Η άγια νύκτα, η μεγαλυτέρα του χειμώνος, συμβαίνει κατά την φάση εκείνη όπου η Γη βρίσκεται στο άκρο της ελλειπτικής τροχιάς, δηλαδή στην μεγαλυτέρα απόσταση από τον Ήλιο, και είναι εστραμμένη προς την Άρκτο κατά 23 περίπου μοίρες. Η Γη μέχρι τότε απομακρύνεται από τον Ήλιο, αλλά με την έλξη του γιγαντιαίου και φλεγόμενου φερέσβιου τιτάνα, προκαλείται η χειμερινή τροπή στην τροχιά της Γης, τροπή η οποία επαναφέρει τον πλανήτη μας προς τον Ήλιο. Ο κλυδωνισμός αυτός συνεπάγεται την αλλαγή του κλίματος, ούτως, ο Ορφεύς έφη: «εις υπάτας χειμώνα, θέρος νεάταις διακρίνας».
Με την εμφάνιση των ηλιόλουστων (αλκυονίδων) ημερών μέσα στο καταχείμωνο, δίδεται νέο ξεκίνημα σε όλα τα έμβια όντα, και ολόκληρη η γη αναφύει τις αμέτρητες μορφές της ζωής που φιλοξενεί. Ο Βάκχος, αναστάς ο θεός, λύει το γηρασμένο σώμα, ενώ ο ίδιος μεταφέρεται ως θείος σπινθήρας – γέννημα του Πατρός θεού, με κάθε γόνιμη συνεύρεση, η οποία εκ νέου και πλήρως μετουσιώνει τον υλικό κόσμο στην πλειονότητα της φύσεως.
Η Άνοιξη, το άνοιγμα δηλαδή του κλειστού έως τώρα σπόρου και γενικώς του φυτικού κόσμου, λόγω του ψύχους, αρχίζει νωρίς, ήδη μέσα στον μήνα Γαμηλιώνα (Ιανουάριο), με την πανέμορφη νύμφη της Αρτέμιδος, την Αμυγδαλέα. Ο Απόλλων παρών, διότι το «χτίσιμο» της νέας ζωής από τον μέγα αρχιτέκτονα, σύμπαντος του εμβίου κόσμου, τον Δία, απαιτεί την αναδόμηση και ανάπτυξη του γενετικού κώδικος, βάσει του οποίου θα συνεχίζεται η ζωή εις τους αιώνας των αιώνων.
Το αλληγορικό αυτό πέρασμα της ζωής από το φως στο σκότος του χειμώνος, και από το σκότος και πάλιν εις το φως, επισημαίνει ωσαύτως και την διέλευση της ζωής μέσω του φθαρτού υλικού σώματος, το οποίον ενδύεται η θεία ουσία για να αποκαλυφθεί ζώσα: «μορφήν δ’ αμείψας εκ θεού βροτησίαν» (Ευριπίδης, Βάκχαι), αλλά τούτο υπόκειται στους φυσικούς νόμους της σχετικότητος του δυϊκού κόσμου και τυγχάνει του αναποφεύκτου φυσικού θανάτου. Ούτως, κάθε κύκλος ζωής διαγράφει και μια τροχιά με πέρασμα από το κατώτατο σημείο του, το εντός του υλικού κόσμου, όπου τα όντα δέχονται μια φυσική μύηση στα ανήλιαγα και παγερά ανάκτορα του Πλούτωνος, εκείνη την πλέον σημαντική, την ίδια την αναγέννησή τους.
Εκτός από τον ετήσιο κύκλο του εμβίου κόσμου, συμβαίνει και ο τριετηρικός, με επιδράσεις κυρίως στον φυτικό κόσμο. Ο θείος σπινθήρας απεκδύεται τότε κατά το πλείστον το γήϊνο υλικό σώμα – όχημα που χρησιμοποιεί για να φανερωθεί ως ζώσα μορφή, όπως ο δράκων, και συσπειρούται, δηλαδή γίνεται σπόρος (!), προκειμένου να διέλθει επιτυχώς την κρίση του σχετικού χρόνου. Μιας και εντός αυτού ό,τι γεννιέται κάποτε πεθαίνει, διότι ο ίδιος ο χρόνος – Κρόνος που το έφερε στη ζωή, το καταπίνει στην αφάνεια…
Η νίκη της ζωής επί του θανάτου, δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί παρά μόνον τη βοηθεία των δημιουργών της ζωής, και δη του θείου βρέφους, του θεού Διονύσου, τον φέροντα την νύξιν – κέντρισμα του Πατρός του, διά του οποίου ενεργοποιείται και αφυπνίζεται η ζωή που έχει περιέλθει εις κατάστασιν λήθη, άλλως πως λανθάνουσα, εφ’ όσον μόνον υπό τοιαύτης μορφής δύναται η διέλευσις. Ο γενετικός κώδικας του Απόλλωνος, που κάθε ον φέρει εντός του, αναπτύσσεται και πάλι στον φυσικό κόσμο υπό την εποπτεία του μικρού θεού Διονύσου, ως θεού της ζυμώσεως της εύπλαστης ύλης που ενσαρκώνει τον θείο σπινθήρα, δι’ ο και θεός της μεταμορφώσεως των όντων είναι.
Η μυστηριακή αυτή μεταλαμπάδευση του θείου έργου, εορτάζεται με ολονύκτιες φωταγωγίες, ώστε να επισημανθεί το άσβεστον – άφθαρτον θείον φως, ως ελπίδα της νέας ζωής που φέρνει η Άνοιξη, αλλά και ως ελπίδα επιτυχούς διελεύσεως μέσω εκείνου του θανάτου. Η εορτή της γεννήσεως του θείου βρέφους, έμφορτη χαρμόσυνων μηνυμάτων, καλείται και «Μικρά Διονύσια», λαμβάνει δε χώρα κατά την Άγια ιερά νύκτα, την άγουσα προς το φως. Αλληγορικώς η γέννησις συμβαίνει εντός σπηλαίου, στην φάτνη των ίππων (Ευριπίδης, Βάκχαι), σύμβολο του ιερού τελεστηρίου της ζωής, κάθε μήτρας, που θέλει την γυναίκα στο ανώτατο αξίωμα τιμής και σεβασμού, στον πολιτισμό μας, καθ’ ότι η νέα ζωή μόνον εξ αυτής φέρεται, και εν ειρήνη συμβαίνει ως έκφραση αγάπης, ως ευδοκία και ελπίδα μοναδική για την συνέχεια της ζωής. Σε κάθε γέννηση η μητέρα κυοφορεί εντός της το θείο βρέφος, και κάθε ον ένθεο είναι και θείον βλάστημα.
Κατά τις χειμερινές αυτές νύκτες, η φύση δεν πεθαίνει, αλλά πλείστα όντα, νύμφες Νηρηΐδες και άλλα που μετέχουν του θείου αοράτου κόσμου, γίνονται περισσότερο αισθητά, (μάλλον σαν να κατέρχονται οι άνθρωποι εγγύτερα προς τα βασίλεια του κάτω κόσμου), γι’ αυτό και οι ευχές αυτές εκπληρώνονται, εάν τηρηθούν κατά παράδοσιν.
Την μεγάλη άγια νύκτα, ιδιαιτέρως και επιμελώς αποφεύγονται λόγοι που θίγουν συνανθρώπους, πράξεις πάσης αδικίας και πικρίας, ενώ οι ευχές πρέπει να εκφέρονται από τα βάθη της ψυχής μας. Και όσες ψυχές αδικούν, (που είναι ήδη κακότυχες, τιμωρημένες να ζουν βυθισμένες στην ελλειπτική σκοτεινή ζώνη της συνειδήσεως), ας έχουν και αυτές μιαν ευκαιρία να απαλλάξουν την υπόστασίν τους από το άγος της πλεονεξίας, από την ύβριν της υπερβολής και το μίασμα της αλαζονείας.
Επί τη ευκαιρία της αναγεννήσεως του φυσικού κόσμου, είθε απρόσκοπτη να είναι η ατραπός κάθε ανθρώπου προς την εξέλιξή του, είθε το θείο βρέφος να μας οδηγήσει σε καλύτερες ημέρες ανθρώπινης ευτυχίας, αγάπης και οικογενειακής ειρήνης.
Εύμολπος Τσάμης