Ο Πειρίθους ήταν βασιλιάς των Λαπιθών, μιας γενναίας φυλής στην Θεσσαλία, ο οποίος ήταν γνωστός στην περιοχή του για την γενναιότητα του αλλά και τα σπουδαία του κατορθώματα.
Με τον καιρό όμως άρχισε να ζηλεύει τα κατορθώματα του Θησέα, του βασιλιά της Αθήνας, σε σημείο που ήθελε να τον προκαλέσει για να του αποδείξει οτι ήταν καλύτερος του.
Ο Απόλλων πλαισιώνεται από δύο ήρωες. Στα δεξιά του θεού απεικονίζεται ο Πειρίθους, ο νεαρός βασιλιάς των Λαπιθών που τελούσε τους γάμους του με τη Δηιδάμεια, ο οποίος ορμά με σηκωμένο το σπαθί του κατά του Κενταύρου Ευρυτίωνα που έχει αρπάξει τη νύφη.
Για αυτό το λόγο πήγε στην Αθήνα κι έκλεψε ένα κοπάδι βόδια του Θησέα, προκαλώντας τον σε μονομαχία.
Όταν ο Θησέας έμαθε για την πρόκληση του Πειρίθου
πήγε να τον βρει με σκοπό να επανορθώσει για την προσβολή που του έγινε.
Όταν οι 2 άνδρες αντίκρυσαν ο ένας τον άλλον ήταν γεμάτοι από οργή και θυμό, θέλοντας να σκοτώσει ο ένας τον άλλον.
Όμως κάτι τους κρατούσε, κάτι τους εμπόδισε από το να μονομαχήσουν και σύντομα ο θυμός τους άρχισε να μετατρέπεται σε θαυμασμό.
Στο τέλος, αντί να χτυπηθούν με τα σπαθιά τους αγκαλιάστηκαν κι ορκίστηκαν φιλία ο ένας στον άλλον.
Αργότερα ο Θησέας βοήθησε τον φίλο του όταν κατά τον γάμο του με την Διηδάμεια οι Κένταυροι αποπειράθηκαν να κλέψουν τις γυναίκες των Λαπιθών.
Με τα χρόνια οι 2 άνδρες χήρεψαν αφού η Διηδάμεια πέθανε λίγο μετά τον γάμο της με τον Πειρίθου κι η Φαίδρα είχε αυτοκτονήσει.
Για αυτό το λόγο ο Θησέας κι ο Πειρίθους αποφάσισαν να ξαναπαντρευτούν.
Πιστεύοντας όμως πως τα κατορθώματα τους τους είχαν κάνει τόσο σπουδαίους, θέλησαν να παντρευτούν γυναίκες τόσο σημαντικές και ξακουστές που όλοι στον κόσμο θα τους θαύμαζαν.
Για αυτό το λόγο έδωσαν ιερούς όρκους μεταξύ τους ώστε να βοηθήσει ο ένας τον άλλον στο να κλέψει την γυναίκα που ποθούσε.
Με αυτόν τον τρόπο ο Θησέας που ήταν πλέον μεσήλικας έκλεψε την έφηβη Ωραία Ελένη από την Σπάρτη και την παντρεύτηκε.
Ο ΠΕΙΡΙΘΟΥΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑ |
Επειδή όμως η διαφορά ηλικίας τους αλλά και το γεγονός οτι την έκλεψε θα προκαλούσε την οργή των Σπαρτιατών, την έκρυψε στις Αφίδνες, στο σπίτι της μητέρας του Αίθρας.
Από αυτό το γάμο μάλιστα θεωρείται πως η Ελένη απέκτησε την Ιφιγένεια την οποία αργότερα έδωσε στην αδερφή της Κλυταιμνήστρα, η οποία τη μεγάλωσε σαν δική της κόρη.
Ο Θησέας που ήταν ευτυχισμένος για το γάμο που έκανε δήλωσε στον Πειρίθου πως θα τον βοηθούσε να αποκτήσει όποια γυναίκα επιθυμούσε κι αυτός.
Όταν όμως άκουσε οτι εκείνος ήθελε να παντρευτεί την γυναίκα του Πλούτωνα, την θεά Περσεφόνη, έντρομος προσπάθησε να τον μεταπείσει λέγοντας του όλους τους κινδύνους που θα αντιμετώπιζαν κατά την κατάβαση τους στον Άδη.
Ο Πειρίθους όμως ήταν αμετάπειστος οπότε οι 2 άνδρες ξεκίνησαν για το ταξίδι τους στον Κάτω Κόσμο.
Το γεγονός οτι ο Χάροντας δέχθηκε πρόθυμα να τους περάσει απέναντι κι οτι ο Κέρβερος τους άφησε να περάσουν τις πύλες του Βασιλείου του Κάτω Κόσμου δεν τους παραξένεψε καθόλου.
Στην προσπάθεια τους να ανακαλύψουν την Περσεφόνη συνάντησαν τον Πλούτωνα ο οποίος γνώριζε τα σχέδια τους.
Όταν εκείνος, προσπαθώντας να κρύψει τον θυμό του, τους ρώτησε για ποιό λόγο επισκέφθηκαν το βασίλειο του, ο Πειρίθους του είπε πως θα έκανε ένα γλέντι στο παλάτι του και θέλησε να καλέσει την Περσεφόνη.
Ο Πλούτωνας τότε, θέλοντας να τους τιμωρήσει, τους προσέφερε 2 πέτρινα καθίσματα να καθίσουν και τους υποσχέθηκε πως θα φέρει την σύζυγο του.
Όταν οι 2 φίλοι κάθισαν, έντρομοι ανακάλυψαν πως δε μπορούσαν να σηκωθούν από τα καθίσματα τους καθώς είχαν κολλήσει!
Τότε όχι μόνο μετάνιωσαν για την πράξη τους αυτή αλλά και για την αλαζονεία που είχαν επιδείξει.
Ύστερα από κάποια χρόνια ο Θησέας ελευθερώθηκε από τον Ηρακλή που κατέβηκε στον Κάτω Κόσμο για να πάρει τον Κέρβερο.
Ήταν όμως αδύνατο να ελευθερώσει τον Πειρίθου, ο οποίος από τότε τιμωρήθηκε να μείνει αιώνια σε αυτή την θέση.