Ένα συγκλονιστικά επίκαιρο απόσπασμα απ’ την Ελληνική Νομαρχία, το κείμενο μπαϊράκι της Ελληνικής Επανάστασης. Οι αναλογίες τρομακτικές ανάμεσα στην τότε κατάσταση της Ελλάδας και την τωρινή κ(υ)νοβουλευτική ολιγαρχία και θεοκρατία!
“Ἀναγκαῖον μοι φαίνεται, ἀγαπητοί μου, τώρα, ὁποὺ ἐκαταλάβητε τὸ πόσον χρέος ἔχει ὁ ἐλεύθερος νὰ διαυθεντεύῃ τὴν πατρίδα του, καὶ πόσον εὐχαρίστως τὸ ἐκτελεῖ, νὰ σᾶς φανερώσω ἐν συντόμῳ, τίνι τρόπῳ καὶ οἱ ἐλεύθεροι λαοὶ ὑποδουλώνονται, καὶ πόσον δύσκολος εἶναι ἡ ἐπανόρθωσις τινῶν, πόσον δὲ εὔκολος ἄλλων. Ἀλλά, διὰ νὰ ἐννοήσωμεν τὴν ὑπόθεσιν καλλιότερα, ἂς ἐρευνήσωμεν πρότερον τὰς αἰτίας τοιαύτης μεταβολῆς, καὶ βέβαια, θέλει μᾶς εὐκολυνθῆ ἡ κατάληψίς της.
Βέβαια, φαίνεται νὰ εἶναι μία ἀναγκαία ἐξακολούθησις τῆς ὑπάρξεως τοῦ παντὸς αὐτὴ ἡ παντοτινὴ μεταβολὴ καὶ ἀκαταστασία ὅλων τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων, ἡ ὁποία μᾶς ἀποδεικνύει τὴν ἀτελειότητά μας, καὶ εἶναι φανερὰ ἡ αἰτία! Πῶς δύναται νὰ ἔβγῃ ἐκ τοῦ ἀτελοῦς τὸ ἐντελές; Πῶς ἠμπορεῖ ὁ ἀδύνατος καὶ περιωρισμένος μας νοῦς, νὰ ἐφεύρῃ καὶ νὰ κατορθώσῃ πράγματα σταθερὰ καὶ ἐντελῆ; Ἄφευκτος, λοιπόν, εἶναι ἡ ἀτελειότης καὶ ἀκαταστασία εἰς τὰ ἀνθρώπινα πράγματα, διὰ τοῦτο, ὡς πρὸς ἡμᾶς, ὅσα ὀλιγοτέραν ἀτελειότητα φυλάττουσι, ὡς ἐντελῆ νομίζονται, καὶ ἐξ ἐναντίας, μὴν ὄντας ἐντελὲς οὐδέν, δὲν εὑρίσκεται ἐξακολούθως πρᾶγμα, ὅσον καλὸν καὶ ἂν εἶναι, ὁποὺ νὰ μὴν ὑποθέτεται ἓν καλλιότερον ἀπὸ αὐτό, καὶ ὅσον ἐντελὲς νὰ φαίνεται, νὰ μὴν εὑρίσκῃ τινὰς εἰς αὐτὸ διαφόρους ἀτελειότητας.
Ἡ νομαρχία λοιπόν, ἀγκαλὰ καὶ νὰ εἶναι, ὡς ἀπεδείχθη, ἡ καλλιοτέρα διοίκησις, καὶ μόνη πρόξενος τῆς εὐτυχίας μας, μ᾿ ὅλον τοῦτο, καὶ αὐτὴ ἔχει τὰ ἐλαττώματά της, ὡς ἔργον ἀτελοῦς ποιήματος, δηλαδὴ ὡς ἀνθρώπινον ἔργον, καὶ οὕτως, ἀφοῦ διέλθῃ τὴν νηπιότητα, τὴν νεότητα, τὴν ἀνδρότητα, τέλος πάντων γηράζει καὶ ἀπεθαίνει. Αὐτὴ ἡ διοίκησις ἠμπορεῖ νὰ παρομοιασθῇ εἰς ἕνα πύργον ὑψηλὸν καὶ περίφημον, ὁ ὁποῖος, ὅταν κτισθῇ ἀπὸ ἀρχιτέκτονα ἄξιον βέβαια, βαστᾶται καὶ μένει σῶος διὰ πολλοὺς αἰῶνας, ἀλλὰ πρέπει καὶ αὐτὸς νὰ ὑποκύψῃ εἰς τὸν ἄφευκτον νόμον τοῦ καιροῦ, καὶ πρέπει ἀφ᾿ ἑαυτοῦ του νὰ γκρεμνισθῇ. Ἀλλά, πολλάκις, τὸ συμβεβηκὸς προλαμβάνει. Ἕνας σεισμός, παραδείγματος χάριν, ἐν ροπῇ ὀφθαλμοῦ καταδαφίζει αἰφνιδίως τὸ πλέον στερεὸν κτίριον! ἢ τὸ πέσιμον ἄλλου τινὸς πύργου, γκρεμνίζει καὶ αὐτόν, ἢ τέλος πάντων ἡ πυρκαϊά. Οὕτως, ἀδελφοί μου, καὶ ἡ νομαρχία ὑποδουλώνεται ἀπὸ τοὺς γείτονάς της, ὅταν αὐτοὶ πρῶτον ὑποδουλωθῶσι, ἢ ἀπὸ κανένα τύραννον, ὁποὺ νὰ ἔλθῃ μὲ μεγάλας δυνάμεις νὰ τὴν κυριεύσῃ. Τότε, ἀγαπητοί μου, καθὼς ὁ πύργος γίνεται ἕνας σωρὸς ἀπὸ καταχαλάσματα, οὕτως καὶ ἡ νομαρχία μεταβάλλεται εἰς μοναρχίαν, ἤτοι τυραννίαν (1).
Τώρα λοιπόν, ὁποὺ ἐβεβαιώθημεν διὰ τὴν ἄφευκτον μεταβολὴν τῶν διοικήσεων, ἀκούσατε πρῶτον, παρακαλῶ, πότε εἶναι δύσκολος ἡ ἐπανόρθωσις μιᾶς ὑποδουλωμένης νομαρχίας, καὶ ἔπειτα θέλω σᾶς φανερώσει τὸ πότε εἶναι εὔκολος.
Τὸ πρῶτον θανατηφόρον σύμπτωμα, διὰ νὰ εἰπῶ οὕτως, μιᾶς ἐλευθέρας πολιτείας, ὁποὺ πλησιάζει εἰς τὸ τέλος της, ἤτοι εἰς τὴν δουλείαν, ἀπὸ τὴν ὁποίαν δυσκόλως ἠμπορεῖ νὰ ξανέβγῃ, εἶναι ἡ διαφθορὰ τῶν ἠθῶν, ἀφοῦ, λέγω, ὁ καιρὸς καὶ ἡ πολυτέλεια ἀδυνατίσουν τὴν ἐνέργειαν τῶν νόμων, τότε ἀρχίζει τὸ μέγα κτίριον νὰ τρέμῃ, καὶ ἡ πολιτεία βαδίζει πρὸς θάνατον.
Παύει, παραχρῆμα, ἐκείνη ἡ ἀδελφικὴ ἀγάπη, ὁποὺ πρότερον ἕνωνε εἰς ἓν ὅλους τοὺς συμπολίτας, καὶ εἰσέρχεται εἰς τὸν τόπον της ἡ διχόνοια, μία ἀλλεπάλληλος δυσπιστία, ὁ φόβος τέλος πάντων. Εὐθὺς γεννᾶται εἰς τὰς ψυχὰς τῶν συμπολιτῶν μία γενικὴ ἐπιθυμία ἀρχῆς. Οὔτε πλέον στοχάζονται πατρίδα, οὔτε δόξαν, οὔτε τιμήν, ἀλλὰ καθεὶς φοβούμενος νὰ μὴν εἶναι δυναστευμένος, θέλει νὰ δυναστεύσῃ, καὶ τότε οἱ ἀρχηγοί, ἁρπάζοντες τοὺς νόμους εἰς τὰς χεῖρας των, ἴσως χωρὶς νὰ τὸ καταλάβουν, παραχρῆμα ὁ λαὸς γίνεται δοῦλος, καὶ αὐτοὶ τύραννοι. Καὶ ἰδοὺ ἡ ὀλιγαρχία. Ἀλλ᾿ ἀνάμεσα εἰς αὐτοὺς τοὺς ἄρχοντας εὐθὺς εὑρίσκεται ἕνας, ὁ πονηρότερος, ὁ ὁποῖος, δυναστεύοντας τοὺς λοιπούς, ὑψώνεται εἰς τὸν θρόνον καὶ γίνεται μονάρχης, ἤτοι τύραννος, καὶ ἰδοὺ ἡ μοναρχία, ἤτοι τυραννία.
Ἡ τυραννία, ἀγαπητοί μου, ἄλλο δὲν εἶναι, παρὰ μία ἀνεξάρτητος καὶ ἀπολελυμένη ἀρχὴ ἑνὸς πρὸς τοὺς ἄλλους, καὶ διὰ τοῦτο εἰς οὐδὲν διαφέρει ἡ μοναρχία ἀπὸ τὴν τυραννίαν. Ἀλλά, τὴν σήμερον, ὁποὺ τὰ ἐννέα δέκατα τῆς οἰκουμένης εἶναι δοῦλα, καὶ ὑπὸ τυραννίας βασανίζονται, δὲν κρίνω τόσον ἀναγκαῖον νὰ περιγράψω καταλεπτῶς τὴν ἰδιότητά της, μάλιστα εἰς ἐσᾶς, ὦ Ἕλληνες, ὁποὺ ἐντὸς ὀλίγου περὶ τῶν ὀθωμανῶν θέλω ὁμιλήσει. Ὅθεν, μόνον ἐν συντόμῳ, θέλω ἀναφέρει τι δι᾿ αὐτούς, ὁποὺ τὴν σήμερον ὀνομάζουν βασιλέας ἐναρέτους καὶ πεπολισμένους.
Αὐτοί, ὦ Ἕλληνες, διὰ μέσου τῆς θρησκείας καὶ τῶν νόμων, ἐκτελοῦσι τὰ ὅσα ἡ κακία τους τοὺς διδάσκει, καὶ εἰς ἄλλο δὲν διαφέρουσιν ἀπὸ τὴν ὀθωμανικὴν τυραννίαν, εἰμὴ μόνον ὅτι προσποιοῦνται. Αὐτοί, ἀδελφοί μου, ἀδικοῦσι, κλέπτουσι, ἁρπάζουσι, καὶ θανατώνοσι, πλὴν τὰ πάντα ἀναφέρουσιν εἰς τοὺς νόμους, τοὺς ὁποίους αὐτοὶ μόνοι τους συνθέτουσι, αὐτοὶ ἐνεργοῦσι, καὶ αὐτοὶ δὲν ὑπακούουσι. Ὤ, πόσον εἶναι βέβαιον, ὅτι ἡ ἀνεξάρτητος ἐξουσία ἀφανίζει καὶ τὸν πλέον ἐνάρετον ἄνδρα (2)!
Ἄν, κατὰ συμβεβηκός, ἀγαπητοί μου, εὑρεθῇ καὶ κανένας ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς βασιλεῖς, δὲν λέγω δίκαιος καὶ ἐνάρετος, ἐπειδὴ ἤθελεν κατέβη παρευθὺς ἀπὸ τὸν θρόνον, ἀλλ᾿ ὁπωσοῦν καλῆς διαθέσεως, ἀφοῦ δι᾿ ὀλίγον καιρὸν δὲν ἀπαντήσῃ ἀνθίστασιν εἰς τὰ προστάγματά του, ἀποκαθίσταται καὶ αὐτὸς ὅμοιος τοῖς λοιποῖς. Ὁ θρόνος, ἀδελφοί μου, ἀλλάζει τὴν φύσιν, διὰ νὰ εἰπῶ οὕτως, τοῦ ἐπ᾿ αὐτὸν καθημένου, καὶ ἐνθυμηθῆτε το, ὅτι ὅποιος δὲν ἀκούει ποτὲ τὸ ὄχι, σπανίως τοῦ τυχαίνει τὸ ναί. Καὶ κάθε τύραννος νομίζει διὰ χρέος ἀπαραίτητον τῶν δούλων του τὸ νὰ ὑπακούεται.
Ἡ ἱστορία, καλλιότερα ἀπὸ κάθε ἄλλον, μᾶς παρασταίνει τὸ τί εἶναι οἱ τύραννοι. Ὁ Διονύσιος, τύραννος τῆς Συρακούζης, ἐφόνευσεν ἕνα πολίτην, διὰ νὰ εἶδεν εἰς τὸ ὄνειρόν του, ὅτι εἶχε σκοπὸν νὰ φονεύσῃ τὸν τύραννον, οἱ νῦν δὲ τύραννοι, οἱ λεγόμενοι βασιλεῖς, θανατώνοσιν ἐκείνους, τῶν ὁποίων ἡ φυσιογνωμία δὲν ἤθελεν τοὺς ἀρέσει! Ἂς μὴν θαυμάσουν εἰς αὐτὸ μερικοί, ὁποὺ ἀγαποῦσι νὰ τοὺς διαυθεντεύωσι, ἀλλ᾿ ἂς εἰδοποιηθῶσι πρότερον, διὰ τὰ ὅσα κάθε στιγμὴν ἀκολουθοῦν εἰς τὰς βασιλικὰς αὐλάς, καὶ ἔπειτα, ἂς ἀμφιβάλλουν, ἂν ἠμποροῦν, εἰς τὰ πλημμελήματα καὶ ἀδικίας αὐτῶν τῶν τεράτων.
Αὐτοί, διὰ παραμικρὰς αἰτίας, καὶ συχνάκις διὰ μίαν βάρβαρον ὄρεξίν τους, ἀποφασίζουν τὸν θάνατον τόσων χιλιάδων ὑπηκόων, κηρύττοντες τὸν πόλεμον ἀναμεταξύ των. Αὐτοὶ δὲν ψηφοῦσι οὔτε φιλίαν, οὔτε συγγένειαν, καὶ σπανίως ἕνας βασιλεὺς ἀνεβαίνει εἰς τὸν θρόνον, χωρὶς νὰ πατήσῃ πρότερον τὰ λείψανα τῶν συγγενῶν του ἢ τῶν προγόνων του (3).
Ὤ, πόσον ἤθελε τρομάξει κάθε αἰσθαντικὸς ἄνθρωπος, ὁποὺ βλέπει τὰ βασιλικὰ παλάτια, τὰ ὁποῖα ἀπὸ τὸ ἔξω μέρος φαίνονται τόσον λαμπρὰ καὶ ζωγραφισμένα, ἂν ἤθελεν ἰδεῖ μὲ τὴν ἰδίαν εὐκολίαν ἐκείνους, ὁποὺ τὰ κατοικοῦσι, εἰς τὴν ἀληθῆ στάσιν τῆς καρδίας των καὶ τῆς διαθέσεώς των. Ὤ, πόσον ἤθελεν κλαύσει διὰ τὴν δυστυχίαν τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, βλέποντας τόσα πλήθη ἀνθρώπων, νὰ προσμένωσι τὴν εὐτυχίαν των ἀπὸ μερικὰ τέρατα, ὁποὺ εἰς ἄλλο δὲν ἐπιμελοῦνται, εἰμὴ μόνον εἰς τὸ νὰ εὐχαριστήσουν τὰς σαρκικάς των ἐπιθυμίας καὶ ἀλόγους ὀρέξεις των! Πόσον ἤθελαν μετανοήσει, ὅσοι νομίζουσιν, ὅτι οἱ βασιλεῖς ἐπιμελοῦνται διὰ τὸ καλῶς ἔχειν τῶν λαῶν των, θεωρῶντες τους δεδοσμένους εἰς παντοτινὰς τρυφάς!
Διατί δὲν στοχάζονται οἱ μοναρχολάτραι, ὅτι καὶ κατὰ φυσικὸν τρόπον δὲν εἶναι δυνατὸν ἕνας βασιλεὺς νὰ ἠμπορέσῃ κατὰ χρέος νὰ ὁδηγήσῃ τὰ πάντα; Πῶς, ἀγαπητοί μου, ἕνας ἀμαθὴς καὶ ὀκνηρὸς νὰ ἐκτελέσῃ ὅλα ἐκεῖνα, ὁποὺ εἰς τὰς ἐλευθέρας πολιτείας τόσοι ἐνάρετοι καὶ ἄξιοι πολῖται, προσπαθοῦντες ὅλοι μαζὶ διὰ τὸ κοινὸν ὄφελος, καὶ διὰ τὴν ἀκριβῆ διατήρησιν τῶν νόμων, ὄχι ὀλίγας φορὰς σφάλλουσι; Πῶς νὰ ὑπακούσῃ εἰς τοὺς νόμους ἐκεῖνος, ὁποὺ ὁρίζει, πρὶν γεννηθῇ; Καὶ πῶς νὰ διοικήσῃ ὀρθῶς ὁ παραβάτης τῶν νόμων; Πῶς νὰ γνωρίσῃ τὸ χρέος του ἐκεῖνος, ὁποὺ ἀνετράφη εἰς τὸν κόλπον τῆς ὀκνηρίας καὶ τῆς κολακείας; Ποῦ περισσεύει καιρὸς τοῦ μονάρχου, νὰ στοχασθῇ διὰ τὴν εὐτυχίαν τοῦ λαοῦ του (4);
Πῶς λοιπόν, πῶς τάχατες νὰ διοικῇ αὐτός, ὁποὺ ποτὲ δὲν στοχάζεται εἰς τὴν διοίκησιν; Ἔ, πολλὰ εὐκόλως, ἀδελφοί μου. Αὐτὸς ἐκλέγει, ἢ εὑρίσκει ἐκλεγμένον ἕναν ἄλλον παράσιτον κόλακα, τοῦ ὁποίου δίδει ὅλην τὴν ἐξουσίαν. Ἀλλὰ καὶ αὐτός, ἔχοντας διπλᾶ τὰ ἐλαττώματα, ὡς δοῦλος δηλαδὴ καὶ ὡς κύριος, δὲν ἠμπορεῖ οὔτε αὐτὸς νὰ διοικῇ μόνος του. Ὅθεν, κατὰ τὸ παράδειγμα τοῦ κυρίου του, ἐκλέγει καὶ αὐτὸς ἐδικούς του ὑποδιακόνους, καὶ οὕτως ἡ ἀρχὴ διαμοιράζεται εἰς τόσους δούλους μισθωτούς, οἱ ὁποῖοι, διὰ νὰ κερδίσουν τὰ ἄτακτα καὶ ἀναρίθμητα ἔξοδα, ὁποὺ τοὺς χρειάζονται, πωλῶσι τὴν δικαιοσύνην, καὶ τυραννοῦσι τὸν ταλαίπωρον λαόν, ὅσον περισσότερον δύνανται.
Εἶναι ἀδύνατον, λοιπόν, ἕνας λαὸς νὰ ἀγαπήσῃ ποτὲ τὸν τύραννόν του, ἀλλ᾿ ὁ τύραννος, ἀδελφοί μου, ἐξ ἀνάγκης πρέπει νὰ μισῇ τοὺς δούλους του, ἐπειδὴ γνωρίζει ἀρκετῶς, ὅτι οἱ δοῦλοι δὲν ἠμποροῦν νὰ ἀγαπήσουν τὸν κλέπτην, τὸν φανερὸν ἅρπαγα τῆς ἐλευθερίας των. Ἀλλὰ διατί, καὶ πῶς ἕνας μόνον ἄνθρωπος, πολλάκις ἀμαθέστατος καὶ ἀναξιώτατος, πάντοτε δὲ θηριώδης, ἄσπλαγχνος, καὶ σκληρός, καθὼς εἶναι ὁ τύραννος, νὰ βαστᾷ ὑπὸ τῆς θελήσεώς του, τόσας χιλιάδας ἀνθρώπων, χωρὶς ἄλλην δύναμιν, οὔτε ἄρματα ἄλλα, εἰμὴ μόνον ἐκεῖνα τῆς τυραννίας, καὶ τόσον πλῆθος ὑπηκόων, ὁποὺ τὸν μισεῖ, ἐπιθυμεῖ τὸν θάνατόν του, καὶ εἶναι τέλος πάντων ἐχθρός του, νὰ ὑπόκειται, νὰ ὑπακούῃ, καὶ ἀναισθήτως νὰ ἀγωνίζεται, διὰ νὰ αὐξήσῃ τὴν σκλαβιάν του, χωρὶς νὰ τολμῇ κανείς, νὰ φονεύσῃ ἓν τέρας, ἕνα μωρόν, ἄνανδρον καὶ οὐτιδανώτατον ἄνθρωπον, καθώς, ἐξ ἀνάγκης, πρέπει νὰ εἶναι ὁ τύραννος; Διατί, τέλος πάντων, δὲν σείουν τὸν βαρύτατον ζυγὸν τῆς δουλείας των;
Ἔ, Ἕλληνες! ἡ ἰδία βαρύτης εἶναι τὸ αἴτιον τῆς ἀδυναμίας των, καὶ ἀλλοίμονον εἰς ἐκεῖνον τὸν λαόν, ὁποὺ ἤθελεν εὑρεθῆ ὑπὸ τοιαύτης τυραννίας. Αὐτὸς κεχαυνώνεται τόσον, ὁποὺ χάνει τὴν δύναμιν τοῦ στοχασμοῦ. Ὅθεν, καὶ δυσκόλως ἐλευθερώνεται, ἐπειδὴ δὲν γνωρίζει τὴν δυστυχίαν του, καὶ μόνον ὁ καιρὸς ἠμπορεῖ νὰ τοὺς ἑτοιμάσῃ τὴν ἐλευθερίαν τους.
Τοιοῦτοι λαοί, ἀδελφοί μου, ἂν κατὰ τύχην ἐκβάλλουν ἕνα, εἰς ἄλλον τύραννον ὑπόκεινται, καὶ πάντοτε μένουν δοῦλοι. Αὐταὶ αἱ τυραννίαι, ὦ Ἕλληνες, εἶναι συνθεμέναι ἀπὸ θεοκρατίαν καὶ ὀλιγαρχίαν. Ὁ τύραννος εἶναι ἕνα ἄγαλμα ἄπνουν καὶ ἀργόν, ὁ δὲ λαὸς δὲν τὸν ἐνθυμεῖται, παρὰ ὅταν ζητῇ τοὺς ἀξιωτέρους καὶ δικαιοτέρους συμπολίτας του, καὶ δὲν τοὺς εὑρίσκῃ. Ἡ ὀλιγαρχία μὲν συνίσταται εἰς τὸν ἀντιτύραννον καὶ ὀπαδούς του, μαζὶ μὲ μίαν κλάσιν μερικῶν ἀναιδεστάτων καὶ ἀμαθεστάτων ὑποκειμένων, ὁποὺ διὰ τὴν ὀκνηρίαν καὶ ἀργίαν, εἰς τὰς ὁποίας ζῶσι, καὶ μὲ τὸ νὰ τρέφωνται ἀπὸ ξένους ἵδρωτας καὶ ἀναστεναγμούς, ἠθέλησαν νὰ ὀνομασθοῦν εὐγενεῖς. Ἡ δὲ θεοκρατία εἶναι ὁ κλῆρος (5).
Οἱ ἱερεῖς, ἀγαπητοί μου, φυλάττοντες ἕνα σκοπὸν καθόλου διάφορον, ἀπὸ τοὺς λοιποὺς συμπολίτας, πάντοτε ἐπροσπάθησαν, μὲ τὸ μέσον τῆς θεότητος, νὰ καταδυναστεύσουν τοὺς συμπολίτας των, καθὼς μέχρι τῆς σήμερον, μὲ τὴν ἀμάθειαν καὶ κακομάθησιν ἐπέτυχον τοῦ σκοποῦ των. Αὐτοί, καλύπτοντες μὲ τίτλον ἁγιότητος τὰ πλέον φανερὰ ψεύματα, ἐγέμισαν τοὺς ἀδυνάτους νόας τοῦ λαοῦ ἀπὸ μίαν τοσαύτην δεισιδαιμονίαν, ὥστε ὁπού, ἀντὶ νὰ ὀνομάσουν ψεῦμα τὸ ἀδύνατον, τὸ ὀνομάζουν ἅγιον, καὶ οὕτως ἀδιστάκτως πιστεύουσιν εἰς κάθε τους λόγον, οὔτε τολμοῦσι νὰ ἐξετάσωσι τὸ παραμικρόν, μάλιστα δὲ τοὺς εἶναι ἐμποδισμένον.
Ὅσα ἔπρεπεν ὅμως νὰ εἰπῇ τινὰς δι᾿ αὐτὴν τὴν κλάσιν, ἡ συντομία τοῦ παρόντος μου λόγου μοῦ τὰ ἐμποδίζει. Καὶ μόνον ἀφήνω νὰ στοχασθῇ καθείς, ὅτι τόσον πλῆθος ἀργῶν καὶ ἀμαθῶν ἀνθρώπων, ὁποὺ ζῶσι, τρυφοῦσι, καὶ πλουτίζουσι ἀπὸ τοὺς κόπους τῶν λοιπῶν, πόσον μεγαλείτερον εἶναι, ἀπ᾿ ὅλα τὰ βάρη μιᾶς ὑποδουλωμένης πολιτείας, καὶ πόσον βοηθεῖ τὴν τυραννίαν τοιαύτη κλάσις, οὖσαι καὶ αἱ δύο δυνάμεις ἰδεαστικαὶ καὶ ἀνύπαρκτοι.
Ἀλλά, τί νὰ σᾶς εἰπῶ διὰ τὴν ἄλλην κλάσιν, τῶν ὀλιγάρχων λέγω, τῶν λεγομένων εὐγενῶν; Αὐτοὶ νομίζουσι τὸν ἑαυτόν τους τόσον διαφορετικὸν ἀπὸ τοὺς λοιποὺς ἀνθρώπους, ὁποὺ μόλις καταδέχονται νὰ τοὺς ἀκούουν, χωρὶς νὰ τοὺς ἀποκρίνωνται, οὔτε ποτὲ νὰ τοὺς συναναστρέφωνται. Αὐτοί, ὦ Ἕλληνες, κατέχουσιν εἰς τὰς χεῖρας των ὅλα τὰ καθολικὰ καὶ ἀληθῆ πλούτη τῆς ἐπικρατείας, ἤτοι τὰ χωράφια, ἀμπέλια, καὶ ὁλόκληρα χωρία, τὰ ὁποῖα ἐνοικιάζουσι πρὸς τὸν λαόν, εἰς τρόπον, ὁποὺ ὁ λαὸς εἶναι σχεδὸν δοῦλος μισθωτὸς ἀπὸ αὐτούς, καὶ δουλεύει διὰ τὸ κέρδος αὐτῶν.
Ἀφήνοντας κατὰ μέρος τὸ πλῆθος τῶν ἐλαττωμάτων, ὁποὺ χαρακτηρίζει αὐτὴν τὴν μιαρὰν κλάσιν, ἡ σκληρότης, βέβαια, εἰς αὐτοὺς εἶναι γενική, τὴν ὁποίαν κληρονομοῦσιν κατὰ γενεαλογίαν, διὰ νὰ εἰπῶ ἔτζι, καθὼς τοὺς τίτλους των. Εἶναι αὐτόματοι εἰς τὸ ἄκρον, καὶ τοὺς δούλους των ψηφοῦσι πολλὰ ὀλιγότερον ἀπὸ τὰ ἴδια ζῷα των (6).
Ἀλλὰ εἰς τί συνίσταται αὐτὴ ἡ εὐγένεια, στοχάζεσθε, ὦ Ἕλληνες; Ἴσως εἰς τὰ χρηστὰ ἤθη; Εἰς τὰ μεγάλα κατορθώματα, εἰς τὴν ἀξιότητα. Ἴσως εἰς τὴν ἀρετὴν καὶ εἰς τὴν δικαιοσύνην, καθὼς οἱ πρόγονοί μας ἐστοχάζοντο; Ἔ, οὐχί, οὐχί! Οἱ νῦν δοῦλοι κράζουν εὐγενεῖς τοὺς υἱοὺς τῶν πλουσίων, καὶ τόσον ἐβαρβαρώθησαν ἀπὸ τὴν σκλαβιάν, ὁποὺ εἰς πολλὰ μέρη πωλεῖται ὁ τίτλος τῆς εὐγενείας, καὶ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἀγοράζεται ἀπὸ τοὺς πλέον ἀναισθήτους τῶν πολιτῶν. Εἶναι ἀπερίγραπτος, ἀγαπητοί μου, ἡ ἀναισθησία καὶ ἡ ἀμάθεια αὐτῶν τῶν ψευδοευγενῶν, καὶ ὅταν εὑρεθῇ ἀνάμεσα εἰς χιλίους ἕνας ὀλίγον μέτοχος ἀνθρωπότητος, εἶναι βέβαια ἄξιον θαυμασμοῦ.
Πῶς ἠμποροῦν αὐτοὶ νὰ μελετήσουν καὶ νὰ μάθουν τὰ χρέη τοῦ ἀληθοῦς πολίτου; Πῶς νὰ τιμήσουν τὴν ἀρετήν; Οἱ γονεῖς των ἄλλην ἔννοιαν δὲν ἔλαβον, παρὰ νὰ τοὺς διδάξουν τὸν τρόπον εἰς τὸ νὰ κολακεύωνται ἀναμεταξύ των καὶ τὸ πῶς νὰ ὑβρίζωνται μ᾿ εὔμορφας λέξεις. Ἡ προσποίησις εἰς αὐτοὺς εἶναι τὸ πρῶτον καὶ ἀναγκαιότερον μάθημα (7). Ὤ! τῆς μωρίας των! Ὤ! ἐντροπὴ τοῦ ἀνθρωπίνου λογικοῦ, καὶ ἀφανισμὸς τοῦ κόσμου.
Τὰ καμώματα, ὦ Ἕλληνες, αὐτῆς τῆς κλάσεως εἶναι τόσον παιδαριώδη καὶ χαμερά, ὁπού, βέβαια, δὲν πρέπει νὰ ἔχουν τόπον εἰς τὸ παρὸν θέμα, καὶ οὔτε ἐγὼ πλέον θέλω τὰ ἀναφέρει, ἀλλὰ τελειώνω μὲ τὸ ρητὸν τοῦ Πλουτάρχου, ὅστις λέγει: «κρεῖσσον γίνεσθαι λαμπρόν, ἢ γεννᾶσθαι», καὶ πάλιν «εὐγένεια καλὸν μέν, προγόνων δὲ ἀγαθόν».
Ὅταν, λοιπόν, ὦ Ἕλληνες, μία ἐλευθέρα πολιτεία, καταντήσῃ εἰς δουλείαν ἀφ᾿ ἑαυτοῦ της, δηλαδὴ ἀπὸ τὴν διαφθορὰν τῶν ἠθῶν, καὶ κατὰ τὸν τρόπον ὁποὺ ἐδιηγήθην, τότε, ἀγαπητοί μου, εἶναι πολλὰ δύσκολον νὰ ξαναλάβῃ μόνη της τὴν ἐλευθερίαν της, καθὼς φανερὰ μᾶς τὸ παρασταίνει ἡ ποτὲ θαυμαστὴ Ρώμη, ἡ ὁποία διὰ τόσους αἰῶνας εὑρίσκεται σιδηροδέσμιος ὑποκάτω εἰς ἀνήκουστον τυραννικὴν θεοκρατίαν, καὶ βέβαια διὰ πολλοὺς ἄλλους αἰῶνας ἀκόμη θέλει μείνει. Ὅταν ὅμως μία ἐλευθέρα πόλις χάσῃ τὴν ἐλευθερίαν της ἀπὸ τὴν κυρίευσιν κανενὸς τυράννου, τότε, ὄχι μόνον δὲν εἶναι δύσκολον νὰ τὴν ξαναλάβῃ, ἀλλὰ πολλὰ εὔκολον, καὶ μάλιστα ἀναγκαῖον. Αὐτὸ δὲ ἀκολουθεῖ, ἐπειδὴ τὰ ἤθη μένουν τὰ αὐτά, καὶ ἡ πολιτεία ὑπόκειται μόνον εἰς τὴν δύναμιν, καὶ ἐξακολούθως ἡ ἐλευθερία εὑρίσκεται πάντοτε εἰς μάχην μὲ τὴν τυραννίαν.
Ὁ τοιοῦτος λαὸς ἠμπορεῖ νὰ παρομοιασθῇ εἰς ἕνα ἀετόν, ὅταν εὑρίσκεται δεδεμένος, ὁ ὁποῖος, εὐθὺς ὁποὺ συνθλάσῃ τοὺς δεσμούς του, ὄντας ἀφ᾿ ἑαυτοῦ του σῶος, παραχρῆμα ἀπετῶντας φεύγει, καὶ μένει ὡς καὶ πρότερον. Οὕτως, ἀδελφοί μου, εὑρίσκεται καὶ ἡ Ἑλλὰς τὴν σήμερον, ἡ ὁποία ἂν ἀκόμη δὲν ἐσύντριψε τὰς ἁλύσους της, πολλὰ εἶναι τὰ αἴτια, καθὼς κατωτέρω δειχθήσεται. Αὐτὸ μᾶς τὸ βεβαιοῖ ἡ ἱστορία μὲ τὴν διήγησιν πολλῶν ὁμοίων συμβάντων. Διάφοροι μικραὶ πόλεις ἐλευθέραι ἐχρειάσθη νὰ ὑποκύψουν εἰς ἀνωτέρας τυραννικὰς δυνάμεις, ἀλλὰ μετ᾿ ὀλίγον ἐσύντριψαν τοὺς δεσμοὺς τῆς δουλείας, καὶ ἔμεινον ἐλευθέραι, ὡς καὶ πρότερον.
Ἡ Ἀθήνα, λέγει ὁ ἱστορικὸς Ἕλλην, ἀφοῦ ἐνικήθη ἀπὸ τοὺς Λάκωνας, τὴν ὑποχρέωσαν νὰ δεχθῇ διὰ κυβερνῆτας της τριάκοντα πολίτας, ὁποὺ αὐτοὶ ἤθελαν ἐκλέξει. Καὶ οὕτως ἠκολούθησεν. Ἀλλ᾿ αὐτοὶ οἱ τριάκοντα κυβερνῆται, εἰς μικρὸν διάστημα καιροῦ, ἐκαταστήθησαν τριάκοντα τύραννοι, ἀπὸ τοὺς πλέον σκληροὺς καὶ αἱμοβόρους, ὥστε ὁποὺ εἰς ὀκτὼ μῆνας μόνον, ὁποὺ ἐδυνάστευσαν, ἐφόνευσαν ἕως χιλίους πεντακοσίους πολίτας, τοὺς πλέον δικαίους καὶ ἐναρέτους. Ἀλλ᾿ εἰς ὀκτὼ μῆνας, βέβαια, μία ἐλευθέρα πολιτεία δὲν γίνεται δούλη. Καὶ ἂν αὐτοὶ οἱ Τριάκοντα Τύραννοι ἐνόμιζον νὰ ἐξολοθρεύσουν ὅλους τοὺς ἐναρέτους καὶ ἐλευθέρους, δὲν ἔπρεπε νὰ ἀφήσουν ζωντανὸν οὐδένα. Τέλος πάντων, ὁ ἀναγκαῖος ἀφανισμός των προητοίμαζεν τὴν δόξαν τοῦ μεγάλου Θρασυβούλου.
Αὐτὸς ὁ ἥρως, βλέποντας τὴν ἀθλίαν κατάστασιν τῆς πατρίδος του, καὶ προβλέποντας τὸν μέλλοντα αὐτῆς ἀφανισμόν, ἀπεφάσισεν νὰ θυσιασθῇ διὰ τὴν σωτηρίαν της, καὶ οὕτως φεύγει ἀπὸ τὴν πατρίδα του, περιφέρεται δι᾿ ὀλίγον καιρὸν ἔνθεν κακεῖθεν, ζητεῖ συμβοηθοὺς καὶ συνδρομητάς, καὶ ἐν ἑνὶ λόγῳ, εἰς ὀλίγον καιρὸν προητοιμάζει τὰ πάντα. Εἰσέρχεται, νυκτός, εἰς τὴν ἀγαπητήν του πατρίδα μὲ τὰ ἄρματα τῆς νίκης καὶ τῆς ἐκδικήσεως, ἐξυπνᾶ τοὺς συμπατριῶτας του ἀπὸ τὴν ληθαργίαν τῆς τυραννίας, φωνάζει εἰς τοὺς κεκωφωμένους ἤδη ἀπὸ τὴν δουλείαν: «Δεῦτε, συμπολῖται, δεῦτε, ἀδελφοί μου, νὰ διαυθεντεύσωμεν τὴν προτέραν μας εὐτυχίαν. Ὅλοι οἱ θεοὶ εἶναι πρὸς βοήθειάν μας! Ἂς ἐκβάλωμεν τὴν θανατηφόρον νόσον τῆς κυριότητος, ἂς γίνωμεν ἄξιοι τοῦ ὀνόματός μας, ἂς δειχθῶμεν ἀληθεῖς ἄνθρωποι, καὶ ἂς ἀποβάλωμεν τοὺς τυράννους».
Τότε, ὅλοι σχεδόν, ἐπανερχόμενοι εἰς τὸν ἑαυτόν των ὡς ἀπὸ μεγάλην μέθην, εἶδον τὴν ἀθλίαν τους κατάστασιν, ἐγνώρισαν τὸ χρέος των, καὶ λαβόντες τὰ ἄρματα τῆς δικαιοσύνης, ὥρμησαν ὡς λέοντες κατὰ τῶν ἐχθρῶν των, τοὺς ὁποίους ἐν ροπῇ ὀφθαλμοῦ κατετρόπωσαν, καὶ οὕτως ἠλευθέρωσαν τὴν πατρίδα τους ἀπὸ τὴν δυναστείαν τῶν τριάκοντα ἐκείνων τυράννων, οἱ ὁποῖοι, ἀφοῦ ἤκουσαν τὸ ἱερὸν ὄνομα τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς πατρίδος, τρέμοντες ἔρριπτον τὰ ἀνάξια ἄρματά των ἔμπροσθεν τῶν ἡρώων, καὶ μὲ τὴν συνηθισμένην των δειλίαν καὶ οὐτιδανότητα γονυκλιτῶς ἐζητοῦσαν ἔλεος. Ὤ τῆς ἀναισθησίας σας, βάρβαροι καὶ μωροὶ ἄνθρωποι! Αὐτοί, ἀδελφοί μου, εἶναι τοιοῦτοι, ὁποὺ θέλουν νὰ εἶναι ἐξ ἀποφάσεως, ἢ τύραννοι ἢ δοῦλοι.
Ἰδού, λοιπόν, ὦ Ἕλληνες, πόσον εὐκόλως ξαναλαμβάνει τὴν ἐλευθερίαν της μία πολιτεία, ὅταν τὴν χάσῃ ἀπὸ ἁρπαγὴν κανενὸς τυράννου, καὶ ὅταν φυλάττῃ σῶα τὰ ἤθη της. Πῶς λοιπὸν ἡ Ἑλλὰς εὑρίσκεται μέχρι τῆς σήμερον εἰς δουλείαν; Δὲν ἔχασεν καὶ αὐτὴ ἴσως τὴν ἐλευθερίαν της ἀπὸ τὴν ἁρπαγὴν τῶν Ρωμαίων; Δὲν ἐφύλαξεν αὐτὴ ἴσως τὰ ἤθη της σῶα; Δὲν τὰ φυλάττει καὶ ἕως τὴν σήμερον; Διατί λοιπὸν εὑρίσκεται πάντοτε δούλη; Καὶ διατί δὲν ἐσύνθλασεν ἕως τώρα τὰς ἁλύσους, ὁποὺ τὴν κρατοῦσι ὑπὸ δουλείας τόσον ἀδίκως; Αὐτὴ ἡ ἐξέτασις, ὦ Ἕλληνες, εἶναι πολλὰ ἀναγκαία διὰ ἡμᾶς, πρῶτον μέν, διὰ νὰ ἐξαλείψωμεν τὰ ἐμπόδια, ἀφοῦ τὰ γνωρίσωμεν ὁποῖα εἶναι, καὶ δεύτερον, διὰ νὰ ἠμπορῇ καθεὶς ἀπὸ ἡμᾶς, νὰ ἀποδεικνύῃ εὐκόλως τῶν βαρβάρων καὶ ἀχαρίστων ἀλλογενῶν, ὁποὺ τόσον ὀλίγον μᾶς ψηφῶσι, ὅτι τὸ ἑλληνικὸν γένος δὲν ἐγεννήθη διὰ τὴν δουλείαν. Αὐτὰς λοιπὸν τὰς αἰτίας θέλω προσπαθήσει νὰ παραστήσω, ὅσον συντομώτερα μοῦ σταθῇ δυνατόν, καὶ ἔπειτα νὰ εἰσέλθω εἰς τὸ ἀναγκαιότερον μέρος τοῦ λόγου μου, διὰ νὰ ἀποδείξω, πόσον εὔκολον εἶναι νὰ ἐλευθερωθῇ τώρα, καὶ πῶς τάχιστα θέλει ἀκολουθήσει.
Ἡ Ἑλλάς, ὦ ἀγαπητοί μου, ὀκτακοσίους χρόνους πρὸ Χριστοῦ ἤκμαζε, καὶ ἦτον εἰς τὸν ἄκρον βαθμὸν τῆς εὐτυχίας της. Ἀφοῦ ὅμως εἰς τοὺς 375 πρὸ Χριστοῦ, Φίλιππος, ὁ πατὴρ τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου, ἔλαβε τὸ μακεδονικὸν σκῆπτρον, διὰ πρώτην φοράν, ἤρχισε, φεῦ! νὰ μιάνῃ τὴν ἐλευθέραν γῆν τῆς Ἑλλάδος μὲ τὴν ἀνεξάρτητον ἀρχήν του. Αὐτὸς ὄντας πολλὰ φιλόδοξος, καὶ ἐν αὐτῷ φιλομαθὴς καὶ δίκαιος, ὅταν δὲν ἦτον πρὸς ζημίαν του, ἢ διὰ νὰ εἰπῶ καλλίτερα ὅταν ἦτον πρὸς ὄφελός του, εἵλκυσε κατ᾿ ὀλίγον ὀλίγον εἰς τὴν φιλίαν του τοὺς περισσοτέρους ἀρχηγοὺς τῶν τότε ἐλληνικῶν πόλεων, καὶ οὕτως προετοίμασεν εἰς μὲν τὸν υἱόν του μεγάλας νίκας, εἰς δὲ τὴν πατρίδα του καὶ ὅλην τὴν Ἑλλάδα ἕνα ἐπικείμενον καὶ ἄφευκτον ἀφανισμόν. Ἐξ αἰτίας του, εὐθύς, ἤρχισεν ὁ πόλεμος ἀναμεταξύ των, αἱ διχόνοιαι ηὔξησαν, καὶ ἡ ἐλευθερία τῆς Ἑλλάδος ἀπ᾿ ὀλίγον κατ᾿ ὀλίγον ἐφθείρετο, ἕως εἰς τοὺς 146 πρὸ Χριστοῦ, ὁποὺ παντελῶς ἠφανίσθη ὑπὸ τῆς ρωμαϊκῆς μεγαλειότητος.
Οἱ Ρωμαῖοι, κατ᾿ ἐκεῖνον τὸν καιρόν, ἤκμαζον. Αὐτοί, ἐξ ἀρχῆς, ἦτον ὀλίγοι φυγάδες, ἀλλὰ μετὰ ταῦτα, διδαχθέντες παρὰ τῶν Ἑλλήνων κάθε λογῆς ἐπιστήμας, καὶ νόμους παρ᾿ αὐτῶν λαβόντες, κατεστήθησαν οἱ ἀξιώτεροι στρατιῶται καὶ συμπολῖται τοῦ κόσμου. Ἡ Ἑλλὰς δὲ ἐλλιπής, κατ᾿ ἐκείνας τὰς ἐποχάς, ἀπὸ ἀξίους στρατιῶτας, ὁπού, ὡς προεῖπον, εἶχαν θυσιάσει ἡ ματαιότης Φιλίππου καὶ Ἀλεξάνδρου καὶ οἱ ἀναμεταξύ των πολέμοι, ὡσαύτως καὶ ἀπὸ ἄξια ὑποκείμενα, ὁποὺ ὁ φθόνος καὶ ἡ πολυτέλεια εἶχαν φθείρει, ἐπαρώξυνεν σφόδρα τὴν ἀχορτασίαν τῶν Ρωμαίων, οἱ ὁποῖοι προσποιούμενοι νὰ βοηθήσουν τινὰς τῶν ἑλληνικῶν δυνάστων, ὥρμησαν εἰς τὴν Ἑλλάδα καὶ ἔφερον μαζί των τὸν καθ᾿ αὑτὸ ἀφανισμόν της, ἀφοῦ ἐλεηλάτευσαν, ἀφοῦ κατέκαυσαν πόλεις, ἀφοῦ τέλος πάντων, τὸ ὅλον ἠφάνισαν, ἐκήρυξαν τὴν Ἑλλάδα ρωμαϊκὴν ἐπαρχίαν.
Ἀπὸ τότε, λοιπόν, ἕως εἰς τοὺς 364 μετὰ Χριστόν, ὁποὺ διεμοιράσθη τὸ ρωμαϊκὸν βασίλειον εἰς ἀνατολικὸν καὶ δυτικόν, οἱ Ἕλληνες ὑπόκειντο εἰς φοβερὰν τυραννίαν, καὶ ἔπαθον ἀνήκουστα βάσανα καὶ ταλαιπωρίας ἀπὸ τοὺς διαφόρους σκληροτάτους ἰμπεράτορας, ὁποὺ ἡ Ρώμη τοὺς ἔπεμπεν. Δὲν ἐδύναντο νὰ ἐλευθερωθῶσι ἀπὸ τοιοῦτον ζυγόν – ἀγκαλὰ καὶ τὰ ἤθη των νὰ μὴν ἦτον παντάπασιν διεφθαρμένα καὶ νὰ ὑπόκειντο εἰς ξένην ἀρχὴν – ἐπειδὴ ἡ ἐπικράτεια ἦτον μεγαλωτάτη, καὶ δὲν ὑπέφερον ὅλοι ἐξίσου τὰς δυστυχίας, καὶ ἐξακολούθως, δὲν ἠμποροῦσαν νὰ ἑνωθοῦν ὅλοι μαζί, διὰ νὰ ἐξολοθρεύσουν τοὺς τυράννους των (8).
Ἀπὸ τότε, λοιπόν, ὁποὺ ἐστερεώθη ὁ χριστιανισμός, ἕως εἰς τοὺς 1453, ἀντὶς νὰ αὐξήσουν τὰ μέσα τῆς ἐλευθερώσεώς των, φεῦ! ἐσμικρύνοντο. Ἡ δεισιδαιμονία καὶ ὁ ψευδής τε καὶ μάταιος ζῆλος τῶν ἱερέων καὶ πατριαρχῶν, κατεκυρίευσεν τὰς ψυχὰς τῶν βασιλέων, οἱ ὁποῖοι, ἀντὶς νὰ ἐπιμελοῦντο εἰς τὸ νὰ διοικῶσι τὸν λαόν, καθὼς ἔπρεπε, ἄλλο δὲν ἐστοχάζοντο, παρὰ νὰ φιλονικῶσι, καὶ νὰ κτίζωσιν ἐκκλησίας. Τότε εἰς τὴν Ἑλλάδα ἐφάνησαν τρεῖς κυριότητες· ἡ τυραννία, τὸ ἱερατεῖον, καὶ ἡ εὐγένεια, αἱ ὁποῖαι διὰ ἕνδεκα αἰῶνας σχεδόν, κατέφθειραν τοὺς Ἕλληνας καὶ κατερήμωσαν τὴν Ἑλλάδα. Ἡ ματαιότης τῶν πατριαρχῶν, καὶ πάπων ἐπροξένησεν τὸ σχίσμα ἀναμέσον ἡμῶν καὶ τῶν Λατίνων, καὶ ἡ δεισιδαιμονία ἥνωσεν εἰς αὐτὸ ἓν μῖσος φοβερὸν μέχρι τῆς σήμερον.
Ἀφοῦ, λέγω, τὸ ἱερατεῖον ἠθέλησε νὰ ἑνώσῃ τὰ ἐκκλησιαστικὰ ἐντάλματα μὲ τοὺς πολιτικοὺς νόμους, διὰ νὰ τιμᾶται ἐν ταὐτῷ καὶ νὰ ὁρίζῃ χωρὶς δυσκολίαν, ἐκατάλαβεν, ὅτι ἀναγκαῖον ἦτον πρότερον νὰ τυφλώσῃ τὸν λαὸν μὲ τὴν ἀμάθειαν, διὰ νὰ στερεώσῃ καλλιότερα τὸν σκοπόν του, καὶ οὕτως ἐπροσπάθησεν νὰ ἐσβήσῃ κάθε σπουδὴν εἰς τὴν Ἑλλάδα, καὶ ὑπερασπίσθη τὴν ἀμάθειαν.
Αἱ ἐπιστῆμαι, ὁποὺ πρότερον ἤνθιζον, ἄρχισαν νὰ μαρανθῶσι, τὰ σχολεῖα ἐσφαλίσθησαν, οἱ διδάσκαλοι ἐμωράνθησαν, καὶ ἡ ἀλήθεια μὲ τὴν φιλοσοφίαν ἐξωρίσθησαν. Ἄλλο βιβλίον δὲν εὑρίσκετο, εἰμὴ τὰ πονήματα τῶν ἱερέων. Κάθε φιλόλογος ἄλλο δὲν ἠμποροῦσε νὰ ἀναγνώσῃ, εἰμὴ τὰ θαύματα καὶ τοὺς βίους τῶν ἁγίων, καὶ οἱ ταλαίπωροι Ἕλληνες, ἀγκαλὰ καὶ φιλελεύθεροι, ὑστερημένοι ὅμως ἀπὸ τὸ φῶς τῆς φιλοσοφίας, ἔγιναν σχεδὸν δοῦλοι κατὰ συνήθειαν, μεμεθυσμένοι δὲ ἀπὸ τὴν ἀμάθειαν καὶ δεισιδαιμονίαν, ὑπήκουον καὶ ἐφοβοῦντο τοὺς τυράννους των, χωρὶς νὰ ἠξεύρουν τὸ διατί. Ἕνας ἀφορισμὸς τοῦ ἀρχιερέως ἐτρόμαζεν τόσα μιλλιούνια ἀνθρώπων. Ὦ δεισιδαιμονία, πόσον φοβερὰ εἶσαι ἀνάμεσα εἰς τὰ ἀνθρώπινα πάθη, καὶ πόσον οὐτιδανώνεις τὴν ἀνθρωπότητα, ὅταν κυριεύσῃς τὰς ψυχὰς τῶν ἁπλῶν καὶ ἀμαθῶν λαῶν, οἱ ὁποῖοι τόσον ἀπομωρώνονται, ὁποὺ τρέμουσιν εἰς τὴν ψευδῆ λαλιάν σου, καθὼς τὰ βρέφη φοβοῦνται ἕνα ὄφιν ξύλινον, ἢ ἕνα χαλκοῦν λέοντα!”
ΑΝΩΝΥΜΟΥ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΟΣ – ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΝΟΜΑΡΧΙΑ – ΒΙΒΛΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ “ΤΥΡΑΝΝΟΙ ΚΑΙ ΔΟΥΛΟΙ”