«Υμνούμε, το αναγωγικό φως των ανθρώπων, υμνούμε τις εννέα αγλαόφωνες θυγατέρες του μεγάλου Διός, οι οποίες τις ψυχές που περιπλανιούνται στα βάθη του βίου τις απάλλαξαν από τις δυσβάστακτες γήινες θλίψεις, μέσω των αχράντων τελετών από βίβλους που αφυπνίζουν τον νου και τις διδάσκουν να σπεύδουν να ακολουθήσουν τα ίχνη που οδηγούν πάνω από τα βαθιά ρεύματα της λήθης, και καθαρές να φτάσουν στο σύννομο άστρο τους, από όπου απομακρύνθηκαν, όταν κατέπεσαν στην ακτή της γέννησής τους, έχοντας μανία για τους υλοτραφείς κλήρους. Αλλά θεές, παύσετε τον πολυτάραχο πόθο μου και ενθουσιάστε με, με τους ιερούς μύθους των σοφών.
Και ας μην με παρασύρει το ασεβές προς τους θεούς, γένος των ανθρώπων μακριά από την ιερή ατραπό, την φωτισμένη, την αγλαόκαρπο. Και ας έλκετε συνεχώς την περιπλανώμενη ψυχή μου προς το αγνό φως, μακριά από τον θόρυβο της πολυπλάνητης γένεσης, γεμάτη με τους δικούς σας θησαυρούς που εδυναμώνουν τον νου και να έχει παντοτινά το κλέος της ευγλωττίας που θέλγει τις φρένες.”
Ὑμνέομεν, μερόπων ἀναγώγιον ὑμνέομεν φῶς, ἐννέα θυγατέρας μεγάλου Διὸς ἀγλαοφώνους, αἳ ψυχὰς κατὰ βένθος ἀλωομένας βιότοιο ἀχράντοις τελετῇσιν ἐγερσινόων ἀπὸ βίβλων γηγενέων ῥύσαντο δυσαντήτων ὀδυνάων καὶ σπεύδειν ἐδίδαξαν ὑπὲρ βαθυχεύμονα λήθην ἴχνος ἔχειν, καθαρὰς δὲ μολεῖν ποτὶ σύννομον ἄστρον, ἔνθεν ἀπεπλάγχθησαν, ὅτ᾽ ἐς γενεθλήιον ἀκτὴν κάππεσον, ὑλοτραφέσσι περὶ κλήροισι μανεῖσαι. ἀλλά, θεαί, καὶ ἐμεῖο πολυπτοίητον ἐρωὴν παύσατε καὶ νοεροῖς με σοφῶν βακχεύσατε μύθοις· μηδέ μ᾽ ἀποπλάγξειεν ἀδεισιθέων γένος ἀνδρῶν ἀτραπιτοῦ ζαθέης, ἐριφεγγέος, ἀγλαοκάρπου, αἰεὶ δ᾽ ἐξ ὁμάδοιο πολυπλάγκτοιο γενέθλης ἕλκετ᾽ ἐμὴν ψυχὴν παναλήμονα πρὸς φάος ἁγνόν, ὑμετέρων βρίθουσαν ἀεξινόων ἀπὸ σίμβλων καὶ κλέος εὐεπίης φρενοθελγέος αἰὲν ἔχουσαν.