Η φιλοσοφία του Παρμενίδη εμπεριέχεται σε ένα αποκαλυπτικό ποίημα, γραμμένο σε δακτυλικό εξάμετρο, από το οποίο ευτυχώς διασώθηκαν τα πιο σημαντικά μέρη. Στο ποίημα ένας νέος (ο ίδιος ο
Παρμενίδης) διηγείται τη μύησή του στη φιλοσοφία από μια θεά, η οποία αναλαμβάνει να τον κρατήσει μακριά από τις κοινές αντιλήψεις των ανθρώπων, «όπου αληθινή εμπιστοσύνη δεν υπάρχει», και να τον οδηγήσει στην «ατρόμητη καρδιά της ολοστρόγγυλης αλήθειας».
Το ποίημα του Παρμενίδη χωρίζεται σε τρία μέρη. Στο εκτενές προοίμιο, σε καθαρά επική γλώσσα, περιγράφεται η ανάβαση του νέου προς τις πύλες της Ημέρας και της Νύκτας, όπου θα συναντήσει τη θεά. Το δεύτερο και κύριο μέρος του ποιήματος είναι ο λόγος της θεάς [Α] για τη φύση της αλήθειας. Το τρίτο και πιο αινιγματικό, από το οποίο έχουν σωθεί λίγα αποσπάσματα, θα πρέπει να ήταν μάλλον μια ανάπλαση κοσμολογικών αντιλήψεων που θυμίζουν προγενέστερους φιλοσόφους.
Στα χρόνια του Παρμενίδη ο φιλόσοφος είναι ακόμη ελεύθερος να εκφραστεί μέσα από το είδος του λόγου που ο ίδιος θεωρεί πρόσφορο. Η φιλοσοφική πραγματεία σε πεζό λόγο, όπως τη γνωρίζουμε σήμερα, θα καθιερωθεί μόνο μετά τον Αριστοτέλη. Το γεγονός λοιπόν ότι ο Παρμενίδης επιλέγει τον ποιητικό λόγο, την ίδια στιγμή που ο Ηράκλειτος εκφράζεται με χρησμούς και οι Πυθαγόρειοι αποφεύγουν τη γραφή, έχει σημασία.
Η γλώσσα του έπους δεν είναι απλώς υποβλητική, είναι η γλώσσα της παιδείας και της θρησκείας των Ελλήνων, η γλώσσα μέσα από την οποία οι Έλληνες έχουν εμπεδώσει την κοινή τους καταγωγή και τις κοινές τους αξίες. Ο
Παρμενίδης εντάσσει τον εαυτό του στην παράδοση του Όμηρου και του Ησίοδου. Φιλοδοξεί μέσα από την καθιερωμένη οδό να μεταδώσει ένα νέο μήνυμα παιδείας: ο φιλοσοφικός λόγος μπορεί να αντικαταστήσει τον μύθο.
Τη θέση της Μούσας του ποιητή παίρνει τώρα η θεά του Παρμενίδη. Ο λόγος της είναι υποβλητικός και δογματικός, είναι η ίδια η αποκάλυψη μιας μοναδικής Αλήθειας. Είναι όμως ταυτοχρόνως ένας λόγος συνεκτικός και αποδεικτικός, ένας λόγος που μπορεί να γίνει κατανοητός μόνο αν αφυπνιστεί η λογική ικανότητα και το κριτικό πνεύμα του αποδέκτη. Αυτή είναι άλλωστε και η συμβουλή της στον νεαρό Παρμενίδη:
«Να κρίνεις με τον λόγο τον επίμαχο έλεγχο που εγώ πρότεινα» (απόσπ. 7).
Οι αρχαίοι δεν εκτιμούσαν ιδιαίτερα τα ποιητικά χαρίσματα του Παρμενίδη. Τον θεωρούσαν μεγάλο φιλόσοφο αλλά μέτριο ποιητή. Οι αφηρημένες έννοιες και οι αποδεικτικοί συλλογισμοί της Παρμενίδειας φιλοσοφίας ασφυκτιούν μέσα στο περίβλημα της επικής ποίησης. Η φιλοσοφία έπρεπε να βρει τον δικό της τρόπο έκφρασης.
Η θεωρία του Παρμενίδη, είναι διάχυτη από την αμφιβολία, [1] κατά πόσο οι αισθήσεις μπορούν να μας δώσουν την αντικειμενική αλήθεια. Ακόμα και ο
Ηράκλειτος αναρωτιόταν για την αντικειμενικότητα της Λογικής. Τις φιλοσοφικές του ιδέες και τις προσπάθειές του να ερμηνεύσει τον κόσμο εκθέτει στο φιλοσοφικό ποίημά του «Περί φύσεως» από το οποίο σώθηκαν μόνο αποσπάσματα.
Κατά την θεωρία του το ον είναι αδιατάρακτο και αγέννητο και μέσα στην ενότητά του διαλύεται ο κόσμος των φαινομένων και εντυπώσεων. Άρα, το αληθινό ον είναι διαφορετικό απ` αυτό που μας δίνουν οι αισθήσεις και η επιστήμη της γνώσης διαφορετική από την υποκειμενική γνώμη. Είναι ο φιλόσοφος του Είναι,σε αντιπαραβολή με τον Ηράκλειτο [2] που είναι ο φιλόσοφος τουΓίγνεσθαι.
Θεωρεί ότι ο κόσμος αποτελείται από ένα σύνολο πολλαπλών φαινομένων, στον κόσμο αυτόν το κάθε φαινόμενο ή αντικείμενο είναι κάτι και παράλληλα δεν είναι κάτι άλλο, δηλαδή το καθετί μέσα στον κόσμο έχει τη δική του φύση, τις δικές του ιδιότητες, τα δικά του κύρια χαρακτηριστικά.
Σ` αυτό το σκεπτικό στηρίζει τη θέση του πάνω στο Είναι και Μη Είναι των πραγμάτων. Καθετί συνεπώς Είναι και συγχρόνως δεν Είναι. Γι’ αυτό και για τον Παρμενίδη, δεν υπάρχειούτε γένεση ούτε φθορά.Η πολλαπλότητα των αντικειμένων είναι μόνο μια δοξασία. Αληθινό είναι μόνο ό,τι μπορεί να εκφραστεί με το Είναι. Η γνώση φτάνει μέχρι την πλήρη αντίληψη του όντος, από τη στιγμή που και η νόηση είναι ταυτόσημη με την ύπαρξη, δηλ. μπορεί να νοήσει κανείς ό,τι είναι αληθινά υπαρκτό.
Τα κύρια στοιχεία της σύνθεσης του κόσμου είναι το θερμό και το αντίθετό του ψυχρό. Το θερμό μέσα στη σφαίρα που συνθέτει τον κόσμο κατέχει τη θέση του όντος. Ο
Παρμενίδης εκθέτει τη φιλοσοφία του σε έμμετρο λόγο (δακτυλικό εξάμετρο), επιθυμώντας πιθανώς να την παρουσιάσει ως αποτέλεσμα θείας αποκάλυψης. Στο προoίμιο του ποιήματoς περιγράφεται το ταξίδι του ποιητή πάνω σε άρμα, καθοδηγούμενο από κόρες του ΄Ηλιου σε μια ανώνυμη θεά. Ακολουθεί η Αλήθεια, στην οποία μιλά η θεά επιχειρώντας μια προσέγγιση της καρδιάς της αλήθειας.
«αλλά ωστόσο θα μάθεις και τούτο, πως τα δοκούντα θα έπρεπε να είναι απολύτως δεκτά, όλα δεκτά στο σύνολό τους ως όντα».
Παρουσιάζοντας τα φαινόμενα ως όντα, εισάγεται στο ποίημα το Είναι και γεννιέται εκείνος ο κλάδος της φιλοσοφίας που ονομάζεται Οντολογία, δηλαδή λόγος περί του όντος, περί του Είναι. Σε αντίθεση με τους Ίωνες ο
Παρμενίδης δεν ρωτά για το τι των όντων, αλλά στρέφει την προσοχή μας στο Είναι.
Με τον όρο Οντολογία αναφερόμαστε στο λόγο περί του όντος ή στην επιστήμη του όντος, τη φιλοσοφική αναζήτηση που εξετάζει τις αρχές της ύπαρξης και συγκρότησης του Όντος, μελετά τη φύση και την ουσία των Όντων (Ον= αυτό που πραγματικά υπάρχει, καθετί που έχει υπόσταση). Στη φιλοσοφία η έρευνα της φύσης του όντος γίνεται σε διάκριση από το φαινόμενο.
Όταν η οντολογία αναδεικνύει την ουσία, σε σχέση με τα επιμέρους όντα, τότε αποκαλείται ουσιοκρατία, ουσιολογική οντολογία, ουσιοκρατική οντολογία ή σπανιότερα, εσενσιαλισμός (essentialismus) από τη λατινική λέξη essentia (ουσία).
Όταν η οντολογία προκρίνει το πρόσωπο έναντι της ουσίας, τότε ονομάζεται προσωποκρατία, προσωποκεντρισμός, περσοναλισμός (personalismus) ή προσωποκρατική οντολογία. Όταν η οντολογία δίνει προτεραιότητα στο άτομο έναντι του προσώπου, τότε ονομάζεται ατομοκρατική οντολογία ή ατομοκρατία.
Σε ένα άλλο απόσπασμα ο
Παρμενίδης αντιδιαστέλλει το Είναι, την ύπαρξη των όντων, με το μηδέν και το απορρίπτει, μη αποδεχόμενος τη σύλληψη του απόλυτου μηδενός ως αντίθετου στο Είναι. Παρόλο που αναφέρει αρχικά τις δύο οδούς του είναι και του μηδενός, ως τις μόνες που μπορούν να νοηθούν, σπεύδει να υπογραμμίσει ότι η οδός του «Είναι» είναι η μόνη αληθινή και ότι μόνον το «Είναι» μπορεί να αποτελέσει αυθεντικό αντικείμενο της νόησης. Η νόηση εδώ δεν εξαρτάται βέβαια από τις αισθήσεις, ούτε τις λέξεις, αλλά εισδύει στη βαθύτερη ουσία των πραγμάτων.
Άσχετα από τη μεταβολή των εξωτερικών πραγμάτων το «Είναι» που αφορά αδιακρίτως κάθε ον, αποτελεί το μοναδικό αντικείμενο της Αλήθειας, η οποία δεν αρνείται τον Κόσμο και την πολλαπλότητα, την κίνηση και την πολυμορφία, αλλά υπογραμμίζει την «ΕΝΟΤΗΤΑ» και συνέχεια που τον διέπει, αν φυσικά τον δούμε γεμάτο από το «Είναι».
Ο μονισμός της Αλήθειας και ο δυισμός της Δόξας δε βρίσκονται σε αντίθεση, αλλά αλληλοσυμπληρώνονται και συνδέονται στενά. Η Αλήθεια ασχολείται με το Αμετάβλητο «Είναι» ενώ η Δόξα με το Κοσμικό «Γίγνεσθαι». Ανάμεσα στα δύο τμήματα το τμήμα της Αλήθειας ήταν εκείνο που επηρέασε την εξέλιξη της ελληνικής φιλοσοφίας περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο προσωκρατικό κείμενο. Η επίδρασή του είναι εμφανής τόσο στους μεταγενέστρεους προσωκρατικούς όσο και στο έργο του
Πλάτωνα [ Πυθαγόρη] και του Αριστοτέλη.
Στα κείμενά του παρουσιάζεται, ο Ελεάτης φιλόσοφος, πως έρχεται με μια άμαξα από τον ουρανό και συνομιλεί, αναπτύσσοντας τις φιλοσοφικές του απόψεις, όχι με θνητό αλλά με μια θεά. Αποδίδει με τον τρόπο αυτό την πνευματική δύναμη των απόψεων του.
Ο λόγος του είναι αρχέγονος:
Εἰ δ΄ ἄγ΄ ἐγὼν ἐρέω, κόμισαι δὲ σὺ μῦθον ἀκούσας,
αἵπερ ὁδοὶ μοῦναι διζήσιός εἰσι νοῆσαι•
ἡ μὲν ὅπως ἔστιν τε καὶ ὡς οὐκ ἔστι μὴ εἶναι,
Πειθοῦς ἐστι κέλευθος• ἀληθείῃ γὰρ ὀπηδεῖ•
ἡ δ΄ ὡς οὐκ ἔστιν τε καὶ ὡς χρεών ἐστι μὴ εἶναι,
τὴν δή τοι φράζω παναπευθέα ἔμμεν ἀταρπόν•
οὔτε γὰρ ἂν γνοίης τό γε μὴ ἐὸν – οὐ γὰρ ἀνυστόν –
οὔτε φράσαις.
[Εμπρός λοιπόν, εγώ θα σου μιλώ, κι εσύ σκέψου, αφού ακούσεις
τον λόγο μου, ποιοι μόνοι δρόμοι έρευνας μπορούν να είναι προσιτοί στη νόηση
ο ένας, πως το Είναι υπάρχει και δεν μπορεί να μην υπάρχει,
είναι ο δρόμος της Πειθούς• γιατί ακολουθεί την αλήθεια•
ο άλλος όμως πως δεν υπάρχει και πως είναι ανάγκη να μην υπάρχει•
αυτό το μονοπάτι, σου λέω, είναι εντελώς απρόσιτο/μη-γνωρίσιμο•
γιατί ούτε να γνωρίσεις θα μπορούσες το μη ον, κάτι δηλαδή το
ανέφικτο• ούτε να το εκφράσεις, να το πεις.]
Και πιο κάτω με στοχασμό μεταφυσικό:
«Χρὴ τὸ λέγειν τε νοεῖν τ΄ ἐὸν ἔμμεναι• ἔστι γὰρ εἶναι,
μηδὲν δ΄ οὐκ ἔστιν•»
[Είναι απαραίτητο να λέγεται και να νοείται πως το Ον υπάρχει.
Γιατί το Είναι, η ουσία του σύμπαντος υπάρχει. Το μηδέν όμως δεν υπάρχει.]
Είναι ακριβώς η αντιγραφή του Καρτέσιου, που κυριάρχησε στην ευρωπαϊκή διανόηση:
‘ex nihilo nihil fit’ [από το τίποτε δεν δημιουργείται τίποτε.]
ή κατά Παρμενίδη – δύο χιλιάδες χρόνια πριν τον Καρτέσιο:
« ἔστι γὰρ εἶναι,
μηδὲν δ΄ οὐκ ἔστιν•»
[Δηλαδή, δεν υπάρχει γένεση ούτε φθορά.
Γιατί η γένεση προϋποθέτει μια κατάσταση «Μη Είναι»
που μεταβαίνει στην κατάσταση του «Είναι»
και αντίστροφα για τη φθορά (θάνατο).]
Για το ίδιο το σύμπαν θα εκφράσει την άποψη:
«πῶς γαῖα καὶ ἥλιος ἠδὲ σελήνη
αἰθήρ τε ξυνὸς γάλα τ΄ οὐράνιον καὶ ὄλυμπος
ἔσχατος ἠδ΄ ἄστρων θερμὸν μένος ὡρμήθησαν
γίγνεσθαι.»
[η γη, ο ήλιος και η σελήνη, ο κοινός αέρας αλλά και ο ουράνιος γαλαξίας κι ο Όλυμπος ο έσχατος (το απάτητο σύμπαν, δηλαδή) και τα φλέγοντα αστέρια διεγέρθηκαν, μπήκαν βίαια σε κίνηση.]
Η γλώσσα της φιλοσοφίας: Αρκεί η αρχή της ταυτότητας για να κάνει κανείς φιλοσοφία; Πόσο μακριά μπορεί να πάει κανείς μόνο με αυτή την αρχή; Ας παρακολουθήσουμε τον βασικό συλλογισμό του Παρμενίδη.
«Ένας πια μόνο λόγος για οδό απομένει: ότιείναι.Και υπάρχουν σημάδια σ᾽ αυτή την οδό πάμπολλα, ότι το ον είναι αγέννητο και άφθαρτο, όλο και μοναδικό, ακλόνητο και πλήρες. Ούτε ποτέ ήταν ούτε θα είναι, γιατί είναι τώρα όλο μαζί, ένα, συνεχές. Γιατί ποια γέννησή του θα αναζητούσες; Από τα πού και προς πού να αυξήθηκε; Ούτε θα σ᾽ αφήσω από το μη ον να πεις ή να σκεφτείς· γιατί δεν είναι δυνατό να πεις ή να σκεφτείς ότι δεν είναι. Ποια ανάγκη θα το έκανε αργότερα ή νωρίτερα να αυξηθεί, ενώ θα είχε αρχίσει από το τίποτε; Επομένως, πρέπει είτε να είναι εντελώς είτε να μην είναι καθόλου.»
Παρμενίδης, απόσπ. 8.1-11
Ο
Παρμενίδης έχει ήδη δείξει δύο πράγματα. Πρώτον, ότι για κάτι που δεν υπάρχει, για το μη ον, δεν μπορεί κανείς να πει τίποτε. Και δεύτερον, ότι για κάτι υπαρκτό, για το ον, μπορεί κανείς να πει με βεβαιότητα μόνο ότι Είναι. Από την πιστοποίηση του όντος ο
Παρμενίδης εξάγει τις βασικές του ιδιότητες: το ον είναι αγέννητο και ανώλεθρο, μοναδικό, ακίνητο, πλήρες, συνεχές.
Στο χωρίο επάνω αποδεικνύεται γιατί το ον δεν μπορεί να έχει γεννηθεί. Με παρόμοιο συλλογισμό ο Παρμενίδης θα αποδείξει ότι το ον δεν έχει θάνατο (είναι ανώλεθρο), δεν έχει κίνηση και μεταβολή (είναι αμετάβλητο), δεν έχει μέρη (είναι πλήρες και συνεχές), δεν αποτελεί μέρος μιας δυάδας (είναι μοναδικό). Πώς γίνονται αυτές οι αποδείξεις;
Όταν λέμε για κάποιο πράγμα ότι έχει γεννηθεί, εννοούμε ότι αυτό το πράγμα προηγουμένως δεν υπήρχε. Γέννηση είναι η μετάβαση από την ανυπαρξία στην ύπαρξη. Αυτές οι δύο καταστάσεις είναι όμως μεταξύ τους ασυμβίβαστες. Κατά τον Παρμενίδη, κάτι υπάρχει ή δεν υπάρχει. Δεν μπορεί ταυτοχρόνως να υπάρχει και να μην υπάρχει. Για την ανυπαρξία έτσι κι αλλιώς δεν μπορώ να πω τίποτε. Μπορώ να μιλήσω μόνο για την ύπαρξη. Άρα, αν κάτι υπάρχει, δεν μπορεί να έχει γεννηθεί. Το ον είναι αγέννητο.
Η βασική σκέψη του Παρμενίδη είναι ότι, αν δεχτούμε την οποιαδήποτε μεταβολή (είτε αυτή είναι γέννηση είτε φθορά είτε κίνηση είτε διαίρεση), πέφτουμε κατ᾽ ανάγκην σε αντίφαση. Αναγκαζόμαστε να ισχυριστούμε ότι την ίδια χρονική στιγμή κάτι υπάρχει και δεν υπάρχει, κάτι είναι Α και όχι Α. Σκεφτείτε μια μεταβολή στο χρώμα ενός αντικειμένου. Όταν λέμε ότι κάτι από άσπρο έγινε μαύρο, δεχόμαστε ότι σε μια δεδομένη χρονική στιγμή το ίδιο πράγμα ήταν και άσπρο και μαύρο.
Αυτό όμως είναι αντιφατικό. Ή σκεφτείτε την κίνηση ενός αντικειμένου σε μια ευθεία γραμμή. Για να πούμε ότι το αντικείμενο αυτό κινείται, πρέπει να ισχυριστούμε ότι βρίσκεται ταυτοχρόνως στο σημείο Α της γραμμής και στο αμέσως επόμενο σημείο Β. Αυτό όμως είναι αδύνατο. Τα παράδοξα που προκύπτουν από την εφαρμογή της αρχής της ταυτότητας στην κίνηση θα τα αναπτύξει με ιδιαίτερη επιδεξιότητα ο Ζήνων, ο μαθητής του Παρμενίδη και θα αποτελέσουν περίφημους φιλοσοφικούς γρίφους σε όλη την αρχαιότητα.
Ο κόσμος του Παρμενίδη είναι ένα σύνολο αιώνιων, ακίνητων και αδιαίρετων οντοτήτων. Καθώς μάλιστα ο Παρμενίδης μιλά για το «ον» αδιακρίτως, και το ίδιο το σύμπαν θα πρέπει να θεωρηθεί μια κλειστή, αιώνια και αμετάβλητη ολότητα. Αμετάβλητες οντότητες μέσα σε ένα αμετάβλητο σύμπαν. Πόσο διατεθειμένοι είμαστε να αποδεχτούμε έναν τόσο παράδοξο κόσμο; Έναν κόσμο ξένο προς τον δικό μας, έναν κόσμο από όπου «η γέννηση έχει σβηστεί, ενώ για τη φθορά κανείς ποτέ δεν άκουσε» Θαυμάζει κανείς τη συλλογιστική δεινότητα του Παρμενίδη, αντιλαμβάνεται (ή υποψιάζεται) ότι κάτι πολύ σημαντικό έχει πει, διστάζει ωστόσο να τον ακολουθήσει στα συμπεράσματά του.
Αυτή ήταν και η στάση των μεταγενέστερων φιλοσόφων. Από τον Εμπεδοκλή και τον Δημόκριτο ως τον
Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, όλοι θα προσπαθήσουν να απαντήσουν στην πρόκληση του Παρμενίδη. Η φιλοσοφία μετά τον Παρμενίδη διαθέτει επιτέλους τη δική της γλώσσα, χρησιμοποιεί έννοιες και συλλογισμούς, απεχθάνεται τις λογικές αντιφάσεις, τείνει προς τον αποδεικτικό λόγο. Δεν θέλει όμως και να αποστρέψει το βλέμμα της από την έκδηλη πραγματικότητα της μεταβολής.
Ο κόσμος μέσα στον οποίο ζούμε σίγουρα δεν είναι ο αμετάβλητος κόσμος του Παρμενίδη. Η σκέψη μας όμως έχει παρμενίδεια χαρακτηριστικά. Όταν μιλώ για την έννοια της ισότητας ή για το γεωμετρικό τρίγωνο δεν μπορώ παρά να ακολουθήσω τον Παρμενίδη: το γεωμετρικό τρίγωνο δεν έχει γεννηθεί ποτέ, δεν μεταβάλλεται και δεν θα πεθάνει. Το φυσικό όμως περιβάλλον, οι ψυχικές μου διεργασίες και τα ηθικά μου προβλήματα ούτε αγέννητα είναι ούτε αμετάβλητα.
Ένας συμβιβασμός είναι τελικά αναγκαίος. Ο Παρμενίδης αναγνωρίζεται από τον
Πλάτωνα ως ένας από τους ιδρυτές του ορθολογισμού και ένας από τους σημαντικότερους αρχαίους Έλληνες φιλόσοφους. Μπορεί βασίμως να θεωρηθεί και δίκαια, ως ο πατέρας της κλασικής μεταφυσικής.
Οι φορβάδες που
µε πηγαίνουν
µέχρι εκεί που φτάνει ο πόθος
µου επιτάχυναν, και µ’
έφεραν στον φηµισµένο δρόµο
του δαίµονα, που από τις πόλεις εξυψώνει όσους γνωρίζουν.
Εκεί οδηγήθηκα. Εκεί οι συνετές φορβάδες
µ’ έφεραν τεντώνοντας απ’ την ταχύτητα το άρµα. Μπροστά
µας κόρες προπορεύονταν.
Κι ο άξονας µες στα βραχιόλια, πυρωµένος, έτριζε –
σφιγµένος κι απ’ τις δυο
µεριές από τους τορνευτούς τροχούς-
καθώς οι κόρες του Ήλιου έσπευδαν,
εγκαταλείποντας τα δώµατα της Νύχτας προς το φως
σπρώχνοντας µε το χέρι πίσω απ’ το κεφάλι το πέπλο τους.
Εκεί είναι οι πύλες των οδών της νύχτας και της
µέρας, έχοντας πάνω τους υπέρθυρο και κάτω τους κατώφλι πέτρινο.
ψηλά στον αέρα, σφραγισµένες
µε µεγάλες θύρες και σύρτες απανωτούς, που εποπτεύει η τιµωρός ∆ικαιοσύνη.
Αυτήν, µιλώντας
µε περίσκεψη και λόγια απατηλά
την παρέσυραν, ωθώντας τον σύρτη τον βαλανωτό
τις πύλες να ελευθερώσει. Κι έτσι, καθώς οι ολόχαλκοι άξονες
γύριζαν στα βραχιόλια, τα πιασµένα
µε σφήνες και καρφιά,
οι πύλες άνοιγαν στο χάσµα το αχανές.
Ευθύς, µέσα απ’ τις πύλες, στο δρόµο τον αµαξιτό,
πέρασαν κόρες και φορβάδες και άρµα.
Και η θεά
µε υποδέχτηκε θερµά, πήρε στο χέρι της το χέρι µου
το δεξί, και µε αυτά τα λόγια
µε προσφώνησε:
«Νέε, που συνοδεύεσαι από αθάνατους ηνίοχους
και που οι φορβάδες σ’ έφεραν εδώ στο δώµα µου,
σε χαιρετώ. ∆εν σ’ έστειλε µοίρα κακή σ’ αυτό τον δρόµο
που από τους ανθρώπους είναι απάτητος, αλλά το ορθό
και το δίκαιο. Χρειάζεται όλα να τα µάθεις,
και τον πυρήνα τον ήρεµο της ολοστρόγγυλης
αλήθειας και τις ανάξιες πίστης δοξασίες των θνητών.
Αλλά και τούτο ακόµη: περνώντας µέσα απ’ όλα να ελέγχεις
πώς πρέπει να είναι αυτά που θεωρούνται ότι έτσι είναι.
II
Λοιπόν, θα σου ανακοινώσω τώρα –
κι εσύ µετάφερε όσα θ’ ακούσεις- ποιοι είναι οι µόνοι νοητοί δρόµοι της έρευνας.
Ο ένας, το ότι είναι και ότι δεν υπάρχει µη είναι,
αποτελεί τον δρόµο της Πειθούς –
γιατί η Αλήθεια την ακολουθεί-,
ο άλλος, πως δεν είναι και ότι όφειλε µη είναι,
αυτός, σου λέω, ο δρόµος είναι µονοπάτι αγνωσίας,
γιατί ούτε να γνωρίσεις µπορείς το µη ον –
κάτι ανέφικτο-,
ούτε να το εκφράσεις.
III
…
γιατί εκείνο που
µπορεί να νοηθεί συγχρόνως είναι
IV
Πρόσεξε όµως, αν και απόντα παρόντα είναι, βέβαια, στον νου
γιατί δεν αποκόπτεται η συνέχεια του όντος µε το ον
ούτε όταν µε τάξη διασκορπίζεται οπουδήποτε και οπωσδήποτε
ούτε όταν συγκεντρώνεται.
V
για µένα είναι αδιάφορο το από πού θ’ αρχίσω.
αφού σ’ αυτό θα καταλήξω πάλι.
VI
Πρέπει, αναγκαία, αυτό που λέγεται και που νοείται ον να είναι
Γιατί το είναι υπάρχει, αλλά όµως δεν υπάρχει το µηδέν.
ετούτο σε καλώ να αναλογιστείς. Από αυτόν τον πρώτο δρόµο έρευνας σε <αποτρέπω>,
αλλά και από τον άλλον στον οποίο οι ανήξεροι
άνθρωποι περιπλανώνται, δίγνωµοι. γιατί στα στήθια τους η
αµηχανία κατέχει την πλανηµένη σκέψη τους κι όλοι τους παραδέρνουν.
Κουφοί, τυφλοί και έκπληκτοι, άκριτα στίφη που νοµίζουν
ότι το είναι και το µη είναι ταυτίζονται και δεν ταυτίζονται
και όλοι τους ακολουθούν τροχιά παλίνδροµη.
VII
Γιατί ουδέποτε θ’ αποδειχθεί ότι υπάρχουν τα µη όντα.
αλλά εσύ αποµάκρυνε την σκέψη σου από τον δρόµο αυτό της έρευνας
ούτε η συνήθεια, απ’ την µεγάλη πείρα σου, να σε ωθήσει σ’ αυτόν
αφήνοντας το βλέµµα και την ακοή σου να περιφέρονται άσκοπα
την γλώσσα σου να θορυβεί, αλλά κρίνε λογικά την πολυµέτωπη κριτική που ανέπτυξα.
VIII
δρόµος µοναδικός που αποµένει να συζητήσουµε: ότι είναι. Σ’ αυτόν υπάρχουν σήµατα
πολλά ότι το ον είναι αγέννητο και ανώλεθρο
ακέραιο και ατάρακτο, αιώνιο και ατελεύτητο.
Ούτε ήταν, ούτε θα γίνει, επειδή υπάρχει τώρα, όλο
µαζί ένα, συνεχές. Γιατί τι είδους γέννηση να του αποδώσεις,
πώς και από πού αναπτύχθηκε; ∆εν θα σου επιτρέψω να σκεφτείς
ή και να πεις, εκ του µη όντος. Γιατί ούτε να λεχθεί ούτε να νοηθείείναι δυνατόν
το ότι δεν είναι. Τι τάχα το υποχρέωσε, ούτε νωρίτερα ούτε αργότερα, ν’ αναπτυχθεί, αρχίζοντας απ’ το µηδέν;
Έτσι, ή πρέπει πλήρες να έγινε, ή καθόλου.
Ποτέ η δύναµη της γνώσης δεν θ’ αφήσει, απ’ το µη ον
κάτι να δηµιουργηθεί δίπλα σ’ αυτό.
Γι’ αυτό και η ∆ικαιοσύνη δεν επέτρεψε ούτε να γεννηθεί ούτε ν’ αφανιστεί
– αφήνοντας να χαλαρώσουν τα ηνία-
αλλά το συγκρατεί. Και η απόφασή µας εξαρτάται από τούτο:
είναι ή δεν είναι; Κρίθηκε όµως αναγκαίο
τον ένα δρόµο να αφήσουµε, που είναι ανώνυµος και α-νόητος
-γιατί δεν είναι αληθινός-,
ενώ ο άλλος είναι αληθινός και υπάρχει.
Πώς θα µπορούσε έπειτα το ον να αφανιστεί; και πώς θα εδηµιουργείτο;
Γιατί δεν είναι αν έγινε, ή αν πρόκειται να γίνει.
Έτσι, έσβησε η γένεση και ούτε λόγος για αφανισµό.
Ούτε είναι διαιρετό γιατί είναι οµοιόµορφο.
Ούτε υπάρχει κάπου περισσότερο, που θα εµπόδιζε την συνοχή του,
ούτε κάπου λιγότερο, αλλά είναι όλο πλήρες από ον.
Γι’ αυτό και όλο είναι συνεχές. Γιατί το ον πλησιάζει και εφάπτεται στο ον.
Αλλά ακίνητο, δεµένο ισχυρά στα πέρατα,
υπάρχει, δίχως τέλος και αρχή, γιατί η γένεση και ο αφανισµός
εκδιώχθηκαν µακριά, τ’ απώθησε η πίστη η αληθινή.
Το ίδιο µένοντας, στο ίδιο µέρος, στον εαυτό του κείται
κι έτσι σταθερό θα παραµένει. Γιατί η παντοδύναµη Ανάγκη
το κρατάει δέσµιο, στα όρια µέσα που το περικλείουν.
∆εν είναι, άρα, θεµιτό να θεωρείται ατελές το ον
τίποτα δεν του λείπει –
αλλιώς όλα θα του έλειπαν.
Το ίδιο είναι το νοείν κι εκείνο για το οποίο υπάρχει νόηµα.
Γιατί χωρίς το ον, µέσα στο οποίο λέγεται
δεν θά βρεις το νοείν. Ούτε ήταν [ή] είναι ή θα είναι
άλλο εκτός από το ον, αφού η Μοίρα το δέσµευσε
να µένει ενιαίο και ακίνητο. Γι’ αυτό όλα όσα θεσπίζουν
οι θνητοί νοµίζοντάς τα αληθινά, ονόµατα είναι:
πως τάχα δηµιουργείται και αφανίζεται, ότι είναι και δεν είναι
ότι αλλάζει την θέση του και το λαµπρό του χρώµα.
Αλλά αφού έχει έσχατο όριο είναι πεπερασµένο από παντού,
όµοιο µε όγκο σφαίρας ολοστρόγγυλης που εκτείνεται
απ’ το κέντρο προς τα έξω ισοδύναµη. Γιατί, υποχρεωτικά,
ούτε λιγότερο ούτε περισσότερο µπορεί να βρίσκεται εδώ ή εκεί.
Και ούτε είναι µη ον, ώστε να εµποδίζεται να ενωθεί
µε το όµοιό του, ούτε είναι ον λιγότερο εδώ
και περισσότερο εκεί, επειδή είναι ολόκληρο ακέραιο.
από παντού ίσο, λοιπόν, εκτείνεται οµοιόµορφα στα πέρατά του.
Κλείνω εδώ τα άξια πίστης λόγια και τις σκέψεις µου
για την αλήθεια. Από εδώ και πέρα των θνητών
τις δοξασίες µάθε, ακούγοντας την πλανερή διάταξη των λόγων
µου.
Καθιερώθηκε να ονοµάζουν δύο
µορφές ενώ την µία δεν θα έπρεπε
-εδώ είναι που πλανώνται-,
και τις θεώρησαν αντίθετης δοµής, τους έβαλαν σηµάδια
διαφορετικά. από την µια το αιθέριο πυρ της φλόγας,
ήπιο πυρ, ανάλαφρο, παντού το ίδιο
µε τον εαυτό του, αλλά όχι ίδιο
µε το άλλο, αλλά και το άλλο αντίθετο σ’ αυτό,
νύχτα ανεξιχνίαστη, δοµή πυκνή, βαριά.
Όλη αυτή την διάταξη σου εκθέτω, όπως φαίνεται νά ‘ναι,
ώστε ποτέ, γνώµες θνητών να µη σε παρασύρουν.
IX
Αλλά επειδή όλα ονοµάστηκαν νύχτα και φως
και ό,τι αντιστοιχεί στις δυνάµεις τους, δόθηκε στο καθένα
είναι όλα γεµάτα φως και νύχτα σκοτεινή,
που είναι ίσα και τα δυο, αφού ούτε στ’ να ούτε στ’ άλλο το
µηδέν µετέχει.
X
Αλλά και την φύση του αιθέρα θα γνωρίσεις και όλους τους
αστερισµούς µέσα σ’ αυτόν, και του λαµπρού πυρσού του ήλιου
τα ολέθρια έργα και από που προήλθαν.
αλλά και τις πράξεις τις περιπλανώµενες της στρογγυλόµατης
σελήνης και την φύση της, αλλά και τον γύρω ουρανό,
από που γεννήθηκε, και πώς η Ανάγκη οδηγώντας τον, τον
δέσµευσε τα πέρατα των άστρων να συγκρατεί.
XI
πώς γη, και ήλιος και σελήνη,
και ο κοινός σ’ όλους αιθέρας, κι ο γαλαξίας, κι ο ‘Ολυµπος
ο έσχατος και η θερµή των άστρων δύναµη, ορµητικά
γεννήθηκαν
XII
Οι στενότεροι δακτύλιοι γεµάτοι αµιγή φωτιά
και οι επόµενοι γεµάτοι νύχτα
µε λίγες φλόγες ν’ αναπηδούν.
Κι ανάµεσα σε όλα η θεότητα που κυβερνά τα πάντα
γιατί αρχηγεύει στην
µίξη και την τροµερή γέννα
στέλνοντας το θηλυκό να ζευγαρώσει
µε τ’ αρσενικό
και αντίστροφα, το αρσενικό
µε το θηλυκό.
XIII
πρώτιστο όλων των θεών τον Έρωτα επινόησε
…
νυκτολαµπές, περιπλανώµενο γύρω απ’ την γη, αλλότριο φως
…
XV
πάντοτε ατενίζοντας τις ακτίνες του ήλιου
…
XVI
Όπως είναι, κάθε φορά, η αναλογία
µίξεως των πολυπλάνητων
µελών ανάλογα βρίσκεται και νους του ανθρώπου. γιατί το ίδιο είναι
αυτό που στους ανθρώπους σκέφτεται: η φύση των
µελών τους και στον καθένα και σε όλους.
το επιπρόσθετο είναι η σκέψη.
XVII
δεξιά τ’ αγόρια, τα κορίτσια αριστερά
…
XIX
Έτσι, κατά τις δοξασίες των ανθρώπων έγιναν αυτά και είναι τώρα
και αφού αναπτυχθούν, θα πάψουν κάποτε να υπάρχουν.
Οι άνθρωποι καθιέρωσαν ένα όνοµα διακριτικό για το καθένα.