Κλύθί μευ, αιγιόχοιο Διός τέκος, η γενετήρος
πηγής εκπροθορούσα καί ακροτάτης από σειρής:
αρσενόθυμε, φέρασπι, μεγασθενές, οβριμοπάτρη,
Παλλάς, Τριτογένεια, δορυσσόε, χρυσεοπήληξ,
κέκλυθι: δέχνυσο δ’ ύμνον εύφρονι, πότνια, θυμώ,
μηδ’ αύτως ανέμοισιν εμόν ποτε μύθον εάσης,
η σοφίης πετάσασα θεοστιβέας πυλεώνας
καί χθονίων δαμάσασα θεημάχα φύλα Γιγάντων:
ή πόθον `Ηφαίστοιο λιλαιομένοιο φυγούσα
παρθενίης εφύλαξας εής αδάμαντα χαλινόν:
ή κραδίην εσάωσας αμιστύλλευτον άνακτος
αιθέρος εν γυάλοισι μεριζομένου ποτέ Βάκχου
Τιτήνων υπό χερσί, πόρες δέ ε πατρί φέρουσα,
όφρα νέος βουλήσιν υπ’ αρρήτοισι τοκήος
εκ Σεμέλης περί κόσμον ανηβήση Διόνυσος:
ής πέλεκυς, θήρεια ταμών προθέλυμνα κάρηνα,
πανδερκούς `Εκάτης παθέων ηύνησε γενέθλην:
ή κράτος ήραο σεμνόν εγερσιβρότων αρετάων:
ή βίοτον κόσμησας όλον πολυειδέσι τέχναις
δημιοεργείην νοερήν ψυχαίσι βαλούσα:
ή λάχες ακροπόληα καθ’ υψιλόφοιο κολώνης,
σύμβολον ακροτάτης μεγάλης σέο, πότνια, σειρής:
ή χθόνα βωτιάνειραν εφίλαο, μητέρα βίβλων,
πατροκασιγνήτοιο βιησαμένη πόθον ιρόν,
ούνομα δ’ άστεϊ δώκας έχειν σέο καί φρένας εσθλάς:
ένθα μάχης αρίδηλον υπό σφυρόν ούρεος άκρον
σήμα καί οψιγόνοισιν ανεβλάστησας ελαίην,
εύτ’ επί Κεκροπίδησι Ποσειδάωνος αρωγή
μυρίον εκ πόντοιο κυκώμενον ήλυθε κύμα,
πάντα πολυφλοίσβοισιν εοίς ρεέθροισιν ιμάσσον.
κλύθί μευ, η φάος αγνόν απαστράπτουσα προσώπου:
δός δέ μοι όλβιον όρμον αλωομένω περί γαίαν,
δός ψυχή φάος αγνόν απ’ ευιέρων σέο μύθων
καί σοφίην καί έρωτα: μένος δ’ έμπνευσον έρωτι
τοσσάτιον καί τοίον, όσον χθονίων από κόλπων
αύ ερύση πρός ”Ολυμπον ες ήθεα πατρός εήος.
ει δέ τις αμπλακίη με κακή βιότοιο δαμάζει —
οίδα γάρ, ως πολλοίσιν ερίχθομαι άλλοθεν άλλαις
πρήξεσιν ουχ οσίαις, τάς ήλιτον άφρονι θυμώ — ,
ίλαθι, μειλιχόβουλε, σαόμβροτε, μηδέ μ’ εάσης
ριγεδαναίς Ποιναίσιν έλωρ καί κύρμα γενέσθαι
κείμενον εν δαπέδοισιν, ότι τεός εύχομαι είναι.
δός γυίοις μελέων σταθερήν καί απήμον’ υγείην,
σαρκοτακών δ’ απέλαυνε πικρών αγελάσματα νούσων,
ναί, λίτομαι, βασίλεια, καί αμβροσίη σέο χειρί
παύσον όλην κακότητα μελαινάων οδυνάων.
δός βιότω πλώοντι γαληνιόωντας αήτας,
τέκνα, λέχος, κλέος, όλβον, ευφροσύνην ερατεινήν,
πειθώ, στωμυλίην φιλίης, νόον αγκυλομήτην,
κάρτος επ’ αντιβίοισι, προεδρίην ενί λαοίς.
κέκλυθι, κέκλυθ’, άνασσα: πολύλλιστος δέ σ’ ικάνω
χρειοί αναγκαίη: σύ δέ μείλιχον ούας υπόσχες
Επάκουσέ μου εσύ του Διός τ’ αστραποφόρου κόρη,
π’ απο την άκρη κορυφή πήδησες του Πατρός σου,
ανδρόψυχη, ολοδύναμη, με τη βαριά σου ασπίδα,
ω Τριτογένεια Παλλάς, με το χρυσό σου κράνος,
επάκουσε και πρόθυμη τον ύμνο, σεμνή, δέξου
να μην αφήσεις να χαθεί η ευχή μου στους ανέμους!
Σύ, π’ άνοιξες τα θεϊκά προπύλαια της σοφίας
και των Γιγάντων πάτησες το θεομάχον έθνος,
που την ορμήν εξέφυγες του πυρωμένου Ηφαίστου
και το χρυσόν εφύλαξες δεσμό της παρθενιά σου
που την καρδιάν εγλίτωσες ανέγγιχτη του Βάκχου
την ώρα που τον έσφαζαν τα χέρια των Τιτάνων,
στους ουρανούς την έφερες και του Πατρός την πήγες
για ν’ αναζήσει ο Διόνυσος απ’ την Σενμέλη βρέφος
κατά την άρρηκτη βουλή του Διός ξανά στον κόσμο
που το πελέκι σου έκοψε Τιτανικά κεφάλια
και την γενεάν αφάνισες της σκοτεινής Εκάτης
κι ύψωσες κράτος αρετών, που τους θνητούς υψώνουν,
που την ζωήν εστόλισες με χίλιων λογιών τέχνες
κι έβαλες μέσα στην ψυχήν νοερή δημιουργία
σύ, που όρισες τον υψηλό της Ακροπόλεως λόφο
της υπερτάτης σύμβολο, Παρθένα, κορυφής σου,
κι αγάπησες γη γόνιμη, τη μάνα των βιβλίων,
κι απέκρουσες τον όσιο του πατραδέλφου πόθο
και τ’ όνομά σου χάρισες στη χώρα και τον νού σου
και βλάστησες της θεϊκής φιλονικίας σημάδι
στους επιγόνους την ελιά κατάγυρα του λόφου,
άμα σφοδρό με την βουλή του Ποσειδώνος ήρθε
το κύμ’ απο την θάλασσα τους Αθηναίους να πνίξει
καιμε πολύφλοισβα νερά παράσυρνε τα πάντα
άκου, θεά μου, που όλο φως το πρόσωπό σου αστράφτει,
δώσ’ μου μακάριον άραγμα ση γη, που παραδέρνω!
δώσ’ της ψυχής μου φως αγνό απο τα θεία σου λόγια,
σοφία δώσ’ μου κι έρωτα! και φύσησέ μου τόσο
και τέτοιο μένος, που απ’ εδώ, της γης απο τους κόλπους,
να πάω ψηλά στον Όλυμπο, το κράτος του Πατρός σου!
Κι αν με βαρύνει της ζωής καμιά φρικτή αμαρτία,
-γιατί το ξέρω πως πολλοί μισούν με, άλλος γι άλλο
λάθος βαρύ π’ απ’ το μωρό μυαλό μου έχω αμαρτήσει,-
συγχώρησέ με, σώτειρα μειλίχια, μη μ’ αφήσεις
να γίνω φοβερών ποινών βορά και περιγέλιο,
στους κάμπους άφετος γιατί δικός σου λέω πως είμαι!
Ώ δώσ’ μου υγειά στα μέλη μου, σταθερά να’ ν’ κι ακμαία
και τα κοπάδια απόδιωξε των σαρκοβόρων νόσων!
Βασίλισσα ικετεύω σε, τ’ αθάνατό σου χέρι
την ζοφερή κακομοιριά των πόνων μου ας δαμάσει
και στο ταξίδι της ζωής γαλήνιο δώσ’ μου αγέρι,
γάμο, παιδιά, πλούτη τιμή, μακάριαν ευφροσύνη,
πειθώ, νούν επιδέξιο, γλυκόλογη φιλίαν,
για τους εχθρούς μου δύναμη, μες στους πολλούς πρωτεία.
Άκου, βασίλισσ’ άκου με, μ΄ευχές έρχομαι τόσες,
τι σ’ έχω ανάγκη μόν εσύ καλόβουλο αυτί τείνε!
(Μετάφραση: Σιμ. Μενάρδος)