Τί εὐτυχία νά μποροῦσε ὁ Ἕλληνας νά σεριανίζει στήν Ἑλλάδα χωρίς ν’ ἀκούει φωνές, θυμωμένες, αὐστηρές, ἀπό τά χώματα!
Γιά ἕναν Ἕλληνα ὅμως τό ταξίδι στήν Ἑλλάδα καταντάει γοητευτικό κι ἐξαντλητικό μαρτύριο· στέκεσαι σέ μιάν πατημασιά ἑλληνικῆς γῆς καί σέ κυριεύει ἀγωνία: μνῆμα βαθύ, πατωσιές πατωσιές οἱ νεκροί κι ἀνεβαίνουν παράταιρες φωνές καί σέ κράζουν· γιατί ὅ,τι μένει ἀπό τό νεκρό, ἀθάνατο, εἶναι ἡ φωνή του. Ποιά ἀπ’ ὅλες τίς φωνές να διαλέξεις; Κάθε φωνή καί ψυχή, κάθε ψυχή λαχταρίζει ἕνα σῶμα δικό της κι ἡ καρδιά σου ἀκούει, ταράζεται καί διστάζει νά πάρει ἀπόφαση, γιατί συχνά οἱ πιό ἀγαπημένες ψυχές δέν εἶναι πάντα κι οἱ πιό ἄξιες.
Θυμοῦμαι τό μεσημέρι πού στάθηκα κάπο ἀπό μιάν ἀνθισμένη ροδοδάφνη τοῦ Εὐρώτα, ἀνάμεσα Σπάρτη καί Μιστρά, ἔνιωσα τή φοβερή προαιώνια πάλη καρδιᾶς καί νοῦ. Ἀκράτητη ἡ καρδιά χίμηξε ν’ ἀναστήσει τό χλωμό θανατογραμμένο κορμί τοῦ βυζαντινοῦ μας αὐτοκράτορα, τοῦ Κωνσταντίνου τοῦ Παλαιολόγου· νά ξαναγυρίσει πίσω τόν τροχό τοῦ καιροῦ, στις 6 τοῦ Γενάρη τοῦ 1449, πού ἐδῶ ἀπάνω στό Μιστρά ὁ Κωνσταντῖνος δέχτηκε τήν αἱματοβαμμένη λιγόζωη κορόνα τῆς Πόλης. Ἀρίφνητοι* προγονικοί στεναγμοί, ἀρίφνητες λαχτάρες τοῦ Γένους σέ σπρώχνουν νά κάμεις χατίρι, μά ὁ νοῦς ἀνήλεος ἀντιστέκεται, γυρίζει τό πρόσωπό του κατά τή Σπάρτη, ἀγριεύει, θέλει νά ρίξει στόν Καιάδα τοῦ καιροῦ τό χλωμό αὐτοκράτορα καί νά σμίξει μέ τούς ἀνήλεους Σπαρτιάτες ἔφηβους. Γιατί αὐτό πού θέλει ὁ νοῦς εἶναι τό αἴτημα τῆς φοβερῆς στιγμῆς ὅπου ἔλαχε νά γεννηθοῦμε, καί πρέπει, ἄν θές ἡ ζωή σου νά ‘ναι γόνιμη, νά πάρεις μιάν ἀπόφαση πού ν’ ἁρμονίζεται μέ τό φοβερό ρυθμό τοῦ καιροῦ σου.
Ὅταν ἕνας Ἕλληνας ταξιδεύει στήν Ἑλλάδα, τό ταξίδι του ἔτσι μοιραῖα μετατρέπεται σ’ ἐπίπονη ἀναζήτηση τοῦ χρέους. Πῶς νά γίνουμε κι ἐμείς ἄξιοι τῶν προγόνων, πῶς νά τή συνεχίσουμε, χωρίς νά τήν ντροπιάσουμε, τήν παράδοση τῆς ράτσας μας; Μιά αὐστηρή ἀσίγαστη εὐθύνη βαραίνει τούς ὤμους σου, βαραίνει τούς ὤμους ὅλων τῶν ζωντανῶν Ἑλλήνων. Ἀκαταμάχητη μαγική δύναμη ἔχει τό ὄνομα· ὅποιος γεννήθηκε στήν Ἑλλάδα ἔχει τό χρέος νά συνεχίσει τόν αἰώνιο ἑλληνικό θρύλο.
Ἕνα ἑλληνικό τοπίο δέ δίνει σ’ ἐμᾶς τούς Ἕλληνες μιάν ἀφιλόκερδη ἀνατριχίλα ὡραιότητας· ἔχει ἕνα ὄνομα τό τοπίο – τό λένε Μαραθώνα, Σαλαμίνα, Ὀλυμπία, Θερμοπύλες, Μιστρά – συνδέεται μέ μιάν ἀνάμνηση, ἐδῶ ντροπιαστήκαμε, ἐκεῖ δοξαστήκαμε, καί μονομιᾶς τό τοπίο μετουσιώνεται σέ πολυδάκρυτη, πολυπλάνητη ἱστορία. Κι ὅλη ἡ ψυχή τοῦ Ἕλληνα προσκυνητῆ ἀναστατώνεται. Τό κάθε ἑλληνικό τοπίο εἶναι τόσο ποτισμένο ἀπό εὐτυχίες καί δυστυχίες μέ παγκόσμιο ἀντίχτυπο, τόσο γεμάτο ἀνθρώπινο ἀγώνα, πού ὑψώνεται σέ μάθημα αὐστηρό καί δέν μπορεῖς νά τοῦ ξεφύγεις· γίνεται κραυγή καί χρέος ἔχεις νά τήν ἀκούσεις.
«Ἀναφορά στόν Γκρέκο»
Νίκος Καζαντζάκης
Πηγή: Νεοελληνικά Ἀναγνώσματα Α’ Λυκείου (1978)