Τα δύο ορφικά ελάσματα που βρέθηκαν στην Πέλιννα (ή Πελινναίον, σημερινό Παλαιογαρδίκι) ήταν τοποθετημένα επάνω στο στήθος νεκρής γυναίκας (τέλος 4ου αιώνα π.Χ.). Ένα μικρό άγαλμα μαινάδας βρέθηκε στον ίδιο τάφο. Από το ένα έλασμα λείπουν οι στίχοι 4 και 7. Ίσως το μικρότερο από τα ελάσματα να χαράχτηκε πρώτο, αλλά, επειδή το κείμενο δεν χώρεσε ολόκληρο, ξαναγράφτηκε στο μεγαλύτερο έλασμα. Τα ελάσματα έχουν τη μορφή κισσού, όπως αυτός παριστάνεται σε αγγειογραφίες. Μοιάζουν όμως και σαν καρδιές. Ο κισσός ήταν σύμβολο του Διονύσου, ο οποίος αποκαλείται αλλού κισσοφόρος, κισσόβρυος, κισσοχαίτης, ενώ η καρδιά ήταν το μόνο κομμάτι του Διόνυσου που δεν κατασπάραξαν οι Τιτάνες: από αυτήν αναγεννήθηκε ο θεός στον ορφικό μύθο. Ο Παυσανίας (2.37.2-2) κάνει λόγο για μια καρδιά από ορείχαλκο σε σχέση με τα μυστήρια της Λέρνας.
Κάποιος που δεν κατονομάζεται απευθύνεται στο νεκρό σε δεύτερο πρόσωπο. Μπορεί να είναι κάποια θεότητα του Κάτω Κόσμου, ο Ορφέας, η ίδια η πινακίδα ή κάποιος συμμετέχων στην κηδεία, πιθανότατα ο ορφικός ιερέας. Η φράση «τούτη δω τη μέρα» παραπέμπει στην ημέρα της ταφής, επομένως η τελευταία εκδοχή ενισχύεται. Ότι έχουμε να κάνουμε με την ημέρα της κηδείας φαίνεται από ολόκληρο τον 1ο στίχο, αλλά και από την αναφορά στο γάλα και το κρασί, συνηθισμένες νεκρικές προσφορές. Το κείμενο επομένως μπορεί να επαναλαμβάνει γραπτώς λόγια που λέγονταν προφορικά στη διάρκεια της τελετής της ταφής (λεγόμενα). Εντούτοις τίποτα δεν αποκλείει τα ίδια ή παρόμοια λόγια να εκφωνούνταν και στις τελετές μύησης, όσο ο μύστης ζούσε ακόμη, αφού κατά κάποιο τρόπο η μύηση είναι μια προετοιμασία για την μελλοντική κάθοδο του μυούμενου στον Κάτω Κόσμο.
Η έκφραση «τούτη δω τη μέρα» δίνει επίσης μια αίσθηση του επείγοντος: η στιγμή του θανάτου είναι κρίσιμη για την τύχη του νεκρού στον Κάτω Κόσμο, ένα μοναδικό και σύντομο πέρασμα και μια ευκαιρία για την αιώνια ζωή που δεν πρέπει να χαθεί. Την ίδια αίσθηση του επείγοντος δίνουν οι ρηματικοί τύποι ἔθορες, ἔπεσες, ἔθανες (αντί του αναμενόμενου τέθνηκας), όπου ο αόριστος τονίζει τη μοναδικότητα και το στιγμιαίο χαρακτήρα της περίστασης. Η αίσθηση του επείγοντος δίνεται και σε άλλες πινακίδες με επιρρήματα όπως ὦκα, αἶψα (Ιππώνιο, Πετηλία).
Αρχαίο κείμενο
Νῦν ἔθανες καὶ νῦν ἐγένου, τρισόλβιε, ἄματι τῶιδε.
εἰπεῖν Φερσεφόναι σ’ ὅτι Βχιος αὐτὸς ἔλυσε.
τα{ι}ῦρος εἰς γάλα ἔθορες.
αἶψα εἰς γλα ἔθορες.
κριὸς εἰς γάλα ἔπεσ.
οἶνον ἔχεις εὐδίμονα τιμὴ
κἀπιμένει σ’ ὑπὸ γῆν τέλεα ἅσσαπερ ὄλβιοι ἄλλοι.
Μετάφραση
Τώρα πέθανες και τώρα γεννήθηκες, τρισόλβιε,τούτη δω τη μέρα.[1]
Στην Περσεφόνη να πεις ότι σ’ απελευθέρωσε ο ίδιος ο Βάκχος.[2]
Ταύρος στο γάλα πήδηξες.
Γοργά στο γάλα πήδηξες.
Κριάρι στο γάλα έπεσες.[3]
Έχεις κρασί για ευδαίμονα τιμή[4]
και κάτω απ’ τη γη σε περιμένει βραβείο σαν των άλλων ολβίων.
—————————————————————————————-
[1] Την ίδια μέρα ο νεκρός πεθαίνει και αναγεννιέται. Αναγεννιέται ως θεός ή ήρωας, όπως φαίνεται από αντίστοιχους μακαρισμούς σε άλλα ορφικά κείμενα, γιατί εγκαταλείπει τον κύκλο των ενσαρκώσεων και μεταφέρεται στον αιώνιο κόσμο των θεών, όπου είναι και οι άλλοι «όλβιοι». Γι’ αυτό και αξίζει να θεωρείται τρισευτυχισμένος, αφού απελευθερώθηκε (χάρη στον Βάκχο) από την ανθρώπινη κατάσταση (βλ. επόμενο στίχο). Το «τρισόλβιος» είναι ένα εμφατικό επίθετο που χρησιμοποιείται συχνά σε τελετουργικούς μακαρισμούς και σε σχέση με τα μυστήρια και τη μακαριότητα που χαρίζει η γνώση που προκύπτει από αυτά για τους μύστες. Το επίθετο δένει και με το «ευδαίμονα» του στίχου 6, αλλά και με τους ολβίους (μακάριους) του στίχου 7. Σε πινδαρικό απόσπασμα (137 Maehl.) έχουμε παρόμοια φρασεολογία σε σχέση με τα Ελευσίνια: όποιος μυήθηκε σ’ αυτά είναι όλβιος, επειδή όταν πεθάνει, την ίδια στιγμή θα γνωρίσει την αρχή της ζωής που δίνει ο Δίας. Πβ. Σοφ. απ. 837 Radt, ομηρικός ύμνος στη Δήμητρα 480 κ.α. Ο όλβος του μυημένου, συνεπώς, δεν προκύπτει μόνο από τη χαρά της αιώνιας ζωής που τον περιμένει μετά το θάνατο, αλλά και από τη γνώση της αλήθειας για τη ζωή, τον εαυτό του και τους θεούς που αποκτά όσο ζει χάρη στη μύησή του.
Ο αριθμός τρία στο «τρισόλβιος» μπορεί να μην χρησιμοποιείται μόνο για να δώσει έμφαση, αλλά και επειδή ο ίδιος (και τα πολλαπλάσιά του) είναι «μαγικός» αριθμός. Παρακάτω το μοτίβο της πτώσης στο γάλα επαναλαμβάνεται τρεις φορές. Σε παρόμοια συμφραζόμενα πβ. Πίνδ., Ολ. 2.75 κ.εξ., Εμπεδ. Β 115.6 D-K, Πλάτων, Φαίδρος 249Α, Μακρόβ., Som. Sc. 1.11.8 κ.εξ. κ.α.
[2] Η Περσεφόνη είναι η βασίλισσα του Κάτω Κόσμου, κόρη του Δία και της Δήμητρας, σύζυγος του Άδη-Πλούτωνα, ο οποίος την απήγαγε σε ένα λιβάδι, στην κοινή ελληνική παράδοση. Το ότι περνά ένα μέρος της ύπαρξής της στον Άδη και ένα μέρος στην επιφάνεια της γης συμβολίζει την αναγέννηση των καρπών και σε ένα ευρύτερο επίπεδο της ίδιας της ζωής. Γι’ αυτό και η Περσεφόνη (και η Δήμητρα) συχνά παίζει ρόλο στα μυστήρια που υπόσχονται μια ευτυχισμένη αιώνια ζωή μετά θάνατον (π.χ. Ελευσίνια, Ορφικοί).
Η ορφική εκδοχή του μύθου είναι πολύ διαφορετική: ο Δίας βιάζει τη Δήμητρα, η οποία γεννά την Περσεφόνη. Στη συνέχεια ο Δίας βιάζει και την Περσεφόνη από την οποία γεννιέται ο Διόνυσος-Βάκχος. Ο Διόνυσος σπαράζεται από τους Τιτάνες εκτός από την καρδιά του. Ο Δίας κεραυνώνει τους Τιτάνες και από τη στάχτη τους δημιουργείται το ανθρώπινο γένος. Συνεπώς στους Ορφικούς και οι δύο θεότητες (μητέρα-γιος) παίζουν σημαντικό ρόλο στα μυστήρια και την εσχατολογία. Η ψυχή του νεκρού πρέπει να διαβεβαιώσει την Περσεφόνη ότι την απελευθέρωσε (ἔλυσεν) ο ίδιος ο Βάκχος. Μόνο έτσι θα γίνει δεκτή στην αιώνια ευτυχία. Σ’ αυτά τα συμφραζόμενα δεν είναι τυχαίο το συχνό επίθετο του Βάκχου Λυσεύς, Λύσιος (αυτός που ελευθερώνει), Ἐλευθερεύς. Η διαβεβαίωση της ψυχής έχει διπλό νόημα: η ψυχή απελευθερώθηκε και από τον κύκλο των γεννήσεων μέσω του θανάτου του σώματος, της μύησης και της καθαρής ζωής που διήγαγε, αλλά και πήρε συγχώρηση από τον Βάκχο για το προπατορικό ανθρώπινο αμάρτημα των Τιτάνων σε βάρος του. Μόνο τότε και η μητέρα του Βάκχου, η Περσεφόνη, θα συγχωρήσει την ψυχή και θα την κάνει δεκτή στο βασίλειό της (πβ. Πίνδαρος απ. 133 Maehl., οἷσι δὲ Φερσεφόνα ποινὰν παλαιοῦ πένθεος δέξεται…). Ωστόσο η προσωπικότητα της Περσεφόνης έχει και μια άλλη διάσταση: οι άνθρωποι έχουν μέσα τους και το διονυσιακό στοιχείο (τα κομμάτια του θεού που κατασπάραξαν οι Τιτάνες), επομένως κατά κάποιο τρόπο η Περσεφόνη είναι «μητέρα» και των ανθρώπων. Πβ. τη φράση της ψυχής Μᾶτερ, ἐμᾶς ἐπάκουσον εὐχᾶς προς την Περσεφόνη σε κείμενο από τους Θουρίους. Στα αγγεία από την Απουλία πολλές φορές ο Διόνυσος και η Περσεφόνη μαζί με άλλες θεότητες εμφανίζονται, για να διασφαλίσουν το πέρασμα και την αποδοχή της ψυχής στον Κάτω Κόσμο. Πβ. την εικονογραφία από τους λεγόμενους λοκρικούς πίνακες.
Είναι ενδιαφέρον εδώ το πώς ο Πλάτων αντλεί από τις ορφικές ιδέες και τις προσαρμόζει στο δικό του φιλοσοφικό σύστημα, χρησιμοποιώντας την ορολογία των μυστηρίων: συνιστά τον καθαρμό του σώματος στη διάρκεια της ζωής, προκειμένου να κερδίσει κανείς γνώση κατά τη στιγμή του θανάτου, όταν η θεότητα μας ελευθερώνει από τα δεσμά του σώματος (Φαίδων 67Α). Η έσχατη κάθαρσις είναι η απελευθέρωση της ψυχής από το σώμα. Τελικά, όμως, η απελευθέρωση αυτή (λύσις) δεν συνδέεται μόνο με το θάνατο, αλλά και με τη φιλοσοφία (67D, 82D). Η φιλοσοφική μύηση ισοδυναμεί με την τελετουργική.
Τέλος να σημειωθεί ότι η εμφάνιση της ψυχής μπροστά στην Περσεφόνη μοιάζει να αποτελεί το επόμενο στάδιο από εκείνο που είδαμε στο κείμενο του Ιππωνίου: εκεί η ψυχή εμποδίζεται από τους φύλακες της πηγής και πρέπει να πει το σωστό σύνθημα. Εδώ η ψυχή φαίνεται να έχει ήδη περάσει αυτό το στάδιο και να έχει φτάσει μπροστά στην ίδια τη βασίλισσα του Άδη για την τελική κρίση. Ο στίχος 2, σ’ αυτή την περίπτωση, είναι και πάλι ένα (άλλο) συνθηματικό που πρέπει να γνωρίζει η ψυχή.
[3] Δεν είναι σαφές τι σημαίνουν αυτοί οι στίχοι, αν και φυσικά για τους μυημένους η σημασία τους θα ήταν προφανής. Παρόμοιες εκφράσεις υπάρχουν σε ορφικά κείμενα από τους Θουρίους, αν και εκεί γίνεται λόγος για κατσίκι: ἔριφος ἐς γάλ΄ ἔπετον. Στις ταφικές τελετές γίνονταν σπονδές γάλακτος. Ορισμένοι υποθέτουν τελετουργικό λουτρό μύησης με καταβύθιση σε γάλα ή γαλακτόχρωμο υγρό. Σε ορισμένες ανατολικές τελετές μύησης θυσιαζόταν ένα κατσικάκι και μετά μαγειρευόταν σε γάλα, μια πρακτική που απαγορεύει ρητά η Παλαιά Διαθήκη (λ.χ. Δευτ. 14.21). Ωστόσο ταύρος ή κριάρι δεν αναφέρονται σ’ αυτές τις περιπτώσεις. Ο Απουλήιος (Met. 11.10) αναφέρει ότι σε τελετή της Ίσιδας ένας από τους μετέχοντες κρατά χρυσό ποτήρι σε σχήμα θηλής από το οποίο κάνει σπονδές γάλακτος. Γάλα κατανάλωναν και στη λατρεία του Άττη με τη συνοδεία χαράς, στεφάνων και μεταφορικών εικόνων της ανόδου της ψυχής στους θεούς, ενώ οι πιστοί παρομοιάζονται με νεογέννητα (φιλόσοφος Σαλλούστιος, De diis 4). Οι μαινάδες έπιναν γάλα θηλάζοντας από άγρια ζώα. Στην περίφημη Βίλα των Μυστηρίων στην Πομπηία εικονίζεται θηλυκό πλάσμα που μοιάζει με Πάνα να προσφέρει το μαστό της σε ελαφάκι. Στην αιγυπτιακή παράδοση η ψυχή του νεκρού εικονίζεται να θηλάζει από το μαστό της Ίσιδας. Σε διάφορες μαγικές επωδές πάνω σε μολύβδινα φύλλα εμφανίζονται φράσεις όπως «ο καιρός του θηλασμού», «βγάζει τον τράγο από τον κήπο της Περσεφόνης», «θηλασμός από την αιώνια πηγή του ανθηρού γάλακτος». Οι επωδές αυτές έχουν πολλά σύμβολα που ξαναβρίσκουμε σε ορφικά κείμενα και επιπλέον έχουν ανευρεθεί στις ίδιες περιοχές (Μεγάλη Ελλάδα, Κρήτη). Οι μαινάδες του Διόνυσου χτυπούν το έδαφος και ξεπηδούν πηγές γάλακτος, κρασιού, μελιού: όλα αυτά αποτελούν θεμελιώδη συστατικά των νεκρικών προσφορών. Κατά μια άποψη εδώ η λυτρωμένη ψυχή του μύστη στον Κάτω Κόσμο ορμά μεταφορικά και συμβολικά να πιει γάλα από το μαστό της «μητέρας» Περσεφόνης ως σύμβολο της αναγέννησής του, σαν πεινασμένο νεογνό. Από την άλλη το κατσίκι, ο ταύρος και το κριάρι είναι ιερά ζώα του Διόνυσου και είδαμε ότι ο μυημένος ταυτίζεται με το θεό του, γίνεται κι ο ίδιος ένας βάκχος. Ο Διόνυσος μεταμορφώνεται σε κατσίκι, για να γλιτώσει από την οργή της Ήρας. Αποκαλείται Ερίφιος στο Μεταπόντιο, ενώ οι μετέχοντες στη λατρεία του Άδωνη, ενός θεού που επίσης πεθαίνει, αποκαλούνται έριφοι. Ο Πενθέας βλέπει το Διόνυσο ως ταύρο. Στην Ελέα οι γυναίκες αποκαλούσαν τελετουργικά τον θεό «άξιε ταύρε». Σε απεικονίσεις ένα κριάρι εμφανίζεται συχνά μαζί με τον Βάκχο.
Σε άλλα συμφραζόμενα το γάλα είναι σύμβολο αφθονίας (ο Δίας πίνει γάλα από το κέρας της Αμάλθειας). Άλλοι ερμηνεύουν τις εκφράσεις ως παροιμίες που φανερώνουν την εκπλήρωση μιας βαθιάς επιθυμίας, οι οποίες πέρασαν στο λεξιλόγιο των μυστηρίων και απέκτησαν εσωτερικό νόημα. Η έκφραση θα μπορούσε να προέρχεται από τη γλώσσα των βοσκών, αλλά ταιριάζει περισσότερο στο κατσίκι των κειμένων από τους Θουρίους, αν και δεν μπορούμε να αποκλείσουμε μια γκροτέσκα επέκτασή της στον ταύρο και το κριάρι στην περίπτωση της Πέλιννας. Το κατσικάκι ήταν σύμβολο της αγνότητας (όπως ο αμνός για τους Χριστιανούς) και θα μπορούσε να αντιπροσωπεύει τους μυημένους που στο θάνατο αναγεννιούνται αγνοί σαν κατσικάκι που θηλάζει. Ρήματα όπως το πίπτω και το θρώισκω χρησιμοποιούνται στην αρχαία λογοτεχνία σε συμφραζόμενα για τη βίαιη στιγμή της γέννησης (π.χ. πήδησε στο φως, πήδησε από τα σκέλια της μητέρας του, έπεσε ανάμεσα στα πόδια της γυναίκας κ.τ.λ.). Δεν ξέρουμε πώς να συνδέσουμε όλες αυτές τις σκόρπιες πληροφορίες κι έτσι το νόημα των στίχων παραμένει σκοτεινό.
[4] Το κρασί είναι το σήμα κατατεθέν του Διονύσου και στις ορφικές Ραψωδίες αποκαλείται ο ίδιος κρασί. Η λέξη «τιμή», πάλι, επανεμφανίζεται πολλές φορές σχετιζόμενη με τις ιδιαίτερες απολαύσεις που περιμένουν τους εκλεκτούς στον Άλλο Κόσμο. Η αναφορά εδώ στον οίνο ολοκληρώνει την ευδαιμονία του μύστη και στη ζωή και στο θάνατο. Στον πάπυρο Gurob ο μύστης πίνει κρασί στη διάρκεια της τελετής σε συμφραζόμενα απελευθέρωσης, με τον Διόνυσο να παρουσιάζεται ως θεός-σωτήρας. Το κρασί σ’ αυτό το πλαίσιο δεν είναι απλώς μια επιφανειακή ευχαρίστηση: μετουσιώνεται σε ένα ποτό της αθανασίας. Το να πίνεις κρασί είναι σαν πίνεις τον ίδιο τον θεό (Κικέρων, Nat. deor. 3.41). Σε ιταλικό αγγείο ο Διόνυσος με θαυματουργό τρόπο κάνει τα τσαμπιά να στάζουν κρασί σε κούπες. Μια γυναίκα-μύστης πλησιάζει για να συλλέξει το κρασί σε έναν μεγαλύτερο κρατήρα: η συμμετοχή στα μυστήρια αποτελεί ένα είδος μετοχής στον παράδεισο ήδη κατά τη ζωή πάνω στη γη. Παράλληλα η σπονδή κρασιού πρέπει να ήταν μέρος και της ταφικής τελετής. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις χρησιμοποιούνταν άκρατος οίνος, σε αντίθεση με το νερωμένο κρασί των συμποσίων. Τα οστά των νεκρών πλένονταν με κρασί. Κρασί καταναλωνόταν και στο νεκρικό δείπνο. Σε ταφικούς κρατήρες από την Απουλία κρασί, τσαμπιά, τύμπανα, θύρσοι και σάτυροι εμφανίζονται σαν να συγχέονται ο θρήνος και η έκσταση. Στην κορύφωσή της έκστασης ο πιστός απελευθερώνεται. Η ψυχή ομοίως απελευθερώνεται από τον θεό στη μύηση και στο θάνατο. Ωστόσο το κρασί και η διαρκής εκστατική μέθη είναι και μέρος της απόλαυσης του εκλεκτού στην αιώνια ζωή, μια αντίληψη που ειρωνεύεται ο Πλάτων στην Πολιτεία (363 CD). Ο μύστης παρακάθεται σε ένα αιώνιο συμπόσιο με τους θεούς και τους άλλους μύστες του θιάσου του (όλβιοι).