ΑΡΕΤΗ είναι κάθε συνειδητή ενέργεια των όντων όταν αυτή γίνεται σύμφωνα με τις απαιτήσεις των νόμων της Φύσεώς τους και όταν τα όντα εναρμονίζονται προς τους νόμους της φύσεως του περιβάλλοντός τους.
Η λέξη αρετή προέρχεται από το ρήμα αρέσκω που σημαίνει αρμόζω και συνεκδοχικά σημαίνει την δύναμη να κάνει κανείς εκείνο που αρμόζει. Αυτό που αρμόζει να πράξουμε σε κάθε περίπτωση θα το βρούμε στην πραγματικότητα που υπάρχει στην φύση και η μόνη πραγματικότητα είναι οι Φυσικοί Νόμοι (στους οποίους υπακούουν όλοι οι κόσμοι) και όχι οι ανθρώπινοι νόμοι και γενικά ότι ισχύει στην ανθρώπινη υποκειμενικότητα.
Η αντικειμενική αυτή έννοια της αρετής σημαίνει την εναρμόνιση προς την Φύση και τους Νόμους της όπως την δίδαξε ο Στωικός φιλόσοφος Ζήνων ο Κιτιεύς (4ος π.Χ. αιώνας), ο οποίος έλεγε «το κατά Φύσιν ζην τουτ’ εστί το κατ’ αρετήν ζην». Επίσης ο Διογένης ο Λαέρτιος (3ος π.Χ. αιώνας) στο βιβλίο του «Βίοι Φιλοσόφων» έγραψε, εκφράζων την γενική άποψη των Στωικών, «το να ζει κανείς σύμφωνα με την Φύση, σημαίνει να ζει σύμφωνα με τους κανόνες της αρετής, και αυτό μας οδηγεί προς την ίδια την Φύση».
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΡΕΤΗΣ είναι όλες οι πράξεις των όντων οι οποίες υπαγορεύονται από τους φυσικούς νόμους. Εκείνες όμως οι πράξεις που γίνονται κατά συνειδητή εκτίμηση του ανθρώπου είναι πράξεις συνειδητής αρετής και όταν οι πράξεις αυτές αναφέρονται προς τους άλλους τότε τα όντα αυτά χαρακτηρίζονται ως πράγματι ηθικά όντα κατ’ αντίθεση προς τα άλλα τα μη ηθικά.
Πράξεις αρετής (έλεγε ο Σ. Νάγος) είναι οι γινόμενες κατ’ ελευθέρα βούληση, όταν δεν αντιτίθενται στην ελεύθερη βούληση των άλλων, όταν δεν παρεμποδίζουν την ελεύθερη διανόηση και αυτοδιάθεση των άλλων και δεν παραβιάζουν τους ηθικούς νόμους οι οποίοι διακανονίζουν τις κοινωνικές σχέσεις των εν γένει υπέρτερων του ανθρώπου πνευματικών όντων, ακόμα δε και εκείνων των κοινωνικών ανθρωπίνων όντων.
Πράξη αρετής είναι κάθε πράξη που τελείται υπό του ανθρώπου υπαγορευόμενη από τις λειτουργίες της φύσεως των όντων και από τις λειτουργίες της φύσεως του περιβάλλοντος.
Πράξη αρετής είναι να αγαπά ο άνθρωπος τους ομοίους του και να ενδιαφέρεται υπέρ της προόδου αυτών, να αναγνωρίζει τα φυσικά δικαιώματα της ζωής των και της διανοητικής και ηθικής των προόδου».
«ΕΝΑΡΕΤΟΙ (έλεγε ο Σ. Νάγος) είναι οι μύστες όταν δεν ενδιαφέρονται μόνον για τους εαυτούς των, αλλά ενδιαφέρονται και για τους άλλους που ευρίσκονται στο περιβάλλον τους και αισθάνονται την υποχρέωση να παρέχουν προς τους άλλους ότι τους επιτρέπει η δυναμική τους ενέργεια, σε ίσον βαθμό προς ότι παρέχουν στον ίδιο τον εαυτό τους προς εξυπηρέτηση της ανθρωπίνης τους ζωής και της ψυχικής τους προόδου. Εάν ενεργήσουν αντίθετα, τότε θα χωρίσουν τα άτομά τους από τους άλλους ανθρώπους και στην περίπτωση αυτή θα αρνηθούν να αναγνωρίσουν τα δικαιώματα επί της ζωής και της προόδου των άλλων.
ΕΝΑΡΕΤΟΣ είναι ο μύστης ο έχων στις ενέργειές του την προαναφερθείσα κατεύθυνση. Αντίθετη κατεύθυνση του μύστη δεν θα του επιτρέψει να εκπληρώσει τον ανθρώπινο σκοπό του για να έλθει σε θειότερο πνευματικό κόσμο, αλλά θα επανέρχεται να ζει επί του αυτού ανθρώπινου κόσμου, όπου αντίθετοι ηθικοί νόμοι επικρατούν. Νόμοι αντίθετοι προς την αρετή είναι εκείνοι οι οποίοι χωρίζουν τα κοινωνικά άτομα και υπαγορεύουν στις σχέσεις τους να επικρατούν ταπεινές και εγωιστικές πράξεις ως επίσης και οι νόμοι που έχουν θεσπισθεί και εφαρμόζονται από την ανθρώπινη ανοησία και την περιφρόνηση προς τους νόμους της Θείας Φύσεως.