθείας;
«Νίκη στῶν ἡμιθέων τ᾿ ἀγγόνια!» Ἀπὸ τὴν Ἴδη
ὡς τῆς Νικαίας τ᾿ ἀκρογιάλια ξανανθίζουν
αἰώνιες οἱ ἐλιές. Μὲ τ᾿ ἄρματα στὰ χέρια
ἐμπρός! Τὰ ὕψη τῶν βουνῶν ἂς τ᾿ ἀνεβοῦμε,
τοὺς Σαλαμίνικους ἀντίλαλους ξυπνώντας!
Ἂν πρέπει νὰ πεθάνουμε γιὰ τὴν Ἑλλάδα,
θεία εἶν᾿ ἡ δάφνη! Μία φορὰ κανεὶς πεθαίνει.
Κ᾿ ἔλα, ἑτοιμάστε τὰ λευκὰ φορέματά σας,
ἀρραβωνιαστικές, γιὰ νὰ στεφανωθῆτε
στὸ γυρισμὸ τοὺς ἀκριβούς σας μέσ᾿ στὸ λόγγο
γι᾿ αὐτοὺς ποὺ σᾶς γλυτώσανε κόφτε τὴ δάφνη.
Ἀγνάντια στὴ σκυφτὴ καὶ ντροπιασμένη Εὐρώπη,
ἂς πιοῦμε ξέχειλη τὴ δόξα παλληκάρια.
Κι ἂν πρέπει νὰ πεθάνουμε γιὰ τὴν Ἑλλάδα,
θεία εἶν᾿ ἡ δάφνη! Μία φορὰ κανεὶς πεθαίνει.
Ὅ,τι ἔγινε μπορεῖ νὰ ξαναγίνει, ἀδέρφια!
Στῶν πυρωμένων τούτων βράχων τὴν λαμπάδα
μὲ σάρκα θεία μπόρεσ᾿ ὁ ἄνθρωπος νὰ νοιώσῃ
τὸ φωτερώτερο κι ἀπ᾿ ὅλα τὰ ὄνειρά του.
Κι ἡ χριστιανὴ ψυχὴ βωβὴ ἐκεῖ πέρα θὰ εἶναι;
Κ᾿ ἐμεῖς ἑνὸς κορμιοῦ ξερόκλαδα ἐκεῖ πέρα;
Κι ἂν πρέπει νὰ πεθάνουμε γιὰ τὴν Ἑλλάδα,
θεία εἶν᾿ ἡ δάφνη! Μία φορὰ κανεὶς πεθαίνει.
Τὸ Μαραθώνιο πεζοδρόμο ἀκολουθώντας
κι ἂν πέσουμε, τὸ χρέος μας ἔχουμε κάμει!
Καὶ μὲ τὸ αἷμα τοῦ προγόνου μας Λεωνίδα
τὸ αἷμα μας, θριάμβων αἷμα, ταιριασμένο,
θὰ πορφυρώσει τὸν καρπὸ τὸν κοραλλένιο
καὶ τὸ σταφύλι τὸ κρεμάμενο στὸ κλῆμα.
Κι ἂν πρέπει νὰ πεθάνουμε γιὰ τὴν Ἑλλάδα,
θεία εἶν᾿ ἡ δάφνη! Μία φορὰ κανεὶς πεθαίνει.
Τῆς ἱστορίας μας φέγγουν τρεῖς χιλιάδες χρόνια,
Ὀρθοί! Καὶ πρόβαλε ἀπὸ τώρα τὸ παλάτι
στὸν τόπο ἐκεῖ ποὺ λύθηκαν τὰ κακὰ μάγια,
κι ὁ φοίνικας ξαναγεννιέται ἀπὸ τὴ στάχτη.
Στὶς ἀμμουδιὲς τῆς Μέκκας διῶξέ το ἥλιε,
τὸ μισοφέγγαρο μακριὰ ἀπ᾿ τὸν οὐρανό μας…
Ἂν πρέπει νὰ πεθάνουμε γιὰ τὴν Ἑλλάδα,
θεία εἶν᾿ ἡ δάφνη! Μία φορὰ κανεὶς πεθαίνει.
Ὦ λιγοστοί, ὦ διαλεχτοί!
Ὦ λιγοστοὶ κι ὦ διαλεχτοὶ κι ἀρίφνητοι αὔριο ἴσως!
Εἶναι μία ἀλήθεια κάτου ἐδῶ ποὺ τὴ χτυπάει τὸ μίσος,
εἶν᾿ ἐδῶ πέρα μία Ὀμορφιὰ ποὺ ἡ καταφρόνια δένει,
κι εἶν᾿ ἐδῶ πέρα μία Ἀρετὴ δειλὴ καὶ ντροπιασμένη.
Ὦ νέοι, ὦ πρωτοξύπνητοι στὸ φῶς, χαρὲς τ᾿ Ἀπρίλη,
ἀπὸ τοὺς πράσινους κορμοὺς γίνοντ᾿ οἱ ἄσπροι στύλοι!
Στὴ χώρα ἐσεῖς οἱ λειτουργοὶ κι οἱ λατρευτάδες εἶστε·
δὲ φτάνει· ἐμπρὸς! γιὰ τοὺς Θεούς, ὦ νέοι, πολεμεῖστε.
Στὴ Νεολαία μας
Αὐτὸ κρατάει ἀνάλαφρο μὲς στὴν ἀνεμοζάλη
τὸ ἀπὸ τοῦ κόσμου τὴ βοὴ πρεσβυτικὸ κεφάλι,
αὐτὸ τὸ λόγο θὰ σᾶς πῶ, δὲν ἔχω ἄλλο κανένα:
Μεθύστε μὲ τ᾿ ἀθάνατο κρασὶ τοῦ Εἰκοσιένα.
1η Νοεμβρίου 1940
Μολώχ
Τῶν Ἑλλήνων τὴν πατρίδα
βάρβαροι τὴν ἀτιμάζουν!
Ὅπου ἀνθοπετοῦσαν οἱ Ἔρωτες
παραδέρνει ἡ νυχτερίδα.
Στὴ νυχτιά μας μιὰ πυγολαμπίδα,
τῶν ἀρχαίων ἡ μνήμη, ψευτοφέγγει
κ᾿ εἶναι μιὰ νυχτιὰ ποὺ δὲν τὴ διώχνεις,
τοῦ παντοτινοῦ μας ἥλιου ἀχτίδα!
Καὶ πατρίδα καὶ ψυχὴ ρουφᾶν
βάρβαροι ἀπὸ βάθη καὶ ἀπὸ ὕψη.
Κι ὅταν, μ᾿ ἕνα τρίσβαθο ὤχ!
τῶν Ἑλλήνων θεέ, ρωτοῦμε σέ:
«Εἶσ᾿ ἐσὺ ὁ ξανθὸς Ἀπόλλωνας;»
Ἀποκρίνεσαι:-«Εἶμ᾿ ἐγὼ ὁ Μολώχ!»
(1908)
Τὸ σαΐτεμα
Καὶ χαμήλωσες, ὦ Φοῖβε, ἀπὸ τὰ ὕψη
τῶν Ὀλύμπων τῶν ἁγνῶν
πρὸς τοῦ χαύνου τὴν πατρίδα,
πρὸς τὴ χώρα τῶν ὀκνῶν.
Κ᾿ ἔπαιξες τὴ λύρα, ἀνάβρυσμα
παναρμονικῶν πηγῶν!
Λόγια σ᾿ ἀπαντήσανε βαρήκοων
καὶ περίγελα τυφλῶν.
Τότε, σὰ νὰ γύρευες τὴν πλάση
νὰ λυτρώσης ἀπὸ μόλυσμα,
κι ἀπ᾿ τ᾿ ἀκάθαρτα ὅλα τὸν ἀέρα,
ἔρριξες τὴ λύρα, κ᾿ ἔγινες
σαϊτευτής, καὶ τὰ σαΐτεψες
τῶν ἀνοήτων τὰ κοπάδια πέρα ὡς πέρα!
Ἡ ἀπόκριση
Ἀμαδρυάδες, πάρτε με κι ἀκοῦστε με, Αἰγιπάνες,
γάμου κρεββάτια στρώθηκαν, σπαράζει ἡ λαγκαδιά,
νὰ τ᾿ Ἀνθεστήρια! κελαιδοῦν οἱ δελφικοὶ παιάνες,
πλέκονται λάγνα εἰδύλλια σὲ δάση ἀρκαδικά.
Ἡ μέθη ἡ διονύσια ξεσπάει, λυσσάει, καὶ λάμπει
ὡς ποὺ εἶν᾿ ἡ πλάση, καὶ ἀπὸ ποῦ; Δὲν ξέρω ἂν εἶμ᾿ ἐγώ,
ὁ μέγας Πᾶν ἐχώρεσε στὴν ἀγκαλιά μου, ὦ θάμπη!
Μὲ τῶν στοιχείων τὴν ἄγρια, τὴν ἅγια ζήση ζῶ.
Τὸ δῶρο τῶν ὑπέρκαλων γαλήνιων ὁραμάτων,
ὦ Χρυσομίτρα, μοῦ ἔφεραν οἱ τρεῖς θεὲς κ᾿ οἱ ἐννιὰ
στὰ μέτωπα καὶ στ᾿ ἄχραντα κορμιὰ τῶν ἀγαλμάτων
τὴν ἀφρογένεια χόρτασα τῶν ὅλων Ὀμορφιά.
Ἀκούω τ᾿ ἀηδόνια, ἀντιλαλοῦν τ᾿ ἀηδόνια οἱ Σοφοκλῆδες,
Αἰσχύλειοι, ὠκεάνειοι, ὦ γόοι προφητικοί!
Σὲ μία ματιὰ ὁλοπράσινες ἀγνάντια μου Ἀτλαντίδες
γεννιοῦνται ἀπὸ τὴν ἄβυσσο καὶ χάνονται σ᾿ αὐτή.
Θαλασσομάχοι Φοίνικες μὲ φέρανε ἀπὸ πέρα,
ὁ χαροκόπος εἶμ᾿ ἐγὼ κι ὁ κοσμογυριστὴς
τέχνες, μιλήματα, εἴδωλα ξαφνίζουν τὸν ἀέρα.
Νυφάδες, ἀγκαλιάστε με, Σάτυροι, ἀκούστ᾿ ἐσεῖς.
Καὶ Σάτυροι καὶ Κένταυροι, νυφάδες Ἀμαδρυάδες,
κ᾿ οἱ Ἑλλάδες οἱ χρυσόλαλες μοῦ εἶπαν μὲ μία φωνή,
μέσ᾿ ἀπὸ χῶρες καὶ βουνά, δάση, κορφές, πεδιάδες:
«Γιὰ σὲ τὸ ἀθάνατο κρασὶ δὲν εἶναι, ὦ μεθυστή!»
Καὶ ἡ Ταναγραῖα ἡ λυγερὴ καὶ ἡ φοβερὴ Κασσάντρα,
Μαινάδες κισσοστέφανες, Ὀλύμπιοι θεοί,
ἀπ᾿ τὴ σπηλιὰ τῆς Καλυψῶς ὡς τὴ σοφὴ Ἀλεξάντρα,
οἱ Ἑλλάδες οἱ μουσόθρεπτες μοῦ εἶπαν μὲ μία φωνή:
«Σώπα, χλωμὲ καλόγερε, λάλε καὶ χαῦνε, σώπα,
στὸ μοναστήρι γύρισε καὶ κλείσου στὸ κελλί!»
Καὶ τῶν Πινδάρων οἱ ἥρωες κ᾿ οἱ θέαινες τοῦ Σκόπα
γελοῦνε, καὶ τὸ γέλιο τους βροντόκραχτα ἀντηχεῖ.
Οἱ Καλόγεροι
Εἴμαστ᾿ οἱ ἄνεργοι καὶ οἱ ἄχαροι,
καὶ τῆς ζωῆς εἴμαστ᾿ ἐμεῖς οἱ καταλαλητάδες,
γιὰ νὰ πατᾶμε καὶ νὰ σβήνουμε εἴμαστε
τὰ ὡραῖα καὶ τ᾿ ἀληθινά, τ᾿ ἄνθια καὶ τὶς λαμπάδες.
Τὸν ἥλιο καὶ τὰ ἡλιόχαρα ὀχτρευόμαστε,
καὶ τὶς ἀγάπες τῆς καρδιᾶς καὶ τοῦ παιδιοῦ τὰ γέλια,
μὲ νεκροσάβανο σκεπάζουμε
τὸ Λόγο τὸν τετράψυχο στὰ γαληνὰ Βαγγέλια.
Εἴμαστ᾿ ὁ κούφιος ἦχος ὁ παράταιρος
στῶν κεραυνῶν τὸ ταίριασμα καὶ στῶν κελαιδημάτων,
χαλάσματα καὶ σκιάχτρα κάνουμε
τοὺς θείους ναοὺς καὶ τὰ λευκὰ κορμιὰ τῶν ἀγαλμάτων.
Μὰ νὰ ὁ ραγιᾶς τὰ σύντριψε τὰ σίδερα,
«Ζωή!» ὁ Τεχνίτης ἔκραξε, Σοφέ, ἀλαλάζεις «Νίκη!»
φύγαμε τότε καὶ τρυπώσαμε
μέσ᾿ στῶν ἐρήμων τὶς μονιὲς καὶ γίναμεν οἱ λύκοι.
Καὶ τώρα κάθε ποὺ ἀπαντήσουμε
τὴν Ὑπατία τὴν ἄτρομην Ἰδέα τὴν ἀστρομάτα,
τὴ σφάζουμε, τὴ χιλιοκομματιάζουμε,
καὶ – ὦ λύσσα! – τὰ κομμάτια της τὰ ρίχνουμε στὴ στράτα.
Ἡ βέργα τοῦ Ζωΐλου
Στὴν πλάση, ἀπὸ τῆς θάλασσας τὴ μάνητα
ὡς τὸν τριγμὸ τοῦ σαρακιοῦ, κι ἀπ᾿ τὸ βουνὸ ὡς τὸ χνούδι,
καὶ μέσα στὰ βουβὰ καὶ μέσ᾿ στ᾿ ἀσίγητα,
στὰ πάντα δυσκολόβρετο κοιμᾶται ἕνα τραγούδι.
Καὶ τὸ τραγούδι τὸ ξυπνᾶνε οἱ Ὅμηροι,
σάρκα τοῦ δίνουν, ψυχή, φῶς, τὸ κάνουν πλάσμα καὶ ἄστρο,
κ᾿ ὕστερα ἐσεῖς, κιθάρες δρόμο δόστε του!
Μὲ τὸ τραγούδι ὑψώνεται τῆς Πολιτείας τὸ κάστρο,
μέσ᾿ στὸ τραγούδι ὁ Νόμος πρωτοβλάστησε,
κι ἀπὸ τῆς λύρας τὰ ὄνειρα τὰ ἔργα τὰ μεγάλα
οἱ δόξες τῶν ἐθνῶν τῶν κοσμοξάκουστων
κρατοῦνε πρωτοβύζαχτο τοῦ τραγουδιοῦ τὸ γάλα.
Γιὰ τοῦτο πλάστες καὶ προφῆτες οἱ Ὅμηροι,
ἀταίριαστοι, ἀδασκάλευτοι, ἄκακοι, ξένοι, ὡραῖοι
μέσα στὴ θεία τους γλώσσα τὴν ἀγράμματη
Ἡρώων ἀλαλάζει λαός, μιᾶς μάννας καρδιὰ κλαίει.
Μέσα στὴ θεία τους γλώσσα τὴν ἀγράμματη
μὲ πρόσωπο Πεντάμορφης εἶναι γραμμέν᾿ ἡ Ἰδέα,
ζωές, ἀλήθειες, πάθια, λαχταρίσματα,
κι ὅλα ὅσα λέτε, ἀστόχαστοι καὶ ἀνίδεοι, χυδαῖα!
Γιὰ τοῦτο καταριέστε τὸ τραγούδι τους,
ποὺ ρέει γοργὰ μὲ τὰ νερὰ ψηλάθε τὰ καθάρια,
ἐσεῖς, τοῦ Ξεπεσμοῦ λουλούδια ἀτίμητα
σᾶς ἔχει ὁ νοῦς ἀπόπαιδα κ᾿ ἡ ἀσκημιὰ βλαστάρια!
Γιὰ τοῦτο, ἂν κάνουν οἱ Ὅμηροι νὰ τρέμετε,
τρομάρα τοῦ ἀνεμόδαρτου στὸ δέντρο ἀπάνω φύλλου,
τῶν Ὁμήρων τους ἴσκιους δὲν τοὺς τρέμετε.
Κι αὐτοὺς χτυπᾶτε, παίρνοντας τὴ βέργα τοῦ Ζωίλου!
Οἱ πολυθεοί
Μακαρισμένος ἐσὺ ποὺ μελέτησες
νὰ τὸν ὀρθώσης ἀπάνω στοὺς ὤμους σου
τὸ συντριμμένο ναὸ τῶν Ἑλλήνων!
Τοῦ Νόμου τ᾿ ἄγαλμα σταίνεις κορῶνα του,
στὶς μαρμαρένιες κολῶνες του σκάλισες
τοὺς λογισμοὺς τῶν Πλωτίνων.
Εἶδες τὸν κόσμο κι ἀτέλειωτο κι ἄναρχο
ψυχῶν καὶ θεῶν, μαζὶ κύριων καὶ ὑπάκουων,
σφιχτοδετὰ κρατημένη ἁρμονία
καὶ τῶν καπνῶν καὶ τῶν ἴσκιων τὰ εἴδωλα
παραμερίζοντας ὅλα, ἴσα τράβηξες
πρὸς τὴν Αἰτία
καὶ σὲ κρυψώνα ἱερό, καὶ σωπαίνοντας
ἔσπειρες, ἔξω ἀπ᾿ τὸ μάτι τοῦ βέβηλου,
κ᾿ ἔπλασες λιόκαλη ἐσὺ σπαρτιάτισσα
τὴ θυγατέρα σου τὴν Πολιτεία.
Στοὺς χριστιανοὺς τοὺς μισόζωους ἀνάμεσα
ξαναζωντάνεψες Ὀλύμπους ἄγνωρους,
ἔθνη καινούριων ἀθανάτων κι ἄστρων
μέσα σὲ σένα Λυκοῦργοι καὶ Πλάτωνες
ἀπαντηθῆκαν, τὸ λόγο ξανάνιωσες
τῶν Ζωροάστρων.
Κι ἀφοῦ τὸ τέκνο μεγάλωσες, ἔνιωσες
τότε μονάχα τὴν κούραση, κ᾿ ἔγυρες
ζωὴ κατόχρονη ἰσόθεης σκέψης,
κι ἀλαφροπῆρε σε ὁ θάνατος κ᾿ ἔφυγες
τὸ μυστικό, τρισμκάριε, τὸν ἴακχο
μὲ τοὺς Ὀλύμπιους θεοὺς νὰ χορέψης.
Σοφός, κριτὴς καὶ προφήτης μᾶς μοίρασες
ἀπὸ τὸ γάλα ποὺ ἐσένα σὲ πότισε
τῆς οὐρανίας Ἀφροδίτης ἡ ρώγα.
Τοῦ κόσμου ἀφήνεις τὸ τέκνο, τὸ θάμα σου
μὰ ὁ μισερὸς κι ὁ στραβὸς κι ὁ ζηλόφτονος
λυσσομανάει καὶ τὸ ρίχνει στὴ φλόγα.
Ὅμως ὁ ἀέρας τριγύρω στὴ φλόγα σου
πνοὴ σοφίας κι ἀλήθειες πνοὴ γίνεται,
κι ἀπὸ τὴ θράκα τῆς φλόγας πετάχτη
στὸν ἥλιο ὁλόισα ἕνας νοῦς μεγαλόφτερος
τ᾿ ἀποκαΐδια σου κρύβουμε γκόλφια μας,
καὶ θησαυρὸς τῆς φωτιᾶς σου εἶν᾿ ἡ στάχτη!
Ἡ νίκη
Ἐδῶ στὸ ἑλληνικὸ τὸ χῶμα,
τὸ στοιχειωμένο καὶ ἱερό,
ποὺ τὸ ἴδιο χῶμα μένει ἀκόμα
κι ἀπ᾿ τὸν ἀρχαῖο τὸν καιρό,
στὸ χῶμα τοῦτο πάντα ἀνθοῦνε
κ᾿ ἔχουν ἀθάνατη ζωὴ
καὶ μᾶς θαμπώνουν, μᾶς μεθοῦνε
νεράιδες, ἥρωες, θεοί!
Εἶδα τὴ Νίκη τὴ μεγάλη,
τὴ Νίκη τὴν παντοτεινή!
Τὴν εἶδα ἐμπρός μου νὰ προβάλλῃ
μὲ φορεσιὰ ὁλοφωτεινή.
Ἀσύγκριτη σὰν τὴν ἰδέα,
σὰν ὄνειρο λαχταριστή,
εἶδα τὴ Νίκη τὴν ἀρχαία,
τὴ Νίκη τὴν κυματιστή!
Τὴν εἶδα. Μὲ τὸ πέταμά της
δὲν ἔφευγε στοὺς οὐρανούς,
ἐκεῖ ποὺ δύσκολα σιμά της
μπορεῖ νὰ κρατηθῆ κι ὁ νοῦς.
Δὲν ἔτρεχε νὰ φτάσῃ πρώτη,
νὰ στεφανώσῃ φτερωτὴ
τὸ λιονταρόκαρδο στρατιώτη,
τὸν ἐμπνευσμένο τὸν ποιητή.
…
Τὴν εἶδα νὰ περνᾶ μπροστά μου
μὲ φορεσιὰ ὁλοφωτεινὴ
καὶ λύγισα στὴ γῆ ἐκεῖ χάμου
κ᾿ ἔκραξα μὲ τρανὴ φωνή,
γονατιστός, μὲ θαμπωμένα
μάτια, μὲ λαύρα περισσή:
«Χαῖρε θεά, χαῖρε παρθένα,
Ὦ Νίκη, ὦ Νίκη, ὦ Νίκη Ἐσύ!
Ἐσὺ ποὺ δείχνεις πὼς ἀνθοῦνε
ἐδῶ μ᾿ ἀθάνατη ζωή,
πῶς μᾶς ἐμπνέουν καὶ μᾶς μεθοῦνε
νεράιδες, ἥρωες, θεοί!»