Το θέατρο της Επιδαύρου, περίφημο από τους αρχαίους χρόνους μέχρι σήμερα για το μέγεθος, την αρχιτεκτονική αρτιότητά του, την ακουστική και την αρμονία του. Eίναι κτισμένο μέσα στο μεγάλο Ιερό του Ασκληπιείου της αρχαίας Πόλης της Επιδαύρου, στην πλαγιά του όρους Κυνόρτιου. Σύμφωνα με τον Παυσανία είναι έργο του ονομαστού Αργείου αρχιτέκτονα Πολύκλειτου του Νεότερου, που κατασκεύασε και την Θόλο, κτισμένο τον 4ο π.Χ αιώνα. Η σχετική έρευνα, γύρω από την ακριβή χρονολόγηση κτίσεως του θεάτρου, συχνά τέθηκε υπό αμφισβήτηση.
Το μνημείο έμεινε σκεπασμένο επί αιώνες από υψηλή επίχωση. Η συστηματική ανασκαφή, ξεκίνησε το 1881 από τον αρχαιολόγο Παναγιώτη Καββαδία. Αποκαλύφθηκε πλήρως μεταξύ του 1881 – 1887. Το κοίλο ήρθε στο φως σε καλή κατάσταση με εξαίρεση τις ακραίες κερκίδες και τους αναλλημματικούς τοίχους. Το σκηνικό οικοδόμημα, αντίθετα αποκαλύφθηκε σε κατάσταση χαμηλού ερειπίου. Στις αρχές του 20ου αιώνα αναστηλώθηκε η πύλη της δυτικής παρόδου και ο παράπλευρος αναλλημματικός τοίχος. Μεγάλης κλίμακας εργασίες πραγματοποιήθηκαν στο διάστημα 1954 – 1963 για την ανακατασκευή κατεστραμμένων τμημάτων και τη μερική αποκατάσταση του μνημείου.
Το θέατρο του Ασκληπιείου της Επιδαύρου εκφράζει στην τελειότερη μορφή της την αρχιτεκτονική εμπειρία της αρχαιότητας, στη δομή του θεατρικού χώρου. Το μνημείο εξαίρει ήδη από την αρχαιότητα ο περιηγητής Παυσανίας για την συμμετρία και την ομορφιά του. Φέρει την τυπική διάρθρωση του Ελληνιστικού θεάτρου με τα τρία βασικά στοιχεία: Κοίλο – ορχήστρα – σκηνή.
Η μεγαλύτερη ακτίνα χάραξης του κοίλου φθάνει τα 58 μέτρα ενώ η διάμετρος της ορχήστρας είναι περίπου 20 μέτρα.
Τα δύο διαζώματά του χωρίζονται σε 13 κλίμακες και 12 κερκίδες το κάτω (που φέρει 34 σειρές εδωλίων) και σε 23 κλίμακες και 22 κερκίδες το άνω (που φέρει 21 σειρές εδωλίων).
Το σκηνικό οικοδόμημα αποτελείτο από μεγάλη αίθουσα με τέσσερις πεσσούς στον κεντρικό άξονα και 2 τετράγωνα δωμάτια στα άκρα. Το προσκήνιο είχε πρόσοψη με 14 πεσσούς – ημικίονες. Στο λογείο οδηγούσαν εκατέρωθεν δύο αναβάθρες. Στις παρόδους υπήρχαν μνημειώδεις διπλές πύλες. Κτίσθηκε σε δυο οικοδομικές φάσεις. Κατά τη διάρκεια της πρώτης, στο τέλος του 4ου π.Χ αιώνα κατασκευάσθηκαν η ορχήστρα, το κάτω διάζωμα και το σκηνικό οικοδόμημα στο «Προ – Ελληνιστικό» στάδιό του. Στη δεύτερη φάση, μέσον 2ου π.Χ αιώνα, το κοίλο επεκτάθηκε προς τα πάνω και η σκηνή πήρε την «Υστεροελληνιστική» μορφή της. Το θέατρο, φιλοξενούσε μουσικούς και ωδικούς αγώνες και παραστάσεις Αρχαίου Δράματος.
Το κοίλο του θεάτρου, περιλαμβάνει εννέα κερκίδες, με 18 σειρές εδωλίων στην κάθε μια. Η τοποθέτηση των εδωλίων πιθανόν να ήταν σταδιακή. Από αυτές, η πρώτη (προεδρία) περιλαμβάνει θρόνους σύνθετους, από τρεις μονόλιθους (σε μια περίπτωση δυο), κατάλληλα λαξευμένους. Οι διαφορές στη λάξευση και στο υλικό, οφείλονται στις μετακινήσεις των μελών, κατά τους μεταγενέστερους της πρώτης τοποθέτησης χρόνους.
Η σημερινή μορφή του θεάτρου, είναι η μορφή της τελευταίας διαμόρφωσης κατά τους Ρωμαϊκούς χρόνους. Έχουν χρησιμοποιηθεί ενεπίγραφοι λίθοι, από το ίδιο το θέατρο. Αυτό αποδεικνύεται, από τους εντοιχισμένους στο λογείο, δεξιά και αριστερά και στις βαθμίδες καθόδου προς την ορχήστρα. Εύλογα συμπεραίνουμε, ότι το υλικό αυτό έχει προέλθει από τη μείωση του μεγέθους του παλαιότερου θεάτρου.
Το κάτω τμήμα – διάζωμα, με τον τέλειο κύκλο της ορχήστρας, είναι το πρώτο. Το δάπεδο της ορχήστρας, αντίθετα από άλλα αρχαία θέατρα, όπως π.χ. του Διονύσου στην Αθήνα, που είναι μαρμάρινο σʼ αυτή την περίπτωση, είναι στρωμένο με χώμα, ενώ περιβάλλεται από ένα λίθινο κυκλικό δακτύλιο, πλάτους 48 εκατοστών. Στο μέσο της ορχήστρας υπάρχει στρογγυλή λίθινη βάση του βωμού του Διονύσου. Πιθανό είναι εκεί, πριν από κάθε παράσταση, να γίνονταν σπονδές. Ανάμεσα στην ορχήστρα και τα καθίσματα, υπάρχει μαρμάρινος διάδρομος, πλάτους δυο μέτρων, που εξυπηρετεί την ακουστική και ήταν ο χώρος συγκέντρωσης των βρόχινων νερών από το κοίλο, που μεταφέρονται με αγωγούς, έξω από το θέατρο. Το κάτω διάζωμα χωρά γύρω στους 6200 θεατές. Όλο το θέατρο, είναι κατασκευασμένο από το ίδιο ασβεστολιθικό υλικό. Όλες οι κερκίδες, έχουν βάθος από 75 έως 80 εκατοστά περίπου και το ύψος από 32 έως 35 εκατοστά. Αυτή η διακύμανση, οφείλεται στις τοπικές καθιζήσεις.
Η πρώτη σειρά, που όπως αναφέρθηκε προοριζόταν για τα τιμώμενα πρόσωπα, είναι κατασκευασμένη από κόκκινο ασβεστόλιθο. Επίσης, έχει πλάτη όπως και η τελευταία σειρά του κάτω διαζώματος. Η χρήση πλάτης, δεν είναι μόνο ένα στοιχείο διάκρισης αλλά αποτελούσε ένα φυσικό ένα εμπόδιο στη ροή της εκκένωσης του χώρου από τους θεατές. Το οικοδόμημα της σκηνής, αρχικά χωρίζονταν σε δυο μέρη: το μπροστινό, το προσκήνιο και το πίσω, η σκηνή που ήταν και το ψηλότερο. Η είσοδος γινόταν από δύο ράμπες. Το άνω διάζωμα, χαραγμένο με τα ίδια κέντρα με το κάτω, χαρακτηρίστηκε ως: «επιθέατρο», αυξάνει τον αριθμό των θεατών σε 13000 περίπου. Κάποιοι, υποστήριξαν ότι κτίσθηκε δυο αιώνες αργότερα. Αυτό όμως αμφισβητήθηκε από νεότερους μελετητές. Αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά οικοδομήματα των αρχαίων χρόνων, αφού μόνο ένα μέρος του ακουμπά στο βράχο του λόφου. η πρώτη σειρά καθισμάτων και αυτού του διαζώματος, είναι με πλάτη. Μετά την τελευταία σειρά, υπάρχει και πάλι ένας διάδρομος, που τελειώνει με περιμετρικό τοίχο. Οι κερκίδες, διαφοροποιούνται έντονα εδώ, αφού το ύψος τους, είναι 43 εκατοστά, δέκα (10) εκατοστά δηλαδή περισσότερο από τις κάτω και έτσι μεταβάλλεται έντονα η γωνία κλίσης. Αυτή η διαφοροποίηση, συντελεί όχι μόνο στην καλύτερη ορατότητα αλλά και στην καλύτερη ακουστική του θεάτρου. Οι επιγραφές του θεάτρου έχουν παραμείνει ολοζώντανες και δίνουν στο θέατρο, την προσωνυμία: «Λαλούν θέατρο». Τα ονόματα μεγάλων αρχόντων, δημιουργών και φρουρών, έχουν γραφτεί μια ή και περισσότερες φορές του καθενός στις προεδρίες και τα εδώλια του θεάτρου. Σημαντική προσφορά των επιγραφών, είναι ότι αρκετά ονόματα, γνωστοποιήθηκαν για πρώτη φορά, μετά την αποκάλυψη του θεάτρου. Έτσι τα χαράγματα, διατήρησαν την μνήμη εξεχουσών προσωπικοτήτων της τότε κοινωνίας, με τα ύπατα αξιώματα πάνω στις Προεδρίες και στα εδώλια. Οι φρουροί, οι δημιουργοί ήταν οι χορηγοί αλλά και μέτοχοι στα Διονυσιακά δρώμενα. Με τη χάραξη του ονόματός τους, γινόταν η επισήμανση του αξιώματός τους. Το μεγάλο θέατρο κοσμούσαν και άλλα κτίσματα: ο ναός του Ασκληπιού με το χρυσελεφάντινο άγαλμα, το Στάδιο, όπου γίνονταν γυμνικοί αγώνες, η Θόλος, ένα σύνολο κυκλικών κτιρίων. Έξω, υπήρχαν τα λεγόμενα Προπύλαια για την είσοδο σε πομπή των λατρευτικών γιορτών, το Άβατο μέσα στο οποίο, βρισκόταν το «Ιατρείο» του Θεού. Επίσης, υπήρχε το Γυμνάσιο, το οποίο λειτουργούσε ως ξενώνας.
Το θέατρο της Επιδαύρου, είναι το πιο διάσημο, καλοδιατηρημένο, τέλειο αρχαίο θέατρο στην Ελλάδα, μοναδικό για την ακουστική του. Η ακουστική αυτή, είναι αποτέλεσμα πολλών παραγόντων. Καταρχήν στην περιοχή πνέουν άνεμοι οι οποίοι κινούνται από την ορχήστρα προς τους θεατές. Επίσης, στο γύρω τοπίο του θεάτρου, επικρατεί ησυχία η οποία συντελεί στη δημιουργία μιας μοναδικής αξεπέραστης ακουστικής. Εκτός από αυτούς τους δυο φυσικούς παράγοντες τρίτος συντελεστής είναι ότι η ορχήστρα και το κοίλο, έχουν βαριές επιφάνειες πάνω στις οποίες ο ήχος ανακλάται. Δεν είναι λοιπόν τα πιθάρια – ηχεία όπως υποστηρίχθηκε από τον Βιτρούβιο, που συντελούν στην άψογη ακουστική του θεάτρου αλλά οι προαναφερθέντες παράγοντες.Όλες οι θέσεις του θεάτρου, παρέχουν την δυνατότητα στους θεατές να βλέπουν και να ακούν παράλληλα καλά το έργο. Υπάρχουν σημεία, που μπορεί να ακουστεί σʼ όλο το κοίλο και ο παραμικρός ήχος π.χ. το σκίσιμο ενός χαρτιού. Επίσης κάποιες θέσεις μέσα στην ορχήστρα από τις οποίες ο λόγος ακούγεται με μεγαλύτερη καθαρότητα και πιο επιβλητικός.
Τα αρχαία θέατρα έτοιμα να δεχτούν τον αρχαίο Ελληνικό λόγο, λόγω υπαίθρου, προσφέρουν στον θεατή μια εμπειρία ανεπανάληπτη. Την άμεση σχέση θεατών – συντελεστών. Το αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου, επιβεβαιώνει την ανάγκη και την αξεπέραστη προσφορά της επανάχρησης των ανοικτών υπαίθριων θεάτρων της αρχαιότητας, τα οποία, παρ όλες τις μεταλλαγές σοβαρές ή μη που δέχτηκαν κατά καιρούς, έμειναν αξεπέραστα στην πρωτότυπη μορφή τους. Άλλωστε είναι αναμφισβήτητο, ότι όλα τα είδη της αρχιτεκτονικής δημιουργίας ανά τους αιώνες παρά, παρά την τελειότητά τους πολλές φορές υπάρχουν σήμερα μόνο ως δείγματα εξαίσια αλλά περασμένων εποχών. Δεν ξαναχρησιμοποιήθηκαν όμως ποτέ. Στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου, διεξάγονται τα «Επιδαύρια», θεατρικές παραστάσεις που ξεκίνησαν το 1954, στο πλαίσιο οργανωμένου Φεστιβάλ και καθιερώθηκαν από τον επόμενο χρόνο ως θεσμός αρχαίου δράματος. Το 1988 η Ομάδα Εργασίας για την Συντήρηση των Μνημείων του Ασκληπιείου της Επιδαύρου, με επιστήμονες του Υπουργείου Πολιτισμού και του Πανεπιστημιακού χώρου, ξεκίνησε πρόγραμμα εργασιών συντήρησης και αποκατάστασης διαφόρων τμημάτων του. Στις φυσικές αιτίες φθοράς, έχει προστεθεί η μηχανική καταπόνηση από τους χιλιάδες επισκέπτες κατά τις τελευταίες δεκαετίες.
Ο χώρος της σκηνής καλύφθηκε με βατό στέγαστρο, για την αποτελεσματική προστασία της, από τις σύγχρονες σκηνογραφικές κατασκευές. Από το 1938 έως σήμερα, έχουν παρουσιαστεί εκατοντάδες παραστάσεις, ανάμεσά τους και παραστάσεις – σταθμοί. Σ’ αυτό το διάστημα, έχουν δοκιμαστεί τέσσερις γενιές σκηνοθετών – ανάμεσά τους εξέχουσες προσωπικότητες- και έχουν δοθεί εκπληκτικές ερμηνείες από ηθοποιούς αξεπέραστης κλάσεως. Επίσης έχουμε και αρκετές ιδιότυπες παραστάσεις, με σκηνοθέτες, που προσκόμισαν γόνιμες ιδέες στην Ερμηνεία Αρχαίου Δράματος.
Πηγή: ΛΥΚΟΜΙΔΗΣ