Κίνηση Πολιτών για την επαναφορά του Πολυτονικού Συστήματος

Κίνηση Πολιτών για την επαναφορά του Πολυτονικού Συστήματος


0 0 ψήφοι
Article Rating

Τὸ πολυτονικὸ σύστημα τῆς Ἑλληνικῆς ἀπὸ τὴν προοπτικὴ τῶν γλωσσικῶν ἐπιστημῶν

[Κείμενο τοῦ Χρυσόστομου Παπασπύρου, γραμμένο γιὰ τὴν Κίνηση Πολιτῶν γιὰ τὴν Ἐπαναφορὰ τοῦ Πολυτονικοῦ Συστήματος τον Νοέμβριο τοῦ 2006.]

Εἰσαγωγὴ

Ὅπως εἶναι εὐρέως γνωστό, τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1982 σὲ μία μεταμεσονύκτια συνεδρίασι τῆς Βουλῆς τῶν Ἑλλήνων ψηφίστηκε τροπολογία, μὲ τὴν ὁποία καταργήθηκε τὸ μέχρι τότε χρησιμοποιούμενο πολυτονικὸ σύστημα γιὰ τὴν γραπτὴ ἀναπαράστασι τῆς ἑλληνικῆς φθογγογλώσσας καὶ ἀντικαταστάθηκε μὲ τὸ μονοτονικὸ σύστημα. Ἡ ἀπόφασι ἐκείνη δὲν στηρίχθηκε σὲ κανένα ἀπολύτως ἐπιστημονικὸ πόρισμα, ἀλλὰ ἦταν φανερὰ αὐθαίρετη ἐπιβολὴ μίας συγκεκριμένης ἰδεολογικῆς καὶ πολιτικοοικονομικῆς θέσεως, ἡ ὁποία κατεδείκνυε πλήρη ἄγνοια τῶν γλωσσικῶν ἐν γένει γνωρισμάτων καὶ τῶν γλωσσικῶν λειτουργιῶν ποὺ συνδέονται μὲ τὴν γραπτὴ ἀναπαράστασι μίας φυσικῆς γλώσσας. Ὁ Νῖκος Παναγιωτάκης σὲ μία ἐξαιρετικὰ μεστὴ καὶ ἐμπεριστατωμένη ἀνακοίνωσί του ἀνακεφαλαίωσε τὸ ὅλο θέμα καὶ κατέδειξε ὅτι ὅλα τὰ προβαλλόμενα ἐπιχειρήματα ὑπὲρ τοῦ μονοτονικοῦ δὲν ἦταν τίποτα ἄλλο παρὰ ἰδεολογικὰ πυροτεχνήματα που ἀποσκοποῦσαν στὴν προώθησι κρυφῶν πολιτικῶν καὶ οἰκονομικῶν σκοπιμοτήτων [Παναγιωτάκης 1995].

Εργαστήρια Κυριαρχίας Θεών

Ἔκτοτε ἔχει παρατηρηθῆ μία ἀξιόλογη κινητικότητα ὑπὲρ τῆς ἐπαναφορᾶς τοῦ πολυτονικοῦ μέσα ἀπὸ πρωτοβουλίες πολιτῶν εὐαισθητοποιημένων σὲ θὲματα γλωσσικῆς καλλιέργειας. Ἡ ἐπίγνωσι τοῦ ὀλέθριου ἐκείνου ἀτοπήματος ποὺ ἔγινε τὸ 1982 σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν ἐλπίδα νὰ ἀποκατασταθῇ ἡ γνησιότητα τῆς γραπτῆς ἀναπαραστάσεως τῆς ἑλληνικῆς φθογγογλώσσας ἀποτελεῖ τὸν κινητήριο μοχλὸ αὐτῶν τῶν πρωτοβουλιῶν. Ἡ παροῦσα μελέτη ἐμπίπτει στὸ εἶδος τέτοιων πρωτοβουλιῶν καὶ ἀποσκοπεῖ στὴν παρουσίασι τῆς ἀναγκαιότητας τοῦ πολυτονικοῦ συστήματος τῆς ἑλληνικῆς μέσῳ τεκμηριωμένων ἐπιχειρημάτων ἀπὸ τὸ διεπιστημονικὸ πεδίο τῶν γλωσσικῶν ἐπιστημῶν.

Ἡ προοπτικὴ τῆς συστημικῆς γλωσσολογίας


Ὅταν μία φυσικὴ φθογγόγλωσσα ἀναπαρίσταται γραπτῶς, ἐπιδιώκεται καὶ, συνήθως μετὰ ἀπὸ μακραίωνη ἱστορία δοκιμῶν καὶ βελτιώσεων, ἀποκρυσταλλώνεται μία κατὰ τὸ δυνατὸν ἔκδηλη καὶ ἀξιόπιστη παρουσίασι τῆς μορφολογικῆς φυσιογνωμίας της. Ἀπὸ τὶς 5 περίπου χιλιάδες γλῶσσες ποὺ ὑπάρχουν στὸν κόσμο, λιγότερες ἀπὸ 200 διαθέτουν σύστημα γραπτῆς ἀναπαραστάσεως, καὶ μεταξὺ αὐτῶν γιὰ ἀκόμα λιγότερες ἔχουν ἀναπτυχθῆ πλήρως κατάλληλα συστήματα γραφῆς. Κλασσικὸ ἔργο γιὰ τὴν σχέσι γλώσσας καὶ γραφῆς ἀπὸ τὴν προοπτικὴ τῆς συστημικῆς γλωσσολογίας ἀποτελεῖ τὸ σύγγραμμα τοῦ Florian Coulmas [1981]: Περὶ τῆς γραφῆς. Ὁ Coulmas ἐπισημαίνει ὅτι ὁ στιγμιαῖος χαρακτήρας μίας γλωσσικῆς ἐκφωνήσεως δὲν ἐπιτρέπει τὴν ὑπαγωγὴ ἑνὸς γλωσσικοῦ ἀντικειμένου σὲ ἐπανειλημμένη παρατήρησι, ἐνῷ στὴν γραφὴ ὄχι μόνο αἴρεται ὁ στιγμιαῖος χαρακτήρας τῆς ἐκφορᾶς, ἀλλὰ καὶ διατηρεῖται ἡ γλωσσικὴ συνείδησι, διότι διὰ τῆς γραφῆς ἀντικειμενοποιεῖται ἡ γλωσσικὴ σημασία, δηλαδὴ ἀπελευθερώνεται ἀπὸ τὴν περιστασιακὴ ἐξάρτησι τῆς ὁμιλουμένης ἐκφωνήσεως. Ἐπειδὴ τὸ γλωσσικὸ προϊὸν στὴν γραπτή του μορφὴ ἀποκτᾷ μία αὐτοδυναμία, ἡ γραπτὴ ἐκφώνησι πρέπει νὰ εἶναι μονοσήμαντη. Ἡ γραφὴ εἶναι ἀφαίρεσι [Coulmas 1981 σελ. 25-32]. Ἡ δὲ διπλῆ ἰδιότητα τῆς γραφῆς, νὰ ἀποτελῇ δηλαδὴ συγχρόνως προϋπόθεσι καὶ ἀποτέλεσμα τῆς γλωσσικῆς συνειδήσεως, ἐπιβάλλει τὴν θεώρησι τῆς γραπτῆς δομῆς ὡς ἀναποσπάστου μέρους τῆς συνολικῆς γραμματικῆς δομῆς μίας φυσικῆς γλώσσας [Coulmas 1981 σελ. 51]. Καὶ, πράγματι, ὅπως μᾶς τό ξεκαθαρίζει ἡ Στέλα Βέργη, ἡ γραφὴ εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἐνδιάμεση ἐκείνη ὀντότητα, ποὺ μετασχηματίζει τόσο ἰσχυρὰ τὴν συνείδησι, ὥστε νὰ μποροῦμε νὰ διαμορφώνουμε στὸν νοῦ μας μία ὁλωσδιόλου εἰκόνα γιὰ τὴν γλῶσσα [Βέργη 2003 σελ. 21].

Σὲ καμμία γραφόμενη γλῶσσα δὲν ὑφίσταται ἀμφιμονοσήμαντη ἀντιστοιχία μεταξὺ γραφημάτων καὶ φθόγγων, διότι ἁπλούστατα μία τέτοια ἀντιστοιχία δὲν ἐξυπηρετεῖ τοὺς σκοποὺς τῆς γραφῆς. Ἡ πλάνη τῆς παραδοχῆς ὅτι ἕνα καθαρὰ φωνητικὸ σύστημα γραφῆς θὰ ἦταν τὸ βέλτιστο δυνατόν, φαίνεται ἀπὸ τὴν ἐξέτασι τοῦ διεθνοῦς φωνητικοῦ ἀλφαβήτου (ΙΡΑ), τὸ ὁποῖο ἐξυπηρετεῖ ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο σκοποὺς γλωσσολογικῆς καταγραφῆς. Καμμία γλῶσσα δὲν χρησιμοποιεῖ τὸ σύστημα αὐτὸ γιὰ συνήθεις σκοποὺς ἀναγνώσεως καὶ γραφῆς, διότι ἁπλούστατα τὸ διεθνὲς φωνητικὸ ἀλφάβητο δὲν προάγει καθόλου τὴν ὀπτικὴ ἀναγνώρισι τῶν μορφολογικῶν καὶ σημασιοσυντακτικῶν σχέσεων [Coulmas 1981 σελ. 46-47].

Ἡ γραπτὴ ἀναπαράστασι μίας γλώσσας ἀκολουθεῖ ἐντελῶς διαφορετικὴ νομοτέλεια, τὴν ὁποία ἐπιβάλλει ἡ ὀπτικὴ φύσι τοῦ μέσου τῆς γραφῆς. Ἐπειδὴ στὴν γραφὴ λείπει ἡ γνῶσι τοῦ γλωσσικοῦ περικειμένου, τὸ ὁποῖο κατὰ τὴν ζωντανὴ γλωσσικὴ ἐπικοινωνία διαδραματίζει ἐξέχοντα σημασιολογικὸ ρόλο, εἶναι ἀναγκαῖος ὁ ἐμπλουτισμὸς τοῦ συστήματος γραφῆς μὲ ἐπὶ πλέον διακριτικὰ σύμβολα μὲ ἐνισχυτικὴ μορφολογικὴ καὶ συντακτικὴ λειτουργία. Κατὰ τὸν Coulmas, ἕνα σύστημα γραφῆς ὀφείλει νὰ πληροῖ τὶς ἀκόλουθες τρεῖς προϋποθέσεις, προκειμένου νὰ μπορῇ νὰ θεωρηθῇ κατάλληλο γιὰ τὴν γραπτὴ ἀναπαράστασι μίας γλώσσας:

  1. Πιστὴ ἀναπαράστασι τῶν μορφολογικῶν καὶ μορφοσυντακτικῶν σχέσεων,
  2. Ἀκριβοδίκαιη βελτιστοποίησι ἀναγνώσεως καὶ γραφῆς, καὶ
  3. Ἰσορροπία ἀνάμεσα στὴν μνημοτεχνικὴ καὶ στὴν συνδυαστικὴ ἐπιβάρυνσι τῆς μνήμης.

Ἡ ἀλφαβητικὴ γραφὴ φαίνεται ὅτι ἀνταποκρίνεται κατὰ τὸν πλέον ἐνδεδειγμένο τρόπο στὶς προϋποθέσεις αὐτές [Coulmas 1981 σελ. 34]. Ἐξυπακούεται ὅτι γιὰ κάθε συγκεκριμένη γλῶσσα ὑπάρχει πάντα ἡ δυνατότητα ἐμπλουτισμοῦ τοῦ χρησιμοποιουμένου ἀλφαβήτου της μέσα ἀπὸ τὴν ἱστορικὴ πορεία τῆς γλώσσας αὐτῆς.

Ἡ προοπτικὴ τῆς ψυχογλωσσολογίας καὶ τῆς ψυχολογίας τῆς γλώσσας

Κλασσικὸ ἔργο γιὰ τὴν περιγραφὴ καὶ τὴν ἑρμηνεία τῶν χαρακτηριστικῶν καὶ τῶν λειτουργιῶν τῆς γραπτῆς ἀναπαραστάσεως τῶν φυσικῶν γλωσσῶν τοῦ ἀνθρώπου εἶναι τὸ μνημειῶδες σύγγραμμα τοῦ Wygotski [1934]: Σκέψι καὶ Γλῶσσα, τὸ ὁποῖο διατηρεῖ ἀκόμα καὶ σήμερα τὴν ἐπικαιρότητά του μέσα ἀπὸ τὴν προοπτικὴ τῆς ψυχολογίας τῆς γλώσσας. Στὸ ἔργο αὐτὸ ὁ Wygotski παρουσιάζει ἐξαντλητικὰ τὶς ἰδιότητες τῆς γραπτῆς γλώσσας συγκρίνοντάς την ἀφ᾽ ἑνὸς μὲ τὴν ἐσωτερικὴ γλῶσσα καὶ ἀφ᾽ ἑτέρου μὲ τὴν ἐκφωνούμενη γλῶσσα, ἐνῷ ταυτόχρονα διαστρωματώνει αὐτὲς τὶς τρεῖς γλωσσικὲς μορφὲς σὲ τρία ἐπίπεδα γλωσσικῆς δραστηριότητας, ὅπως αὐτὰ μεθερμηνεύονται ἀνακεφαλαιωτικὰ ἀπὸ τὴν Gudula List [List 1981 σελ. 147]:

  1. Ἐκδηλότητα: Στὸ ἐπίπεδο αὐτὸ νοεῖται ἡ γλωσσικὴ δραστηριότητα ποὺ ἀποσκοπεῖ στὴν ἔκφρασι τοῦ μηνύματος. Ἐνῷ ἡ ἐσωτερικὴ γλῶσσα χαρακτηρίζεται ἀπὸ συντομία καὶ ἀποσπασματικότητα, χωρὶς νὰ ὑφίσταται ἀνάγκη γιὰ ἐξασφάλισι τῆς διαπροσωπικῆς κατανοήσεως, καθὼς ἐπίσης καὶ ἡ ἐκφωνούμενη γλῶσσα ἀναδεικνύει ποικιλία ἐκφραστικῶν ἐκδιπλώσεων ἀνάλογα μὲ τὴν περίστασι καὶ τὴν ἑκάστοτε γλωσσικὴ ἀλληλεπίδρασι, ὅπου ἡ ἐξασφάλισι τῆς κατανοήσεως ἐπιτυγχάνεται ἀκόμα καὶ μὲ παραγλωσσικὰ στοιχεῖα, ἡ γραπτὴ γλῶσσα χαρακτηρίζεται ἀπὸ πλήρη ἐκφραστικὴ ἐκδίπλωσι, κατὰ τὴν ὁποία ἡ διαπροσωπικὴ κατανόησι διασφαλίζεται ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο μέσῳ τῆς γλωσσικῆς διατυπώσεως.
  2. Ἀλληλεπίδρασι: Στὸ ἐπίπεδο αὐτὸ νοεῖται ὁ τρόπος τῆς γλωσσικῆς ἀνταλλαγῆς. Ἡ μὲν ἐσωτερικὴ γλῶσσα εἶναι μονολογική, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι ἀποτελεῖ διάλογο μὲ τὸν ἑαυτό, ἡ ἐκφωνούμενη γλῶσσα εἶναι διαλογικὴ, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι ἀπαιτεῖ τὴν παρουσία τοὐλάχιστον δύο συνδιαλεγομένων προσώπων σὲ μία χωροχρονικὰ συγκεκριμένη ἐπικοινωνιακὴ περίστασι, καὶ ἡ δὲ γραπτὴ γλῶσσα εἶναι μονολογική, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι ἀποτελεῖ διάλογο ἐξ ἀποστάσεως ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὶς ἐπικοινωνιακές περιστάσεις.
  3. Λεκτικότητα: Στὸ ἐπίπεδο αὐτὸ νοεῖται ἡ συγκεκριμένη μορφὴ τῆς γλωσσικῆς ἐκφράσεως. Ἐνῷ στὴν ἐσωτερικὴ γλῶσσα ἡ λεκτικότητα εἶναι ἄκρως ἰδιοσυγκρασιακὴ μὲ ὑποκειμενικὲς ἐννοιολογικὲς συναθροίσεις, ἡ λεκτικότητα τῆς ἐκφωνούμενης γλώσσας χαρακτηρίζεται ἀπὸ μία καθομιλούμενη ποικιλομορφία καὶ, τέλος, στὴν λεκτικότητα τῆς γραπτῆς γλώσσας ἐπικρατεῖ μία κατὰ κανόνα προτυποποιημένη καὶ πολύπλοκη γλωσσικὴ μορφή.

Ὅπως τονίζει ἡ List, ἡ διαδικασία ἐκμαθήσεως τῆς γραπτῆς ἀναπαραστάσεως μίας φυσικῆς φθογγογλώσσας στηρίζεται στὴν νοητικὴ ἐπεξεργασία ἑνὸς συνόλου μετακωδικεύσεων ἀπὸ φθογγολογικὲς σἐ γραφολογικὲς δομές, κατὰ τὴν ὁποία ἀναδιαμορφώνεται ἡ ὅλη γλωσσικὴ συμπεριφορὰ καὶ ἡ στάσι ἀπέναντι στὴν γλῶσσα. Ἡ ἐκμάθησι τῆς ἀναγνώσεως καὶ τῆς γραφῆς ἀποτελεῖ τὸ μεγαλύτερο ἐπίτευγμα στὴν ζωὴ ἑνὸς ἀνθρώπου, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι ἀπαιτεῖται ἡ συντονισμένη ἐνεργοποίησι πάρα πολλῶν ἐπὶ μέρους νοητικῶν διεργασιῶν, οἱ ὁποῖες ὑπερβαίνουν κατὰ πολὺ τὴν ἁπλῆ ἐξοικείωσι μὲ τὴν τεχνικὴ τῆς γραφῆς [List 1981 σελ. 135-137]. Μία φυσικὴ γλῶσσα σὲ γραπτὴ μορφὴ ἀποκτᾷ ἐξελισσόμενη μία αὐτοδυναμία καὶ ἀνεξαρτησία ὡς πρὸς τὸ πρωτογενὲς ἀρχέτυπό της, ἀπὸ τὸ ὁποῖο διακρίνεται μέ βάσι τρία ποιοτικὰ κριτήρια: τὴν ἐνσυνείδητη δραστηριότητα, τὴν ἀποδέσμευσι ἀπὸ τὶς ἐπικοινωνιακὲς συνθῆκες καὶ τὴν χρονικὴ διάρκεια καὶ σταθερότητα. Ἡ ἐνσυνείδητη δραστηριότητα ἐμπεριέχει σὲ μεγάλο βαθμὸ διασκεπτικὴ ἀφαίρεσι καὶ γλωσσικὴ συνείδησι καὶ συνεπάγεται, ὅσον ἀφορᾷ στὴν γλωσσικὴ συμπεριφορά, τὴν ἐμπρόθετη καὶ ἐλεγχόμενη ἐφαρμογὴ ἀναλυτικῶν καὶ συνθετικῶν διεργασιῶν, οἱ γνωσιακοὶ μηχανισμοὶ τῶν ὁποίων διαφέρουν ριζικὰ ἀπὸ τοὺς ἀντίστοιχους μηχανισμοὺς τῆς αὐθόρμητης, πρωτογενοῦς γλωσσικῆς συμπεριφορᾶς. Ἡ ἀποδέσμευσι ἀπὸ τὶς ἐπικοινωνιακὲς συνθῆκες καθιστᾷ τὴν γραφόμενη γλῶσσα μονολογική, καὶ κατὰ συνέπεια πολύπλοκη καὶ αὐτάρκη ὡς πρὸς τὴν ἀντιστοιχία μορφῆς καὶ περιεχομένου, διότι τὸ σημασιολογικὸ περιεχόμενο συνάγεται ἀποκλειστικὰ ἀπὸ τὶς τυπικὲς σημασίες τῶν χρησιμοποιουμένων γλωσσικῶν σημείων. Ἡ σταθερότητα καὶ διάρκεια στον χρόνο προσδίδει στὴν γραφόμενη γλῶσσα μὶα παγχρονικότητα καὶ ἐπιτρέπει τὴν ἐνσυνείδητη καλλιέργειά της, προάγοντας στὸν μέγιστο δυνατὸ βαθμὸ τὴν ἐγγενῆ δημιουργικότητά της [Παπασπύρου 1998 σελ. 29-30, 2003 σελ. 171].

Γιὰ τοὺς σκοποὺς τῆς μελέτης μας ἀρκεῖ μία τελικὴ σύντομη ματιὰ στὸ ἔργο τοῦ Egon Weigl ποὺ ἀνακεφαλαιώνει τὴν νοητικὴ διαφοροποίησι κατὰ τὸ στάδιο τῆς ἔμπειρης ἀναγνώσεως καὶ γραφῆς συγκριτικὰ μὲ τὸ στάδιο τῆς ἐκμαθήσεως. Κατὰ τὸ στάδιο τῆς αὐτοματοποιημένης ἑτοιμότητας πρὸς ἀνάγνωσι καὶ γραφὴ ὁρισμένες γλωσσικὲς λειτουργίες, οἱ ὁποῖες κατὰ τὴν φάσι τῆς ἐκμαθήσεως ἀσκοῦν ἀποφασιστικὴ ἐπίδρασι στὴν ἀπόκτησι αὐτῆς τῆς ἑτοιμότητας, δὲν μποροῦν πλέον ἢ μποροῦν μόνο σὲ ἐξαιρετικὲς περιπτώσεις νὰ διαπιστωθοῦν. Σ᾽ αὐτὲς τὶς λειτουργίες περιλαμβάνεται πρὸ πάντων ἡ σύμπραξι ὁρισμένων συστατικῶν στοιχείων τῆς φθογγογλώσσας, ὅπως εἶναι ἡ ἐνδογλωσσικὴ διεμπραγμάτωσι τῶν φθογγολογικῶν δομῶν, ἡ λανθάνουσα ἢ ἔκδηλη ἄρθρωσι κατὰ τὴν ἀντιληπτικὴ ἀνάγνωσι καὶ γραφὴ κτλ. Ἡ συμμετοχὴ αὐτῶν τῶν λειτουργιῶν στὴν διεργασία τῆς ἀντιλήψεως καὶ κατανοήσεως τῆς γραπτῆς γλώσσας, καθὼς ἐπίσης καὶ ἡ ἀναπαραγωγὴ καὶ ἡ παραγωγὴ γραφολογικῶν δομῶν, ἀποτελεῖ ἀπαραίτητη προϋπόθεσι γιὰ τὴν σταθεροποίησι καὶ τὴν βαθμιαία ὁλοκλήρωσι τῆς ἀναγνώσεως καὶ τῆς γραφῆς. Ἡ ἀπόκτησι τῶν πολυπλεύρων διεργασιῶν μετακωδικεύσεως, μὲ βάσι τὶς ὁποῖες οἱ γραφολογικὲς δομὲς μετατρέπονται στὶς ἀντίστοιχες φθογγολογικὲς δομὲς καὶ, ἀντίστροφα, οἱ ἀκουστικὰ ἀντειλημμένες λεκτικὲς πληροφορίες προβάλλονται σὲ ἀντίστοιχα γραφηματικὰ πρότυπα, ἀποτελεῖ ἕνα ἀπὸ τὰ πλέον βασικὰ βήματα στὴν διεργασία ἐκμαθήσεως τῆς γραπτῆς γλώσσας [Weigl 1974 σελ. 99].

Ἕνα ἐξαιρετικὰ σημαντικὸ θέμα ἀποτελεῖ καὶ ἡ ἑδραίωσι εὐκολίας καὶ ἀνέσεως κατὰ τὴν ἀνάγνωσι. Ὁ κύριος στόχος τῆς ἀναγνώσεως εἶναι ἡ κατανόησι, ὁριζόμενη ὡς διεργασία, κατὰ τὴν ὁποία λαμβάνει χώρα ἀλληλεπίδρασι ἀνάμεσα στὴν ἀπόδοσι σημασίας σ᾽ ἕνα κείμενο καὶ στὴν πρόσληψι σημασίας ἀπὸ αὐτὸ τὸ κείμενο. Ἡ κατανόησι, ὅμως, προϋποθέτει τὴν ἀποκωδίκευσι τῶν γραπτῶν συμβόλων. Τὰ ἄτομα ποὺ ἀρχίζουν νὰ ἐκμαθαίνουν ἀνάγνωσι ἐπιτελοῦν τὶς λειτουργίες αυτὲς βῆμα πρὸς βῆμα, ἀρχίζοντας ἀπὸ τὴν ἀποκωδίκευσι καὶ προχωρῶντας πρὸς τὴν κατανόησι. Οἱ προχωρημένοι ἀναγνῶστες μποροῦν νὰ ἐπιτελέσουν ταυτόχρονα τὶς δύο αὐτὲς λειτουργίες, διότι ἡ πεῖρα ἀπὸ τὴν ἀποκωδίκευσι τούς παρέχει ἱκανὴ γνῶσι, ὁπότε δὲν ἀπαιτεῖται πλέον μετάβασι τῆς προσοχῆς ἀπὸ τὴν μία λειτουργία στὴν ἄλλη [Samuels & Eisenberg 1981 σελ. 32-60]. Τὴν ἱκανὴ αὐτὴ γνῶσι τήν ἀποκτοῦν οἱ ἀναγνῶστες κατὰ κύριο λόγο ἀπὸ τὶς ὀπτικὲς ἰδιότητες τῶν γραπτῶν συμβόλων, ἡ σημαντικότερη ἀπὸ τὶς ὁποῖες εἶναι ἡ πληροφοριακὴ πλεονασματικότητα τῶν ὀπτικῶν τους χαρακτηριστικῶν. Μετὰ ἀπὸ μία ἐξαντλητικὴ ἀνασκόπησι τῶν βιβλιογραφικῶν πηγῶν ποὺ ἀναφέρονται στὸ θέμα αὐτό, οἱ Haber καὶ Haber κατέδειξαν τὴν ἀκραῖα ὑψηλὴ ὀπτικὴ πλεονασματικότητα τοῦ λατινικοῦ ἀλφαβήτου [Haber & Haber 1981 σελ. 170-171], ἀπὸ τὴν ὁποία συνάγεται ἄμεσα μία ἀντίστοιχη ὑψηλὴ ὀπτικὴ πλεονασματικότητα τοῦ ἑλληνικοῦ ἀλφαβήτου, ἀπὸ τὸ ὁποῖο προῆλθε τὸ λατινικό. Γενικότερα, οἱ γλῶσσες ἐκεῖνες, οἱ ὁποῖες χαρακτηρίζονται ἀπὸ μακραίωνη γραπτὴ παράδοσι, ὅπως ἡ ἑλληνική, ἔχουν κατορθώσει νὰ ἐκδηλώσουν ὑπερεξελιγμένα συστήματα γραπτῆς ἀναπαραστάσεώς τους, τὰ ὁποῖα δείχνουν νὰ ἀνταποκρίνωνται πλήρως στὶς νοητικὲς ἀπαιτήσεις ποὺ περιγράφονται καὶ ἑρμηνεύονται ἀπὸ τὴν ψυχογλωσσολογία καὶ τὴν ψυχολογία τῆς γλώσσας.

Ἡ προοπτικὴ τῆς κοινωνιογλωσσολογίας καὶ τῆς κοινωνιολογίας τῆς γλώσσας

Στὸ θέμα ποὺ μᾶς ἐνδιαφέρει, ἡ συμβολὴ τῆς κοινωνιολογίας τῆς γλώσσας βρίσκεται στὸ πεδίο τοῦ γλωσσικοῦ σχεδιασμοῦ ἢ γλωσσικοῦ προγραμματισμοῦ. Ὁ γλωσσικὸς προγραμματισμὸς λαμβάνει ὑπ᾽ ὄψι του καὶ τὴν συμβολικὴ ἀξία καὶ τὴν ἐργαλειακὴ ἀξία τῶν γλωσσῶν [Κωστούλα-Μακράκη 2001 σελ. 151]. Ἡ συμβολικὴ ἀξία ἅπτεται τῆς ἰδιότητας τῆς γλώσσας ὡς φορέα ἱστορίας καὶ πολιτισμοῦ τῆς ἀντίστοιχης γλωσσικῆς κοινότητας, ἐνῳ ἡ ἐργαλειακὴ ἀξία εἶναι συνυφασμένη μὲ τὸ πῶς καὶ τὸ κατὰ πόσον ἡ γλῶσσα ἀνταποκρίνεται στοὺς στόχους ποὺ ἐπιβάλλονται ἀπὸ τὴν ἐπικοινωνιακὴ χρῆσι της.

Σύμφωνα μὲ τὸ πρότυπο τοῦ Haugen [Haugen 1983], τὸ ὁποῖο ἐπέχει ἀκόμα καὶ σήμερα θέσι ἀφετηρίας γιὰ κάθε ἐγχείρημα γλωσσικοῦ προγραμματισμοῦ, ὁ γλωσσικὸς προγραμματισμὸς ἀναδεικνύει ἀφ᾽ ἑνὸς κοινωνικὲς πλευρές, ὅπως εἶναι ἡ ἐπιλογὴ καὶ ἡ ἀποδοχή, καὶ ἀφ᾽ ἑτέρου γλωσσικὲς πλευρές, ὅπως εἶναι ἡ κωδικοποίησι καὶ ἡ διεύρυνσι. Ὁ γλωσσικὸς προγραμματισμὸς μπορεῖ νὰ ἀφορᾷ εἴτε σὲ ἕνα ὁλόκληρο γλωσσικὸ σύστημα εἴτε σὲ μία πτυχὴ αὐτοῦ (π.χ. στὴν ὀρθογραφικὴ μεταρρύθμισι). Ἀπὸ αὐτὲς τὶς πλευρὲς τοῦ γλωσσικοῦ προγραμματισμοῦ, ἡ ἀποδοχὴ ἀναδεικνύει καὶ τὴν μεγαλύτερη καὶ ἀποφασιστικὴ βαρύτητα γιὰ τὴν ἐπιτυχία ἢ τὴν ἀποτυχία τοῦ ἐγχειρήματος, διότι σὲ τελευταία ἀνάλυσι τὰ μέλη τῆς γλωσσικῆς κοινότητας εἶναι οἱ ἀποδέκτες τοῦ γλωσσικοῦ προγραμματισμοῦ, ὅποιος καὶ ἂν εἶναι αὐτός [Fasold 1991].

Κάθε ἐγχείρημα ποὺ ἐμπίπτει στὴν κατηγορὶα τοῦ γλωσσικοῦ προγραμματισμοῦ εἶναι ἀπὸ τὴν φύσι του εἴτε πολιτικὰ εἴτε ἠθικὰ φορτισμένο. Δὲν νοεῖται «οὐδέτερος» γλωσσικὸς προγραμματισμός. Γι᾽ αυτὸ εἶναι ἀπαραίτητο νὰ προηγῆται πάντοτε μία γλωσσολογικὴ ἔρευνα, ἡ οποία μπορεῖ ἀφ᾽ ἑνὸς νὰ προσδώσῃ ἐπιστημονικὴ νομιμότητα στὸν ἑκάστοτε ἐπιχειρούμενο γλωσσικὸ προγραμματισμὸ καὶ ἀφ᾽ ἑτέρου νὰ προβλέψῃ μέσα σὲ ἕνα ἀνεκτὸ περιθώριο στατιστικοῦ σφάλματος τὴν ἀποδοχὴ ἐκ μέρους τῆς γλωσσικῆς κοινότητας.

Στὸ ἐπίπεδο τῆς κοινωνίας ἡ γλῶσσα ἐν γένει μπορεῖ νὰ παρεκτραπῇ ποικιλοτρόπως καὶ νὰ γίνῃ ὄργανο ἐξουσίας. Μὲ τὴν ἔννοια αὐτὴ κάθε αὐθαίρετα ἐπιβαλλόμενος γλωσσικὸς προγραμματισμὸς ἐνδέχεται νὰ ὑποκρύπτῃ πολιτικὲς καὶ οἰκονομικὲς σκοπιμότητες, οἱ ὁποῖες καλύπτονται μὲ ἕναν ἐπίπλαστο μανδύα ἀληθοφάνειας. Γενικότερα, οἱ κοινωνικὲς ἀνισότητες παρουσιάζονται ἀριστοτεχνικὰ ὡς γλωσσικοὶ μῦθοι γιὰ τὴν ἄσκησι γλωσσικῆς ἐξουσίας. Τοὺς προβληματικοὺς καὶ δυσεπίλυτους αὐτοὺς συσχετισμοὺς ἀναλύει καὶ ἑρμηνεύει γλαφυρότατα ἡ Ἄννα Φραγκουδάκη στὸ ἄκρως διαφωτιστικὸ σύγγραμμά της: Γλῶσσα καὶ ἰδεολογία [Φραγκουδάκη 1987].

Ἡ προοπτικὴ τῆς ἱστοριογλωσσολογίας

Ἐξαιρετικὸ καὶ ἐξαντλητικὸ ἔργο ἀπὸ ἱστοριογλωσσολογικὴ προοπτικὴ ἀποτελεῖ τὸ ὀγκῶδες σύγγραμμα τοῦ Harald Haarmann: Παγκόσμια ἱστορία τῆς γραφῆς [Haarmann 1990]. Μέσα ἀπὸ τὶς σελίδες αὐτοῦ τοῦ ἔργου ὁ Haarmann μᾶς ἐπιφυλάσσει ἕνα συναρπαστικὸ ταξίδι πίσω στὸν χρόνο, φτάνοντας μέχρι τὸ 5300 π.Χ. σὲ ἕναν ἀρχαῖο πολιτισμὸ τῆς Νοτιοανατολικῆς Εὐρώπης, τὸν πολιτισμὸ Vinča, ὁ ὁποῖος μᾶς κληροδότησε τὰ παλαιότερα γνωστὰ δείγματα γραφῆς στὴν παγκόσμια ἱστορία. Μέσα ἀπὸ αὐτὸ τὸ ταξίδι μᾶς ἀποκαλύπτεται μία φαντασμαγορικὴ ποικιλομορφία καὶ ποικιλοειδία συστημάτων γραφῆς, ὁρισμένα ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἐξακολουθοῦν νὰ χρησιμοποιοῦνται ὣς τὶς μέρες μας. Ἐξέχουσα θέσι σ᾽ αὐτὸ τὸ φαντασμαγορικὸ καλειδοσκόπιο κατέχουν τὰ ἀλφαβητικὰ συστήματα, τὰ ὁποῖα, ὅπως καταδεικνύει ὁ Haarmann, ἀποτελοῦν καὶ τὰ πλέον παραγωγικὰ καὶ εὐέλικτα συστήματα γραφῆς, μὲ λαμπρὸ καὶ ἀδιαμφισβήτητο τὸ ἑλληνικὸ ἀλφαβητικὸ σύστημα ὡς τυπικὸ παράδειγμα.

Ὅλα τὰ συστήματα γραφῆς ποὺ ἔχουν ἐπινοηθῆ προέκυψαν μὲν ἀρχικὰ γιὰ πρακτικοὺς λόγους, ἀλλὰ κατὰ τὴν ἱστορική τους πορεία προσέλαβαν βαθμιαῖα καὶ μὶα ἀπαραγνώριστη διάστασι, ἐνόσῳ αὐτὰ ἀπετέλεσαν φορεῖς καὶ θεματοφύλακες τῆς ἱστορίας καὶ τοῦ πολιτισμοῦ τῶν ἀντιστοίχων γλωσσικῶν κοινοτήτων. Ὅπως μᾶς ἐξηγεῖ ὁ Haarmann, ἡ ἱστορικὴ ἐπικράτησι ὁρισμένων συστημάτων γραφῆς ἔναντι ἄλλων ὀφείλεται ὄχι τόσο σὲ πρακτικοὺς λόγους ὅσο στὴν πολιτισμικὴ αἴγλη καὶ στὸ κῦρος τῶν γλωσσῶν ποὺ τὰ συστήματα αὐτὰ ἀναπαριστοῦσαν. Κάθε σύστημα γραφῆς παρουσιάζει ἱστορικὰ μία ἐξέλιξι συνεπῆ πρὸς τὴν γλωσσικὴ καὶ πολιτισμικὴ ἐξέλιξι τῆς ἀντίστοιχης γλωσσικῆς κοινότητας.

Εἰδικὰ γιὰ τὴν ἱστορικὴ πορεία τῆς ἑλληνικῆς φθογγογλώσσας καὶ τῆς γραφῆς της ἀντλοῦμε πολύτιμες γνώσεις ἀπὸ τὸ ἔργο τοῦ Γεωργίου Μπαμπινιώτη [1985]: Συνοπτικὴ ἱστορία τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας. Μέσα ἀπὸ αὐτὸ τὸ ἔργο κατανοοῦμε τὴν ἱστορικὴ καὶ ἀδιάκοπη συνέχεια τῆς ἑλληνικῆς, παρακολουθῶντας τὴν ἀδιάπτωτη μετάβασί της στὰ διάφορα ἐξελικτικὰ στάδια (ποὺ ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο γιὰ μεθοδολογικοὺς σκοποὺς μελέτης κατηγοριοποιοῦνται σὲ ἱστορικὲς φάσεις), στὰ ὁποῖα καὶ ἡ γραφὴ αὐτὴ καθ᾽ ἑαυτὴ προσαρμοζόταν καὶ ἐμπλουτιζόταν, προκειμένου νὰ εἶναι σὲ θέσι νὰ διατηρήσῃ τὴν γλωσσικὴ ἱστορία καὶ τὸν πολιτισμὸ τῆς ἑλληνικῆς. Σχετικὰ μὲ τὸ θέμα ποὺ μᾶς ένδιαφέρει ἐδῶ, δηλαδὴ τὸ πολυτονικὸ σύστημα, βλέπουμε στὸ ἔργο τοῦ Μπαμπινιώτη ὅτι ἡ ἀρχικὴ ἐπινόησι (ἀπὸ τὶς ἀρχὲς περίπου τοῦ δευτέρου αἰῶνα π.Χ.), ἡ τροποποιητικὴ ἐξέλιξι καὶ ἡ τελικὴ καὶ ὁριστικὴ ἐπικράτησι (κατὰ τὰ τέλη τοῦ ἑνάτου πρὸς τὶς ἀρχὲς τοῦ δεκάτου αἰῶνα μ.Χ.) τοῦ πολυτονικοῦ ἔγιναν γιὰ νὰ ἐξυπηρετηθοῦν λειτουργικοὶ σκοποὶ τῆς γλώσσας, ὅπως εἶναι ἡ σαφήνεια στὴν δήλωσι μορφολογικῶν καὶ συντακτικῶν σχέσεων, καθὼς ἐπίσης καὶ ἡ εὐκολία στὴν ἀνάγνωσι, λαμβανομένου ὑπ᾽ ὄψιν ὅτι ἡ προσῳδία καὶ ἡ δάσυνσι εἶχαν στὸ μεταξὺ ἐκλείψει ἀπὸ τὸ μορφοφωνολογικὸ ἐπίπεδο τῆς ἑλληνικῆς. Ἡ κατ᾽ αὐτὸν τὸν τρόπο ἐμφάνισι καὶ μετεξέλιξι τοῦ πολυτονικοῦ αἰτιολογεῖται, λοιπόν, σαφέστατα καὶ μέσα ἀπὸ τὴν προοπτικὴ καὶ τῆς συστημικῆς γλωσσολογίας, ὅπως εἴδαμε σὲ προηγούμενο σημεῖο τῆς μελέτης αὐτῆς.

Σύνθεσι τῶν ἀνωτέρω προοπτικῶν ὡς πρὸς τὸ πολυτονικὸ σύστημα

Ἐξετάσαμε ὁρισμένες βασικὲς καὶ καθολικὰ ἀποδεκτὲς θέσεις γιὰ τὴν γραπτὴ ἀναπαράστασι τῶν φυσικῶν φθογγογλωσσῶν τοῦ ἀνθρώπου μέσα ἀπὸ τὴν προοπτικὴ τῆς συστημικῆς γλωσσολογίας, τῆς ψυχογλωσσολογίας καὶ τῆς ψυχολογίας τῆς γλώσσας, τῆς κοινωνιογλωσσολογίας καὶ τῆς κοινωνιολογίας τῆς γλώσσας, καθὼς ἐπίσης καὶ τῆς ἱστοριογλωσσολογίας. Τώρα μποροῦμε πολὺ εὔκολα νὰ ἐπιχειρήσουμε μία αὐτοσυνεπῆ σύνθεσι τῶν διεπιστημονικῶν αὐτῶν προοπτικῶν ὡς πρὸς τὸ πολυτονικὸ σύστημα γραπτῆς ἀναπαραστάσεως τῆς ἑλληνικῆς φθογγογλώσσας, προκειμένου νὰ καταδειχθῇ ἡ ἀναγκαιότητά του.

  1. Ἀπὸ τὴν προοπτικὴ τῆς συστημικῆς γλωσσολογίας τὸ πολυτονικὸ ἀναδεικνύει (α) σαφῆ καὶ πιστὴ ἀναπαράστασι τῶν μορφολογικῶν καὶ μορφοσυντακτικῶν σχέσεων τῆς ἑλληνικῆς [ἐνδεικτικὰ παραδείγματα: (1) ἐτυμολογικά: (ὁ) ὅρος / (τὸ) ὄρος, καχύποπτος (< κακὸ + ὕποπτος), μετοχὴ (< μετὰ + ἔχω) / μέθεξι (< μετὰ + ἕξω), (τῆς) ἐπετείου (< ἐπὶ + ἔτος) / (τοῦ) ἐφετείου (< ἐπὶ + ἵημι), καθαυτὸ (< κατὰ + αὑτὸ) / κατ᾽ αὐτὸ (< κατὰ + αὐτὸ), (2) τυπολογικὰ-μορφοσυντακτικὰ: (ἡ) βαθμιαία (ἐπίθετο θηλυκοῦ γένους) / βαθμιαῖα (ἐπίρρημα), (ὁ) λαβὼν (μετοχὴ ἀορίστου) / (τῶν) λαβῶν (γενικὴ πληθυντικοῦ), ποὺ (ἀναφορικὸ) / ποῦ (ἐρωτηματικὸ), πὼς (ἀναφορικὸ) / πῶς (ἐρωτηματικὸ), μου-σου-του-μας-σας (κτητικοὶ ἀντωνυμικοὶ τύποι) / μοῦ-σοῦ-τοῦ-μᾶς-σᾶς (ἀντωνυμικοὶ τύποι γιὰ δήλωσι τοῦ ἐμμέσου ἀντικειμένου) (πρβλ. ἡ μητέρα μου εἶπε / ἡ μητέρα μοῦ εἶπε), (ἡ) ἁρπαχτὴ / (νὰ) ἁρπαχτῇ, κτλ. κτλ.], (β) κατὰ συνέπεια σαφῆ βελτιστοποίησι τῆς ἀναγνωστικῆς λειτουργίας χωρὶς ἀξιοσημείωτη ἐπιβάρυνσι τῆς λειτουργίας τῆς γραφῆς, καὶ (γ) ἐξισορρόπησι στὴν μνημοτεχνικὴ καὶ στὴν συνδυαστικὴ ἐπιβάρυνσι τῆς μνήμης, διότι οἱ πολλαπλοῖ συνδυασμοὶ τόνων καὶ πνευμάτων μὲ γράμματα ἀποσυμφοροῦν μία ὑπερβολικὰ φορτωμένη μνημοτεχνικὴ πίεσι (ἐδῶ ὑπεισέρχεται ὣς ἕνα βαθμὸ καὶ ἡ προοπτικὴ τῆς ψυχολογίας τῆς γλώσσας).
  2. Ἀπὸ τὴν προοπτικὴ τῆς ψυχολογίας τῆς γλώσσας καὶ τῆς ψυχογλωσσολογίας τὸ πολυτονικὸ ἀναδεικνύει σαφῆ πληροφοριακὴ πλεονασματικότητα των ὀπτικῶν χαρακτηριστικῶν τῶν γραφολογικῶν μορφωμάτων τῆς ἑλληνικῆς, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἐπιταχύνεται καὶ νὰ βελτιστοποιῆται ἡ διεργασία τῆς ἀμοιβαίας μετακωδικεύσεως φθογγολογικῶν καὶ γραφολογικῶν δομῶν, ὁπότε καὶ αὐτοματοποιεῖται ταχύτερα καὶ πιστότερα ἡ διπλῆ διεργασία ἀποκωδικεύσεως καὶ κατανοήσεως κατὰ τὴν ἀνάγνωσι. Μὲ πιὸ ἁπλᾶ λόγια, τὸ πολυτονικὸ ἀναμένεται νὰ ὀξύνῃ καὶ ἐνισχύῃ σημαντικὰ τὶς ὀπτικοαντιληπτικὲς λειτουργίες τῆς νοήσεως καὶ κατὰ συνέπεια καὶ ἐκεῖνες τὶς γνωσιακὲς λειτουργίες, οἱ ὁποῖες ἅπτονται σαφῶς τῆς γραφῆς. Ἡ πρόσφατη καὶ μοναδικὴ μέχρι σήμερα στὴν Ἑλλάδα ἐμπειρικὴ ἕρευνα τῶν Ἰωάννη Τσέγκου, Θαλῆ Παπαδάκη καὶ ς Βεκιάρη [2005]: Ἡ ἐκδίκησι τῶν τόνων κατέδειξε καὶ ἐπιβεβαίωσε μὲ ἀπαραγνώριστη σαφήνεια καὶ ἀξιοπιστία τὰ θεωρητικὰ συμπεράσματα ἀπὸ τὶς βασικὲς θέσεις τῆς ψυχολογίας τῆς γλώσσας ποὺ ἐξετάσαμε προηγουμένως. Μέσῳ συγκριτικῆς μελέτης δύο ὁμάδων παιδιῶν σχολικῆς ἠλικίας, ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἡ μία περιελάμβανε παιδιὰ ποὺ ἐκτὸς ἀπὸ τὸ μονοτονικὸ διδάσκονταν ἐπὶ πλέον καὶ τὸ πολυτονικὸ σύστημα μέσῳ τακτικῆς διδασκαλίας ἀρχαίων ἑλληνικῶν, καταδείχθηκε στατιστικῶς σημαντικὴ ἐνίσχυσι τῶν ὀπτικοαντιληπτικῶν καὶ τῶν γνωσιακῶν δεξιοτήτων διὰ τοῦ πολυτονικοῦ συστήματος. Φαίνεται ἐν τέλει ὅτι τὸ πολυτονικὸ σύστημα ἐπιτρέπει βαθύτερη προσπέλασι στοὺς γραμματικοὺς μηχανισμοὺς τῆς ἑλληνικῆς, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ καθίσταται συνεπέστερη ἡ ἐνσυνείδητη δημιουργικὴ διαχείρισι τῶν γλωσσικῶν ἐκφραστικῶν δυνατοτήτων της.
  3. Ἀπὸ τὴν προοπτικὴ τῆς κοινωνιογλωσσολογίας καὶ τῆς κοινωνιολογίας τῆς γλώσσας ἡ βεβιασμένη κατάργησι τοῦ πολυτονικοῦ ἐν μιᾷ νυκτὶ καὶ ἡ ἀντικατάστασί του μὲ τὸ μονοτονικὸ χαρακτηρίζεται ὡς (μερικὸς) γλωσσικὸς προγραμματισμός, ὁ ὁποῖος μήτε ἔγινε μετὰ ἀπὸ ἐμπεριστατωμένη γλωσσολογικὴ ἕρευνα μήτε ἀπετέλεσε ἐνέργεια γιὰ ἰκανοποίησι εὐρύτερου λαϊκοῦ αἰτήματος, ὅπως μᾶς ἀποκαλύπτει ὁ Παναγιωτάκης [1995]. Δὲν εἶναι δύσκολο νὰ μαντέψῃ κανεὶς τὰ τεχνικοοικονομικὰ κίνητρα γιὰ αὐτὴ τὴν ὁλότελα ἄστοχη ἐνέργεια, τὰ ὁποῖα καὶ ἐπισημαίνει ὁ Παναγιωτάκης [1995]. Μὲ δεδομένη τὴν τεχνολογία τῆς τότε ἐποχῆς ἡ κατάργησι τοῦ πολυτονικοῦ συνεπαγόταν μία προφανῆ καὶ ἀξιόλογη ἐξοικονόμησι ὡρῶν ἐργασίας γιὰ τὴν στοιχειοθεσία καὶ τὴν διόρθωσι κειμένων πρὸς μαζικὴ τύπωσι, μὲ ἀποτέλεσμα τὴν αὔξησι τῶν κερδῶν τῶν μεγάλων έκδοτικῶν οἴκων, ἰδιαίτερα ἐκείνων ποὺ ἐξέδιδαν ἐφημερίδες καὶ περιοδικά. Ἡ τραγικὴ εἰρωνεία τῆς ἱστορίας εἶναι, ὅμως, ὅτι στὸ μεταξὺ ἡ ἁλματώδης ἐξέλιξι τῆς τεχνολογίας τῶν ἠλεκτρονικῶν ὑπολογιστῶν ἀχρήστευσε στὴν πρᾶξι καὶ αὐτὸ τὸ κίνητρο. Ἡ ἠλεκτρονικὴ διαδικασία στὴν μαζικὴ τύπωσι κειμένων καθιστᾷ σήμερα τὴν ἐπεξεργασία πολυτονικοῦ κειμένου σχεδόν ἰσοδύναμη μὲ τὴν ἐπεξεργασία μονοτονικοῦ κειμένου ἀπὸ τὴν ἄποψι τοῦ ἀπαιτουμένου χρόνου ἐργασίας. Ἀπὸ κοινωνιογλωσσολογικὴ ἄποψι, λοιπόν, ἡ κατάργησι τοῦ πολυτονικοῦ κρίνεται ὡς μία ἄστοχη, αὐθαίρετη καὶ βεβιασμένη ἐπέμβασι στὴν γραπτὴ ἀναπαράστασι τῆς ἑλληνικῆς, ἡ ὁποία περιόρισε κατὰ πολὺ καὶ χωρὶς ἀποχρῶντα λόγο τὸν ὁρίζοντα τῆς δημιουργικῆς γλωσσικῆς ἐνασχολήσεως μὲ τὴν γραπτὴ ἑλληνική, ἰδιαίτερα μεταξὺ ἀτόμων ποὺ μεγάλωσαν ἐξ ἀρχῆς μὲ τὸ μονοτονικὸ σύστημα (καὶ εἶναι σήμερα μέχρι 30 ἐτῶν).
  4. Ἀπὸ τὴν προοπτικὴ τῆς ἱστοριογλωσσολογίας τὸ πολυτονικὸ σύστημα ἀποκαλύπτεται ὡς ἀναπόσπαστο στοιχεῖο τῆς ἱστορικότητας τῆς γραπτῆς ἀναπαραστάσεως τῆς ἑλληνικῆς, τὸ ὁποῖο ἐκδηλώνει μία συγκεκριμένη ἱστορικὴ καὶ πολιτισμικὴ διάστασι. Μὲ τὴν ἐπιφύλαξι, ὡστόσο, τῶν συμπερασμάτων γιὰ τὴν ἀναγκαιότητα τοῦ πολυτονικοῦ ἀπὸ τὴν προοπτικὴ τῆς συστημικῆς γλωσσολογίας καὶ τῆς ψυχολογίας τῆς γλώσσας, τὸ μόνο τέλος πάντων ἐπιχείρημα ἀπὸ ἱστοριογλωσσολογικὴ ἄποψι ποὺ θὰ δικαιολογοῦσε κάπως τὴν κατάργησι τοῦ πολυτονικοῦ θὰ ἦταν ἡ θέσι ὅτι ἡ σύγχρονη μορφὴ τῆς ἑλληνικῆς ἀποτελεῖ αὐτοδύναμο γλωσσικὸ σύστημα, ἀποσχισμένο ἀπὸ τὶς παλαιότερες μορφὲς τῆς ἑλληνικῆς. Ὅμως, ὅπως βλέπουμε π.χ. στὸ ἔργο τοῦ Μπαμπινιώτη [1985], ἡ συνεχὴς, μακραίωνη καὶ ἀδιάλειπτη ἱστορικὴ ἐξέλιξι τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας καὶ τῆς γραφῆς της μέσα ἀπὸ τὸν μετασχηματισμὸ τῶν διαλέκτων της καθιστᾷ τὴν ἀνωτέρω θέσι ἐντελῶς ἀνυπόστατη. Ἡ ἰδιομορφία στὴν ἐξέλιξι τῆς ἑλληνικῆς ἀναδεικνύει, ἑπομένως, τὴν ἀναγκαιότητα τῆς διατηρήσεως τοῦ πολυτονικοῦ συστήματος καὶ ἀπὸ ἱστοριογλωσσολογικὴ ἄποψι.

Συμπέρασμα καὶ συζήτησι

Ἡ θεώρησι τοῦ πολυτονικοῦ συστήματος κατὰ τὴν γραπτὴ ἀναπαράστασι τῆς ἑλληνικῆς μέσα ἀπὸ τὴν διεπιστημονικὴ προοπτικὴ ποὺ ἐξετάσαμε μᾶς ὁδηγεῖ ἀβίαστα στὸ συμπέρασμα, ὅτι τὸ πολυτονικὸ προάγει ἀπαραγνώριστα καὶ ἀποφασιστικὰ ὅλους ἀνεξαιρέτως τοὺς παράγοντες, οἱ ὁποῖοι βελτιστοποιοῦν τὸ σύστημα γραφῆς τῆς ἑλληνικῆς φθογγογλώσσας καὶ ἑπομένως διευρύνουν τὸ φάσμα τῶν ἐνσυνειδήτων δημιουργικῶν ἐνασχολήσεων μὲ τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα καθαυτή. Ἡ διατήρησι τοῦ πολυτονικοῦ καταδεικνύεται, λοιπόν, ὅτι εἶναι ἀναγκαία. Ἡ ἐπίσημη καὶ θεσμοθετημένη ἐπαναφορά του θὰ ἀποτελοῦσε, ἑπομένως, μία πρᾶξι στοιχειώδους κοινωνικῆς καὶ πολιτισμικῆς ἠθικῆς ἀπέναντι στὸ πολυτιμότερο ἀγαθὸ τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας. Μία πρᾶξι ἀξιοπρέπειας καὶ εὐθύνης ἀπέναντι στὴν ἀνθρώπινη φύσι μας, ἀπέναντι στὶς μελλοντικὲς γενιές.

Οἱ ἐπιστῆμες τῆς γλώσσας βρίσκονται σήμερα σὲ μία δύσκολη φάσι τῆς πορείας τους. Τὸ ἀσυνεχὲς γλωσσολογικὸ πρότυπο κατὰ τὸ τρέχον παράδειγμα τοῦ Ferdinand de Saussure [1916], τὸ ὁποῖο διακρίνει συγχρονία καὶ διαχρονία στὴν γλῶσσα ἐν γένει καὶ ὁρίζει τὸ γλωσσικὸ σημεῖο ὡς αὐθαίρετη καὶ συμβατικὴ γλωσσικὴ μονάδα, εἰσάγει τὴν ἔννοια τῆς κατατμήσεως στὴν γλῶσσα: Ἡ πρότασι κόβεται σὲ φράσεις, ἡ φράσι κόβεται σὲ λέξεις, ἡ λέξι κόβεται σὲ μορφήματα, τὸ μόρφημα κόβεται σὲ φωνήματα, τὸ φώνημα κόβεται σὲ στοιχειώδη διαφοροποιητικὰ χαρακτηριστικά. Ἡ κατάτμησι μᾶς ἔχει φέρει σὲ ἕνα ὀδυνηρὸ ἀδιέξοδο, ὅπου, γιὰ νὰ εἴμαστε συνεπεῖς, ἐξοβελίζουμε ὁτιδήποτε συνεχές ἔξω ἀπὸ τὸν ὁρίζοντα τῆς γλωσσικότητας. Ἂς μὴν ξεχνᾶμε, ὅτι ἡ εἰκόνα ποὺ ἔχουμε σήμερα γιὰ τὴν γλῶσσα (καὶ γιὰ τὴν γλωσσολογία) εἶναι ἄμεση συνέπεια τῆς ἀλφαβητικῆς γραφῆς ἐν γένει, ἡ ὁποία, παρ᾽ ὅλα τὰ ἀδιαμφισβήτητα θετικά της ἀποτελέσματα, καταργεῖ τὴν πρωτογενῆ ἔννοια τῆς γλώσσας ὡς συμβάντος [Βέργη 2003]. Ὅμως, τὰ εὑρήματα ἀπὸ πρόσφατες ἕρευνες ὑποδεικνύουν ὅτι ὑπάρχουν καὶ συνεχῆ ἐπικοινωνιακὰ φαινόμενα, τὰ ὁποῖα ὀφείλουν νὰ ἀναγνωρισθοῦν ὡς ἀδιάσπαστα στοιχεῖα τῆς γλώσσας ἐν γένει [ἐνδεικτικὰ: Lightfoot 1999, McNeill 2000]. Ἡ προσῳδία, ἡ φωνηεντικὴ ἁρμονία, ἡ σύμπραξι φωνητικῶν καὶ σωματοκινητικῶν ἐκφορῶν, τὸ ἀνεβοκατέβασμα τοῦ ρυθμοῦ τῆς ἐκφορᾶς, ὅλα αὐτὰ εἶναι μερικὰ ἀπὸ τὰ συνεχῆ, μὴ κατατμήσιμα στοιχεῖα ποὺ συμβάλλουν ἀποφασιστικὰ στὴν μεταβίβασι καὶ κατανόησι τῶν γλωσσικῶν μηνυμάτων. Οἱ γνώσεις μας εἶναι ἀκόμα ἐλλιπεῖς ὡς πρὸς τὴν προέλευσι καὶ τοὺς συσχετισμοὺς τῶν συνεχῶν στοιχείων τῆς γλώσσας μὲ τὰ ἀσυνεχῆ. Παραδείγματος χάριν, ἀγνοοῦμε παντελῶς τοὺς λόγους, γιὰ τοὺς ὁποίους ὁρισμένες γλῶσσες, ὅπως ἡ ἑλληνική, ἐμφάνισαν προσῳδία, ἐνῷ ἄλλες γλῶσσες ὄχι. Πιθανὸν ἔρχεται ὁ καιρὸς ποὺ ἡ γλωσσολογία θὰ ἀλλάξῃ παράδειγμα κάτω ἀπὸ τὸ βάρος τῶν διαρκῶς αὐξανομένων ἐμπειρικῶν εὑρημάτων.

Τὸ πολυτονικὸ διατηρεῖ στὴν συλλογικὴ μνήμη τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας τὸ ὀπτικὸ ἀποτύπωμα τῆς προσῳδίας τοῦ γλωσσικοῦ της παρελθόντος, καὶ ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἄποψι ἀποτελεῖ ἀνεκτίμητη παρακαταθήκη, διατηρῶντας ἄρρητα τοὺς λόγους, γιὰ τοὺς ὁποίους ἡ ἑλληνικὴ ἀνέπτυξε κάποτε προσῳδία (καὶ μεταγενέστερα τήν ἀπέβαλε), ἔστω καὶ ἂν δὲν τούς γνωρίζουμε (ἀκόμα). Ἡ διατήρησι, λοιπόν, τοῦ πολυτονικοῦ, πέρα ἀπὸ πρᾶξι ἠθικῆς εὐθύνης, ἀποτελεῖ καὶ μία ἀναντίρρητη ἐνέργεια σωφροσύνης καὶ προετοιμασίας γιὰ ἕνα μέλλον ποὺ μπορεῖ νὰ διευρύνῃ ἀπροσμέτρητα τοὺς γλωσσικούς μας ὁρίζοντες.

Βιβλιογραφία

  • Βέργη, Σ. (2003): Γλωσσολογία: ἐπιστήμη τῆς γλώσσας ἢ τῆς γραφῆς; Ἀθήνα: Κριτική.
  • Coulmas, F. (1981): Über Schrift. Φρανκφούρτη: Suhrkamp.
  • Fasold, R. (1991): The sociolinguistics of society. Ὀξφόρδη: Blackwell.
  • Haarmann, H. (1990): Universalgeschichte der Schrift. Φρανκφούρτη: Campus.
  • Haber, L.R. & Haber, R.N. (1981): Perceptual processes in reading: An analysis-by-synthesis model. Στὸ: Pirozzolo & Whittrock (ἐπιμ.): Neuropsychological and cognitive processes in reading. Νέα Ὑόρκη: Academic Press.
  • Haugen, E. (1983): The implementation of corpus planning: Theory and practice. Στὸ: Cobarrubias, J. & Fishman (ἐπιμ.): Progress in language planning: International perspectives. Βερολῖνο: Mouton.
  • Κωστούλα-Μακράκη, Ν. (2001): Γλῶσσα καὶ κοινωνία. Ἀθήνα: Μεταίχμιο.
  • Lightfoot, D. (1999): The development of language. Λονδῖνο: Blackwell.
  • List, G. (1981): Sprachpsychologie. Στουττγάρδη: Kohlhammer.
  • McNeill, D. (2000): Language and gesture. Cambridge: Cambridge University Press.
  • Μπαμπινιώτης, Γ. (1985): Συνοπτικὴ ἱστορία τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας. Ἀθήνα.
  • Παναγιωτάκης, Ν. (1995): Ἕνας σταθμὸς στὴν ἱστορία τῆς ἑλληνικῆς γραφῆς: Ἡ κατάργησι τοῦ πολυτονικοῦ. Ἀνακοίνωσι στὸ συνέδριο «Ἑλληνικὰ Γράμματα» τῆς Ἑλληνικῆς Ἑταιρείας Τυπογραφικῶν Στοιχείων, Γαλλικὸ Ἰνστιτοῦτο Ἀθηνῶν, 07-10 Ἰουνίου 1995, Ἀθήνα.
  • Παπασπύρου, Χ. (1998): Κινηματικὴ γλῶσσα καὶ καθολικὴ γλωσσικὴ θεωρία. Ἀθήνα: Ἑλληνικὰ Γράμματα.
  • Παπασπύρου, Χ. (2003): Διαδρομὲς στοὺς γλωσσικοὺς ρυθμοὺς. Ἀθήνα: Ἀτραπός.
  • Samuels, S.J. & Eisenberg, P. (1981): A framework for understanding the reading process. Στὸ: Pirozzolo & Whittrock (ἐπιμ.): Neuropsychological and cognitive processes in reading. Νέα Ὑόρκη: Academic Press.
  • Saussure, F. de (1916): Cours de linguistique générale. Γενεύη.
  • Τσέγκος, Ι., Παπαδάκης, Θ. & Βεκιάρη, Δ. (2005): Ἡ ἐκδίκησι τῶν τόνων. Ἀθήνα: Ἐναλλακτικὲς Ἐκδόσεις.
  • Weigl, E. (1974): Zur Schriftsprache und ihrem Erwerb. Neuropsychologische und psycholinguistische Betrachtungen. Στὸ: Eichler, W. & Hofer, A. (ἐπιμ.): Spracherwerb und linguistische Theorien. Texte zur Sprache des Kindes. Μόναχο.
  • Wygotzki, L.S. (1964[1934]): Denken und Sprechen. Φρανκφούρτη: Fischer (πρώτη ἔκδοσι στὰ ρωσικὰ 1934).
  • Φραγκουδάκη, Ἄ. (1987): Γλῶσσα καὶ ἰδεολογία. Ἀθήνα: Ὀδυσσέας.
0 0 ψήφοι
Article Rating

Συνδρομή
Ειδοποίηση για
guest

0 Comments
Παλαιότερο
Νεότερο Περισσότερο ψηφισμένο
Ενσωματωμένα σχόλια
Δείτε όλα τα σχόλια
0
Θα θέλαμε τις σκέψεις σας, σχολιάστε.x