Υπάρχει και η άλλη όψη του γερμανικού «οικονομικού θαύματος» της τελευταίας δεκαετίας. Υπάρχουν δηλαδή αυτοί που πλήρωσαν και πληρώνουν το κόστος της «βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας» της γερμανικής οικονομίας. H αποκάλυψη προκαλεί σοκ σε όποιον αγνοεί την ωμή, σκληρή πραγματικότητα του γερμανικού κόσμου της εργασίας: επτά (!) εκατομμύρια Γερμανοί εργαζόμενοι δουλεύουν επισήμως με μηνιαίες αποδοχές κάτω των… 400 (!!!) ευρώ και μάλιστα χωρίς η απασχόληση αυτή να τους δίνει έστω πρόσβαση στο δημόσιο σύστημα υγείας ή να τους επιτρέπει να λάβουν οποιουδήποτε εξευτελιστικού ύψους σύνταξη όταν γεράσουν…
Φαίνεται απίστευτο, αλλά είναι πέρα για πέρα πραγματικό. Η τραγική ειρωνεία μάλιστα είναι ότι αυτού του είδους η εργασιακή απασχόληση εισήχθη όχι από τη Δεξιά, αλλά από τον σοσιαλδημοκράτη καγκελάριο Γκέρχαρτ Σρέντερ προ δεκαετίας, με την περιβόητη «Ατζέντα 2010» που συνέθλιψε τους Γερμανούς εργαζόμενους και αποτέλεσε τη βάση της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας της γερμανικής οικονομίας. Το 2003 οι Γερμανοί σοσιαλδημοκράτες καθιέρωσαν τη «μίνι απασχόληση», την οποία διαφήμισαν ως «πόρτα εισόδου στον εργασιακό κόσμο» που δήθεν θα διευκόλυνε την εξεύρεση εργασίας από τους άνεργους και τους νέους.
Οι κανόνες της «μίνι απασχόλησης» είναι σαφείς. Πρώτον, οι μηνιαίες αποδοχές απαγορεύεται αυστηρά να υπερβούν τα 400 ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι αν π.χ. μια εργασία πληρώνεται 5 ευρώ την ώρα, ο εργαζόμενος επιτρέπεται να δουλέψει 80 ώρες τον μήνα. Αν πληρώνεται 10 ευρώ ωριαίως, τότε απαγορεύεται να εργαστεί κάποιος πάνω από 40 ώρες μηνιαίως. Αν εργαστεί έστω και ένα λεπτό παραπάνω, τότε το συμβόλαιο εργασίας του πρέπει να γίνει κανονικό. Οταν οι αποδοχές του εργαζομένου είναι 400 ευρώ ή λιγότερο, παίρνει όλα τα λεφτά καθαρά. Δεν έχει καμία κράτηση για το ταμείο υγειονομικής περίθαλψης ή για το ταμείο συνταξιοδότησης. Η αιτία γι’ αυτό είναι τραγικά απλή: η δουλειά του αυτή δεν του δίνει κανένα δικαίωμα για ιατροφαρμακευτική περίθαλψη ή για σύνταξη!
Ο εργοδότης είναι ευτυχής. Καλείται να πληρώσει μόνο 2% φόρο επί του ποσού που χορηγεί στον εργαζόμενο και επιπλέον 15% στο ασφαλιστικό ταμείο και 13% στην κοινωνική ασφάλιση. Δηλαδή 130 ευρώ αν πληρώνει 400 ευρώ τον υπάλληλό του και στην πραγματικότητα σχεδόν τα μισά, δεδομένου ότι η μέση αμοιβή που λαμβάνουν τα επτά εκατομμύρια Γερμανοί που δουλεύουν κάτω από αυτό το καθεστώς είναι μόλις… 230 ευρώ!
Αυτό το ιδεώδες για εργοδότες εργασιακό καθεστώς άνοιξε αμέσως όχι μια απλή Κερκόπορτα, αλλά μια τεράστια πύλη για τη γενίκευση της «μαύρης» εργασίας στη Γερμανία. Εκατοντάδες χιλιάδες εργοδότες προσλαμβάνουν εργαζόμενους με καθεστώς «μίνι απασχόλησης», αλλά τους απασχολούν κανονικά, σαράντα ώρες την εβδομάδα. Τους δίνουν επισήμως τα 400 ευρώ και τα υπόλοιπα 1.000 ή και παραπάνω ευρώ τους τα δίνουν «μαύρα», γλιτώνοντας τις ασφαλιστικές εισφορές!
Σε ορισμένους κλάδους η «μίνι απασχόληση» αναπτύχθηκε ραγδαία, συνοδευόμενη φυσικά από τη «μαύρη» εργασία. Στον ξενοδοχειακό κλάδο π.χ. υπολογίζονται σε 810.000 τα άτομα που δουλεύουν κάτω από αυτό το καθεστώς. Οι εργαζόμενοι κατ’ αυτόν τον τρόπο αφενός πρέπει να βρουν άλλον τρόπο να έχουν υγειονομική περίθαλψη (π.χ. μέσω ασφαλισμένου συζύγου) και αφετέρου συχνά είναι τόσο φτωχοί που έχουν την ανάγκη κοινωνικών επιδομάτων για να επιβιώσουν.
Στην ουσία όμως αυτό σημαίνει ότι το κράτος επιβαρύνεται τόσο με το κόστος κοινωνικής περίθαλψης ατόμων που ενώ εργάζονται δεν πληρώνουν ασφαλιστικές εισφορές όσο και με τα επιδόματα επιβίωσής τους, επιδοτώντας έτσι έμμεσα τις γερμανικές επιχειρήσεις για να πληρώνουν μισθούς κάτω από το όριο της φτώχειας και να μην πληρώνουν ασφαλιστικές εισφορές! Ιδού λοιπόν μια σκοτεινή συνιστώσα του σύγχρονου γερμανικού «οικονομικού θαύματος».
Γ. Δελαστίκ