Χρήστος Ιακώβου
Διευθυντής του Κυπριακού Κέντρου Μελετών
Στην πολιτική ανάλυση έχει πάντοτε ιδιαίτερη σημασία όταν πρόκειται να ερμηνευτούν στρατηγικές επιλογές σε πολιτικά θέματα μείζονος σημασίας να δίδεται έμφαση στην προσωπική συμβολή των δημοσίων δρώντων σε ό,τι αφορά το στρατηγικό σχεδιασμό και την λήψη αποφάσεων.
Από το 2004 και εντεύθεν όπου στην τροχιά του κυπριακού προβλήματος εισήλθε θεσμικά ο Τουρκοκύπριος ηγέτης Μεχμέτ Αλί Ταλάτ παρουσιάστηκε, τόσο από μέρος της Ελληνικής πλευράς όσο, ιδιαιτέρως, από το διεθνή παράγοντα ως μία δομική καινοτομία που άλλαξε άρδην τα δεδομένα στις προσπάθειες επίλυσης του προβλήματος. Αρχικά, ο Ταλάτ έγινε το χρήσιμο στρατηγικό εργαλείο των Βρετανών και των Αμερικανών στην προσπάθειά τους να αντικαταστήσουν το Ραούφ Ντενκτάς, ο οποίος ολοκλήρωσε τον πολιτικό του κύκλο και δεν ανταπεκρίνετο πλέον στους νέους σχεδιασμούς μίας δοτής λύσης.
Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, μία ευρεία γκάμα ανθρώπων στην Ελληνική πλευρά, από πολιτικούς και διπλωμάτες έως δημοσιογράφους και επιχειρηματίες θεώρησε ότι η αλλαγή προσώπου στην Τουρκοκυπριακή ηγεσία συνιστούσε μία ορθολογική αλλαγή που επιβλήθηκε από την κοινωνία των κατεχομένων και η οποία θα μπορούσε να πείσει την Τουρκία (κυβέρνηση και στρατό) για την ανάγκη μίας λύσης συμβιβασμού στη βάση της επανένωσης και των νέων δεδομένων που δρομολογούσε η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ. Το αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθούν ανάμεσα στην ελληνική πλευρά νέες εννοιολογικές κατηγορίες και κατ’ επέκταση υποθέσεις μέσα στις οποίες εκινούντο πολλές αναλύσεις και προτάσεις πολιτικών επιλογών. Με άλλα λόγια, απεδόθη κεντρικός ρόλος στον Ταλάτ, που ως ορθολογικός δρων η πολιτική του συμπεριφορά ερμηνευόταν και ερμηνεύεται ως προθετική και κατευθυνόμενη προς το στόχο μίας λύσης που θα μπορούσε να ικανοποιήσει τους συμβιβασμούς (βλ. ομοσπονδιακή λύση) της Ελληνικής πλευράς.
Μετά την εκλογή του Δημήτρη Χριστόφια στην προεδρία, η διπλωματική τακτική της ελληνικής πλευράς άλλαξε σε σχέση με την προηγούμενη κυβέρνηση. Επένδυσε σε ένα διάλογο με τον Ταλάτ, όπου κεντρικό σημείο της αλλαγής ήταν η πιο πάνω εκτίμηση για τον κεντρικό ρόλο του Τουρκοκύπριου ηγέτη. Δύο σχεδόν χρόνια μετά την έναρξη του διαλόγου είναι πλέον διάχυτη η εντύπωση στον πρόεδρο Χριστόφια, αν και δεν το διετύπωσε δημόσια, ότι ο Ταλάτ πόρρω απέχει από τις αρχικές προσδοκίες της Ελληνικής διαπραγματευτικής ομάδος. Αυτό μπορεί να εξαχθεί ως συμπέρασμα για δύο λόγους: α) ο Ταλάτ απέδειξε τελικά ότι λειτουργεί ως βραχίονας της Άγκυρας στην Κύπρο, άρα αντίθετα απ’ ό,τι αρχικά εξετιμάτο, με όλες τις στρατηγικές συνέπειες που αυτό συνεπάγεται για το διάλογο και β) έστειλε σαφές μήνυμα ότι δεν θα είναι ικανοποιημένος ούτε καν με την επαναφορά του σχεδίου Ανάν που η ελληνική πλευρά απέρριψε.
Με αυτά τα δεδομένα άρχιζε να δημιουργείται ένα επώδυνο δίλημμα στον πρόεδρο Χριστόφια. Να συνεχίσει μία διαδικασία με κίνδυνο να παγιδευτεί σε ένα νέο σχέδιο που θα πρέπει η ελληνική πλευρά να το απορρίψει; Ή να προσπαθήσει να απεμπλακεί από μία διαδικασία μέσα στην οποία βιώνει την πολιτική απογοήτευση από τον Τουρκοκύπριο ηγέτη;
Στην πρώτη περίπτωση το κόστος είναι ευδιάκριτο. Τι όμως μπορεί να συμβεί στην δεύτερη υπόθεση πολιτικής πρόβλεψης; Σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ο τρόπος με τον οποίο το σύστημα του ΟΗΕ παρεμβαίνει στην διαδικασία των συνομιλιών ως θεσμός διαμεσολάβησης, όχι όμως με την ρομαντική προσέγγιση ενός απρόσωπου μηχανισμού αλλά με τις προσωπικές επιλογές του διαμεσολαβητή, Αλεξάντερ Ντάουνερ. Στην ουσία ο Αυστραλός μεσολαβητής ακολουθεί την αδιέξοδη διπλωματική πεπατημένη του προκατόχου του, Άλβαρο Ντε Σότο. Μια πρακτική η οποία απεδείχθει επιζήμια για τον θεσμό του Γ.Γ. του ΟΗΕ και για τις προοπτικές επίλυσης του Κυπριακού. Ο ίδιος έστησε ένα διπλωματικό παιγνίδι, παρά το ότι γνωρίζει το τεράστιο χάσμα μεταξύ των δύο πλευρών, πείθοντας τον Γ.Γ. Γραμματέα να παίξει ένα ρόλο που θα υποθηκεύσει μελλοντικά την αξιοπρέπεια και αξιοπιστία του θεσμού που εκπροσωπεί. Ο ουσιαστικός σκοπός της επίσκεψης Μπαν κι Μουν στην Κύπρο είναι να διασωθεί το πολιτικό μέλλον του Ταλάτ. Με αυτά τα δεδομένα ο πρόεδρος Χριστόφιας βρίσκεται σε μειονεκτική θέση και σε διπλωματικό αδιέξοδο, γιατί θα πρέπει να συμμετάσχει σε μία διαδικασία που πρωτίστως εξυπηρετεί μόνον τον Τουρκοκύπριο ηγέτη.
Συνεπώς, στη δεύτερη υπόθεση του διλήμματος το κόστος από μία πιθανή απεμπλοκή θα είναι σταδιακό. Θα αρχίσει ο αμερικανοβρετανικός παράγοντας να υποστηρίζει ότι ο πρόεδρος υπαναχώρησε από τις αρχικές τους θέσεις και δεν επιθυμεί λύση γιατί ήταν περισσότερο τακτικιστής. Τότε θα θυμηθούν ότι στήριξε τον Τάσσο Παπαδόπουλο και την πολιτική του και το αποκορύφωμα θα είναι ότι θα θυμηθούν ότι είναι κομουνιστής, ωσάν να το έκρυψε μέχρι σήμερα. Με άλλα λόγια, στο σημείο που έφθασαν τα πράγματα και οι δύο επιλογές θα έχουν δυσμενείς επιπτώσεις για την Ελληνική πλευρά.
Συμπερασματικώς, στο σχεδιασμό στρατηγικής και πιο συγκεκριμένα στην ερμηνεία του τρόπου λήψεως αποφάσεων ενός συντελεστή ισχύος αποτελεί μεγάλο σφάλμα να αποδίδεται κεντρικός ρόλος σε πρόσωπα που δεν έχουν μεγάλα περιθώρια ελιγμών έξω από περιορισμούς που θέτει η πραγματικότητα και να εκλαμβάνεται η συμπεριφορά τους ως «στοχευτική» ή να θεωρείται η δράση τους ως «προθετικά ορθολογική». Τότε έχουμε το φαινόμενο της στρατηγικής υπερεκτίμησης με όλες τις συνέπειες που αυτό συνεπάγεται, ειδικά για αδύνατους συντελεστές ισχύος σε μια διαπραγμάτευση.
www.geopolitics-gr.blogspot.com