Μητριαρχία
Στην Κοσμογονία του Ησίοδου, αρκετές φορές, η Γαία γεννάει μόνη της χωρίς τη συμμετοχή άνδρα. Ο Ησίοδος έδωσε στη Γαία αυτή την ιδιότητα, στηριζόμενος στην παράδοση και πιθανόν στην αναγεννητική παραγωγικότητα της γης. Η παράδοση σχετίζεται άμεσα με μια λεπτομέρεια, που αφορά όλες τις πρωτόγονες κοινωνίες της γης. Κι αυτή η λεπτομέρεια δημιουργεί ένα ερώτημα. Υπήρξε ποτέ περίοδος πού τόσο η γυναίκα, όσο και ο άνδρας, δεν γνώριζαν τον αναπαραγωγικό ρόλο του άνδρα στην τεκνοποίηση;
Εμείς λέμε ναι. Και μάλιστα η άγνοια αυτή, κάλυψε πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα. Η άποψη μας αυτή στηρίζεται τόσο στην αναφορά περί «Λυκίων» του Ηρόδοτου (βιβλίο 1, σελ. 173,) και πολλών άλλων που θα αναφέρουμε παρακάτω, όσο και στη μελέτη «Μητριαρχία» (ενός πολύ μεγάλου πνευματικού άνδρα), του Παναγή Λεκατσά.
Στις αρχέγονες κοινωνίες, η σεξουαλική ελευθερία ήταν απόλυτη. Έστω ότι μια γυναίκα, συνευρίσκετε μ’ έναν άνδρα.
Και οι δυο, καθοδηγούνται από ένα ένστικτο που δεν το γνωρίζουν. Η γυναίκα συλλαμβάνει. Μέχρι τα πρώτα έντονα σημάδια της εγκυμοσύνης, αυτή μπορεί να συνευρεθεί, πολλές φορές ακόμα, με τον ίδιο άνδρα ή και με άλλους. Η κοιλιά μεγαλώνει σταδιακά και δεν φαίνεται από την πρώτη στιγμή.
Τόσο κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης, όσο και μετά τον τοκετό, είναι αδύνατον να συνειδητοποιήσει, ότι σ’ αυτόν τον κύκλο δημιουργίας συμμετέχει και ο άνδρας. Πολύ δε περισσότερο, ο αμέτοχος στην εξέλιξη του εμβρύου άνδρας. Την κατάσταση αυτή, την βλέπει τελείως φυσιολογική και από φυσική παρόρμηση, αλλά και από διάφορες εμπειρικές καταστάσεις (από μεγαλύτερες στην ηλικία γυναίκες, την παρατήρηση στα ζώα κλπ).
Άρα η γυναίκα, είναι η μοναδική συγγενής του παιδιού που γεννιέται. Η ζωτική αυτή δύναμη που έχει μέσα της, να γεννάει αυτοδύναμα, της έδωσε ένα μεγαλείο και μια δύναμη στο κοινωνικό αλλά και στο θρησκευτικό πεδίο. Η κοσμογονική δύναμη της αναπαραγωγής, την φέρνει πιο κοντά στις ζωοποιές δυνάμεις και σε μια κοινωνική υπεροχή. Και όπως δείχνουν όλα τα ευρήματα, (ειδώλια και αγαλματίδια), οι πρώτες θεότητες είναι γυναικείες.
Ο ρόλος της γυναίκας, στην περίοδο αυτή, είναι καταλυτικός. Είναι η λεγόμενη εποχή της Μητριαρχίας. Μια περίοδος της γυναικείας υπεροχής, όπου η γυναίκα-μητέρα βρίσκεται επικεφαλής σε μικρές κοινωνίες, που τις διέκρινε η αρμονική συμβίωση ανδρών και γυναικών.
Η πιο σημαντική Ελληνική μελέτη, για την περίοδο αυτή, είναι του Παναγή Λεκατσά και του Ανδρέα Λεντάκη. Ο τελευταίος αντί του όρου Μητριαρχία, χρησιμοποιεί τον όρο μητρικό Γένος. Οι πρώτοι που ασχολήθηκαν εμπεριστατωμένα με την περίοδο της γυναικείας υπεροχής, ήταν ο Μάρξ και ο Έγκελς. Λίγο αργότερα και εντελώς ανεξάρτητα, διετύπωσαν τις ίδιες σχεδόν απόψεις ο Μακ Λένναν και ο μεγάλος Αμερικανός Εθνογράφος, Αρχαιολόγος και Ιστορικός, Λουΐς Μόργκαν.
Τα ελάχιστα ευρήματα της εποχής εκείνης, μας δίνουν μηδαμινά στοιχεία για κάποιο θετικό συμπέρασμα. Ουσιαστικά δε γνωρίζουμε σχεδόν τίποτα. Και μόνο σκέψεις και απόψεις, μπορούν να χαρακτηρίσουν την υποτιθέμενη εκείνη περίοδο. Ή, όπως ο Μόργκαν αναφέρει: Στη συγκεκριμένη έρευνα και παρατήρηση, δεν υπάρχει καμιά οριστικοποίηση συμπερασμάτων.
Και εφ’ όσον δεν μπορούμε να αποφανθούμε (έστω και ενδεικτικά) για το σύνολο, πως θα υπεισέλθουμε στις λεπτομέρειες; Και μάλιστα σε μια χαρακτηριστική που μας ενδιαφέρει άμεσα. Η διάρκεια της περιόδου της γυναικείας υπεροχής, ή για πολλούς Μητριαρχίας, είναι απροσδιόριστη. Πάντως κράτησε πολύ. Βαθμιαία όμως, άρχισε να υποχωρεί μέχρι να εξαφανιστεί, παραχωρώντας τη θέση της στην Πατριαρχία.
Οι λόγοι αυτής της αλλαγής, μπορούν να εξαχθούν μόνον από υποθέσεις. Για μας, ένα από τα βασικότερα αίτια, είναι η συνειδητοποίηση από τον άνδρα, ότι χωρίς αυτόν είναι αδύνατος η σύλληψη και οπωσδήποτε η τεκνοποίηση. Τα αίτια αυτής της ανακάλυψης είναι πολλά, εξάγονται δε μόνο με εικασίες. Ακόμη και η παρατήρηση στα οικόσιτα ζώα, ότι η έλλειψη αρσενικού δεν επιφέρει αναπαραγωγή, αποτελεί μία σοβαρή ένδειξη. Η επίγνωση από τον άνδρα της συμμετοχής του στην αναπαραγωγή, απομυθοποιεί την αυτοδυναμία της γυναίκας -ως προς τη σύλληψη- με συνέπεια την αμφισβήτηση της γυναικείας υπεροχής.
Η Πατριαρχική εξουσία, καταργεί παντελώς τις ισότιμες σχέσεις των δύο φύλων που αποτελούσαν το χαρακτηριστικό γνώρισμα της Μητριαρχίας. Και ο άνδρας, εκμεταλλευόμενος την σωματική του υπεροχή, κυριολεκτικά εξουσιάζει και επιβάλλει αυθαίρετα την κυριαρχία του στη γυναίκα, σε όλα ανεξαιρέτως τα επίπεδα της κοινωνικής, οικονομικής, πολιτικής, πολιτιστικής και θρησκευτικής ζωής.
Φυσικά την Μητριαρχία, δεν μπορούμε να την χαρακτηρίσουμε -απόλυτα- σαν ένα πολίτευμα του κυνηγητικού Σταδίου, που είναι η αρχαιότερη οργάνωση της Φυλετικής Κοινωνίας. Σίγουρα όμως, είναι η πρώτη κοινωνική και διοικητική οργάνωση. Και αυτή βασίζεται -αποκλειστικά- στο μητρικό Γένος…
Τα πολιτεύματα, θα τα χωρίσουμε σε δύο κατηγορίες. Στα Μοναρχικά και στα Πολυαρχικά. Στα Μοναρχικά, θα συμπεριλάβουμε και το Αριστοκρατικό όπως και το Ολιγαρχικό. Στα Πολυαρχικά τη Δημοκρατία και τον Αναρχισμό. Αυτά τα δύο, (όσο κι αν φαίνεται παράξενο), είναι πολύ κοντά. Ευθύς αμέσως, θ’ αρχίσουμε με τα Μοναρχικά αναφερόμενοι μόνο σ’ αυτά, που η ύπαρξή τους αποδεικνύεται ιστορικά.
Πολιτεύματα
Βασιλεία: Είναι το πολίτευμα, που ο αρχηγός της πολιτείας, είναι ισόβιος με κληρονομικό δικαίωμα. Ας αρχίσουμε από τη γυναικεία Βασιλεία που συναντούμε σε πολλούς καθυστερημένους, αλλά και προχωρημένους λαούς στην Αφρική και ιδίως στην Ασία. Είναι ένα λείψανο της Μητριαρχίας και συγχρόνως, ένα σημαντικό στοιχείο.
Σ’ ένα κράτος του Ασσάμ (στην Ινδία), μια γυναίκα είναι η κεφαλή της πολιτείας που συνδυάζει στο πρόσωπό της τις ιερατικές και βασιλικές λειτουργίες. Τα κινέζικα χρονικά, (προ και μετά Χριστό), παραδίδουν περιγραφές του παλιού «Βασιλείου των Γυναικών», που διήρκεσε πάνω από χίλια χρόνια, τόσο στο βόρειο Θιβέτ, όσο και σε πολλές περιοχές της νότιας Κίνας.
Στη νότια Κίνα στο Σου-Μου, μια φυλή των Μαντσού που αριθμούσε κάπου τριάμισι εκατομμύρια λαό, είχε κυβερνήτη μια γυναίκα-βασίλισσα, το ίδιο και η φυλή Νούε-Κούν. Η βασίλισσα, είχε κοντά της μερικές εκατοντάδες γυναίκες και κάθε πέντε μέρες είχε μ’ αυτές κυβερνητικό συμβούλιο. Τις αποφάσεις τις λάβαιναν οι άνδρες, από τα βάθη του παλατιού, κι αλλοίμονό τους αν δεν τις εκτελούσαν. Φυσικά το αξίωμα είναι κληρονομικό και η μεταβίβασή του περιορίζεται μόνο στους θηλυκούς απογόνους. Η μυθολογία μας παρέδωσε, την Σεμίραμις, την Διδώ, τη Λυδία Ομφάλη και άλλες.
Ο Ηρόδοτος, αναφέρει την Τόμυρι, βασίλισσα των Μασσαγετών που νικά τον μεγάλο Κύρο και τον τιμωρεί με τη σκληρότητα που ξέρουν να τιμωρούν οι γυναίκες.
Η ιστορία μας γνωρίζει δύο τύπους βασιλείας ξεχωριστούς, μα και συχνά συνδυασμένους. Την Αρχηγική, ή πολεμική και τη Θεοκρατική. Η αρχηγική βγαίνει από την στρατιωτική Αρχηγία και σε περίπτωση που επικρατήσει και συγκροτήσει μεγάλες ή ισχυρές επικράτειες, για να διατηρηθεί και να κυριαρχεί απόλυτα, μετατρέπεται σε Θεοκρατική.
Όταν η βασιλεία παραμερίζεται, μα το βασιλικό γένος διατηρεί την υπεροχή του ανάμεσα στ’ άλλα γένη των ευγενών και κρατάει αυτήν τις κρατικές εξουσίες, μετατρέπεται σε δυναστική ολιγαρχία. Στην προκειμένη περίπτωση, το ισόβιο και το κληρονομητό, (χαρακτηριστικά της βασιλείας), μπορεί να ανατραπούν.
Στη σύγχρονη ιστορία, η βασιλεία σχετίζεται με τη μοναρχία στην ισοβιότητα και την κληρονομικότητα. Διαφέρει απ’ αυτήν μόνο ως προς την πηγή εξουσίας. Ενώ στην μοναρχία απόλυτος εξουσιαστής είναι ο μονάρχης, στη βασιλεία παραχωρούνται πολλά δικαιώματα στο λαό.
Ολιγαρχία: Σημαίνει την κυριαρχία των ολίγων. Μπορεί να εφαρμοστεί ευρύτατα τόσο σε κυβερνήσεις, όσο και σε εξωτερικές κυβερνητικές ομάδες, όπως είναι τα κόμματα, διάφορες εμπλεκόμενες κερδοφόρες εταιρείες, η εκκλησία κ.λπ. Σχετίζεται άμεσα, με τη μεγάλη συσσώρευση του πλούτου από μια μικρή ομάδα ανθρώπων, που για να διατηρεί διαρκώς την οικονομική δύναμή του έχει άμεση ανάγκη της κυβερνητικής υποστήριξης. Η πλουτοκρατία είναι δημιούργημα της ολιγαρχίας.
Αριστοκρατία: Ετυμολογικά σημαίνει το κράτος των αρίστων. Είναι ένα σύστημα που από πρώτη άποψη, δίνει την εντύπωση πως είναι η ποιό σωστή μορφή διακυβέρνησης. Μια δεύτερη όμως σκέψη, μας φέρνει μπροστά σε τρία προβλήματα: ποιοι είναι οι άριστοι, πως ξεχωρίζουν και που θα τους βρούμε;
Μερικοί άνθρωποι, ξεχωρίζουν από το σύνολο λόγω ιδιαιτεροτήτων. Λαμβάνοντας ύπ’ όψη τις θετικές, θα συναντήσουμε έναν ταλαντούχο επιστήμονα, ένα ζωγράφο, ένα μουσικό, έναν τραγουδιστή, έναν ποδοσφαιριστή και άλλους πολλούς, χαρισματικούς στον τομέα τους. Η ιδιάζουσα ικανότητα (κοινώς ταλέντο), όλων αυτών, χρησιμοποιείται απ’ αυτούς για προσωπική προβολή, αλλά πολύ περισσότερο για οικονομική απολαβή. Στην πολιτική τα πράγματα είναι πολύ μπερδεμένα και πολλές φορές ανεξιχνίαστα. Η στενότητα του χρόνου δεν επιτρέπει παρεμβολές και εξηγήσεις. Τ’ αφήνουμε στην κρίση σας. Θα βοηθήσει και ο Αριστοφάνης. Είναι λίγο παλιά η άποψή του, αλλά δεν πειράζει!..
«Πονάω που βλέπω όλα να σαπίζουν σ’ αυτόν τον τόπο. Στην εξουσία πάντοτε οι φαύλοι. Κι’ αν φανεί μια μέρα κάποιος έντιμος, σε δέκα μέρες σκαρτεύει. Φέρνεις άλλον, βγαίνει χειρότερος».
Αριστοφάνης (Εκκλησιάζουσες, στ.174-179)
Τυραννία: Είναι ένα είδος πολιτεύματος των ελληνικών πολιτειών, κατά το οποίο την ανώτατη εξουσία είχε ένας άνδρας με απόλυτα κυριαρχικά δικαιώματα. Οι περισσότεροι από τους τύραννους διοίκησαν συνετά, με αποτέλεσμα να έχουν ευεργετικά αποτελέσματα τόσο στην οικονομική, όσο και στην εκπολιτιστική ανάπτυξη της πόλης τους. Η λέξη τύραννος, ταυτίστηκε με τον αυθαίρετο και μισητό ηγεμόνα, με την καταδυνάστευση της πόλης των Αθηνών από τους τριάκοντα τυράννους.
Μοναρχία: Είναι το πολίτευμα, που ο ανώτατος άρχοντας του κράτους (κληρονομικός ή αιρετός), αποτελεί τον αποκλειστικό φορέα της πολιτικής εξουσίας, η οποία ασκείται από αυτόν απεριόριστα και ισόβια.
Στις νεώτερες εποχές, υποδειγματική μορφή μοναρχίας εμφανίζεται στην Ελλάδα από το 1833 έως το 1844.
Αυτοκρατορία: Ο όρος αυτοκρατορία, εφαρμόστηκε για κράτη που χαρακτηρίζονταν από το μεγάλο μέγεθος σε έκταση, πληθυσμό και ισχύ. Αυτές συμπεριλάβαιναν διάφορα έθνη, λαούς, ή κράτη διαφορετικών φυλών και πολιτισμών. Σ’ αυτές ένα και μοναδικό πρόσωπο είναι η υπέρτατη αρχή, από την οποία εκπορεύονται όλες οι κατά τόπους αρχές.
Δικτατορία: Στην αρχαία Ρώμη, η δικτατορία ήταν ο θεσμός που ένας μόνο άνδρας, διοριζόμενος από τον ένα ή και τους δύο υπάτους, αποκτούσε απόλυτη εξουσία, για μια περίοδο έξη μηνών, σε εποχή έκτακτης ανάγκης. Ήταν συνεπώς μια νόμιμη μορφή εξουσίας. Μόνο κατά τα τέλη της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας, αποκτούσαν τον τίτλο του δικτάτορα στρατηγοί που καταλάμβαναν με παράνομα μέσα την αρχή.
Στην κοινότερη χρήση του όρου, η δικτατορία είναι μια μορφή εξουσίας που έχει τα ακόλουθα γνωρίσματα:
1ο την έλλειψη νόμων,(ή τη μη εφαρμογή αυτών), βάσει των οποίων ο ασκών (ή οι ασκούντες) την εξουσία, μπορούν να κληθούν να λογοδοτήσουν για τις πράξεις τους. Αυτό κάτι θυμίζει!!!
2ο την παντελή έλλειψη περιορισμών στην έκταση της άσκησης της εξουσίας.
3ο την απόκτηση της υπέρτατης εξουσίας, κατά παράβαση της υφιστάμενης νομοθεσίας.
4ο ανυπαρξία ρυθμίσεων για ομαλή διαδοχή.
5ο τη χρήση της εξουσία προς όφελος μόνο μιας περιορισμένης ομάδας ατόμων.
6ο την υπακοή των υπηκόων, οφειλόμενη μόνο στο φόβο.
7ο τη συγκέντρωση της δύναμης της εξουσίας στα χέρια ενός ή μερικών ατόμων.
8ο τη χρήση τρομοκρατίας.
Μια δικτατορία μπορεί να είναι προσωπική ή συλλογική. Στις προσωπικές πλησιάζουν ο Φασισμός και ο Εθνικοσοσιαλισμός. Ας μη ξεχνάμε όμως, ότι ο Χίτλερ έφθασε στην κορυφή του κράτους με συνταγματικό τρόπο. Το όρο δικτατορία, τον χρησιμοποίησε -κυρίως θεωρητικά- σαν «δικτατορία του προλεταριάτου» και ο επιστημονικός σοσιαλισμός ή κομμουνισμός.
Κομμουνισμός: Τα περί φιλοσοφικής θεώρησης του Κομμουνισμού, λίγο-πολύ, μας είναι γνωστά. Εμείς όμως, θα σταθούμε στην πρακτική εφαρμογή του μ’ ένα απλό, αλλά τρανταχτό πειστήριο.
Κατά την διάρκεια των κρίσεων και αποτυχιών, (που διαδέχονταν η μία την άλλη), έως την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917, στη Ρωσία δεν υπήρχε μόνο ο μπολσεβικισμός, σα θεωρία της Κοινωνικής Επανάστασης που πραγματοποιούνταν. Σιγά-σιγά, διαμορφώνεται μια δεύτερη θεμελιακή ιδέα, που αποβλέπει σε μια ειλικρινή και ακέραια Κοινωνική Επανάσταση. Κι αυτή ήταν η αναρχική ιδέα. Η επίδραση των φιλοσοφικών θέσεων του Μπακούνιν, (πολύ ασθενική στην αρχή), αυξήθηκε στο μέτρο που έπαιρναν έκταση τα ίδια τα γεγονότα.
Στα τέλη του 1918, η επίδραση αυτή στάθηκε τέτοια, ώστε οι μπολσεβίκοι ν’ ανησυχήσουν σοβαρά. Απ’ τις αρχές του 1918 και μέχρι τα τέλη του 1921, χρειάστηκε να δώσουν έναν πάρα πολύ σκληρό αγώνα, ενάντια στην εξάπλωση αυτής της ιδέας. Έναν αγώνα, το ίδιο μακροχρόνιο και βίαιο -τουλάχιστον- όσο και αυτός που δόθηκε κατά της τσαρικής εξουσίας.
Ουσιαστικά ο μπολσεβικισμός -σαν εξουσία- πολέμησε την ιδέα και το κίνημα του Αναρχισμού. Όχι σε επίπεδο ιδεολογικών ή συγκεκριμένων εμπειριών. Αλλά με μεθόδους ξεκάθαρης ωμής βίας.
Έτσι η άνιση πάλη, ανάμεσα στις δύο τάσεις -τη μια στην εξουσία και την άλλη ενάντια στην εξουσία- οξύνθηκε και διαπλατύνθηκε, με κατάληξη -σ’ ορισμένες περιοχές- τον αληθινό εμφύλιο πόλεμο. Στην Ουκρανία λόγου χάρη, αυτή η κατάσταση πολέμου κράτησε πάνω από δύο χρόνια. Και υποχρέωσε τους μπολσεβίκους, να κινητοποιήσουν όλες τους τις δυνάμεις για να καταπνίξουν την αναρχική ιδέα. Ωστόσο, (για λόγους εύκολα κατανοητούς), όλοι οι συγγραφείς και ιστορικοί -ανεξαρτήτου ιδεολογικής τοποθετήσεως- αποσιωπούν αυτά τα γεγονότα.
Η αναρχική ιδέα έλεγε, να μετασχηματιστούν οι οικονομικές και κοινωνικές βάσεις, χωρίς να καταφύγουν σε συγκεντρωτικό πολιτικό Κράτος, Κυβέρνηση, ή Δικτατορία. Μετά την επικράτηση της Επανάστασης, όλα τα προβλήματα να λυθούν όχι με πολιτικά, ή κρατικά μέσα. Αλλά με μια φυσική κι ελεύθερη οικονομική και κοινωνική δραστηριότητα.
Η πραγματοποίηση των παραπάνω, απαιτούσε και ορισμένες αναγκαίες προϋποθέσεις. Η πιο βασική απ’ αυτές, ήταν η γενική πνευματική κατάσταση των λαϊκών μαζών, αλλά και των καλλιεργημένων στρωμάτων. Φυσικά η κατάσταση -στον τομέα αυτόν- ήταν δραματική. Ακόμη και η προοδευτική νεολαία, διάβαζε μια κατευθυνόμενη φιλολογία, που -απαρέγκλιτα- παρουσίαζε το κράτος σαν αναμφισβήτητη βάση κάθε σύγχρονης κοινωνίας.
Οι μόνοι που ξεχώριζαν -για το ηθικό και πολιτιστικό επίπεδο τους- ήταν οι ενταγμένοι στο ναυτικό. Πιο κοντά στη φιλοσοφία του Μπακούνιν, οι ναύτες αποτελούσαν μια ξέχωρη μειοψηφία με οράματα μιας πλήρους ελευθερίας, με συνεχή εξασθένηση του κράτους. Ο στόλος έπαιξε τεράστιο ρόλο (στο ρωσικό επαναστατικό κίνημα), από το 1905 έως και το 1917. Τον ίδιο χρόνο, μόλις ξέσπασε η επανάσταση στην Πετρούπολη, οι ναύτες κυρίευσαν το φρούριο της πόλης Κρονστάνδης.
Η Κρονστάνδη, βρίσκεται στο νησί Κατλίν, σε απόσταση 27 χιλιόμετρα από την Πετρούπολη. Τότε ήταν η πιο σημαντική Ρωσική ναυτική βάση, στην Βαλτική. Οι ναύτες της Κρονστάνδης, συνέβαλαν αποφασιστικά στην επικράτηση της Οκτωβριανής Επανάστασης. Και αργότερα, πήραν το πιο ενεργό μέρος στη δραστηριοποίηση του νέου καθεστώτος. Επίσης τα στρατιωτικά τους αποσπάσματα, πολέμησαν σ’ όλα τα μέτωπα του εμφυλίου πολέμου.
Μετά τη νικηφόρα έκβαση αυτού του πολέμου, ο εργαζόμενος λαός της χώρας -σε μια κατάσταση διαρκούς πείνας- βρίσκονταν στο έλεος του δικτατορικού καθεστώτος, ενός ολοκληρωτικού κράτους που κατευθύνονταν από ένα μόνο κόμμα. Η γραφειοκρατία έπαιρνε τρομακτικές μορφές και διαστάσεις. Ελεύθερη κριτική δεν υπήρχε και ο πρώτος τυχών κομμουνιστής, μπορούσε εύκολα να χαρακτηρίσει αντεπαναστάτη έναν εργαζόμενο, που ζητούσε τα δικαιώματά του και υπεράσπιζε το δίκιο του.
Στις 28 Φεβρουαρίου του 1921, οι ναύτες της Κρονστάνδης διαχώρισαν τη θέση τους, από το κομμουνιστικό κόμμα και ψήφισαν την ακόλουθη απόφαση, που αναφέρω αποσπασματικά.
ΑΠΑΙΤΟΥΜΕ: Να προκηρυχθούν αμέσως εκλογές στα Σοβιέτ, με μυστική ψηφοφορία και ελεύθερη προεκλογική προπαγάνδα. Και να λειτουργήσει αποτελεσματικά η άμεση Δημοκρατία.
ΑΠΑΙΤΟΥΜΕ: Την ελευθερία του λόγου και του τύπου, για όλους. Την απελευθέρωση όλων των πολιτικών κρατουμένων -που ανήκουν σε σοσιαλιστικά κόμματα- και όλων των χωρικών και εργατών.
ΑΠΑΙΤΟΥΜΕ: Να δίνεται στον τύπο, η πιο πλατειά δημοσιότητα σ’ όλες τις αποφάσεις.
ΑΠΑΙΤΟΥΜΕ: Τη διάλυση των κομμουνιστικών φρουρών στα εργοστάσια.
ΑΠΑΙΤΟΥΜΕ: Να δοθεί στους αγρότες, πλήρης ελευθερία να διαχειρίζονται τη γη τους. Αλλά και το δικαίωμα να έχουν όσα ζώα θέλουν.
Τα οποία όμως, πρέπει να φροντίζουν και να εκμεταλλεύονται οι ίδιοι. Να επιτραπεί ελεύθερα η βιοτεχνική παραγωγή, που δε χρησιμοποιεί μισθωτούς εργάτες.
Η απάντηση είναι αρνητική. Στις 2 Μαρτίου, αρχίζει η εξέγερση -εναντίον του κομμουνιστικού καθεστώτος- με απόγειο την 7η Μαρτίου. Οι μάχες κρατούν μέχρι την 18η Μαρτίου. Ο κόκκινος στρατός, με επικεφαλής τον Τρότσκι και Τουχατσέφσκυ, ισοπεδώνει την Κρονστάνδη, σκοτώνοντας χιλιάδες αγωνιστές. Σχεδόν αμέσως, οι 8.000 κάτοικοι του νησιού το εγκαταλείπουν και πηγαίνουν στην Φιλανδία.
Η εξέγερση των ναυτών του 1921, βρίσκεται πάνω στα σύνορα των δύο εποχών. Αυτής που φεύγει και τελειώνει η αυθόρμητη λαϊκή φάση -η φάση της ελπίδας της επανάστασης- για μια ελεύθερη και δίκαια κοινωνία. Κι’ αυτής που έρχεται και αρχίζει να διαγράφεται, ότι έγινε κατόπι και ότι επιβλήθηκε. Ουσιαστικά στην Κρονστάνδη, έχουμε το θάνατο της ιδεολογίας του Κομμουνισμού στη νηπιακή του ηλικία.
Συμπερασματικά καταλήγουμε, ότι τα «άκρατα κοινωνικά» συστήματα (που επικαλούνται την ελευθερία ενώ στην ουσία εφαρμόζουν έναν απόλυτο κρατικό συγκεντρωτισμό), δεν είναι δυνατόν να επιβιώσουν. Ας πλησιάσουμε και λίγο τον Αναρχισμό.
Αναρχισμός: Η Ελληνική φιλοσοφία, πάντα στηρίζονταν στην ιδέα της Δικαιοσύνης και της Ισονομίας. Γι’ αυτό και ενδιαφέρονταν, για την ενοποίηση των γενικών αρχών της Φυσικής αρμονίας με τον ανθρώπινο νόμο. Η Δημοκρατία, πηγάζουσα απ’ ευθείας από την περί φύσεως αντίληψη των Ελλήνων, αποτελεί τη μοναδική ίσως σύμπλευση, φυσικού και ανθρώπινου νόμου.
Η υπερίσχυση του ανθρώπινου νόμου και τα επακόλουθά του, δηλαδή η συγκεντρωτική εξουσία, η υποταγή στους νόμους των λίγων και η κοινωνική ανισότητα, δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την εμφάνιση της αναρχικής ιδεολογίας. Στην ιστορία των κοινωνικοπολιτικών ιδεών, τίποτε δεν έχει προκαλέσει τόσο μεγάλη σύγχυση στους ειδικούς, αλλά και στο κοινό, όσο η Αναρχική διδασκαλία.
Ο αναρχισμός καλύπτει τόσες πολλές ξεχωριστές αντιλήψεις και τάσεις, ώστε είναι πολύ δύσκολο να τις αναγάγουμε όλες, σ’ έναν κοινό παρονομαστή. Δεν είναι μια καθορισμένη επιστημονική θεωρία. Αλλά μια μαζική ιδεολογία, χρωματισμένη με πολλά κοινωνικοπολιτικά, αλλά ακόμη και θρησκευτικά στοιχεία (π.χ. αναρχικοί χριστιανοί-τολστοϊκοί, απόλυτα φιλειρηνιστές),
Γενικά ο αναρχισμός, είναι μια προσπάθεια, να θεμελιωθεί η δικαιοσύνη και η αμοιβαιότητα, σ’ όλες τις ανθρώπινες σχέσεις. Κι’ αυτό θα γίνει με την πλήρη εξαφάνιση του κράτους, ή το δυνατόν μεγαλύτερη ελάττωση της δραστηριότητάς του. Με τελικό αποτέλεσμα, την αντικατάστασή του από μια ολωσδιόλου ελεύθερη και αυθόρμητη συνεργασία των ατόμων.
Η αναρχική θεωρία, στηρίζεται κατά βάση στη διδασκαλία των Ελλήνων Κυνικών, που πρώτοι διατύπωσαν παραπλήσιες ιδεολογικές αρχές. Θεμελιωτής της κυνικής θεωρίας, υπήρξε ο Αντισθένης. Ο καλύτερος μαθητής του Σωκράτη και δάσκαλος του Διογένη. Μετά το θάνατο του Σωκράτη, ο Αντισθένης ίδρυσε δική του σχολή, στην περιοχή του Κυνοσάργους. Στη σχολή αυτή, θεμελίωσε τις βασικές αρχές της θεωρίας του αναρχισμού. Οι μαθητές του ονομάστηκαν Κυνικοί. Ή από την ονομασία της συνοικίας, ή από το λιτό και σκληρό τρόπο διαβίωσης, που έμοιαζε με αυτόν των σκύλων. Οι δε απόψεις τους κυνικές.
Η φιλοσοφική αυτή κίνηση, άρχισε από τον Αντισθένη. Και συνεχίστηκε (περνώντας από διάφορες φάσεις δημοτικότητας και σταθερότητας θέσεων), μέχρι το τέλος του Ελληνορωμαϊκού Κόσμου, τον 6ο μ. Χ. αιώνα. Οι απόψεις των Κυνικών, είχαν μεγάλη απήχηση σ’ όλα τα φτωχά λαϊκά στρώματα.
Η Κυνική φιλοσοφία, ήταν αρκετά ευαίσθητη και εύκολα μπορούσε να παρερμηνευθεί και να καταντήσει αποκρουστική, όταν ξέφευγε από τις υψηλές αρχές της. Το ίδιο συμβαίνει και σήμερα με την Αναρχική θεωρία.
Για τους Κυνικούς, σκοπός της ζωής είναι η Ευδαιμονία, που κατορθώνεται μόνο με το κατά φύσει ζην. Αυτό αποτελεί και την Αρετή. Η δε ευδαιμονία, εξαρτάται από την αυτάρκεια. Πρόκειται για ένα σκεπτικό, που εναντιώνεται σε κάθε συμβατικότητα. Για τον Κυνικό, η μέθοδός του για να φτάσει στην αυτάρκεια, δεν είναι απλώς η αναζήτηση της ανεξαρτησίας από κάθε επιρροή. Αλλά η έμπρακτη απαλλαγή του εαυτού του, από κάθε εσωτερική, ή εξωτερική δέσμευση που θα εμπόδιζε με οποιοδήποτε τρόπο, την έκφραση της ατομικής του Ελευθερίας.
Το χρήμα είναι η μητρόπολη κάθε κακού και το μαστίγιο κάθε επιθυμίας. Ο πραγματικός Κυνικός, αντιστρατεύεται σε κάθε συμβατική αξία, σχετική με την καταγωγή, την τάξη, την κοινωνική θέση, τ’ αξιώματα και τη φήμη.
Σε τελική ανάλυση, μέσα από την Ελευθερία, έχουμε την άρνηση κάθε εξωτερικής αξίας, σχέσης συγκίνησης και επιθυμίας, αφού η αμέριστος ευτυχία, προέρχεται από την ακεραιότητα και την κυριαρχία, της βούλησης και του νου. Η κυνική φιλοσοφία απελευθέρωνε το άτομο, από το φόβο, το δισταγμό, την υποχώρηση και την υποταγή. Διδάσκοντάς του, να θεωρεί άξιο, το μόνο που δεν ήταν δυνατόν, ποτέ να του αφαιρεθεί. Η προσήλωση στις απόψεις αυτές, απαιτούσε άτομα με ιδιαιτερότητες έναντι των άλλων, των πολλών.
Η καθαρά φιλειρηνική, διδασκαλία των Κυνικών, συνδύαζε την θεωρία με την πράξη και διερμήνευε την βαθιά κοινωνική αντίδραση, των λαϊκών στρωμάτων της εποχής, κατά του πλούτου και της ακόρεστης πλουτομανίας των ανωτέρων τάξεων. Στον πνευματικό τομέα, στηρίζονταν στη σοφία, στην ελευθερία και στην ηθική. Από την ηθική, απομάκρυνε κάθε μεταφυσική σχολαστικότητα και χρησιμοποιούσε μόνο τη λογική.
Στις πηγές της αναρχικής σκέψης, (εκτός από το ιδεομόρφωμα των Κυνικών), υπάρχουν και άλλες διδασκαλίες. Που αν και δεν είναι αυστηρά αναρχικές, (με τη νεώτερη έννοια), έστρωσαν το δρόμο για ποιο σύντομες και ενσυνείδητες διατυπώσεις.
Ο ιδρυτής της Στωικής Σχολής, Ζήνων ο Κιτιέυς, (335-263 π. Χ.) θεωρείται γενικά ο πρώτος συστηματικός εξηγητής του Αναρχισμού. Συνειδητά αντίθετος προς την κρατική παντοδυναμία του Πλάτωνα, υποστήριζε μια κοινωνία χωρίς κράτος. Όπου η τέλεια ισότητα και ελευθερία, θα αποκαθιστούσαν τις αρχικές καλές τάσεις της ανθρώπινης φύσης και θα εγκαθιστούσαν την παγκόσμια αρμονία. Κατά τα μέσα του 2ου μ. Χ. αιώνα, ο Καρποκράτης, παρουσίασε στην Αλεξάνδρεια μια υποδειγματική μορφή Αναρχισμού. Πίστευε πως όχι μόνο το κράτος, αλλά και η ατομική ιδιοκτησία έπρεπε να εξαφανιστούν.
Κατά την πυρετώδη και γεμάτη έξαρση περίοδο του 19ου αιώνα, η επιρροή των κοινωνικοπολιτικών αυτών απόψεων, συνετέλεσε στην οριστική διαμόρφωση της φιλοσοφίας και της πρακτικής του Αναρχισμού. Ο Προυντόν, πρόσφερε την αρχική επεξεργασία των ιδεών αυτών, που διαμόρφωσαν το Αναρχικό κίνημα. Εκείνος όμως, που έδωσε ένα λαμπρό παράδειγμα αναρχικής στράτευσης -στη θεωρία και δράση- ήταν ο Μπακούνιν.
Ο Αναρχισμός επιδιώκει, την άμεση εξαφάνιση του κράτους και το κατά φύση ζην. Μια κοινωνία όμως, μπορεί να επιβιώσει χωρίς νόμους;
Ή ακολουθώντας μόνο τους φυσικούς; Οι νόμοι τις Φύσης, (κυρίως στο ζωικό κόσμο), είναι σκληροί και αμείλικτοι. Αυτό επιβεβαιώνεται και από τη χρήση της λέξης ¨ζούγκλα¨. Όμως η Φύση όρισε (με ποικίλους τρόπους), ακόμη και η πιο μικρή αγέλη-ομάδα να έχει τον αρχηγό της…
Για την ανάπτυξη και επικράτηση του αναρχισμού, ο μεγαλύτερος επαναστάτης της νεώτερης εποχής, Μιχαήλ Μπακούνιν, επικαλείται το ανθρώπινο ένστικτο και άλλες εσωτερικές ιδιότητες του ανθρώπου. Στηρίζεται όμως, μόνο σ’ αυτές που συγκροτούν την Αρετή. Ενώ δεν αναφέρεται καθόλου στις άλλες που συνθέτουν την κακία και κατευθύνουν τα ζωώδη ένστικτα, πού λίγο ή πολύ υπάρχουνε μέσα μας.
Η δημιουργία και ανάπτυξη μιας αναρχικής κοινωνίας, απαιτεί ανθρώπους με αγγελικό χαρακτήρα και ήθος. Όμως, δε φτάνει μόνο αυτό. Απαραίτητη προϋπόθεση, είναι ο φιλοσοφικός Διαφωτισμός και η ύπαρξη μιας διαρκώς αναπτυσσόμενης Παιδείας. Η παντελής έλλειψη αυτών, ήταν για τον Μπακούνιν η βασικότερη αιτία της αποτυχίας, όλων των εξεγέρσεων για Ελευθερία και κοινωνική Δικαιοσύνη. Και θα είναι πάντα…
Σε μια πολύμηνη παραμονή του στη Σικελία, ο Πλάτων έπεισε τον τύραννο των Συρακουσών Διονύσιο, (γιό του γνωστού Διονυσίου), να προβεί σε ένα εγχείρημα-πείραμα, ισότητας και κοινοκτημοσύνης. Με την ενέργειά του αυτήν ο Πλάτων, ήθελε να γνωρίσει αν είναι δυνατόν να εφαρμοστούν στην πράξη, η ισότητα και η κοινοκτημοσύνη, προβληματιζόμενος για το πρότυπο της Πολιτείας του. Εθελοντές και των δύο φύλων, (γνώστες του τολμήματος), μετέβησαν και εγκαταστάθηκαν σε μια περιοχή της νήσου Λιπάρου (βόρεια της Σικελίας), φέροντας μαζί τους και τα απαραίτητα για τον καθένα εφόδια.
Μετά από λίγο καιρό διαβίωσης, άρχισαν οι πρώτοι διαξιφισμοί με αναπόφευκτη κατάληξη, τις μεταξύ των συγκρούσεις (συχνά θανατηφόρες). Αποτελέσματα της διεκδίκησης της πιο εύφορης γης, της εκμετάλλευσης του νερού και πολλών άλλων. Ουσιαστικά, κάποιοι ήθελαν να είναι επικεφαλής και να ρυθμίζουν και τον τρόπο ζωής των υπολοίπων. Το ατομικό συμφέρον υπερίσχυσε του συλλογικού. Κι έτσι το δίκιο (βία) του ισχυρού, επικράτησε πλήρως. Το κοινόβιο διαλύθηκε. Οι περισσότεροι γύρισαν πίσω. Οι υπόλοιποι εγκαταστάθηκαν σε διάφορες πόλεις της χερσαίας Ιταλίας…
Κλείνοντας, τη μικρή αυτή κριτική για το αναρχισμό, θα κάνω ένα σχόλιο σχετικά με μια θεμελιακή θέση του Μπακούνιν. Αυτήν που αναφέρεται, στην αντικατάσταση του όποιου πολιτικοκοινωνικού καθεστώτος, με μια «ελεύθερη ομοσπονδία», που αποτελείται από αυτόνομες ενώσεις.
Θεμελιώδες δεδομένο, για την επιβολή και επιβίωση μιας τέτοιας ομοσπονδίας, (όπως ο ίδιος αναφέρει), είναι η Παιδεία. Για να μπορούν όμως τα άτομα να συμμετέχουν, να συνεισφέρουν και να απολαμβάνουν, πρέπει να έχουν την ίδια φωνή στη διαχείριση των κοινών. Να διατηρούν τον έλεγχο της κατάστασης. Και σ’ όλους τους τομείς, η ευθύνη της εφαρμογής να ανατίθεται σε άτομα που γνωρίζουν καλά το αντικείμενο.
Εδώ ουσιαστικά, (με εξαίρεση την κοινοκτημοσύνη), έχουμε μια μορφή Δημοκρατίας της κλασσικής Ελλάδας. Κι ένα συλλογισμό που σχετίζεται άμεσα με την αυτονομία των Ελληνικών πόλεων. Μιας Δημοκρατίας, όπου ο Λαός (ο Δήμος) αποφάσιζε για όλα, με απόλυτη συμμετοχή.
Όσο για την κατάργηση της ιδιοκτησίας, αυτή είναι αδύνατον να συμβεί σε συνθήκες πλήρους ελευθερίας. Είναι σα να προσπαθούμε να περιορίσουμε, (ή να καταργήσουμε), το ένστικτο της αναπαραγωγής. Γιατί και τα δυο, είναι από φύση μέσα στον άνθρωπο. Ας πάμε στη Δημοκρατία.
Δημοκρατία: Είναι το πολίτευμα, όπου ο Λαός (ο Δήμος) αποφασίζει για όλα με απόλυτη συμμετοχή. Ο Αριστοτέλης, μας δείχνει τον τρόπο ύπαρξης και λειτουργίας της Δημοκρατίας, από την αντίθετή της όψη, αναφερόμενος σ’ αυτά που την καθιστούν ανύπαρκτη έως και υποκατεστημένη.
«Η γνώμη των πολλών, πρέπει να υπερισχύει της γνώμης των ολίγων. Στην περίπτωση όμως, που η πλειοψηφία διακατέχεται από δογματική αδιαλλαξία, απολιτική συμπεριφορά, έλλειψη παιδείας, προσωπικό συμφέρον και πίπτει πολλάκις σε λογικά σφάλματα, τότε άλλες απόψεις πρέπει να επικρατήσουν».
Ο Πλάτων την αποκαλεί: «Δημοκρατία το γενναίο ψεύδος». Η άποψη αυτή, του φιλοαριστοκρατικού Πλάτωνα, μας δίνει -με απόλυτη σαφήνεια- τη σημερινή πολιτική πραγματικότητα της χώρας μας, ως προς τη μορφή του πολιτεύματος, διοίκησης και διαχείρισης των κοινών. Το «γενναίο ψεύδος» του Πλάτωνα, είναι μια μεγάλη Αλήθεια, για την εποχή μας.
Σήμερα, για να αντιληφθούμε τη Δημοκρατία στην πολιτική μορφή και οργάνωση της κρατικής εξουσίας -σε σχέση με τους εκτός αυτής πορευμένους «πολίτες»- είναι απαραίτητο να αναθεωρήσουμε ή και να παραμερίσουμε ακόμη, αρκετές από τις απόψεις, που έχουμε σχηματίσει μέχρι τώρα, για την υπάρχουσα πολιτικοκοινωνική δομή της χώρας μας.
Αν με βάση τη σημερινή πραγματικότητα, του πολιτειακού καθεστώτος μας, ενσαρκώναμε τη Δημοκρατία και δίναμε σ’ αυτήν ανθρώπινη μορφή και μέλη, εκτός των πολλών άλλων ατελειών και παραμορφώσεων, θα παρατηρούσαμε και μια τεράστια δυσαναλογία στα κάτω άκρα. Το ένα υπερτροφικό και νεοπλασματικό, γεμάτο από φλεγμονές και εξανθήματα. Το δε άλλο ατροφικό και συρρικνωμένο, σχεδόν μουμιοποιημένο.
Στο υπερβολικά αναπτυγμένο, εστιάζονται, ο απρόσωπος μαζισμός, η ασυδοσία, η διαφθορά (σ’ αυτήν έχουμε παγκόσμια πρωτιά), η δημαγωγία (σήμερα λαϊκισμός), η αναξιοκρατία, η αδιαφορία για κάθε ηθική αξία, η αδιαφοροποίητη συνείδηση του «εγώ νάμαι καλά» και πλείστα όσα παράξενα φαινόμενα της εποχής μας. Το δε ισχνό μέλος, αντικατοπτρίζει την Αλήθεια, Ισονομία, Ισοπολιτεία, Αξιοκρατία, Ευθύνη, τη συλλογική πολιτική δημιουργία και άλλες διαχρονικές αξίες ήθους και ανθρώπινης συνεργασίας.
Για να σταθεί στα πόδια του αυτό το παράξενο πλάσμα, αλλά και να κινηθεί, έστω και με υποτυπώδη βήματα, έχει ανάγκη από στηρίγματα. Τα δεκανίκια αυτά, τα έχει δανεισθεί ή οικειοποιηθεί από τις δύο άλλες μορφές διακυβέρνησης, τη Μοναρχία και ιδίως την Ολιγαρχία. Η αντικειμενική βοήθεια, των δύο προαναφερθέντων τύπων εξουσίας -προς την υποτυπώδη μορφή της Δημοκρατίας- έχει σαν αποτέλεσμα την πλήρη κατάργηση των λειτουργικών σχέσεων μεταξύ του κρατικού σχηματισμού και της κρατικής κοινότητας.
Αυτό διαπιστώνεται εύκολα, από την υφιστάμενη σήμερα απόσταση του κρατικού μηχανισμού (Κυβέρνηση, κομματικοί και οικονομικοί παράγοντες, συνδικαλιστές κ.λπ.) και των εκτός της πολιτικής εξουσίας ευρισκόμενων «πολιτών», ιδίως της μεσαίας και χαμηλής τάξης. Συγχρόνως δε διακρίνουμε εκ μέρους του κράτους-εξουσίας, μία πολιτική άμυνας, που ενίοτε γίνεται και επιθετική, με αποτέλεσμα το χάσμα να μεγαλώνει.
Ο ανήμπορος πλέον «πολίτης», εξαχρειώνεται συνειδησιακά, παραμερίζοντας και μερικές φορές ισοπεδώνοντας κάθε ηθική και πνευματική αξία. Η ανασφάλεια, απόρροια της οικονομικής ανάγκης και η προσπάθεια αντιμετώπισης αυτής -με κάθε μέσον- κουράζουν και καταπτοούν αυτόν και τον ξεκόβουν από τις φυσικό-κοινωνικές υποχρεώσεις του. Συγχρόνως δε, τον κατευθύνουν και τον περιορίζουν, σε χαμηλής στάθμης φθοροποιές πνευματικές ενασχολήσεις. Αλλά και σε ποικιλόμορφα -ευτελή- ξεσπάσματα εκτόνωσης, καθιστώντας τον συμμέτοχο -γιατί όχι και συνένοχο- στην υπάρχουσα κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα.
Ως εκ τούτου, μπορούμε να συναγάγουμε, ότι τον σύγχρονο Έλληνα «πολίτη» τον διακρίνει μια ατομική ανευθυνότητα, σε σχέση με το κοινωνικό σύνολο και διακατέχεται από πλήθος αυταπάτες για την υπαρξιακή του πορεία, που ξεκινούν από μία τελείως λανθασμένη πρόγνωση. Σχεδόν αποψιλωμένος από κάθε ηθική και πνευματική αξία, γίνεται επικίνδυνα ευάλωτος σε κάθε ξενόφερτη «μανία» και οδηγείται ασυναίσθητα, σε μία κατευθυνόμενη και άκρως καταστρεπτική υποκουλτούρα.
Δε χρειάζεται να επεκταθούμε, για κάτι που λίγο-πολύ γνωρίζουμε όλοι, αλλά ποτέ δεν το συνειδητοποιήσαμε. Ότι η Ελληνική κοινωνία και το κράτος-εξουσία νοσούν. Και οι ασθένειες αυτές θα πολλαπλασιάζονται, όσο η κάθε γενιά επαναλαμβάνει τα σφάλματα της προηγουμένης. Προσπαθώντας να τα αποκρύψουμε, ασυναίσθητα ή υποκριτικά, καθιστούμε τη Δημοκρατία ευπρόσβλητη από κάθε λογής πολιτικοκοινωνικές ασθένειες, που επιδρούν επάνω της κατασταλτικά, ώστε η λειτουργία αυτής να εμφανίζεται από υποτονική έως και ανύπαρκτη.
Όμως μία κυβέρνηση, πού αυτοαποκαλείται δημοκρατική και έρχεται σε αντίθεση με την πλειοψηφία του «κυρίαρχου λαού» πώς σκιαγραφείται; Η σημερινή πολιτειακή πραγματικότητα, αλλά και ο τρόπος διακυβέρνησης της χώρας μας εδώ και πολλές κοινοβουλευτικές δεκαετίες, μαρτυρεί ότι τα πάντα γίνονται «ερήμην» του λαού, από μια εκλεγμένη και ανυπόλογη «Ολιγαρχία», που δικαιολογεί τη στάση της, παρουσιαζόμενη πάντα σαν υμνητής και υποστηρικτής της Δημοκρατίας.
Και σε περίπτωση αντίθεσης εξουσίας και λαϊκής πλειοψηφίας, πάντα κερδίζει η πρώτη. Υπερισχύει με την κωλυσιεργία, τη διαρκή προβολή των θέσεών της, τον διάλογο προ τετελεσμένων αποφάσεων και ειδικότερα με τη λήθη. Η σημασία της τελευταίας, σε σχέση με τον Ελληνικό Λαό, είναι σημαντική, έστω και αν εδώ δικαιολογηθεί μόνο με το περίφημο «και τι έγινε, μετά από δέκα χρόνια θα το έχουμε ξεχάσει». Αυτό αποτελεί και μια πικρή αλήθεια, που αντικατοπτρίζεται στην πολιτική μας πραγματικότητα…
Χωρίς τους ενδοιασμούς, που προέρχονται από την τελματώδη πραγματικότητα του «δε γίνεται τίποτα» και ξεπερνώντας την πολιτική μας απραξία, πρέπει από «κυρίαρχοι» υπήκοοι να γίνουμε ισότιμοι και υπεύθυνοι πολίτες. Πως όμως;
Οι βασικές προϋποθέσεις για την ομαλή λειτουργία της Δημοκρατίας είναι οι εξής: η Ισονομία, η Αξιοκρατία, η Ισοπολιτεία, τα ατομικά Δικαιώματα -τόσο της πλειοψηφίας, όσο και της μειοψηφίας- τα συλλογικά Δικαιώματα και ο σεβασμός του φυσικού Περιβάλλοντος. Πόσες απ’ αυτές σήμερα γίνονται αντιληπτές, έστω και σε υποτυπώδη κατάσταση; Φυσικά καμιά.
Για να εμφανιστούν και να συνυπάρξουν, αυτές οι προϋποθέσεις, απαιτείται ένα θεμελιώδες δεδομένο, η Παιδεία. Μια συνεχώς αναπτυσσόμενη Παιδεία που στην πλήρη και θετική μορφή της πρέπει να στηρίζεται, να εξελίσσεται και να ολοκληρώνεται σ’ ένα διαρκή Διαφωτισμό. Και τότε η εμφάνιση της ατομικής ηθικής, θα έχει σαν λογικό επακόλουθο, τη διαμόρφωση της Αρετής του κοινωνικού συνόλου.
Τότε μόνον τα άτομα θα μπορούν να συμμετέχουν, να συνεισφέρουν, να απολαμβάνουν -κατά τις δυνατότητες και τις ανάγκες τους- να διατηρούν τον έλεγχο της κατάστασης και να έχουν την ίδια φωνή στη διαχείριση των κοινών. Και σ’ όλους τους τομείς, η ευθύνη της εφαρμογής να ανατίθεται στους επαΐοντες. Όμως είναι δυνατόν να υλοποιηθούν όλα αυτά και μάλιστα στη χώρα μας;
Τι μπορεί να γίνει; Όσο κι αν σας φανεί παράξενο, στην εποχή μας όλοι μας πολεμάμε. Και μάλιστα σε δύο μέτωπα. Ποια είναι αυτά; Ας μας τα πει ο Πλάτωνας.
Αυτογνωσία: «Δημόσια, είμαστε αντίπαλοι ο ένας με τον άλλο. Ατομικά, ο καθένας με τον εαυτό του. Και η άριστη νίκη, είναι το να νικάς τον εαυτό σου. Γιατί τότε έχεις επίγνωση της λειτουργίας του εγώ σου. Κι αυτό γίνεται με την Αυτογνωσία. Όσο περισσότερη αυτεπίγνωση έχεις, τόσο πιο γρήγορα, αλλά και σταθερά, πλησιάζεις τον αρμόζοντα στον άνθρωπο τρόπο διαβίωσης». Πλάτων Νόμοι/626.
Στο ναό του Απόλλωνα -στους Δελφούς- ήταν γραμμένο το γνωμικό «Γνώθι Σαυτόν». Δηλαδή, να έχεις αυτεπίγνωση. Επίσης εκεί, ήταν χαραγμένο και ένα μεγάλο διπλό «ΕΨΙΛΟΝ». Είναι άγνωστο ποιος τα έγραψε και πότε τοποθετήθηκαν στο ναό. Με το «γνώθι σαυτόν» ασχολήθηκαν πάρα πολλοί φιλόσοφοι. Επιλέξαμε ένα μικρό απόσπασμα από το έργο του Ιουλιανού:
«Και ας αρχίσουμε από το «γνώθι σαυτόν». Γιατί αυτή η εντολή, είναι θεϊκή. Αυτός λοιπόν που γνωρίζει τον εαυτό του, ξέρει και την ψυχή του και το σώμα του. Αλλά δεν του αρκεί να ξέρει μονάχα, ότι ο άνθρωπος είναι μια ψυχή που χρησιμοποιεί ένα σώμα. Παρά να δει, από τι αποτελείται η ψυχή κ’ έπειτα θα εξετάσει και τι δυνατότητες έχει. Αλλά ούτε και αυτό δεν του είναι αρκετό. Θα ερευνήσει, αν υπάρχει μέσα μας κανένα στοιχείο ανώτερο από την ψυχή. Ένα στοιχείο πού παρ’ όλου δεν ξέρουμε τι είναι, έχουμε την πεποίθηση και πιστεύουμε, ότι είναι κάτι το θεϊκό…»
Για τους Κυνικούς, το «γνώθι σαυτόν», είναι μια επιβεβλημένη γνωριμία του ανθρώπου με τον εαυτό του. Να γνωρίζει καλά, τόσο τις αδυναμίες και τα αρνητικά του χαρακτήρα του, όσο τα προτερήματα και τις αρετές του. Τα μεν πρώτα, να τα χαλιναγωγεί και να τα κατευνάζει το δυνατόν περισσότερο, τα δε δεύτερα, να τα εξωτερικεύει προς όφελος του ιδίου και των συνανθρώπων του. Γνωρίζοντας τον εαυτό σου, στηρίζεις την προσωπικότητά σου και σκέπτεσαι διαφορετικά για τους συνανθρώπους σου. Αυτό είναι κάτι, που πρέπει να μας προβληματίσει. Η ατομικότητα, δημιουργεί το σύνολο. Κι αυτό αξιολογείται, πάντα απ’ αυτήν.
Το «έψιλον» των Δελφών, έχει μια γενικότητα σε σχέση με το «γνώθι σαυτόν». Γιατί συγχρόνως με την γνωριμία με τον εαυτό του, ο άνθρωπος πρέπει να κατέχει ολοκληρωμένη και αληθινή γνώση, σε πάρα πολλούς τομείς. Το γράμμα έψιλον, αντιστοιχεί στον αριθμό πέντε. Από τον αριθμό αυτόν, παράγεται το ρήμα «πεμπάζω». Αυτό σημαίνει αναμετρώ, εξετάζω με προσοχή, γνωρίζω καλά. Ουσιαστικά, γνωρίζω κάτι πάρα πολύ καλά. Δηλαδή, το παίζω στα πέντε μου δάχτυλα. Ότι λέμε και σήμερα.
Σχόλια-επίλογος
Για να γίνει η διάγνωση της ασθενείας ενός ανθρώπου, λαμβάνεται ως μέτρο το πρότυπο ενός υγιούς. Μετά τη διάγνωση, ακολουθεί η θεραπευτική αγωγή. Και όταν η διάγνωση είναι σωστή και η θεραπευτική αγωγή κατάλληλη, το άτομο επανέρχεται στο πρότυπο του υγιούς.
Όταν ένα κοινωνικοπολιτικό σύστημα νοσεί, έχοντας λίγες ή πολλές ασθένειες, πρέπει πρώτα, να εντοπιστούν τα αίτια αυτής της κατάστασης και μετά να ακολουθήσει η προσπάθεια για την εξυγίανση και βελτίωση αυτού. Αν όμως θελήσουμε να το καταργήσουμε και να το αντικαταστήσουμε μ’ ένα υγιέστερο, πρέπει να γνωρίζουμε καλά το δεύτερο. Συγχρόνως να διαμορφώσουμε, τόσο τις συνθήκες επικράτησης αυτού, όσο και τις προϋποθέσεις επιβίωσης του.
Γιατί υπάρχει κίνδυνος, οι μολυσματικές ασθένειες του παλιού, -αλλά και άλλες, ίσως πολύ χειρότερες- να προσβάλλουν το καινούργιο.
Ουσιαστικά, καμιά κοινωνική επανάσταση δεν επικράτησε και παγιώθηκε, διατηρώντας τις αρχικές της θέσεις. Οι περισσότερες χάθηκαν πριν καλά εμφανιστούν. Αλλά και οι μεταλλαγμένες στην πορεία δεν είχαν καλύτερη τύχη. Οι μόνες επαναστάσεις που επεκράτησαν απόλυτα, (χωρίς όμως να διατηρήσουν τις αρχικές τους θέσεις), είναι αυτές που στηρίχτηκαν στην υπέρβαση του θανάτου, υποσχόμενες (με διάφορους τρόπους), μια ατελεύτητη παράταση της ζωής. Κι αυτές είναι οι θρησκευτικές.
Το βαθύτερο και βασικότερο αίτιο, της αποτυχίας όλων των επαναστάσεων και εξεγέρσεων -για κοινωνική δικαιοσύνη- από την αρχαιότητα μέχρι και σήμερα, είναι η έλλειψη γνώσης και παιδείας από τη μάζα (πλειοψηφία)…
Η ρύση του Λόγου, -από το πνεύμα και την ψυχή- ξεχωρίζει τον άνθρωπο από τα άλλα όντα. Αυτός, με το Λόγο του Στοχασμού, της Επιστήμης και της Τέχνης, συμμετέχει στη δημιουργική δραστηριότητα του Συμπαντικού Νόμου. Δημιουργώντας τη Γνώση, Παιδεία, Επιστήμη, Έρευνα, Τεχνική, Μουσική και πολλά άλλα.
Ένα από αυτά, είναι και η Δημοκρατία. Φυσικά, όχι με την σημερινή έννοια και πρακτική. Η Δημοκρατία, είναι δημιούργημα της αρχαίας Ελλάδας. Οι Έλληνες, είχαν συνεχή και άμεση επαφή με τη Φύση. Γνώριζαν τους Νόμους της και κατανοούσαν πλήρως τις Αρχές του Σύμπαντος. Τα παραπάνω τους οδήγησαν στη δημιουργία ενός ιδανικού προτύπου νόμων διακυβέρνησης, την Δημοκρατία.
Βασικές προϋποθέσεις της αρμονικής λειτουργίας της, είναι η Ισονομία, η Ισοπολιτεία, η Ισοκρατία και η Αξιοκρατία. Έννοιες που σήμερα στη χώρα μας, βρίσκονται στο περιθώριο της ανυπαρξίας. Σχετικά με την Αξιοκρατία, ο Ηράκλειτος λέει:
«Για μένα ο ένας, αν είναι άριστος, αξίζει όσο δέκα χιλιάδες».
Οι ιδιαιτερότητες και τα χαρίσματα των ανθρώπων, δημιουργούν τους αρίστους σε κάθε τομέα. Ο κάθε άνθρωπος, -αυτός κατ’ ιδίαν- αποτελεί μια διαφορετική μονάδα. Τα προερχόμενα από τη Φύση χαρίσματα, αλλά και τα ελαττώματα, (που ποικίλουν από άνθρωπο σε άνθρωπο), το περιβάλλον που μεγάλωσε και η παιδεία του, τον κάνουν να ξεχωρίζει από τους άλλους. Τα παραπάνω διαμορφώνουν τα προσόντα, την ικανότητα και την επιτηδειότητα. Δηλαδή μια δυναμική, που του επιτρέπει να επιβιώσει, να δημιουργήσει και να ξεχωρίσει.
Τα φυσικά χαρίσματα, όπως η πνευματική ευστροφία, ο δυναμισμός, η υπομονή, το ταλέντο, η εργατικότητα και άλλα, δημιουργούν μια ξεχωριστή προσωπικότητα στο κάθε άτομο. Αλλά και τα επίκτητα προσόντα, όπως η γνώση, η παιδεία και πολλά άλλα, τονίζουν μια απόλυτη ατομική ιδιαιτερότητα.
Η ανομοιότητα αυτή, είναι περισσότερο εμφανής όταν στα ενδόμυχα του ανθρώπου, βρίσκονται σε διέγερση διάφορες -φυσικές, αλλά και επίκτητες- κακές ιδιότητες, που είναι ριζωμένες στον εσωτερικό του κόσμο και είναι αδύνατον να εξαλειφθούν τελείως, ιδίως οι φυσικές. Οι ιδιότητες αυτές, όπως η απληστία, η κακία, η βία, η εγκληματικότητα, η πονηριά, η αγνωμοσύνη, η απάτη, το άνευ ηθικών φραγμών προσωπικό συμφέρον (και άλλες εκτραχύνσεις), διαταράσσουν την ισορροπία της ανθρώπινης ενεργητικότητας.
Προσωπικά πιστεύω, ότι Παιδεία είναι μια υπόθεση ρύθμισης και επιβολής στον ίδιο τον εαυτό μας. Στην πλήρη και θετική μορφή της, κατευνάζει ή απομονώνει τα κακά ένστικτα και συγχρόνως δραστηριοποιεί και εξωτερικεύει τα καλά. Στην προκειμένη περίπτωση έχουμε την ατομική ηθική. Με λογικό επακόλουθο τη διαμόρφωση της Αρετής του κοινωνικού συνόλου.
Ο όρος Παιδεία, χαρακτηρίζει την αγωγή η οποία παρέχεται από το κράτος. Η παιδεία όμως, είναι κάτι πολύ πιο ευρύτερο από την αγωγή την οποία συμπεριλαμβάνει. Μέσα στο πλάτος της παιδείας, νοούνται και όλες οι συγγενικές και υπάλληλες έννοιες. Όπως «εκπαίδευση», «αγωγή», «μόρφωση», «ανατροφή», «συμπεριφορά», «ηθική άσκηση» κ.λπ.
Τα παραπάνω εμφανίζονται, εξελίσσονται και ολοκληρώνονται, μ’ ένα διαρκή Διαφωτισμό. Τέτοιες προϋποθέσεις, δεν υπήρξαν ποτέ. Και πολύ φοβάμαι ότι δεν θα υπάρξουν. Εύλογα θα ρωτούσαμε: «και τι πρέπει να γίνει;» Αυτό ας μας προβληματίσει…
Κι ας μη ξεχνάμε, ότι Δημοκρατία δεν είναι η ελευθερία της έκφρασης και η παντοειδής ασυδοσία, αλλά η διαρκής και άμεση συμμετοχή των πολιτών στα κοινά. Αυτό πρέπει να κάνουμε. Και να αποβάλλουμε το μαζανθρωπισμό και την ποιμνιοποίηση. Και δω θέλω να τονίσω, ότι η Δημοκρατία αυτοαναιρείται και ουσιαστικά παύει να υπάρχει, όταν κηδεμονεύεται από επαγγελματίες πολιτικούς, τεχνοκράτες και μεγιστάνες του χρήματος.
Τέλος, θα μπορούσαμε να κατανοήσουμε άραγε, γιατί στην ψευδεπίγραφη κοινοβουλευτική εκπροσώπηση του λαού, για τέσσερα χρόνια, -εν λευκώ και χωρίς έλεγχο- η ψήφος του κάθε βλάκα και ηλίθιου, έχει το ίδιο βάρος με την ψήφο του γνωστικού και προβληματισμένου.
Επίσης η ψήφος του κάθε εξαρτημένου και κατευθυνόμενου -από διάφορα συμφέροντα- μ’ αυτήν του αξιοπρεπή και ελεύθερου. Και η ψήφος του κάθε τρωκτικού, να μετρά το ίδιο με την ψήφο του έντιμου. Ενώ η ψήφος του διεφθαρμένου, να μη διαφέρει απ’ αυτήν του αγνού πολίτη.
Πάντως, αυτή η ιδεολογική αρχή της ισότητας και η συναφής μ’ αυτήν αρχή της ποσότητας, δεν έχουν καμιά σχέση με κάθε εκδήλωση του Ελληνικού Πνεύματος και Πολιτισμού και ακόμη περισσότερο με την Δημοκρατία.
Γιώργος Δαδαμόγιας
Μιλάει ο Δήμος (δηλαδή ο λαός) για τους πολιτικούς, στους Ιππείς του Αριστοφάνη στίχοι 1145-1148: «όταν κλέβουν, εγώ πάντοτε χωρίς να φαίνομαι, έχω το βλέμμα καρφωμένο επάνω τους. Κι ύστερα, όσα μου έχουν κλέψει, τους κάνω να τα ξεράσουν. Γιατί αλλιώς, ξέρουν τι τους περιμένει». Τι τους περίμενε άραγε; «Δήμον ζημιώσαι, δήσαι, άλλως αποκτείνει». Έκλεψες το Δημόσιο θα τα δώσεις πίσω, αλλιώς θα σε σκοτώσω… και όχι εσένα μονάχα!…
Η αδυναμία των ανθρώπων να αντιδράσουν, φαίνεται περισσότερο στις δύσκολες στιγμές που δημιουργεί η κοινωνική κατάκριση. Κάποιοι, παρόλο που δε βρίσκονται στη δεινή αυτή θέση, ξεσηκώνονται, προτρέποντας τους καταπιεσμένους να τους ακολουθήσουν και να αγωνιστούν μαζί για καλύτερες μέρες.
Ας ακούσουμε όμως, τι είπε ο Αλλάχ (οποιοσδήποτε) σ’ έναν απ’ αυτούς. Σ’ ένα νεαρό επαναστάτη, που ήρθε στο βασίλειό του πολύ πριν την ώρα του. Το τραγούδι αυτό, είναι ένα από τα καλύτερα τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι. Οι στίχοι είναι του Μάρτιν Φούλτερμαν. Η μετάφραση και η προσαρμογή αυτών έγινε από τον Νίκο Γκάτσο: ¨Κεμάλ¨
Γ.Δ.
Ελληνότροπος Ερευνητική Εταιρεία
Αρχαία Ελλάδα, Πολιτισμός, Πολιτική, Κοινωνία
Δελμούζου 2 Κοζάνη 501 00 Τηλ. 2461 036 636 είναι και τηλομοιότυπος. Φορητό 697 66 83 103
Ηλεκτρονική αλληλογραφία: [email protected]
Πηγή: email