Στο σύγγραμμα ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΥΠΟ ΤΟΥ ΘΕΙΟΥ ΒΡΑΔΕΩΣ ΤΙΜΩΡΟΥΜΕΝΩΝ ο Πλούταρχος αναφέρει την περίπτωση του Θεσπέσιου από τους Σολούς ο οποίος ζώντας μέσα στην ακολασία και την αισχρότητα, σε κάποιο ατύχημα από πτώση, του δίνεται η ευκαιρία να μεταφερθεί στον πέρα κόσμο και να δει την μεταθανάτια κατάσταση των ψυχών.
Και των δικαίων και των αδίκων. Εκεί του δίνεται το όνομα Θ ε σ π έ σ ι ο ς (θεόπνευστος – προφητικός αυτός που διηγείται ή αναγγέλει, ο εξαιρετικός, ο θαυμάσιος και τέλος ο υπερφυσικά θαυμαστός), ενώ το όνομα που είχε στην γη ήταν Αριδαίος. Επιστρέφει στην ζωή, όπου πολλά από αυτά που είδε δεν μπορεί να τα διηγηθεί αλλά πολλά που αντέχει να τα πει τελικώς τα διηγείται.
Αλλάζει εντελώς, προς το καλύτερο, στο βίο που του απομένει να ζήσει.
Ας διαβάσουμε ένα απόσπασμα:
“Ο συγγενής του Θεσπέσιου του εξηγούσε το καθετί. Του είπε πως η Α δ ρ ά σ τ ε ι α, κόρη της Ανάγκης και του Δία, έχει οριστεί ανώτατος τιμωρός όλων των αδικημάτων, και πως κανένας παλιάνθρωπος δεν υπήρξε αρκετά μεγάλος ή αρκετά μικρός ώστε να διαφύγει, είτε περνώντας απαρατήρητος είτε ασκώντας βία.
Και υπάρχουν και άλλες τρεις που εποπτεύουν και εκτελούν τριών λογιών τιμωρίες αντίστοιχα:
Όσους θα υποστούν άμεση σωματική τιμωρία τους αναλαμβάνει η γοργή Π ο ι ν ή, η οποία τους χειρίζεται με ήπιο τρόπο και παραβλέπει πολλά παραπτώματα που απλώς χρειάζονται εξιλασμό. Εκείνοι που η κακία τους θεραπεύεται πολύ δύσκολα, παραδίδονται μετά θάνατον στην Δ ί κ η.
Όσοι είναι ολωσδιόλου ανίατοι, διώχνονται από την Δίκη. Αυτούς τους καταδιώκει η τρίτη και αγριότερη βοηθός της Αδράστειας, η Ε ρ ι ν ύ ς.
Καθώς περιπλανιούνται και πασχίζουν να διαφύγουν, τους αφανίζει όλους με το χειρότερο τρόπο και τους βυθίζει σε τόπο σκοτεινό και δίχως όνομα.
Όποιος έχει φθάσει ως εδώ χωρίς να έχει υποστεί στην γη την τιμωρία που του άξιζε και χωρίς να έχει καθαρθεί, τον περιλαμβάνει η Δίκη, με την ψυχή του εκτεθειμένη σε κοινή θέα, ολόγυμνο, έτσι που να μην μπορεί να χωθεί πουθενά να κρύψει την μοχθηρία του αλλά να τον βλέπουν όλοι από παντού.
Τον παρουσιάζει πρώτα στους γονείς του, αν υπήρξαν ενάρετοι, και στους προγόνους του, ως άτομο κατάπτυστο και ανάξιο τους.
Αν οι γονείς είναι φαύλοι τους βλέπει να τιμωρούνται και τον βλέπουν και εκείνοι, και η τιμωρία του τραβά σε μάκρος, και απαλλάσσεται από τα πάθη του με πόνους και ωδίνες που ξεπερνούν κατά πολύ οποιονδήποτε σωματικό πόνο.
Οι ουλές και οι μελανιές των διαφόρων παθών, σε άλλους μένουν για πολύ καιρό και σε άλλους όχι.
“Ρίξε μια ματιά” είπε, “οι ψυχές έχουν πάνω τους χρώματα κάθε λογής. Εκείνο το σκούρο, βρώμικο χρώμα είναι της Φιλαργυρίας και της Πλεονεξίας. Το άλλο, το κόκκινο σαν αίμα και φωτιά είναι της Ωμότητας και της Σκληρότητας. Όπου υπάρχει γαλαζωπό, από εκεί έχει σβηστεί η έκλυση των ηθών.
Η Κακότητα και ο Φθόνος αφήνουν κάτω από την επιφάνεια, όπως οι σουπιές, εκείνο το μελανό το μωβ”.
(…)
Στην συνέχεια, πήγαν να δούνε εκείνους που τιμωρούνταν. Στην αρχή απλώς παρακολουθούσαν ένα θέαμα απωθητικό και θλιβερό. Κατόπιν όμως, σαν είδε ο Θεσπέσιος φίλους, γνωστούς και συγγενείς του, που δεν το περίμενε για αυτούς πως θα υπέμεναν τέτοιες φοβερές και απαίσιες τιμωρίες, εκείνοι στράφηκαν προς το μέρος του θρηνολογώντας και κλαίγοντας βορρά, κι ο Θεσπέσιος είδε και τον πατέρα του να βγαίνει μέσα από ένα βάραθρο γεμάτος στίγματα και ουλές και να του απλώνει τα χέρια.
Τότε οι δεσμοφύλακες υποχρέωσαν τον πατέρα του να μιλήσει και να ομολογήσει την βρωμερή του πράξη, το ότι δηλητηρίασε κάποιους πλούσιους φιλοξενούμενους του για να τους πάρει το χρυσάφι, ότι δεν τον υποψιάστηκε κανείς πάνω στην γη, εδώ όμως φανερώθηκε η ενοχή του και ότι η τιμωρία και τα πάθη που είχε υποστεί ακόμη δεν είχαν πάρει τέλος.
Εμβρόντητος και καταφοβισμένος ο Θεσπέσιος, δεν τόλμησε να παρακαλέσει και να ικετεύσει για τον πατέρα του.
Γύρισε να φύγει όμως ο φοβερός συνοδός του είχε εξαφανιστεί. Κάποιοι άλλοι τώρα, με πρόσωπα φοβερά, τον σκουντούσαν από πίσω και δεν τον άφηναν να φύγει, σαν να του έλεγαν πως ήταν υποχρεωμένος να τα δει όλα.
Ο Θεσπέσιος πρόσεξε τότε ότι εκείνοι που στην ζωή τους υπήρξαν γνωστοί παλιάνθρωποι κι είχαν τιμωρηθεί στην γη, δεν κακοπάθαιναν πολύ και ούτε ήταν συνεχόμενα τα βάσανα τους, γιατί τιμωρούνταν το μη λογικό μέρος της ψυχής τους που περιέχει τα π ά θ η.
Αντίθετα, όσοι έζησαν με την φήμη και το πρόσχημα της αρετής κρύβοντας καλά την φαυλότητά τους, αυτοί εξαναγκάζονταν με τρόπο σκληρό και οδυνηρό να βγάλουν στο φως το μέσα της ψυχής τους και συσπώνταν αφύσικα και κουβαριάζονταν σαν τις σκολοπένδρες όταν καταπιούν το αγκίστρι, βγάζουν έξω τα σωθικά τους.
Είπε πως είδε και άλλες ψυχές, μπλεγμένες μεταξύ τους σαν ο χ ι έ ς, δύο μαζί, τρεις-τρεις και περισσότερες, να τρώνε η μία την άλλη, γεμάτες μνησικακία για τα όσα τράβηξαν και τα όσα έκαναν στην γη.
Υπήρχαν εκεί, είπε, και λίμνες, η μία πλάι στην άλλη, και στην μία έβραζε χρυσάφι, η άλλη ήταν μολύβδινη και παγερή, κι η τρίτη τραχειά από σίδερο.
Κοντά στέκονταν δαίμονες που κρατούσαν λαβίδες, σαν χαλκωματάδες, και σήκωναν και κατέβαζαν με την σειρά τις ψυχές εκείνων που η απληστία και η πλεονεξία τους έκαμαν κακούς.
Σαν γίνονταν διάπυρες και διάφανες από το φλόγισμα μες στο χρυσάφι, τις βύθιζαν στην μολύβδινη λίμνη.
Εκεί πάγωναν και σκλήρυναν σαν το χαλάζι και τότε τις μετέφεραν στην λίμνη του σιδήρου, όπου γινόνταν κατάμαυρες, τσακίζονταν και συντρίβονταν τόσο που άλλαζαν μορφή. Και στην κατάσταση αυτή, πάλι μεταφέρονταν στην λίμνη με το χρυσάφι. Όλες αυτές οι αλλαγές τους προξενούσαν απίστευτους πόνους.
Μέχρι τώρα ο Θεσπέσιος δεν ήταν παρά ένας θεατής.
Όμως την στιγμή που στράφηκε να φύγει, συνέβη κάτι που τον έκανε να παγώσει από φόβο. Μια γυναίκα πανύψηλη και πανέμορφη τον έπιασε και του είπε:“Έλα εδώ, να σε κάνω εγώ να τα θυμάσαι όλα”, και κρατώντας ένα πυρωμένο ραβδί, όπως οι ζωγράφοι, πήγε να τον χαράξει.
Μια άλλη γυναίκα όμως την εμπόδισε.
Τότε ο Θεσπέσιος, παρασυρόμενος από μια δυνατή ριπή ανέμου, τινάχτηκε θαρρείς μέσα από μια σήραγγα και έπεσε πάνω στο ίδιο του το σώμα και βρέθηκε με τα μάτια ορθάνοιχτα στο χείλος του τάφου του”.