[taxopress_postterms id="1"]
Όπως λέγει ο Πρόκλος, στο «Εις τον Πλάτωνος πρώτον Αλκιβιάδη, βιβλίο Β’, 244.3 – 251.2», μέσα στον καθένα μας υπάρχει ένα «πολυκέφαλον θηρίον» (Πλάτων «Πολιτεία, 588.c»), όπως έχει πει ο ίδιος, που είναι αντίστοιχο το πλήθος. Αυτό, πράγματι, είναι ότι ο όχλος μέσα στην πόλη, «τὸ ποικίλον καὶ ἄλογον καὶ ἔνυλον εἶδος τῆς ψυχῆς», το πεζότατο (το πιο χαμηλό) στοιχείο μέσα μας. Ο Σωκράτης λοιπόν προτρέπει προς την απομάκρυνση από την ατέρμονη επιθυμία και τη διάλυση του πλήθους της ζωής μας και του όχλου που υπάρχει μέσα μας, με το σκεπτικό ότι ο τελευταίος δεν είναι αξιόπιστος κριτής για την φύση των πραγμάτων ούτε γενικά δεκτικός κάποιας επιστήμης. Είναι γεγονός ότι κανένα άλογο στοιχείο δεν μπορεί, από την φύση του, να μετέχει στην επιστήμη, πολύ περισσότερο το υποδεέστερο από τα άλογα στοιχεία, αυτό που ενυπάρχει στον όχλο και τον οδηγεί σε εξεγέρσεις και εσωτερικές συγκρούσεις. Ο Σωκράτης αξιώνει η νοητική και επιστημονική ζωή δεν πρέπει δεν πρέπει να προσδέχεται την απομάκρυνση από το Ένα, την ανομοιότητα και την παντοειδή διαίρεση, αλλά να τα αποδιώχνει όλα τούτα ως ξένα προς τον νου και τη θεϊκή ένωση. Πρέπει δηλ. να αποφεύγουμε όχι μόνο το εξωτερικό πλήθος αλλά κι αυτό που είναι μέσα στην ίδια την ψυχή, και να μην καταργούμε μόνο αυτό αλλά και το οποιοδήποτε.
Αρχίζοντας λοιπόν από την κατώτερη περιοχή, πρέπει να αποφεύγουμε το πλήθος των ανθρώπων των «ἀγεληδὸν ἰόντων» (που πηγαίνουν σαν αγέλη), όπως λέει ο χρησμός, και να μην ερχόμαστε σε επαφή ούτε με τις ζωές τους (με τον τρόπο ζωής τους) ούτε με δόξες τους (τις απόψεις τους). Πρέπει να αποφεύγουμε τις πολυειδής ορέξεις (επιθυμίες) που απευθύνονται γιατί μας μερίζουν περί το σώμα και μας κάνουν να στρεφόμαστε προς τα εξωτερικά πράγματα, άλλοτε προς το ένα κι άλλοτε προς το άλλο, τη μια προς τις άλογες ηδονές, την άλλη προς πράξεις αναίτιες και αλληλοσυγκρουόμενες. Αυτές, πραγματικά, μας κάνουν συνέχεια να αλλάζουμε γνώμη, μας γεμίζουν με το κακό. Πρέπει να αποφεύγουμε «τὰς συντρόφους ἡμῖν αἰσθήσεις τὰς τὴν διάνοιαν ἀπατώσας». Πολύμορφες, δηλ. καθώς είναι χρησιμοποιούν διαφορετικά κάθε φορά αισθητά, χωρίς να λένε τίποτα το υγιές και τίποτα ακριβές, όπως λέει ο ίδιος ο Σωκράτης. Πρέπει να αποφεύγουμε τις εικόνες της φαντασίας γιατί είναι εξωτερικές και μερισμένες, φέρνουν απίστευτη ποικιλομορφία και δεν μας επιτρέπουν την αναχώρηση προς το αμέριστο και το άυλο, αλλά, όταν σπεύδουμε να συνδεθούμε με την ουσία του είδους αυτού, ενεργούν ως περισπασμός και μας τραβούν προς την παθητική νόηση. Πρέπει να αποφεύγουμε τις υποκείμενες δοξασίες, διότι κι αυτές είναι ποικιλόμορφες και ατελείωτες, οδηγούνται προς τα εξωτερικά πράγματα και, αναμεμειγμένες με την φαντασία και την αίσθηση, δεν είναι ούτε και αυτές, απαλλαγμένες από την αντιφατικότητα. Πράγματι, και μέσα μας, νομίζω, συγκρούονται οι δοξασίες μεταξύ τους, όπως η μία φαντασία με την άλλη, η μία αίσθηση με την άλλη. Αποφεύγοντας λοιπόν όλα τούτα τα μεριστά και ποικιλόμορφα είδη ζωής, ας ανατρέξουμε ακριβώς στην επιστήμη, κι εκεί ας συναγάγουμε σε ένωση το πλήθος των θεωρημάτων και ας περιλάβουμε σε ένα συνδετικό δεσμό την πολλαπλότητα των επιστημών. Διότι οι επιστήμες ούτε εξεγείρονται ούτε πολεμούν η μία εναντίον της άλλης, αλλά πάντοτε οι κατώτερες υπηρετούν τις ανώτερες και λαμβάνουν τις αρχές τους από εκείνες. Εδώ όμως πρέπει να οδηγήσουμε τον εαυτό μας από τις πολλές επιστήμες προς την μία, την ανυπόθετη και πρώτη, και σε εκείνη να αναγάγουμε όλες τις άλλες. Μετά την επιστήμη «καὶ τὴν ἐν αὐτῇ γυμνασίαν», πρέπει να παραμερίσουμε τις συνθέσεις και τις διαιρέσεις και τις πολυειδής μεταβάσεις, και η ψυχή να μεταστεί προς τη νοητική ζωή και τις απλές επιβολές (συλλήψεις). Δεν είναι δηλ. η «ἐπιστήμη τῶν γνώσεων [καὶ] ἀκρότης» (δεν είναι η γνωστική συστηματοποίηση των γνώσεων το άκρο), αλλά πιο πριν υπάρχει ο νους. Δεν αναφέρομαι στον εξηρημένο της ψυχής νου, αλλά στην από εκείθε ακριβώς έκλαμψη που φτάνει στην ψυχή, για τον οποίο ο Αριστοτέλης λέει ότι ο νους είναι αυτό με το οποίο «τοὺς ὅρους γινώσκομεν», και ο Τίμαιος ότι δεν βρίσκεται σε τίποτε άλλο παρά μόνο μέσα στην ψυχή. Με την ανάβαση λοιπόν σε τούτον τον νου, θα θεαθούμε μαζί με αυτόν την νοητή ουσία, «θα κατακτήσουμε, μέσα από τις ενιαίες και αδιάσπαστες νοητικές επιβολές (συλλήψεις ), την εποπτεία των ενιαίων, αδιατάρακτων και αδιάσπαστων γενών των όντων – ταῖς ἁπλαῖς καὶ ἀμερίστοις ἐπιβολαῖς τὰ ἁπλᾶ καὶ ἀτρεμῆ καὶ ἀμέριστα τῶν ὄντων ἐποπτεύοντες γένη». Μετά από τον πολύτιμο νου «αὐτὴν τὴν ἄκραν ὕπαρξιν ἀνεγεῖραι δεῖ τῆς ψυχῆς, καθ᾽ ἣν ἕν ἐσμεν καὶ ὑφ᾽ ἧς τὸ πλῆθος ἑνίζεται τὸ ἐν ἡμῖν» (πρέπει να υψώσουμε την κορυφαία ακριβώς ύπαρξη της ψυχής, σύμφωνα με την οποία αποτελούμε ενότητα και η οποία ενοποιεί την εντός μας πολλαπλότητα). Όπως δηλ. μετέχουμε στον νου, κατά τον νου που προαναφέρθηκε, έτσι μετέχουμε και στον πρώτο νου, από τον οποίο έρχεται η ένωση στα πάντα, κατά το ένα, το οιονεί «<ἄνθος> τῆς οὐσίας ἡμῶν», επί τη βάσει του οποίου συνδεόμαστε κατεξοχήν με το θειο. Διότι, σε κάθε περίπτωση, «τῷ ὁμοίῳ τὸ ὅμοιον πανταχοῦ καταληπτόν» – τα επιστητά μέσω της επιστήμης, τα νοητά μέσω του νου, τα κατεξοχήν ενιαία μέτρα των όντων μέσω του ενιαίου της ψυχής. Τούτη είναι η κορυφαία ενέργεια μας. Με βάση αυτή γινόμαστε ένθεοι, αποφεύγοντες κάθε πολλαπλότητα, συγκατατιθέμενοι ακριβώς στην ενότητα μας, έχοντας γίνει ένα και έχοντας ενεργήσει κατά τον τρόπο του ενός. Κατά αυτή την έννοια ο Σωκράτης προτρέπει η ευδαίμονα ζωή να μην έχει καμία επαφή με το εξωτερικό πλήθος. Επιπλέον πρέπει να αποφεύγουμε και το αντίστοιχο πλήθος για να φτάσουμε «εἰς τὸ <ἄνθος τοῦ νοῦ> καὶ τὴν ὕπαρξιν ἡμῶν ἀνιόντες καταντήσωμεν» (και στην αληθινή μας ύπαρξη κατά την ανοδική πορεία μας).
Έτσι, λοιπόν, αν θέλουμε να πορευτούμε στη βάση των γνώσεων, θα δούμε ότι η προτροπή του Σωκράτη είναι σωστή. Αλλά κι αν θέλαμε να αναπτυχθεί ο λόγος στην βάση των ίδιων των γνωστικών αντικειμένων, θα πρέπει να αποφύγουμε όλα τα αισθητά (είναι διαφοροποιημένα, δεκτικά μερισμού αλλά ανεπίδεκτα μετοχής στην επακριβής κατανόηση) και από αυτά να υψώσουμε τον εαυτό μας προς την ασώματη ουσία. Διότι για όλα τα αισθητά η ενότητα είναι παρεμπίπτον στοιχείο. Όλα τους είναι καθαυτά ασυνεχή και διασπασμένα και χαρακτηρίζονται από την απουσία ορίων. Για τούτο και το αγαθό που τους προσιδιάζει είναι μεριστό, υστερογενές, ασύμπτωτο προς τον εαυτό του, με την υπόσταση του να κατοικοεδρεύει σε αλλότριο τόπο. Με την ανάβασή μας όμως στην περιοχή του νοητού, μόλις βρεθούμε μεταξύ των ασωμάτων, θα δούμε τον Κόσμο εκείνο της ψυχής, τον πάνω από τα σώματα, αυτοκινούμενο, ευτενεργό, με την υπόστασή του στον εαυτό του και από τον εαυτό του, πεπληθυσμένο όμως, σαν προαπεικόνιση «τῆς μεριστῆς περὶ τοῖς σώμασιν οὐσίας», θα θεαθούμε παμπληθείς λόγων σχέσεις, αναλογίες και συνδέσεις, ολότητες και μερικότητες, κύκλους ψυχικούς και δυνάμεων ποικιλία, όπου η τελειότητα τους δεν είναι αιώνια ούτε ακίνητη και σταθερή, αλλά «κατὰ χρόνον ἀνελισσομένην καὶ ἐν διεξόδοις» υφιστάμενη (αποστασιοποιημένη). Τέτοιο πράγμα είναι η φύση της ψυχής. Μετά το εντός των ψυχών πλήθος, υψώνουμε τον εαυτό μας προς τον νου και της νοητικές βασιλείες, για να μετάσχουμε στην ένωση των πραγμάτων, και να γίνουμε θεατές της φύσης εκείνης και να δούμε να παραμένει «ἐν αἰῶνι» η φύση και η ζέουσα ζωή, να δούμε την άγρυπνη νόηση της πληρότητά της ζωής, που δεν χρειάζεται ούτε τον χρόνο ούτε τις περιόδους για την τελείωση. Και αφού δούμε αυτά, αφού θεαθούμε αυτά τα πολύ ανώτερα από τις ψυχές, θα αναζητήσουμε αν υπάρχει σε τούτα κανένα πλήθος, αν ο νους που είναι ένας είναι και πλήρης, αν ο ενιαίος αυτός στο είδος (μορφή) είναι και πολύμορφος (ζήτησον εἰ μηδὲν ἐν τούτοις πλῆθος, μηδὲ ὁ νοῦς εἷς ὢν καὶ παντελής ἐστι, μηδὲ μονοειδὴς ὢν καὶ πολυειδὴς ὑπάρχει). Αφού μάθουμε και κατακτήσουμε την εποπτεία του νοητικού πλήθους, του αμέριστου και ενωμένου, θα πορευτούμε και πάλι προς άλλη αρχή και, πριν από τις νοητικές ουσίες, θα εξετάσουμε τις ενάδες τους και την εξηρημένη ένωση των πάντων. Μόλις βρεθούμε εδώ, θα μπορέσουμε να αφήσουμε όλο το πλήθος και θα ανέβουμε στην ίδια την πηγή του αγαθού.
Βλέποντας όλα αυτά καταλαβαίνουμε πόσο σημαντική είναι η προτροπή του Σωκράτη να απομακρυνθούμε από το πλήθος, και πως αυτή η προτροπή συντελεί στην σωτηρία συνολικά της ψυχής αν καταλάβουμε την σημασία του πλήθους που διαπερνά όλα τα όντα. Εισηγείται λοιπόν ο Σωκράτης την κάλλιστη αρχή για την τελείωση μας, το να χωρίσουμε δηλ. τους εαυτούς μας από τους πολλούς, από τα εξωτερικά πράγματα, από αυτά που ενυπάρχουν στις ορέξεις της ψυχής και στις απροσδιόριστες κινήσεις των αόριστων δοξασιών. Από τα παραπάνω βέβαια γίνετε φανερό ότι οι ψυχές δεν αθροίζουν τις γνώσεις τους από τα αισθητά, ούτε βρίσκουν το όλον και το ένα από τα επιμέρους και διαιρεμένα πράματα, αλλά «ὡς ἔνδοθεν τὴν μάθησιν προβάλλουσι» διορθώνουν τον ατελή χαρακτήρα των φαινομένων. Δεν πρέπει δηλ. να θεωρούμε «τὰ μηδαμῶς μηδαμῇ ὄντα» αρχηγικά αίτια της γνώσης που ενυπάρχει στις ψυχές, ούτε τα αντιφατικά και αλληλοσυγκρουόμενα, που στερούνται τους λόγους τούτους και είναι βέβαια, να νομίζουμε ότι διέπουν την αληθινή επιστήμης με τον αναλλοίωτο χαρακτήρα της, ούτε να κάνουμε την παραδοχή ότι τα ποικιλοτρόπως μεταβλητά είναι γεννήτορες των όσων μένουν σταθερά σε έναν και μοναδικό λόγο, ή ότι τα απροσδιόριστα είναι γεννήτορες της επακριβώς καθορισμένης νόησης. Δεν πρέπει συνεπώς να αντλούμε τη σχετική με τα αΐδια πράγματα αλήθεια από την πολλαπλότητα, δεν πρέπει να βασίζουμε τη διάκριση των καθολικών εννοιών στα αισθητά ούτε να κάνουμε τα άλογα πράγματα κριτήριο για τα αγαθά. Αντίθετα, η ίδια η ψυχή πρέπει να προχωρεί και να αναζητάει εντός της το αληθές και το αγαθό και τους αΐδιους των όντων λόγους. Διότι η ουσία της είναι πλήρης από τα παραπάνω, αλλά σκεπάζεται εκ της γενεσιουργού λήθης, έτσι ώστε να κοιτάζει αλλού αναζητώντας την αλήθεια, την οποία κατέχει στην ουσία της, και εξετάζει σε άλλες περιοχές το αγαθό αφήνοντας τον εαυτό της. Από εδώ «καὶ τῆς ἑαυτῶν γνώσεως ἡμῖν ἀρχὴ παραγίνεται». Αν δηλαδή προσβλέπουμε στο πλήθος των ανθρώπων, δεν θα μπορέσουμε ποτέ να δούμε το ένα και μοναδικό τους είδος, καθώς θα επισκιάζεται από το πλήθος, τον μερισμό, τη διάσταση και την παντοία μεταβολή ων όσων υπόκεινται σε αυτά. Με την επιστροφή, αντίθετα, στον εαυτό μας, «ἐκεῖ καὶ τὸν λόγον τὸν ἕνα καὶ τὴν φύσιν τὴν μίαν τῶν ἀνθρώπων» θα θεωρήσουμε αθάμπωτη. Δικαιολογημένα, συνεπώς, ο Σωκράτης αποτρέπει ευθύς εξαρχής από το να στρέψει το βλέμμα της προς το πλήθος την ψυχή η οποία πρόκειται να γνωρίσει ποιος είναι ο αληθινός άνθρωπος, και αποκαθαίρει εκ των προτέρων τις δόξες (υποκειμενικές αντιλήψεις) που στέκονται εμπόδιο στην εν λόγω θέαση. Πράγματι, το πλήθος εμποδίζει «τὴν εἰς αὐτοὺς ἡμᾶς ἐπιστροφὴν καὶ πρὸς τὴν γνῶσιν τοῦ ἑνὸς εἴδους», διότι «ἐν τοῖς ἐνύλοις πράγμασιν» η πολυμορφία επισκιάζει την ενότητα, η ετερότητα επισκιάζει την ταυτότητα και η ανομοιότητα την ομοιότητα. Διότι εκεί τα Είδη δεν υπάρχουν χωρίς να συγχέονται το ένα με το άλλο, χωρίς τα καλύτερα να αποφεύγουν την ανάμειξη με τα χειρότερα. Έτσι, όποιοι θέλουν να δουν στον εαυτό τους καθένα από τα αγαθά επιβάλλεται να απομακρύνουν το βλέμμα τους από τα ξένα προς τα αγαθά αυτά.
Μάλιστα, όπως εξηγεί ο Πρόκλος, στο «Εις τον Πλάτωνος πρώτον Αλκιβιάδη, βιβλίο Β’, 255. 11 – 18», σε πολιτικό επίπεδο, δεν μπορούμε να βρούμε αγαθή και σπουδαία Δημοκρατία, διότι κάθε πολιτεία «εὖ τυγχάνειν ὅταν τὸἄρχον ἐν αὐτῇ τὴν προσήκουσαν ἐπιστήμην ἔχῃ». Ευημερεί δηλ. μια πολιτεία όταν η άρχουσα τάξη της κατέχει την πρέπουσα επιστήμη. Στις Δημοκρατίες όμως άρχουσα τάξη είναι ο δήμος, και ο δήμος από τη φύση του δεν δύναται να κατέχει την επιστήμη ούτε να ζει κατ’ επιστήμη, έτσι δεν θα μπορούσε να υπάρχει ποτέ σπουδαία Δημοκρατία. Πρέπει επίσης, στρέφοντας το βλέμμα στο σύμπαν, να πούμε ότι και σε αυτό νου και φρόνηση διαθέτουν τα κατεξοχήν «ἑνικώτατα», όσα όμως έχουν χαρακτήρα μερικό, είναι διαφοροποιημένα και άτακτα, αυτά είναι άμοιρα αληθούς γνώσεως και επιστήμης. Σωστά λοιπόν και ο γενναίος Ηράκλειτος «ἀποσκορακίζει τὸπλῆθος ὡς ἄνουν καὶ ἀλόγιστον». Λέει στο απ. Νο.104 : «που είναι ο νους ή η σκέψη τους ; Εμπιστεύονται τους αοιδούς των δήμων και για δάσκαλό τους έχουν το πλήθος, γιατί δεν ξέρουν ότι οι πολλοί είναι φαύλοι ενώ οι λίγοι είναι οι αγαθοί – τίς αὐτῶν, νόος ἢ φρήν; δήμων † αἰδοῦς ἠπιόων τε † καὶ διδασκάλῳ χρείωνται ὁμίλῳ, οὐκ εἰδότεςὅτι οἱ πολλοὶ κακοί, ὀλίγοι δὲ ἀγαθοί». Αυτά λέγει ο Ηράκλειτος, εξ ου σιλλογράφος «ὀχλολοίδορον αὐτὸνἀπεκάλεσεν».
Και δεν πρέπει να απορούμε αν, ενώ λέμε ότι το κατά φύση είναι ισχυρότερο του παρά φύση και ότι το δεύτερο είναι περιορισμένο, ενώ το κατά φύση επικρατεί στο σύμπαν, ωστόσο λέμε ότι οι περισσότεροι άνθρωποι είναι αδαείς και κακοί και ότι ελάχιστοι είναι οι επιστήμονες. Διότι δεν είναι κατά φύσει για τις ψυχές ο μετά των σωμάτων βίος ούτε η γενεσιουργός ζωή, αντίθετα αυτό που τους αρμόζει είναι η χωριστή, άυλη και ασώματη ζωή. Όταν βρίσκονται εν τη γενέσει, ομοιάζουν με εκείνους που ζούνε σε ένα νοσηρό τόπο, ενώ, όταν βρεθούν έξω της γενέσεως, μοιάζουν ακριβώς με αυτό που λέει ο Πλάτων, με εκείνους που κατοικούν «ἐν λειμῶνι». Όπως λοιπόν δεν είναι καθόλου παράδοξο που στους νοσηρούς τόπους πιο πολλοί είναι οι άρρωστοι παρά αυτοί που βρίσκονται σε κατάσταση σύμφωνη με τη φύση, έτσι δεν είναι καθόλου παράδοξο που και «εν τη γενέσει» περισσότερες είναι οι εμπαθείς και φαύλες ψυχές – οι πλείστοι των ανθρώπων είναι «ἀνεπιστήμονες» και κακοί ενώ ελάχιστοι είναι επιστήμονες. Για αυτό και ο γενναίως Ηράκλειτος «ἀποσκορακίζει τὸ πλῆθος ὡς ἄνουν καὶ ἀλόγιστον». Παράδοξο θα ήταν, αντιθέτως, αν κάποιες ψυχές «ἠμφιεσμέναι» [ενδεδυμένες] τέτοια σώματα, περιβεβλημένες τέτοια δεσμά και περιστοιχισμένες από τέτοια μεταβολή παραμένουν νηφάλιες και διατηρούνται απαθείς και καθαρές από τα πάθη. Ένα ανόητος κριτής, μάλιστα, θα μπορούσε να πει προς τις τέτοιου είδους ψυχές και προς αυτόν που ζει με τέτοιο τρόπο – άυλα μεταξύ των υλικών και θεϊκά μεταξύ των θνητών : «Εκπλήσσομαι πως μαγεύτηκες χωρίς να πιείς τα φαρμάκια αυτά». Πράγματι, η λήθη, η πλάνη και οι άγνοια μοιάζουν με φαρμάκια που παρασύρουν τις ψυχές προς τον τόπο της ανομοιότητας. Δεν πρέπει, λοιπόν, να εκπλησσόμαστε που πολλοί είναι «λύκοι κατὰ τὴν ζωήν, πολλοὶ δὲ σύες», και πολλοί άλλο άλογο είδος ζωής, τη στιγμή που της Κίρκης, «ὄντος καταγωγίου», είναι η κατοικία της και οι ψυχές στην πλειονότητα τους κυριεύενται από το πιοτό της εξαιτίας της άμετρης επιθυμίας τους. Αντίθετα πρέπει να εκπλησσόμαστε αν κάποιοι στον εδώ τόπο μένουν απρόσβλητοι από τα φαρμάκια και τα γητέματα, φύσεις Ερμαϊκές, που κατατείνουν στον Λόγο και την Επιστήμη. Όπως λοιπόν δεν πρέπει να παραξενευόμαστε ας δούμε ψυχές να κολάζονται στον Τάρταρο, έτσι δεν πρέπει να παραξενευόμαστε αν εν τη γενέσει οι πολλές ψυχές υποκύπτουν στα πάθη, και γίνονται «ἄνους καὶ ἀμαθεῖς». Διότι τέτοιου είδους ψυχές απαιτεί η γένεσις. Όπως, λοιπόν, στον ουρανό όλες είναι αγαθοειδείς, όπως στον Τάρταρο είναι όλες μοχθηρές, έτσι και εν τη γενέσει οι περισσότερες είναι μοχθηρές και οι λιγότερες σπουδαίες. Πράγματι η γένεσις τείνει προς το χειρότερο των άκρων, όχι προς το θεϊκότερο και το ανώτερο.
Θα τονίσουμε βέβαια ότι και σύμφωνα με τον Πρόκλο, στο «Εις τον Πλάτωνος πρώτον Αλκιβιάδη, βιβλίο Β’, 265. 8 – 13», ο υπερήφανος για την προικισμένη φύση του, που του έλαχαν σπουδαία έμφυτα χαρίσματα(«τὸν ἐπ᾽ εὐγενείᾳ καὶ φύσιν λαχόντα γενναίαν»), πρέπει να μη φαίνεται ανάξιος της φύσεως του αυτής, να μην «ἐπιδιώκειν τὰς τῶν πολλῶν δόξας» [αντιλήψεις], ούτε να «συναριθμεῖν ἑαυτὸν τοῖς χείροσιν», την κυριαρχία επί των οποίων του παραχώρησε η Φύση.
Πηγές: iniochos.blogspot.com, http://wp.me/PqsWZ-1kI, http://eleysis69.wordpress.com
Link…