Ο Πύρινος Πόλεμος του 2007


0 0 ψήφοι
Article Rating

Σε γνωρίζω απ’την θλιμμένη όψη

απ’τον πόνο στην ψυχή

σε γνωρίζω απ’την πύρινη λαίλαπα

που με βία σου καίει το κορμί.

Εργαστήρια Κυριαρχίας Θεών

 

Μια κραυγή απελπισίας


ως τα πέρατα της γης

διαπίστωση αδιαφορίας

που γίνεται κραυγή οργής.

 

Πού’ναι το αίμα των ηρώων

απ’τις φλέβες έχει χαθεί

και με αίμα δολιοφθορέων

έχει τώρα αναμειχθεί.

 

Πού’ναι η ελληνική φιλοσοφία

που καλλιεργούσε ήθος στην ψυχή

τώρα έμειναν μόνο θηρία

χύνουν στις φλέβες σου χολή.

 

Χάθηκαν οι ποιητές σου

η αρμονία στο λόγο έχει χαθεί

τώρα κρατάς τους βομβιστές σου

φαμφάρες οι λόγοι τους, κενή ψυχή.

 

Κάποτε φεγγοβολούσες

αχτίνες του πολιτισμού σ’όλη τη γη

κάποτε ανθοφορούσες

κι οι καρποί σου ήσαν γλυκοί.

 

Πού’ναι οι τέχνες, οι επιστήμες,

η θωριά των αγαλμάτων που αναπτερούσε την ψυχή.

Τώρα παντού σπασμένα μάρμαρα

και γκρεμισμένοι οι ναοί.

 

Πού’ναι οι δυνάμεις των αθανάτων

πού’ναι οι προστάτες σου οι

οργή προκάλεσες μεσ’τους αιθέρες

στη φύση έφερες καταστροφή.

 

Πού’ναι η τρυφερή η χλόη

τα καταπράσινα βουνά

πού’ναι τα λυγερόκορμα τα κυπαρίσσια

τα αηδόνια που τραγουδούσαν στα κλαριά.

 

Πού’ναι η σοφή η κουκουβάγια

απ’ τους ανθρώπους πιο σοφή

που είναι οι λόγγοι, τα λαγκάδια

του ανέμου η καθαρή βουή.

 

Πού’ναι τα ελάφια, τα ζαρκάδια

που ελεύθερα έτρεχαν εδώ κι εκεί

που είναι του ήλιου οι αχτίνες

και εκείνες πια έχουν χαθεί.

 

Πού’ναι τα γέλια των παιδιών σου

της φύσης η ανέμελη γιορτή

ο ρομαντισμός των τραγουδιών σου

ο οίνος που γλυκοέσταζε μεσ’την ψυχή.

 

Πού είναι το στάχυ το χρυσαφένιο

που’ναι των δένδρων οι καρποί

πούν’το ψωμί το ζυμωμένο

η ευχαρίστηση σε μια μπουκιά φαί.

 

Πού’ναι το δένδρο το τιμημένο

πού’ναι το δώρο της ς

ήταν ο έπαινος των αθλητών κι ηρώων

πού χάθηκε ο καρπός της ελληνικής ελιάς.

 

Πού’ναι του α οι δάφνες

η γλάστρα με τον βασιλικό

των σπιτιών οι αυλές οι μυρωμένες

τα αστέρια που χόρευαν στον ουρανό.

 

Σε γνωρίζω απ’την θλιμμένη όψη

από τον πόνο στην ψυχή

κι απ’αυτήν την πύρινη λαίλαπα

που με βία σου καίει το κορμί.

 

Σ’αναγνωρίζω δόλια μου μάνα

απ’την καμένη σου την γη

στο πρόσωπό σου απλώνεται κάπνα

και στο κορμί σου ανοιχτή πληγή.

 

Πίστεψες πως οι διοικούντες

θα σε ‘σωναν, μια και είναι πολλοί

μ’αυτοί οι αλλοφρονούντες

νοιάζονται για μια θέση στη Βουλή.

 

Και τάχα φορούν μάσκα του πόνου

για να δηλώνουν θλίψη στην ψυχή

μα έχουν πρόσωπο δολοφόνου

που ψυχρά σε εκτελεί.

 

Σε πουλούν και σε μοιράζουν

από δω και από κει

και στα μάτια σε κοιτάζουν

δίχως φιλότιμο, δίχως ντροπή.

 

, πόλεμος, ναι είναι ένας πόλεμος

κανείς δεν τόλμησε για να το πει

ένας καυτός πύρινος όλεθρος

που υπομένεις έτσι βουβή.

 

Σε πολεμούνε χωρίς όπλα

χωρίς δόρυα, τουφέκια και σπαθιά

δεν είσαι στόχος σε τουφεκιού διόπτρα

στέκεις κι έχεις τα στήθη σου γυμνά.

 

Ανώνυμος είναι ο εχθρός σου

φοβάται όπλα να κρατά

άνανδρη μάχη στήνει εμπρός σου

φοβάται στήθος με στήθος να πολεμά.

 

Ποιος είναι αυτός που καίει την γη σου

και με τις φλόγες σε πολεμά

καίει τα σπίτια, την ζωή σου

κι ολοένα επάνω σου ξαναγυρνά.

 

Θαρρείς πως χάθηκε ο ήλιος

μαύροι καπνοί στον ουρανό

ούτε ο άνεμος σύμμαχος, φίλος

τοπίο γκρίζο και θολό.

 

Κι οι φλόγες ανήμερο θηρίο

ύαινα πεινασμένη που τριγυρνά

καταβροχθίζει ζωή, ελπίδα, αρχαίο μνημείο,

ότι μπροστά της συναντά.

 

Ζήλεψαν του πολιτισμού σου το φορτίο

στις πλάτες σου που κουβαλάς.

Ζήλεψαν την ανδρεία, το ηρωικό στοιχείο

που μεσ’τους αιώνες ακόμη ζωντανό κρατάς.

 

Παλεύεις με νύχια και με δόντια

μήπως μπορέσεις και σωθείς

ζητάς από φίλους σου βοήθεια

στη ζωή πάλι να κρατηθείς.

 

Με αυτοθυσία τα παιδιά σου

πέφτουν επάνω στη φωτιά

και σχίζεται απ’τον πόνο η καρδιά σου

βλέποντας την πύρινη γλώσσα να τα ρουφά.

 

Σ’αυτόν τον πόλεμο δεν χύθηκε αίμα

δεν έπεσε ούτε μία τουφεκιά

ούτε ιππικό, ούτε στρατεύματα

που πάλεψαν αντικριστά.

 

Σε γνωρίζω από την όψη

την καμένη, μαύρη γη

δεν γνωρίζω ποιος θα ανακόψει

τούτη την καταστροφή.

 

Καίγονται τα ζωντανά κι η φύση

καίγεται όλο σου το βιός

τίποτα η πύρινη λαίλαπα πια δεν θ’αφήσει

κρανίου τόπος και πανικός.

 

Μην περιμένεις να σε σώσουν

απ’όσους σε κυβερνούν κανείς

από την στάχτη, τα παιδιά σου θα σε σηκώσουν

οι ήρωες οι αφανείς.

 

Ακούραστα παλεύουν τα παιδιά σου

στα πύρινα μέτωπα εμπρός

στάχτες γεμίζει η καρδιά σου

και αναρωτιέσαι ποιος είναι ο εχθρός.

 

, ναι, είναι ένας πόλεμος

τώρα το ένιωσες καλά

πως τούτος εδώ ο όλεθρος

όλα τα όρια ξεπερνά.

 

Κι ότι απόμεινε είναι η στάχτη

να στο θυμίζει, να σε πονά

καθώς τυλίγεται η ζωή στ’αδράχτι

τη μαύρη γη θ’ακούς που θα βογκά.

 

Κλάμα κι οδύνη σε συνοδεύει

πού να κοιτάξεις, πού να σταθείς

τούτος ο πόνος πού συνορεύει;

Του ήλιου το φως πότε θα δεις;

 

Μόνο η οργή κι η απελπισία

πάνω στις στάχτες να σου μιλούν

αναγνωρίζεις την προδοσία

σ’αυτούς που σκύβουν και σε φιλούν.

 

΄Αραγε τώρα τί σου’χει μείνει

τα μαύρα ρούχα που θα φοράς

το πένθος απ’της φωτιάς τη δίνη

που χρόνια επάνω σου θα κουβαλάς.

 

Κανένας νους πια δεν το χωράει

πώς άλλαξαν έτσι οι εποχές

ο εχθρός σου με άλλα όπλα σε πολεμάει

η ρωμιοσύνη σβήστηκε πίσω στο χθες.

 

Σε αναγνωρίζω, μάνα πατρίδα

όσους χρόνους στην αγκαλιά σου με κρατάς

όσες ηρωικές σου μάχες έμαθα, είδα

ξέρω βαθιά στην ψυχή σου πόσο πονάς.

 

Σε αναγνωρίζω γλυκιά μου πατρίδα

τα δάκρυά μου κάθαρση στις δικές σου πληγές

στην ιστορία σου άλλη μια μαύρη σελίδα

μα θα ορθοποδήσεις με σθένος πάλι όπως και χθες.

 

Σε γνωρίζω από την όψη

του πόνου και της καταστροφής

τους ανθούς σου κι αν έχουν κάψει

μέσα απ’τις στάχτες σου πάλι θα αναγεννηθείς.

 

ΕΡΑΤΩ

0 0 ψήφοι
Article Rating

Συνδρομή
Ειδοποίηση για
guest

0 Comments
Παλαιότερο
Νεότερο Περισσότερο ψηφισμένο
Ενσωματωμένα σχόλια
Δείτε όλα τα σχόλια
0
Θα θέλαμε τις σκέψεις σας, σχολιάστε.x