μοναστήρι. Κάποιοι άλλοι την αποδίδουν στις δάφνες που προφανώς αφθονούσαν στην περιοχή και ενδεχομένως συνδέονται και με την ίδρυση του αρχαίου ιερού. Οι περιηγητές Jacques Spon (1647-1685) και Sir George Wheler (1650-1723) και ο Jean Alexandre Buchon (1791-1846) που επισκέφτηκαν το μοναστήρι κατά τα έτη 1676 και 1840 αντίστοιχα, μας βεβαιώνουν για την ύπαρξη δαφνών στον περιβάλλοντα χώρο. Μετά, όμως, τα μέσα του 19ου αιώνα, όταν πραγματοποιήθηκαν οι πρώτες συστηματικές μελέτες του μνημείου, οι δάφνες είχαν αρχίσει να σπανίζουν. Η ονομασία της μονής Δαφνίου έχει συσχετιστεί και με την Παναγία της Δάφνης στην Κωνσταντινούπολη. Σύμφωνα με την παράδοση που διηγήθηκε η ηλικιωμένη μοναχή Μάρθα γύρω στο 1870 στον Γεώργιο Λαμπάκη (1854-1912), η ονομασία καθώς και η ίδρυση του Δαφνίου σχετίζονται με τη βασιλοπούλα Δάφνη.
Όπως θρυλείται, η Δάφνη ναυάγησε στη θάλασσα του Σκαραμαγκά, αλλά διασώθηκε μαζί με δώδεκα βαρέλια γεμάτα φλουριά. Προκειμένου να ευχαριστήσει την Παναγία που την έσωσε, έχτισε το μοναστήρι και έθαψε τα φλουριά που περίσσεψαν σε επτά πιθάρια στον περίβολο της μονής.
Ο Δημήτριος Καμπούρογλου αναφέρει και άλλες παραδόσεις σχετικά με την ίδρυση της μονής Δαφνίου. Όλες κινούνται στον χώρο του παραμυθιού, καθώς πρωταγωνιστές τους είναι όμορφες πριγκιποπούλες και ρωμαλέα βασιλόπουλα. Ο συσχετισμός του μοναστηριού με βασιλικούς γόνους προφανώς προέκυψε από τη λαϊκή πεποίθηση ότι ήταν ίδρυμα Βυζαντινού αυτοκράτορα. Η πεποίθηση αυτή πήγαζε από τη μνημειακή μορφή και τη λαμπρή διακόσμηση των αρχιτεκτονημάτων της μονής. Χαρακτηριστικός, λοιπόν, είναι και ο συσχετισμός του πασίγνωστου δυτικού θρύλου της βασιλοπούλας Μαργαρώνας (Maquelone) και του ευγενούς Ιμπέριου, που ανάγεται στον 12ο αιώνα, με το Δαφνί.
Η χρονολογία ίδρυσης της μονής Δαφνίου αποτελεί ένα σημαντικό αρχαιολογικό ζήτημα, καθώς δεν έχει βρεθεί καμία επιγραφή που θα επέτρεπε τον ασφαλή καθορισμό της. Οι ανασκαφείς του μνημείου, όπως επίσης και οι περισσότεροι ερευνητές, ανάγουν την ίδρυση του μοναστηριού στον 6ο αιώνα, δηλαδή στα παλαιοχριστιανικά χρόνια. Επιπλέον, πιστεύουν ότι θα πρέπει να ενταχθεί στο πλαίσιο της συστηματικής εξάπλωσης της χριστιανικής λατρείας στην πόλη των Αθηνών και στα περίχωρά της κατά την περίοδο αυτή.
Είναι γεγονός ότι κατά τη διάρκεια του 5ου και του 6ου αιώνα στην Αθήνα χτίστηκαν πολλές εκκλησίες, ενώ πολλοί ειδωλολατρικοί ναοί μετατράπηκαν σε χριστιανικούς. Η δραστηριότητα αυτή ήταν συνέπεια της σταδιακής επικράτησης του χριστιανισμού μετά την ανακήρυξή του σε επίσημη θρησκεία του βυζαντινού κράτους από τον αυτοκράτορα θεοδόσιο Α’ (379-395), αλλά κυρίως των αυστηρότατων διαταγμάτων κατά των Εθνικών που εξέδωσε ο θεοδόσιος Β’ (408-450). Έτσι, προκειμένου να επέλθει ο εξαγνισμός των αρχαίων ναών και ιερών, επιβλήθηκε η μετατροπή τους σε χριστιανικές εκκλησίες. Χαρακτηριστικά παραδείγματα τέτοιας μετατροπής αποτελούν ο Παρθενώνας, το Ερέχθειο και ο ναός του Ηφαίστου, που είναι γνωστός και ως «θησείο». Παράλληλα χτίστηκαν πολλοί χριστιανικοί ναοί, τόσο στο κέντρο της Αθήνας και στις γύρω περιοχές όσο και σε διάφορες τοποθεσίες σε ολόκληρη την Αττική (Γλυφάδα, Άλιμος, Ελευσίνα, Παιανία, Πόρτο Γερμενό, Μαρκόπουλο κ.ά.).
Γενικά, δεν υπάρχουν δεδομένα για τη μακρά περίοδο από τον 7ο μέχρι τον 11ο αιώνα, όταν πραγματοποιήθηκε η
συστηματική ανακαίνιση-αναβίωση της μονής Δαφνίου. Αυτή είναι κυρίως εμφανής στην ανέγερση του μνημειώδους ναού σε σταυροειδή οκταγωνικό αρχιτεκτονικό τύπο, καθώς και στη διακόσμησή του με τα λαμπρά ψηφιδωτά.
Οι Τούρκοι κατέλαβαν την Αθήνα τον Ιούνιο του 1458, μετά την κατόπιν συνθηκολόγησης παράδοση της Ακρόπολης από τον τελευταίο δούκα των Αθηνών, τον Francesco II Acciajuoli, στον διοικητή της θεσσαλίας Ομάρ. Στη μακραίωνη ιστορία της πόλης των Αθηνών, αυτή η κατάληψη από τους Τούρκους αποτελεί τη μοναδική περίπτωση «ειρηνικής» κατάκτησής της χωρίς καταστροφή. Ο Μωάμεθ Β’ επισκέφτηκε την πόλη γύρω στα τέλη του Αυγούστου της ίδιας χρονιάς, προκειμένου να την επιθεωρήσει αλλά και να θαυμάσει τα περίφημα αρχαία μνημεία που την κοσμούσαν. Η εντύπωση που του προκάλεσαν τα τελευταία, ιδίως η Ακρόπολη, ήταν τεράστια. Μάλιστα, σύγχρονοι χρονογράφοι αποδίδουν σε αυτήν την επιείκεια με την οποία αντιμετώπισε τους Αθηναίους, παραχωρώντας τους ποικίλα προνόμια, όπως την ελευθερία της λατρείας και τη σχετική αυτοδιοίκηση. Έτσι, σταδιακά η πόλη αναπτύχθηκε και πάλι, μετά την εξαθλίωση στην οποία είχε περιπέσει κατά τη Φραγκοκρατία.
Η Μονή έχει κτισθεί στη θέση αρχαίου ιερού, αφιερωμένου στον Απόλλωνα Δαφναίο ή Δαφνείο, το οποίο καταστράφηκε κατά την επιδρομή των Γότθων το 395 μ.Χ. Από τον αρχαίο ναό διατηρείται σήμερα μόνο ένας ιωνικός κίονας, κτισμένος στην κιονοστοιχία του νάρθηκα, ενώ οι υπόλοιποι κλάπηκαν από το λόρδο Elgin τον 19ο αιώνα.
Πηγή: ΒΙΣΑΛΤΗΣ