Ο Παυσανίας στα Αττικά αναφέρει σχετικά ότι γύρω στον 7ο αιώνα π.Χ. διεξήχθησαν μακροχρόνιες μάχες μεταξύ Αθηναίων και Ελευσίνιων, κατά τη διάρκεια των οποίων σκοτώθηκαν ο στρατηγός των Ελευσίνιων, Ιμάραδος και ο βασιλιάς των Αθηναίων, Ερεχθεύς. Το ότι και οι δύο αντιμαχόμενοι βασιλείς έπεσαν στο πεδίο της μάχης υποδηλώνει την μεγάλη διάρκεια καθώς και την αγριότητα αυτών των μαχών. Οι Ελευσίνιοι τελικά ηττήθηκαν και η βασιλεία τους καταλύθηκε ενώ η πόλη τους προσαρτήστηκε στους νικητές και έγινε Αθηναϊκός δήμος.
Τα μυστήρια όμως υπήρχαν ήδη από εκείνη την εποχή και έτσι οι Αθηναίοι ανέλαβαν τη διοίκηση και την εποπτεία τους χωρίς όμως να αλλάξουν τον τόπο και τον τρόπο τέλεσης τους ενώ τα ιερατικά αξιώματα και η ευθύνη της διοργάνωσης των τελετών έμεινε στα χέρια των βασιλικών γενών της Ελευσίνας. Αυτό δείχνει τον σεβασμό των Αθηναίων προς τα μυστήρια αλλά και την μοναδική ιεροτελεστία που λάμβανε χώρα σε αυτά (μια άλλη άποψη που δε θα πρέπει να παραληφθεί είναι ο συνδυασμός των παραπάνω με το οικονομικό όφελος).
Από αυτή την ίδια εποχή πραγματοποιείται η λατρεία της Δήμητρας, ως θεάς της φύσης, της βλάστησης και ειδικά των σιτηρών, η οποία συνεχίζεται χωρίς διακοπή ως τα Ρωμαϊκά χρόνια. Η μεγάλη φήμη που αποκτά η Ελευσίνα λόγω των μυστηρίων καθώς και η μεγάλη προσέλευση των πιστών απαιτεί ανέγερση νέων ναών και το Ιερό της αποκτά Πανελλήνιο χαρακτήρα ενώ η πόλη αργότερα περιβάλλεται από ισχυρό τείχος.
Η επιμέλειά των Μυστηρίων από τους Αθηναίους έδωσε στα ελευσίνια μυστήρια μεγάλη αίγλη φτάνοντας στο απόγειο της ακμής τους κατά τη χρυσή εποχή της Αθηναϊκής δημοκρατίας, τον 5ο αιώνα π.Χ.. Οι Αθηναίοι φρόντισαν να «διαφημίσουν» τα μυστήρια μέσο επιφανών ξένων που μυήθηκαν σε αυτά όπως ο Ηρακλής ο Ασκληπιός και οι Διόσκουροι, κατορθώνοντας να προσελκύσουν μεγάλο πλήθος Ελλήνων από τη μαύρη θάλασσα και την Αίγυπτο μέχρι την Ιταλία και τη Μεσοποταμία. Συμπληρωματικά και μετά το δεύτερο έτος κάθε Ολυμπιάδας οι Ελευσίνιοι ιερείς διεξήγαγαν μια εξαιρετικής λαμπρότητας εορτή που λεγόταν πενταετηρίδα και κάθε πρώτο και τρίτο έτος μετά την Ολυμπιάδα την τριετηρίδα που ήταν πανελλήνιες πανηγύρεις-συγκεντρώσεις με διεξαγωγή γυμνικών αγώνων που ως έπαθλο οι νικητές είχαν την ετήσια ποσότητα κριθαριού από το Ράδιο πεδίο. Αργότερα στην κλασική και ρωμαϊκή εποχή ιδρύονται σπουδαία και λαμπρά οικοδομήματα που τελικά ισοπεδώνονται με την επιβολή του Χριστιανισμού και την επιδρομή των μισθοφόρων Οστρογότθων.
Ο Ομηρικός ύμνος προς τη Θεά Δήμητρα είναι χωρίς αμφισβήτηση ένας από τους ωραιότερους και πιο δραματικούς ύμνους που εξιστορεί, το δράμα των δύο θεαίνων της Δήμητρας και της κόρης της Περσεφόνης.
Σε αυτόν το μύθο η φαντασία αποκτά λειτουργική υπόσταση που για τους μυημένους αναμειγνύεται με την εμπειρία ή την έως τότε γνώση των πραγμάτων, δηλαδή της πρώιμης εκείνης επιστήμης, καθώς τους προσφέρει μια εσωτερική μεταμόρφωση. Κυρίως τους μεταμορφώνει σε άτομα που μετά τη μύηση φέρεται ότι έχουν θέσει σοβαρές βάσεις για τη περαιτέρω ζωή τους καθώς και τους προετοιμάζει για το μέγα θέμα της μετά του θανάτου πορείας.
Η νεαρή Περσεφόνη κόρη της Θεάς Δήμητρας καθώς κάποια ημέρα έπαιζε με τις Ωκεανίδες νύμφες στον ανθισμένο αγρό του Νύσιου πεδίου, θαμπώθηκε από τη θέα και τη πανέμορφη μυρωδιά ενός ανθισμένου ναρκίσσου.
Αυτός ο νάρκισσος ήταν τον ωραιότερο και το πιο ευωδιαστό άνθος ανάμεσα στα υπέροχα ρόδα τούς κρόκους τους υάκινθους και τις ίριδες που υπήρχαν στη περιοχή και χωρίς δεύτερη σκέψη άπλωσε το χέρι της για να τον κάνει δικό της.
Ξαφνικά κρότος ακούγεται δυνατός και σείεται όλη η γη καθώς ρήγμα βαθύ εμφανίζεται, ρήγμα που σχίζει τη γη στα δυο, μέχρι τα βάθη της τα υγρά και μουχλιασμένα τάρταρα και πάνω στο χρυσό του άρμα που έσερναν τα αθάνατα του άλογα, εμφανίζεται μαυροντυμένος ο κοκκινομάλλης Άδης, ο φοβερός θεός του κάτω κόσμου ο οποίος με γρήγορες κινήσεις αρπάζει την Περσεφόνη και την μεταφέρει στο σκοτεινό Βασίλειο των νεκρών. Η ομορφιά της κόρης θάμπωσε τον σκοτεινό θεό που είχε ήδη αποφασίσει για να την κάνει βασίλισσά του. Μεγάλη κραυγή έβγαλε από μέσα της τότε η Κόρη καλώντας το πατέρα της τον γιο του Κρόνου Δια, αλλά προς μεγάλη ατυχία της αυτός είχε αλλού στραμμένη τη προσοχή του. Κανείς θνητός δεν είδε, παρά μόνο η θεά Εκάτη άκουσε τη κραυγή και ο παντεπόπτης Ήλιος είδε το όλο συμβάν.
Ένας μικρός απόηχος όμως αντήχησε στα βουνά και απ τα βάθη των ωκεανών εξοστρακίστηκε κι έφτασε μέχρι τον Όλυμπο εκεί που βρίσκονταν η μητέρα της η Δήμητρα αναταράζοντας τα σωθικά της. Αμέσως η θεά εμφανώς τρομαγμένη, γεμάτη μητρική ανησυχία ορμάει σα γεράκι απ’ τα παλάτια των θεών και άρχισε να την αναζητά σε γη και θάλασσα.
Μαυροντυμένη, κρατώντας αναμμένες δάδες αναζητούσε τη Κόρη της Εννέα ολόκληρα μερόνυχτα μάταια όμως. Έψαχνε στη γη και τον ουρανό διέσχιζε τα λαγκάδια και τις ρεματιές, δίπλα στις όχθες των ποταμών και των θαλασσών χωρίς κανένα αποτέλεσμα.
Σε όλη τη περιπλάνηση νηστική και ανήσυχη δεν έτρωγε πλέον αμβροσία, ούτε με νέκταρ ξεδιψούσε, δε λουζόταν, δεν μιλούσε σε κανέναν και μεταμορφωμένη σε μαυροντυμένη γριά αναζητούσε τη Περσεφόνη αφήνοντας το πένθος της έκδηλο σε κάθε της βήμα.
Τη δέκατη ημέρα, συνοδευόμενη από την θεά Εκάτη που της στάθηκε αρωγός και λόγο του σεβασμού και της συμπάθειας που έτρεφε για αυτήν ο Ήλιος, έμαθε από αυτόν αυτό που εκείνη δεν είχε δει, ότι ο Άδης δηλαδή ο αδελφός της, γιος της ίδιας μάνας, άρπαξε τη κόρη της με τη συγκατάθεση του Δία.
Αμέσως η Δήμητρα καταβεβλημένη και στενοχωρημένη βουτηγμένη ολόκληρη στο πείσμα από τη προδοσία, εγκατέλειψε τους οίκους των θεών στον Όλυμπο και περιπλανώμενη ανάμεσα στους θνητούς έφθασε στη μικρή πόλη της Ελευσίνας. Με θλιμμένη τη ψυχή της έκατσε να ξαποστάσει σε μια μεγάλη πέτρα κάτω από τη σκιά μίας ελιάς δίπλα από το πηγάδι. Αυτό το πηγάδι κατά τον Παυσανία ονομαζόταν παρθένιο φρέαρ και ήταν τόπος συνάθροισης για τις παρθένες της πόλης. Το φρεάτιο αυτό τελικά έδινε στους κατοπινούς μύστες αλλά και συνεχίζει να δίνει μέχρι σήμερα μια μεγάλη αίσθηση της ιστορικότητας αφού ήταν το σημείο εστίασης για την έναρξη των τελετουργικών χορών στους εορτασμούς.
Ας δούμε πως εξιστορεί ο Όμηρος με τους στίχους του όλη τη σκηνή, φανερώνοντας μας την τραγική κατάσταση την οποία βρισκόταν η θεά:
Σε αυτή τη φοβερή κατάσταση τη γεμάτη απέραντη θλίψη και πένθος βρήκαν την θεά οι τέσσερις παρθένες, η Καλλιδίκη, η Κλεισιδίκη, η Δημώ και η Καλλιθόη η μεγαλύτερη από τις κόρες του βασιλιά της Ελευσίνας Κελεού, την ώρα που πήγαιναν στο πηγάδι για να γεμίσουν με νερό τις χάλκινες υδρίες τους.
Η Δήμητρα αν και μεταμορφωμένη σε γριά και εμφανώς ταλαιπωρημένη εξέπεμψε αμέσως συμπάθεια και σεβασμό στις κόρες, οι οποίες άρχισαν να τη ρωτούν για το ποία ήταν και ποίος ο λόγος που την έφερε στη πόλη τους έξω από το παλάτι του πατέρα τους Κελεού. Η θεά, αποκρύπτοντας την ταυτότητά της, αποκρίθηκε πως ονομαζόταν Δώς και καταγόταν από την Κρήτη. Είχε αιχμαλωτιστεί από ληστές, και είχε δραπετεύσει από τον Θορικό. Κοιτώντας στα μάτια τις κόρες του βασιλιά τις παρεκάλεσε να υπηρετήσει σε ένα σπίτι της Ελευσίνας, σύμφωνα με τις δυνάμεις της και όπως αρμόζει σε μια γυναίκα της ηλικίας της να μεγαλώσει κάποιο παιδί, αν κάποιος φυσικά της το εμπιστευόταν.
Εκείνες αμέσως την κάλεσαν στην βασιλική οικία τους και πρώτη από όλες η πιο όμορφη η Καλλιδίκη ανάλαβε πρωτοβουλία ώστε να την γνωρίσουν στη μητέρα τους τη Μετάνειρα με σκοπό τη ανατροφή του μικρού αδελφού τους.
Καθώς έφτασαν στο βασιλικό τους δώμα η μάνα τους και μητέρα του μικρού Δημοφώντα είδε με συμπάθεια τη μεταμορφωμένη θεά και δεν έφερε αντίρρηση στην ανάθεση της ανατροφής του υιού της. Τα λόγια της Δήμητρας προς τη Μετάνειρα ήταν λιτά και μετρημένα καθώς η στενοχώρια της για το χαμό της Κόρης επηρέαζε τα έξω και τα μέσα της. Η θλίψη είχε σμιλέψει βαθιά το πρόσωπο της.
Μια εκ των γυναικών που υπηρετούσαν τη βασίλισσα και ονομάζονταν Ιάμβη κατόρθωσε τελικά λέγοντας της αστεία και κάνοντας κωμικές χειρονομίες να φέρει πάλι πίσω ένα ελαφρύ χαμόγελο στα χείλη της θεάς. Εν τούτοις δεν δέχθηκε το ποτήρι με το κόκκινο κρασί που της πρόσφερε η Μετάνειρα και ζήτησε να της δοθεί ο “κυκεών” ένα περίεργο ποτό από κριθάλευρο νερό και μίνθη (μέντα), που έθεσε τέρμα στη πολυήμερη αποχή της από την τροφή.
Η Δήμητρα νιώθοντας υποχρέωση προς τη βασιλική οικογένεια αποπειράθηκε να καταστήσει τον Δημοφώντα αθάνατο, τρέφοντάς τον με αμβροσία και βάζοντάς τον κρυφά τη νύχτα σε φωτιά, προκειμένου να καταστρέψει τις θνητές σάρκες του. Ο μικρός Δημοφώντας αναπτύσσονταν ταχύτατα και αυτό έβαλε σε σκέψεις τη Μετάνειρα που παραμονεύοντας ένα βράδυ, είδε τη θεά να κρατά τον γιο της πάνω απ τη φωτιά και νομίζοντας ότι προσπαθεί να τον κάψει, μπήκε στο δωμάτιο φωνάζοντας προς τη γριά. Το έργο όμως της αθανασίας του Δημοφώντα όπως και στη περίπτωση ενός άλλου ήρωα του Αχιλλέα δε πρόλαβε να ολοκληρωθεί. Ίσως η αποτυχία στις δύο αυτές αλλά και σ άλλες περιπτώσεις, υποδηλώνει ότι η αθανασία επιτυγχάνετε μόνο από τη ψυχή και όχι από το σώμα. Να μια ουσιώδης πρώτη διδαχή που έμελλε να περάσει μυστικά μέσα από τα μυστήρια.
Η μαυροντυμένη δυστυχής γριά μεταμορφώθηκε και πάλι στη πανίσχυρο θεά περιβαλλόμενη απ’ τη θεία λάμψη προδίδοντας τη θεία δύναμη της δια της οποίας γονιμοποιούσε τη γη και έδινε τον σίτο εις τους ανθρώπους, λέγοντας κατά τον Όμηρο τα εξής:
Η θεά αποκαλυμμένη απαιτεί από τον Κελεό να της κτίσει ένα ναό πάνω από το καλλίχορο φρέαρ. Εκεί αποσύρετε και δεν αφήνει κανένα φυτό να φυτρώσει πάνω στη γη. Οι θνητοί σταματάνε να προσφέρουν πλέον θυσίες στους θεούς. Η γη έπαψε να βλαστάνει και κινδύνεψε να αφανισθεί το ανθρώπινο γένος από προσώπου γης. Ο Δίας φανερά δυσαρεστημένος από τη τραγική εξέλιξη στέλνει τους Ολύμπιους θεούς να παρακαλέσουν την Δήμητρα να μεταβάλει τη γνώμη της και να επιστρέψει στον Όλυμπο. Εκείνη αρνείται και ο Δίας τότε στέλνει τον Ερμή στον ’δη να φέρει πίσω τη κόρη στη Δήμητρα.
O Ερμής, ύστερα από διαταγή του Δία, έφτασε στο βασίλειο των νεκρών, ζητώντας από τον Πλούτωνα να επιτρέψει την επιστροφή της Περσεφόνης στη μητέρα της. Ο Άδης προσποιούμενος ότι λαμβάνει υπ όψη του τις διαταγές του Δία αφήνει τη Περσεφόνη να επιστρέψει στη μητέρα της, αφού πρώτα της δίνει να δοκιμάσει κόκκους ροδιάς ξέροντας ότι αυτό θα τη κρατήσει κοντά του για το ένα τρίτο του έτους. Έπειτα ο βασιλιάς του κάτω κόσμου δίνει το άρμα του στον Ερμή να ανεβάσει τη Περσεφόνη στα υπέργεια παλάτια του Κελεού.
Η Δήμητρα ντυμένη μαινάδα δέχεται τη κόρη στο ναό της, αν και η χαρά της δεν κράτησε πολύ, γιατί
όταν η θεά πληροφορήθηκε ότι η κόρη της είχε αναγκασθεί να φαει ρόδι πριν επιστρέψει στην Ελευσίνα, κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να την κρατήσει για πάντα κοντά της. Με την επέμβαση της Ρέας συμφώνησαν οι θεοί να μένει η Περσεφόνη το ένα τρίτο του έτους στο σύζυγό της Πλούτωνα και τα άλλα δύο τρίτα μεταξύ των Ολυμπίων θεών και της μητέρας της. Η θεά δέχθηκε την πρόταση και αφήνει πάλι τα φυτά και τα δένδρα να ανθίσουν ως ένδειξη ικανοποίησης για την επιστροφή της Περσεφόνης.
Στη γιορτή αυτή συμμετέχει και η Εκάτη που εξ αρχής είχε βοηθήσει τη Δήμητρα στην ανεύρεση της Περσεφόνης.
Εξευμενισμένη η Δήμητρα προτού επιστρέψει στην οικία των θεών, νιώθοντας βαθιά ευγνώμων στους Ελευσίνιους για τη φιλοξενία τους, δίδαξε στα μέλη των τεσσάρων βασιλικών οικογενειών, τον Τριπτόλεμο, τον Εύμολπο τον Διοκλή, και τον Κελεό, τα μυστήρια της λατρείας της τα σεμνά όργια που βασίζονταν στο ιερό δράμα και τα οποία αξίωσε να τελούν κάθε χρόνο προς τιμή και ανάμνηση Αυτής μέσα στο ναό τον οποίο ανέγειραν γι αυτό το σκοπό.Η θεά αξίωσε επίσης απόλυτη μυστικότητα, υποσχόμενη σαν αντάλλαγμα αιώνια ευημερία στην πόλη, λέγοντας τους ότι τα μυστήρια αυτά θα ήταν τα ύψιστα σε σχέση με την πνευματική και ηθική ανάπτυξη του ανθρώπου καθώς επίσης ότι θα τον προετοίμαζαν για τη μετά θάνατον μακαριότητα.
Το πρώτο σημείο πού έσπειραν τα δημητριακά ήταν έξω από την Ελευσίνα και προς τα Μέγαρα το ονομαζόμενο Ράριο πεδίο. Ο ήρωας Ράρος ήταν παππούς η πατέρας του Τριπτόλεμου. Εκεί στο κτήμα του Ράρου υπήρξε και το πρώτο ιερό αλώνι με βωμό αφιερωμένο στον Τριπτόλεμο, όπου κατασκεύαζαν τους πλακούντες οι οποίοι στη συνέχεια θα αφιερώνονταν στους θεούς των μυστηρίων. Μετά το Ράριο σπάρθηκε το Θριάσιο πεδίο και ο Τριπτόλεμος ανέλαβε να μεταφέρει τη γνώση στους ανθρώπους σχετικά με τη καλλιέργεια της γης, τη σπορά και το θερισμό του σίτου καθώς και τη παρασκευή του άρτου. Ως δάσκαλος εξ ουρανών συνέβαλλε τα μέγιστα στην κατανόηση των ανθρώπων για την αξία της ήμερης τροφής, που τόσο είχε να κάνει με τον πολιτισμό και την υλική ευημερία του.