Eίναι απόγευμα Τετάρτης στην καρδιά της Αθήνας και ο 46χρονος Στίβεν Μπάλντουιν βγαίνει φουριόζος από την περιστρεφόμενη πόρτα του ξενοδοχείου «Μεγάλη Βρεταννία». Θέλει να προλάβει το φως για να φωτογραφηθεί στο μνημείο του Αγνωστου Στρατιώτη. Οι διερχόμενοι, Ελληνες αλλά και τουρίστες, αναγνωρίζουν αμέσως τον ηθοποιό του Χόλιγουντ που έγινε γνωστός παγκοσμίως με τους ρόλους του σε ταινίες όπως οι «Threesome», «Συνήθεις ύποπτοι», «Bio-Dome», «Fled», «The Flintstones in Viva Rock Vegas» και «The Flyboys».
Παρότι δεν έχει πάνω από μισή ώρα που επέστρεψε στην Αθήνα από τα Τρίκαλα, μου λέει ότι είναι αχόρταγος όχι μόνο για την ελληνική κουζίνα αλλά και για τον πολιτισμό μας γενικότερα. «Δεν το χωράει το μυαλό μου αυτό που ζω εδώ, ρε φίλε», λέει χαμογελώντας ο βενιαμίν της οικογένειας Μπάλντουιν, με αδέλφια τους επίσης ηθοποιούς Αλεκ, Ντάνιελ και Ουίλιαμ.
Το πλάνο για την επίσκεψη στην Ελλάδα άρχισε να καταστρώνεται πριν από δύο χρόνια, όταν γνώρισε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών τους Δημήτρη Αναγνώστου και Χριστίνα Σέκερη της εταιρείας παραγωγής Catch 22 με έδρα στο Λος Αντζελες. Ως ευαγγελικός χριστιανός τους εξήγησε πως οραματίζεται την Ελλάδα ως ιδανικό προορισμό και ότι θέλει να γυρίσει ένα ντοκιμαντέρ. Το project εδώ και λίγες μέρες λαμβάνει σάρκα και οστά, αφού τα γυρίσματα ξεκίνησαν με συμπαραγωγό την ελληνική εταιρεία Viewmax και σε συνεργασία με τον ΕΟΤ. Τα γυρίσματα του α’ μέρους ολοκληρώνονται σήμερα και αύριο ο Μπάλντουιν θα γυρίσει στη Νέα Υόρκη. Το β’ μέρος των γυρισμάτων θα πραγματοποιηθεί στα μέσα Νοεμβρίου, οπότε και ο Αμερικανός ηθοποιός θα έρθει πάλι στην Ελλάδα.
Το όραμά του μέσω του ντοκιμαντέρ, το οποίο θα προβάλλεται στην ιστοσελίδα www.biblicalgreece.com, είναι να γίνει η Ελλάδα ο Νο 1 θρησκευτικός προορισμός στον κόσμο. Και εξηγεί το γιατί: «Με εκπλήσσει το ότι όλη η προσοχή των χριστιανών παγκοσμίως είναι να επισκεφτούν το Ισραήλ και οτιδήποτε έχει να κάνει ιστορικά με την Παλαιά Διαθήκη. Ομως βάσει της Καινής Διαθήκης και οτιδήποτε είναι συνδεδεμένο με την Ελλάδα είναι σημαντικό, οπότε μου προκαλεί μεγάλη έκπληξη το ότι δεν έχει γίνει κάτι αντίστοιχο με τη χώρα σας. Τόσος κόσμος επισκέπτεται το Ισραήλ ως τον Αγιο Τόπο. Για τον ίδιο λόγο, βάσει της Καινής Διαθήκης, θα έπρεπε ο ίδιος και περισσότερος να επισκέπτεται την Ελλάδα. Με γοητεύει η προοπτική του χριστιανικού τουρισμού στην Ελλάδα επειδή πολύ απλά λατρεύω τη χώρα σας. Είμαι εδώ για να μεταφέρω, όχι μόνο στην Αμερική, αλλά παγκοσμίως πως η Ελλάδα είναι ένας άγιος τόπος που πρέπει όλοι να τον επισκεφθούν».
Στην επταήμερη παραμονή του στην Ελλάδα ο Μπάλντουιν, εκτός από την Αθήνα, επισκέφθηκε την Κόρινθο, τα Τρίκαλα, τα Μετέωρα, τις Θερμοπύλες και τη Μύκονο, συνοδευόμενος παντού από ένα κινηματογραφικό συνεργείο. Ταυτόχρονα ανέβαζε συνεχώς στο Twitter (@StephenBaldwin7) φωτογραφίες από κάθε του στιγμή στην Ελλάδα, ενώ έφτιαξε ειδικό προφίλ στο Instagram (@stepheningreece) για τον ίδιο σκοπό. Η εικόνα της… δικής του Ελλάδας δεν έχει καμία σχέση με αυτή που δημιουργούν στην πατρίδα του τα ΜΜΕ καθ’ όλη τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης: «Αν δεν είσαι από εδώ, δεν καταλαβαίνεις. Νομίζω ότι ο κόσμος στην Αμερική δεν καταλαβαίνει πως όσο τρελή κι αν είναι η κατάσταση, τα πράγματα στην Ελλάδα είναι φυσιολογικά. Η Ελλάδα είναι ένα ξεχωριστό μέρος γεωγραφικά και πολιτιστικά. Χρειάζεται να πω ότι το φαγητό είναι φοβερό; Ηρθα χωρίς συγκεκριμένες προσδοκίες, αλλά με πολύ αγάπη για την Ελλάδα. Απλώς στην παγκόσμια οικονομία παρατηρώ μία τρομερή απελπισία λόγω του χάσματος ανάμεσα στους έχοντες και τους μη έχοντες. Αυτό συμβαίνει και στην Ελλάδα».
Διαβάζει συνεχώς βιβλία για την πλούσια ιστορία της Ελλάδας και περίμενε με ανυπομονησία τη στιγμή που θα ταξιδέψει. Λέει αυθόρμητα πως τον ενέπνευσε η ταινία «300», αλλά την ίδια στιγμή παραδέχεται πως το μεγαλείο της μάχης το ένιωσε όταν τις επισκέφτηκε: «Τις Θερμοπύλες δεν θα τις ξεχάσω ποτέ. Στεκόμουν εκεί, στο μνημείο, και προσπαθούσα να φέρω στο μυαλό μου πού ακριβώς έγινε η μάχη των Θερμοπυλών. Να φανταστώ πώς είναι 1.700.000 στρατιώτες να πολεμούν εναντίον των 300 του Λεωνίδα. Μου είναι πολύ δύσκολο να κατανοήσω αυτό το τρομακτικό σκηνικό, αλλά και τη γενναιότητα αυτών των στρατιωτών, η οποία φυσικά δεν μπορεί να αποτυπωθεί σε καμία ταινία. Αυτό που έκαναν ανήκει στην κατηγορία του θαύματος. Το να πατάω στα χώματα του μέρους όπου έγινε κάτι τόσο σημαντικό με έκανε να νιώσω δέος απέναντι στην Iστορία της Ελλάδας».
Βέρος Νεοϋορκέζος, ο Μπάλντουιν ξέρει από πρώτο χέρι πώς είναι να ζεις σε μια πολύβουη πόλη. Μάλιστα ανακάλυψε κοινά στοιχεία του Μεγάλου Μήλου με την Αθήνα: «Η Αθήνα; Τι να πει κανείς για την Αθήνα; Ο,τι κι αν γίνεται με την οικονομία και τα προβλήματα η καρδιά και το πνεύμα των κατοίκων της, των Ελλήνων, είναι τόσο δυνατά! Βλέπω στα μάτια των νέων ανθρώπων που κυκλοφορούν εδώ έξω μια τρομερή αποφασιστικότητα. Αυτός ο τόπος, με τέτοιους πολίτες, μόνο μπροστά θα πάει. Είμαι από τη Νέα Υόρκη και μένω εκεί. Τη λένε χωνευτήρι του κόσμου. Ετσι ακριβώς είναι και η Αθήνα».
Λατρεύει να είναι συνεχώς με κόσμο. Να έχει δίπλα του Ελληνες, να τρώει σαν Ελληνας και κάθε πιάτο να το φωτογραφίζει και να το στέλνει στη σύζυγό του Κένια. Προσπαθεί να της εξηγήσει πως οι νόστιμες ντομάτες είναι αυτές που τρώει εκείνη εδώ στην Ελλάδα και όχι εκείνες που καλλιεργεί στη Νέα Υόρκη. Διαπιστώνει πως τελικά τα υλικά είναι αυτά που κάνουν ξεχωριστή την ελληνική κουζίνα: «Λάτρεψα τις ντομάτες που έφαγα. Να φανταστείς ότι τις φωτογράφισα και τις έστειλα με μήνυμα στη γυναίκα μου. Καλλιεργεί η ίδια ντομάτες, αλλά δεν έχουν καμία σχέση με αυτές που γεύτηκα εδώ. Της είπα μήπως πρέπει να έρθουμε στην Ελλάδα όταν συνταξιοδοτηθούμε. (γέλια) Εφαγα νοστιμότατα θαλασσινά στην ταβέρνα “Ψαράκι” στη Βουλιαγμένη. Εμείς στην Αμερική νομίζουμε πως γνωρίζουμε την ελληνική κουζίνα, αλλά πραγματικά δεν ξέρεις τίποτε αν δεν φας στην Ελλάδα. Λατρεύω το φρέσκο ψάρι. Επίσης στο Λουτράκι έφαγα ένα τρομερό μπιφτέκι γεμιστό με φέτα. Ηταν νοστιμότατο. Σε μια πολύ μικρή οικογενειακή, ταβέρνα με υπέροχη ατμόσφαιρα και πολύ φιλικούς και ζεστούς ανθρώπους».
Δεν έλειψαν φυσικά και τα ευτράπελα, με κορυφαίο όλων εκείνο στο Μνημείο του Αγνωστου Στρατιώτη: «Πήγα στην αλλαγή φρουράς στο μνημείο του Αγνωστου Στρατιώτη. Είναι κάτι πολύ ενδιαφέρον. Ηθελα να πλησιάσω όσο το δυνατόν περισσότερο τους τσολιάδες. Πήγα ακριβώς δίπλα σε έναν και άρχισαν να με βγάζουν φωτογραφίες. Ξαφνικά ένιωσα να τραντάζεται το έδαφος επειδή το χτύπησε (ο τσολιάς) δυνατά με το όπλο του. Ηταν σαν να μου λέει “ήρθε η ώρα να φύγετε, κύριε Μπάλντουιν”. Αμέσως έκανα πιο πέρα γιατί δεν ήθελα σε καμία περίπτωση να τους κάνω να νιώσουν έλλειψη σεβασμού από μέρους μου».
Τονίζει τη ζεστασιά των Ελλήνων συνεχώς. Οση ώρα μιλούσαμε ερχόταν κόσμος για να φωτογραφηθεί μαζί του και να του μιλήσει. Ο Στίβεν Μπάλντουιν δεν χάλασε σε κανέναν το χατίρι. Είναι ο δικός του τρόπος για να ευχαριστήσει για τη φιλοξενία. Οταν γυρίσει στη Νέα Υόρκη θέλει να πει σε όλους όχι μόνο για την ομορφιά της χώρας, αλλά κυρίως για εκείνη των Ελλήνων: «Αυτό που ξεχωρίζω είναι τους ανθρώπους. Η γυναίκα μου είναι Βραζιλιάνα. Οποτε μιλάω για τη Βραζιλία λέω ότι την κάνουν ξεχωριστή οι πολίτες της. Το ίδιο ακριβώς ισχύει και για την Ελλάδα. Δεν υπάρχει τίποτε καλύτερο για έναν άγνωστο να επισκέπτεται μια χώρα και να τον καλωσορίζουν με τόση ζεστασιά. Η ανεκτίμητη πολιτιστική κληρονομιά της Ελλάδας και η μοναδική φυσική ομορφιά της την κάνουν τον ιδανικό προορισμό».
Η ώρα πέρασε πολύ γρήγορα και ο Μπάλντουιν πρέπει να φύγει για να παρακολουθήσει «Το μεγάλο μας τσίρκο» τoυ Ιάκωβου Καμπανέλλη, σε μουσική και διεύθυνση ορχήστρας επί σκηνής Σταύρου Ξαρχάκου στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού. Oμολογεί πως νιώθει ήδη Ελληνας: «Αυτό το project το ονόμασα “Greek For a Week” (σ.σ.: Ελληνας για μία εβδομάδα) γιατί ουσιαστικά αυτό που κάνω τώρα, αλλά και όταν θα ξαναέρθω στην Ελλάδα, τον Νοέμβριο, είναι να προσπαθήσω να επισκεφθώ όσο το δυνατόν περισσότερα μέρη και πόλεις της χώρας σας για να αναδείξω τη μοναδικότητά τους. Μοιράζομαι εμπειρίες γυρνώντας διάφορα αξιοθέατα βάσει των τόπων απ’ όπου πέρασαν οι Απόστολοι. Ομως δεν θέλουμε να εστιάσουμε μόνο στη Βίβλο, αλλά ταυτόχρονα να διασκεδάσουμε. Αυτό όμως που κατάλαβα είναι πως τελικά δεν θα είμαι Ελληνας για μία εβδομάδα, αλλά για μια ζωή!».