ΕΛΛΗΝΕΣ ΕΛΑΤΕ ΝΑ ΠΑΡΟΥΜΕ ΠΙΣΩ ΤΗ ΧΩΡΑ ΜΑΣ

ΕΛΛΗΝΕΣ ΕΛΑΤΕ ΝΑ ΠΑΡΟΥΜΕ ΠΙΣΩ ΤΗ ΧΩΡΑ ΜΑΣ


0 0 ψήφοι
Article Rating

Η Κραυγή κηρύχνει µέσα µου επιστράτεψη. Φωνάζει: “Εγώ, η Κραυγή, είµαι ο Κύριος ο Θεός σου! ∆εν είµαι καταφύγι. ∆εν είµαι σπίτι κι ελπίδα. ∆εν είµαι Πατέρας, δεν είµαι Γιος, δεν είµαι Πνέµα. Είµαι ο Στρατηγός σου! “∆έν είσαι δούλος µου µήτε παιχνίδι στις απαλάµες µου. ∆εν είσαι φίλος µου, δεν είσαι παιδί µου. Είσαι ο σύντροφος µου στη µάχη. “Κράτα γενναία τα στενά που σου µπιστεύτηκα· µην τα προδώσεις! Χρέος έχεις και µπορείς στο δικό σου τον τοµέα να γίνεις ήρωας. “Αγάπα τον κίντυνο. Τι είναι το πιο δύσκολο; Αυτό θέλω! Ποιο δρόµο να πάρεις; Τον πιο κακοτράχαλον ανήφορο. Αυτόν παίρνω κι εγώ· ακλούθα µου!

“Να µάθεις να υπακούς. Μονάχα όποιος υπακούει σε ανώτερο του ρυθµό είναι λεύτερος. “Να µάθεις να προστάζεις. Μονάχα όποιος µπορεί να προστάζει είναι αντιπρόσωπος µου απάνω στη γης ετούτη. “Ν’ αγαπάς την ευθύνη. Να λες: Εγώ, εγώ µονάχος µου έχω χρέος να σώσω τη γης. Αν δε σωθεί, εγώ φταίω. “Ν’ αγαπάς τον καθένα ανάλογα µε τη συνεισφορά του στον αγώνα. Μη ζητάς φίλους· να ζητάς συντρόφους! “Να ‘σαι ανήσυχος, αφχαρίστητος, απροσάρµοστος πάντα. Όταν µια συνήθεια καταντήσει βολική, να τη συντρίβεις. Η µεγαλύτερη αµαρτία είναι η ευχαρίστηση. “Που πάµε; Θα νικήσουµε ποτέ; Προς τι όλη τούτη η µάχη; Σώπα! Οι πολεµιστές ποτέ δε ρωτούνε!”……………………………………………..

………………….Η Κραυγή δεν είναι δική σου. ∆ε µιλάς εσύ, µιλούν αρίφνητοι πρόγονοι µε το στόµα σου. ∆εν πεθυµάς εσύ· πεθυµούν αρίφνητες γενεές απόγονοι µε την καρδιά σου. Οι νεκροί σου δεν κείτουνται στο χώµα. Γένηκαν πουλιά, δέντρα, αγέρας. Κάθεσαι στον ίσκιο τους, θρέφεσαι µε τη σάρκα τους, αναπνές το χνότο τους. Γένηκαν Ιδέες και πάθη, κι ορίζουν τη βουλή σου και την πράξη.

Εργαστήρια Κυριαρχίας Θεών

Οι µελλούµενες γενεές δε σαλεύουν µέσα στον αβέβαιο καιρό, µακριά από σένα. Ζουν, ενεργούν και θέλουν µέσα στα νεφρά και στην καρδιά σου. Το πρώτο σου χρέος πλαταίνοντας το εγώ σου είναι, στην αστραπόχρονη τούτη στιγµή που περπατάς στη γης, να µπορέσεις να ζήσεις την απέραντη πορεία, την ορατή και την αόρατη, του εαυτού σου. ∆εν είσαι ένας· είσαι ένα σώµα στρατού. Μια στιγµή κάτω από τον ήλιο φωτίζεται ένα από τα πρόσωπα σου. Κι ευτύς σβήνει κι ανάβει άλλο, νεώτερο σου, ξοπίσω σου. Η ράτσα σου είναι το µεγάλο σώµα, το περασµένο, το τωρινό και το µελλούµενο. Εσύ είσαι µια λιγόστιγµη έκφραση, αυτή είναι το πρόσωπο. Εσύ είσαι ο ίσκιος, αυτή το κρέας. ∆εν είσαι λεύτερος. Αόρατα µυριάδες χέρια κρατούν τα χέρια σου και τα σαλεύουν. Όταν θυµώνεις, ένας προπάππος αφρίζει στο στόµα σου· όταν αγαπάς, ένας πρόγονος σπηλιώτης µουγκαλιέται όταν κοιµάσαι, ανοίγουν οι τάφοι µέσα στη µνήµη και γιοµώνει βουρκόλακες η κεφαλή σου. Ένας λάκκος αίµα είναι η κεφαλή σου, και µαζώνουνται κοπάδια κοπάδια οι γίσκιοι των πεθαµένων και σε πίνουν να ζωντανέψουν. “Μην πεθάνεις, για να µην πεθάνουµε!” φωνάζουν µέσα σου οι νεκροι. “∆εν προφτάσαµε να χαρούµε τις γυναίκες που πεθυµήσαµε· πρόφτασε εσύ, κοιµήσου µαζί τους! ∆εν προφτάσαµε να κάµουµε έργα τις Ιδέες µας· κάµε τις έργα εσύ! ∆εν προφτάσαµε να συλλάβουµε και να στερεώσουµε το πρόσωπο της ελπίδας µας· στερέωσε το εσύ! “Τέλεψε το έργο µας! Τέλεψε το έργο µας! Μέρα νύχτα µπαινοβγαίνουµε στο κορµί σου και φωνάζουµε. Όχι, δε φύγαµε, δεν ξεκορµίσαµε από σένα, δεν κατεβήκαµε στη γης. Μέσα από τα σωθικά σου ξακλουθουµε τον αγώνα. Λύτρωσε µας!” ………………

……………………….Έχεις ευθύνη. ∆εν κυβερνάς πια µονάχα τη µικρή ασήµαντη ύπαρξη σου. Είσαι µια ζαριά όπου για µια στιγµή παίζεται η µοίρα του σογιού σου. Κάθε σου πράξη αντιχτυπάει σε χιλιάδες µοίρες. Όπως περπατάς, ανοίγεις, δηµιουργός την κοίτη όπου θα µπει και θα όδέψει ο ποταµός των απόγονων. Όταν φοβάσαι, ο φόβος διακλαδώνεται σε αναρίθµητες γενεές και εξευτελίζεις αναρίθµητες ψυχές µπροστά και πίσω σου. Όταν υψώνεσαι σε µια γενναία πράξη, η ράτσα σου αλάκερη υψώνεται και αντρειεύει. “∆εν είµαι ένας! ∆εν είµαι ένας!” Τ όραµα τούτο κάθε στιγµή να σε καίει. ∆εν είσαι ένα άθλιο λιγόστιγµο κορµί· πίσω από την πήλινη ρεούµενη µάσκα σου ένα πρόσωπο χιλιοχρονίτικο ενεδρεύει. Τα πάθη σου κι οι Ιδέες σου είναι πιο παλιά από την καρδιά κι από το µυαλό σου. Το σώµα σου το αόρατο είναι οι πεθαµένοι πρόγονοι κι οι απόγονοι οι αγέννητοι. Το σώµα σου τ’ ορατό είναι οι άντρες, οι γυναίκες και τα παιδιά που ζουν της εδικής σου ράτσας. Μονάχα εκείνος λυτρώθηκε από την κόλαση του εγώ του που νιώθει να πεινάει όταν ένα παιδί της ράτσας του δεν έχει να φάει, και να σκιρτάει πασίχαρος όταν ένας άντρας και µια γυναίκα του σογιού του φιλιούνται. …….…..……………………………….Πως µπορείς να ‘σαι δυνατός, φωτεινός, γενναίος, αν οι αρετές τούτες δεν τρικυµίζουν αλάκερο το µεγάλο σου το σώµα; Πως µπορείς να σωθείς, αν δε σωθεί αλάκερο σου το αίµα; Ένας από τη ράτσα σου να χαθεί, σε συντραβάει στο χαµό του. Ένα µέλος του κορµιού και του νου σου σαπίζει. …………………………….


……Είσαι ένα φύλλο στο µέγα δέντρο της ράτσας. Να νιώθεις το χώµα ν’ ανεβαίνει από τις σκοτεινές ρίζες και ν’ απλοκαµιέται στα κλαριά και στα φύλλα. Ποιος είναι ο σκοπός σου; Να µάχεσαι να πιαστείς στέρεα από το κλαρί, κι είτε σα φύλλο είτε σαν άνθος είτε σαν καρπός να σαλεύει µέσα σου, ν’ ανανεώνεται και ν’ αναπνέει αλάκερο το δέντρο. Το πρώτο σου χρέος, εχτελώντας τη θητεία σου στη ράτσα, είναι να νιώσεις µέσα σου όλους τους πρόγονους. Το δεύτερο, να φωτίσεις την ορµή τους και να συνεχίσεις το έργο τους. Το τρίτο σου χρέος, να παραδώσεις στο γιο τη µεγάλη εντολή να σε ξεπεράσει. …………………………………………………………………………”Μην κρατάς τίποτα για υστερνή. Μου αρέσει ο κίντυνος. Μπορεί να χαθούµε, µπορεί να σωθούµε. Μη ρωτάς! Απίθωνε κάθε στιγµή στα χέρια του κίντυνου τον κόσµον όλο! Εγώ, ο σπόρος του αγέννητου, τρώγω τα σωθικά της ράτσας σου και φωνάζω!”

 

Αποσπάσματα απ’ την Ασκητική του Νίκου Καζαντζάκη

 

 

 

0 0 ψήφοι
Article Rating

Συνδρομή
Ειδοποίηση για
guest

0 Comments
Παλαιότερο
Νεότερο Περισσότερο ψηφισμένο
Ενσωματωμένα σχόλια
Δείτε όλα τα σχόλια
0
Θα θέλαμε τις σκέψεις σας, σχολιάστε.x