Πριν πολλά πολλά χρόνια, έγινε μία μακρόχρονη μάχη που νικητή δεν έβγαζε.
Κορμιά έπεφταν και από τις δύο πλευρές.
Πολλά κορμιά.
Στις επάλξεις των τειχών και στην πρώτη γραμμή των πεδίων δεν ήταν μόνο οι στρατιώτες, αλλά και οι ηγήτορες.
Έτσι φανερά σκοτώνονταν όλοι.
Σεβόμενοι η μία πλευρά την άλλη, διέκοπταν την μάχη για να αποσύρουν τα νεκρά κορμιά, με σκοπό την ταφή και απότιση τιμών.
Το αίμα το απορροφούσε η γη.
Κάποια ημέρα, κάποιος, βλέποντας το πεδίο της μάχης, κοίταξε χαμηλά.
Τα σκάμματα με τους τάφους άρχισαν να πιάνουν ζωτικό χώρο, και η γης είχε αρχίσει να δυσκολεύεται να καταπιεί τόσο αίμα.
Τότε σκέφθηκε να δώσει ένα τέλος.
Ένα μυαλό, σκέφθηκε για χιλιάδες.
Με ένα «εργαλείο», ανθρώπου έργο, έδωσε το τέλος.
Παρ’ όλα αυτά όμως το τέλος ήταν το ίδιο αιματηρό και απάνθρωπο, μόνο που κράτησε μία ολόκληρη νύχτα.
Για την μία πλευρά, την ηττημένη.
Το μυαλό του ανθρώπου δεν μπορούσε να ορίσει το εύρος του αποτελέσματος της σκέψης του.
Μετά από πολλά πολλά χρόνια, τα ίδια πάλι.
Τα ίδια;
Ε, ναι…περίπου…απλά τότε δεν υπήρχαν διακοπές απόσυρσης νεκρών, τα κορμιά θάβονταν πρόχειρα ή μαζικά, και οι ηγήτορες έπαιρναν και κάποιες προφυλάξεις μην τους έρθει κάποια αδέσποτη, το δε πεδίο της μάχης αυξήθηκε εντυπωσιακά.
Πάλι το μυαλό του ανθρώπου έδωσε την λύση.
Όχι όμως διότι κοίταξε χαμηλά, αλλά επειδή κοίταξε «επιστημονικά».
Με ένα νέο «εργαλείο», έργο ανθρώπου, έδωσε ένα τέλος.
Τέλος και αυτό αιματηρό και απάνθρωπο, που κράτησε όμως λίγα λεπτά.
Για την μία πλευρά και πάλι την ηττημένη.
Και πάλι το μυαλό του ανθρώπου δεν μπόρεσε να ορίσει το εύρος του αποτελέσματος της σκέψης του.
Μετά από πολλά χρόνια, και ενώ επικρατούσε, σχετικώς, ειρήνη το μυαλό του ανθρώπου κοίταξε αυτήν την φορά «πονηρά».
Σκέφθηκε και πάλι να φτιάξει ένα «εργαλείο», έργο ανθρώπου, με σκοπό την διάδοση.
Ποια διάδοση;
Αργότερα ειπώθηκε για την διάδοση της επικοινωνίας, της πληροφορίας, της σκέψης, της ενημέρωσης, της ψυχαγωγίας, του επιχειρείν κ.ο.κ.
Αυτή την φορά έδωσε όχι ένα τέλος, αλλά μία αρχή.
Και άρχισε λοιπόν η δημιουργία ενός πολυάριθμου στρατού από εξαρτήματα που χειρίζονταν από όλους τους ανθρώπους.
Ηγήτορες στην αρχή, ανακυρήχθηκαν όλοι όσοι μπορούσαν να χειριστούν τα εξαρτήματα.
Όλοι;
Έ, όχι και όλοι, μάλλον λίγοι αναλογικά, τελικά όμως αποδείχθηκε ότι οι ηγήτορες είναι πάντα ελάχιστοι.
Άρα οι πολλοί τι ήτανε;
Αποδείχθηκε ότι ήταν απλά χειριστές των εξαρτημάτων, των σύγχρονων «όπλων».
Μα αφού είπαμε παραπάνω ότι δεν εξέσπασε πόλεμος, τότε τι «όπλα» είναι αυτά;
Τα «όπλα» ενός πολέμου κρυφού, όπου ούτε οι ηγήτορες φαίνονταν, ούτε οι στρατιώτες.
Λίγοι, ελάχιστοι, παρασυρμένοι από κάποιους κώδικες, έβγαιναν φανερά με ορμή Αχιλλέα και αφέλεια Δον Κιχώτη.
Όλοι οι υπόλοιποι νοιάζονταν υπερβολικά για την (ηλεκτρονική) ασφάλειά τους.
Ο φόβος της δαιδαλώδους διαδικτύωσης όπου κάπου καραδοκούσε ο σύγχρονος Μινώταυρος, δημιούργησε το μεγαλύτερο πεδίο στην Ιστορία των μαχών, με τον μεγαλύτερο στρατό που δημιουργήθηκε ποτέ και με την μεγαλύτερη διάρκεια.
Πρωτόγνωρες τακτικές, πρωτόγνωρα αποτελέσματα, πρωτόγνωρα μεγέθη.
Έμελλε αυτή η μάχη να κρατήσει περισσότερο από κάθε άλλη φορά…
Οι απώλειες που άρχισαν να λαμβάνουν χώρα δεν ήταν αιματηρές.
Κάποιοι, που ούτε καν γνωρίζονταν, άρχισαν να μιλάνε άσχημα στους άλλους, κάποιοι, που ούτε καν γνωρίζονταν, χαρακτήριζαν εχθρούς τους άλλους, κάποιοι, που ούτε καν γνωρίζονταν, έβριζαν τους άλλους, κάποιοι, που ούτε καν γνωρίζονταν, άρχισαν να υποπτεύονται τους άλλους, κάποιοι, που ούτε καν γνωρίζονταν, άρχισαν να πιστεύουν ότι απειλούνται από τους άλλους, κάποιοι, που δεν γνωρίζονταν, άρχισαν να βλέπουν Δούρειους Ίππους και Χιροσίμες.
Κάποιοι άλλοι έτριβαν τα χέρια τους.
Και πάλι το μυαλό του ανθρώπου δεν μπόρεσε να ορίσει το εύρος του αποτελέσματος της σκέψης του.
Κατάφερε όμως να διευρύνει την φαυλότητά της.
Και τότε η Ελένη στράφηκε προς τον Πάρη και του είπε:
«Δεν πιστεύω πια ότι μπορείς να εγγυηθείς την προστασία μου»
Με ένα απλό πάτημα του πλήκτρου, τον έσβησε.
Τότε ο Αχιλλέας στράφηκε προς την Ελένη, και της είπε:
«Από τότε που άρχισες να κοιτάς την ασφάλεια της πτέρνας σου, σταμάτησες να κοιτάς το πρόσωπό του».
Φώναξε τον Φειδία, και του παρήγγειλε δύο καλλιτεχνήματα.
Ένα με το πρόσωπό του και ένα με την πτέρνα του.
Τα έθαψε και τα δύο σε διαφορετικά σημεία, και έφτιαξε και δύο επιγραφές.
Στην μία έγραψε: ¨Εδώ κείται ο άνθρωπος¨.
Στην άλλη έγραψε: ¨Εδώ κείται η ασφάλειά του¨.