Θάταν δέ θάταν δέκα η μιά κι η άλλη οκτώ
στού πεζοδρόμιου καθισμένες τήν πεζούλα
σακιά από εμπόρευμα δεξιά ζερβά σωρό
καί καρβουνιάρισα η καλή τους η μανούλα
Ψηλές, ισχνές μά λυγερόκορμες κι οι τρείς
απ' τη φυλή "Αντ-ανδρού-υι" τής Μαδαγασκάρης
πού κάπου τ' όνομα ελληνικό, άμα δής,
"υιοί ανδρείων" τό "androy" γιά ρίζα άμα πάρης.
Σούστες, καμιόνια, τζίπ καί ημιφορτηγά
μέ ή χωρίς χαμάληδες γιά να φορτώσουν
δέν πολυσκάγαν, τά κορίτσια τόσα δά
ήταν εκεί χείρα βοήθειας γιά να δώσουν.
Μπροστά η μάνα΄κι από πίσω τά παιδιά
τό πενηντάκιλο τσουβάλι κουτουπώναν
ποιός είπε γιά θρανία, γράμματα, σχολειά,
μέ μαύρου κάρβουνου ίδρωτα ψωμί ζυμώναν.
Τά χρόνια πέρναγαν, στά δώδεκα τή μιά
τήν ξεπαρθένεψε ο πατρυιός πίσω απ' τό φράχτη.
Η μάνα υπερήφανη, χωρίς μιλιά
τού ξυλοκόπου τό μακρύ τσεκούρι αδράχτει
κι ακρωτηριάζει τό βιαστή μπρός στών παιδιών
τά έντρομα μάτια μεθυσμένος πού κοιμόταν.
Κάποιοι μιλήσαν γιά αυστηράδα δικαστών,
πρόνοιες κοινωνικές, πώς,όταν καί οπόταν…
Κι' άν ήταν δέκα ή δώδεκα, καί τί μ' αυτό
στού πεζοδρόμιου καθισμένες την πεζούλα
σακιά από εμπόρευμα δεξιά ζερβά σωρό
στή φυλακή η καρβουνιάρισα η μανούλα
Ψηλές, ισχνές, μά λυγερόκορμες κι οι τρείς
απ' τη φυλή "Αντ-ανδρού-υι" τής Μαδαγασκάρης
πού κάπου τ' όνομα ελληνικό, άμα δής,
"υιοί ανδρείων" τό "androy" γιά ρίζα άμα πάρης.
Σούστες, καμιόνια, τζίπ καί ημιφορτηγά
φέρναν πάντα χαμάληδες γιά να φορτώσουν
δέν πολυσκάγαν σέ κορίτσια τόσα δά
καταστηματαρχίνες τόν παρά νά δώσουν
* Αντ (στά Μαδαγασκαρηνά) =πρός
Ζείρων