ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΕΣ ΔΕΞΙΟΤΗΤΕΣ
Η συναισθηματική μας σταθερότητα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το επίπεδο της αυτοσυνείδησης μας, την κατανόηση του εαυτού, την ορθή εκτίμηση των δυνατοτήτων και των αδυναμιών μας και από την ικανότητα ελέγχου των παρορμήσεων και εξισορρόπησης των ελλείψεων και των υπερβολών μας.
Η συναισθηματική μας σταθερότητα εξαρτάται επίσης σε μεγάλο βαθμό από τις σχέσεις μας με τους άλλους, οι οποίοι μπορούν με τη συμπεριφορά τους ή και μόνο με την παρουσία τους να μεταβάλλουν τη φυσιολογία και τα συναισθήματα μας.
Η ποιότητα των σχέσεων μας, τόσο στον προσωπικό, όσο και στον εργασιακό μας χώρο, στηρίζεται στην αποτελεσματικότητα της επικοινωνίας, που έχουμε με τους άλλους ανθρώπους, η οποία είναι απόρροια του τρόπου συμπεριφοράς μας.
Η επικοινωνία και η συμπεριφορά μας, θεωρούνται αποτελεσματικές, όταν το μήνυμα μας γίνεται κατανοητό και η απόκριση που παίρνουμε προάγει την αλληλεπίδραση και τη συναλλαγή, κατά προτίμηση προς την κατεύθυνση που θα θέλαμε (J. O’Connor – J. Seymour).
Οι άλλοι βγάζουν τα συμπεράσματα τους στη βάση της συμπεριφοράς μας και αυτά τα συμπεράσματα επηρεάζουν άμεσα τον τρόπο που μας συμπεριφέρονται και εκείνοι. «Οι πράξεις σου μιλούν τόσο δυνατά, που δεν ακούω τι λες» (Emerson).
Για να περιορίσουμε τις συμπεριφορές που μας εμποδίζουν και να καλλιεργήσουμε αυτές που μας διευκολύνουν, χρειάζεται να αναπτύξουμε τις συναισθηματικές μας ικανότητες, δηλαδή τη συναισθηματική μας νοημοσύνη.
Με τον όρο συναισθηματική νοημοσύνη προσδιορίζουμε ένα διευρυμένο μοντέλο της ανθρώπινης ευφυΐας, την προσωπική δεξιοτεχνία για συγκινησιακό αυτοέλεγχο, τη μετα-ικανότητα να χειριζόμαστε αποτελεσματικά τις άλλες ικανότητες μας.
Η συναισθηματική νοημοσύνη συνδέει τις αρχές της φυσιολογίας με τη συμπεριφορά μας, παρέχοντας μας τη βούληση, τη δυνατότητα και τη γνώση να αξιοποιήσουμε το νοητικό μας δυναμικό.
Ένα άτομο θεωρείται ότι έχει υψηλή συναισθηματική νοημοσύνη, όταν επιδεικνύει την κατάλληλη στιγμή, με τον κατάλληλο τρόπο και με ικανοποιητική συχνότητα, συμπεριφορές, που σχετίζονται με την κατανόηση και τη διαχείριση του εαυτού, την κατανόηση των άλλων και τη διαχείριση των σχέσεων του με τους άλλους.
Το σύγχρονο μοντέλο των συναισθηματικών δεξιοτήτων (D.Goleman):
Γνώση του εαυτού –> Διαχείριση του εαυτού –> Κατανόηση των άλλων –> Λειτουργικές συμπεριφορές-διαχείριση σχέσεων
Η συναισθηματική νοημοσύνη προσδίδει ευελιξία και προσαρμοστικότητα στην αλληλεπίδραση μας με τους άλλους. «Πρέπει να μοιάζει κανείς ως ένα βαθμό με τους ανθρώπους για να μπορεί να δοκιμάσει να τους αλλάξει» (MargueriteYourcenar«Quoi? L’ Eternité»)
Οι συναισθηματικές και οι γνωστικές ικανότητες, αν και διαφέρουν, είναι συμπληρωματικές. Οι καλές αποφάσεις απαιτούν και γνωστικές και συναισθηματικές δεξιότητες. Η υπερβολική υπεροχή των γνωστικών σε βάρος των συναισθηματικών δεξιοτήτων ή το αντίθετο, υπονομεύει την αποτελεσματικότητα μας.
Η Συναισθηματική Νοημοσύνη ή η έλλειψη της εκδηλώνεται σε κάθε ανθρώπινη πράξη. Είναι ο παράγοντας που κάνει τη διαφορά και βλέπουμε ανθρώπους με μέτριο δείκτη νοημοσύνης να διαπρέπουν στη ζωή, να οικοδομούν υγιείς διαπροσωπικές σχέσεις και να διακρίνονται στο χώρο της εργασίας τους.
Οι συναισθηματικές δεξιότητες αποτελούν μια μορφή εξουσίας. Οι άνθρωποι, που διαθέτουν υψηλή συναισθηματική νοημοσύνη, έχουν τη δύναμη να επηρεάζουν, να παρακινούν και να κατευθύνουν τους άλλους. Διαισθάνονται τι τους ενθαρρύνει, τι τους συγκινεί και τι τους ενθουσιάζει. Μπορούν να δημιουργήσουν ένα όραμα και να το επικοινωνήσουν στους άλλους με τρόπο που να το θυμούνται, να το πιστέψουν και να επενδύσουν σ’ αυτό. Αυτό δεν το πετυχαίνουν με τα λόγια, αλλά με το συναίσθημα πίσω από τις λέξεις. «Μπορεί να ξεχάσουν τι είπες, αλλά δεν θα ξεχάσουν ποτέ τι τους έκανες να αισθανθούν» (Carl W. Buechner).
Η συναισθηματική νοημοσύνη, από τη φύση της, ταυτίζεται με την ανάπτυξη μιας ηθικής αντίληψης ως προς τη χρήση της δύναμης.
«Η άσκηση εξουσίας απαιτεί αυξημένες ικανότητες, ως προς το αίσθημα του ήθους, τη δυνατότητα κριτικού αυτοστοχασμού, την πραγματική ευθύνη, την καλαισθησία και τη διακριτικότητα, την ικανότητα διείσδυσης στην ψυχή του συνανθρώπου, το αίσθημα του μέτρου, την ταπεινότητα. Είναι για ανθρώπους εξαιρετικά σεμνούς και απαραπλάνητους» (Βάτσλαβ Χάβελ).
Το να χειριζόμαστε τον εαυτό μας είναι ένα δύσκολο και συχνά παραγνωρισμένο καθήκον. Οι συναισθηματικές δεξιότητες δεν εγγυώνται υγεία, ευεξία ή ευτυχία, αντίθετα μπορεί συχνά να φέρνουν λύπη και ανησυχία. Η ανταμοιβή δεν είναι μετρήσιμη σε χρήμα, δύναμη ή εικόνα, αλλά σε βούληση και ικανότητα, να κάνουμε τα σωστά πράγματα για το καλό το δικό μας και των άλλων (P. Salovey).
ΤΟ ΜΟΝΤΕΛΟ ΤΗΣ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΗΣ ΝΟΗΜΟΣΥΝΗΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ
Στην πορεία των αιώνων, οι θεωρίες διανοουμένων και επιστημόνων για το ρόλο των συναισθημάτων και των συναισθηματικών δεξιοτήτων έχουν φιλοσοφικό κυρίως χαρακτήρα και βασίζονταν σε μελέτες και παρατηρήσεις της ανθρώπινης φύσης και συμπεριφοράς.
Το πεδίο αυτό γίνεται ένα από τα κύρια αντικείμενα μελέτης και διδασκαλίας των αρχαίων ελλήνων φιλοσόφων, από τον 5ο π.Χ. αιώνα και μετά.
Σύμφωνα με τους έλληνες φιλόσοφους η σκοπιμότητα της ανάπτυξης των δεξιοτήτων, που σήμερα αποκαλούμε συναισθηματικές, δεν τίθεται σαν αυτοσκοπός, αλλά σαν μέσον για την απόκτηση γνώσης και πνευματικής ελευθερίας και για την προσφορά υπηρεσιών στην οικογένεια, την κοινωνία, την πολιτεία και τον κόσμο, κατά το μέτρο των δυνατοτήτων του καθενός.
Η αρχαιοελληνική γραμματεία αναγνωρίζει και καταγράφει όλη τη γκάμα των συναισθηματικών δεξιοτήτων, ενώ παράλληλα μελετάει και περιγράφει συγκεκριμένες τεχνικές για την καλλιέργεια τους.
Όπως αποδεικνύεται μέσα από τα κείμενα τους, σκοπός και καθήκον της φιλοσοφίας δεν θεωρείται ο άγονος θεωρητικός στοχασμός, αλλά (1) η βελτίωση του εαυτού μέσα από την αυτογνωσία και την κάθαρση (απελευθέρωση) του νου από τις συσκοτίσεις και τις επιρροές ενστίκτων και παθών και (2) η κάθαρση των άλλων δια της διαλεκτικής, ώστε να οδηγηθούν όλοι στο φως της γνώσης. Τελικό ζητούμενο η ανάδυση της αλήθειας, της ουσίας των πραγμάτων, η μέθεξη αισθητού και νοητού και η ενδυνάμωση της βούλησης για την καλλιέργεια της αρετής, μέσα από την επαναληπτική εκτέλεση των ορθών πράξεων με νοημοσύνη, φρόνηση, δικαιοσύνη και «μέτρον άριστον».
Η αρχαιοελληνική μυθολογία, από την εποχή ακόμα του Ομήρου, παρέχει πλούσιο υλικό σε σύμβολα, αλληγορίες, πρότυπα και παραλληλισμούς της πορείας προς την αυτογνωσία, την κάθαρση του νου και την αρετή σε σκέψη και πράξη, για τον εαυτό και τους άλλους, που αναπαριστούν τον αγώνα του καθημερινού ανθρώπου, μεγεθυσμένο μέσα από τη δράση θεών, δαιμόνων, ηρώων και τεράτων, (μύθος άθλων Θησέα: κάθαρση από τους «ληστές» της ψυχής – αναζήτηση του «εγώ» στο λαβύρινθο του νου).
Το ελληνικό μοντέλο για τις συναισθηματικές δεξιότητες, που αντιπροσωπεύουν το ιδανικό επίπεδο ανάπτυξης του εαυτού, την κορυφαία πνευματική και πρακτική επιδίωξη κάθε ατόμου, είναι αντίστοιχο του σύγχρονου μοντέλου της συναισθηματικής νοημοσύνης.
Το αρχαιοελληνικό μοντέλο των συναισθηματικών δεξιοτήτων:
“Γνώθι σαυτόν” –> Κάθαρση εαυτού –> Διαλεκτική-Κάθαρση άλλων –> “Έξις του πράττειν το καλόν”
Σύμφωνα με το ελληνικό μοντέλο, το θεμέλιο λίθο για την αυτοβελτίωση του ατόμου αποτελεί το «γνώθι σαυτόν» (Θαλής ο Μιλήσιος).
Η αυτογνωσία φωτίζει το δρόμο για την αναζήτηση της αλήθειας και την επιδίωξη της αρετής, του ύψιστου αγαθού. «Ανθρώποις πάσιν μέτεστι γινώσκειν εαυτούς και σωφρονείν» (Ηράκλειτος).
Η δε κατανόηση του εαυτού απαιτεί ικανότητα αυτοσυγκέντρωσης και βαθιά ενδοσκόπηση, ώστε να επιτευχθεί το επίπεδο συνειδητότητας, που θα επιτρέπει τη διάκριση των επιθυμιών, των κινήτρων των παθών και των συνακόλουθων παρορμήσεων. «Εδιζησάμην εμεωυτόν» (Ηράκλειτος).
Οι Πυθαγόρειοι φιλόσοφοι θέτουν αρχές, που καθορίζουν τη σωστή συμπεριφορά του ατόμου προς τον εαυτό, προς τους άλλους και προς το θείο και εφαρμόζουν πρακτικές αυτοσυγκέντρωσης και διαλογισμού, με στόχο τη δικαιοκρισία, τη γνώση και τον έλεγχο του εαυτού.
Όπως αναφέρεται και στα έργα του Πλάτωνα («Πολιτεία», «Φαίδρος», «Συμπόσιο», «Σοφιστής»), η ευβουλία, ο ορθός λογισμός και η εφαρμοσμένη αρετή προκύπτουν σαν αποτέλεσμα ενδοσκόπησης και διαλογισμού.
Ο διαλογισμός προσδίδει ευελιξία στο νου, επειδή τον απεγκλωβίζει από την αμεσότητα του παρόντος, αφυπνίζοντας στη μνήμη εμπειρίες του παρελθόντος και δίνοντας κίνητρα για το μέλλον «…άμα πρόσσω και οπίσω λεύσει…» (Όμηρος – «Ιλιάδα»).
Κατά τον Σωκράτη (στο διάλογο του με το Σιμμία λίγο πριν πιεί το κώνειο), το να φθάσει κανείς «εις ψυχής θεραπείαν» εξαρτάται κυρίως από τη δυνατότητα του να ερευνήσει να εμβαθύνει για να βρει την αλήθεια: «…όταν οι ηδονές, οι λύπες, οι φόβοι κι όλα τα άλλα παρόμοια ξεχωρίζονται από τη φρόνηση και υποκαθιστούν το ένα το άλλο, μήπως άραγε τότε αυτού του είδους η αρετή δεν είναι παρά οφθαλμαπάτη και μήπως είναι στ’ αλήθεια δουλική και δεν έχει τίποτα το υγιές και το αληθινό, ενώ αντίθετα η αλήθεια είναι στην πραγματικότητα ένα είδος κάθαρσης απ’ όλα τα παρόμοια, το ίδιο και η σωφροσύνη και η δικαιοσύνη και η ανδρεία, κι η ίδια η φρόνηση είναι ίσως ένα είδος καθαρμού».
Ο Σωκράτης, θέτει τις βάσεις της ηθικής, ταυτίζοντας τη γνώση με την αρετή και την ευδαιμονία.
Η σωκρατική μέθοδος για την κατάκτηση της γνώσης και την κάθαρση στηρίζεται αφενός την ειρωνεία που αφυπνίζει και αφετέρου στη μαιευτική, την επαγωγική τεχνική κατά την οποία μέσα από ερωταποκρίσεις εκμαιεύεται από τους μαθητές η γενική αλήθεια σαν αποτέλεσμα κοινής αναζήτησης.
Η μαιευτική του Σωκράτη, η «εις άτοπον επαγωγή» του Ελεάτη Ζήνωνα και η διαλεκτική του Πλάτωνα χρησιμοποιούν έντεχνα το διάλογο για την από κοινού αναγνώριση και επικύρωση της αλήθειας, μετά από νοητική προετοιμασία.
Σύμφωνα με την οντολογική θεωρία του Πλάτωνα ο κόσμος είναι χωρισμένος στα δύο, σ’ εκείνον που αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις και σ’ εκείνον που συλλαμβάνουμε με τη νόηση. Η αλληγορία του μύθου της σκοτεινής σπηλιάς, όπου οι άνθρωποι είναι φυλακισμένοι στην αυταπάτη των αισθήσεων βλέποντας μόνο τις σκιές του φωτεινού αληθινού κόσμου έξω από τη σπηλιά, αποδίδει με έμμεσο τρόπο την ευθύνη του ανθρώπου να αγωνιστεί να βγει, να απελευθερώσει το νου του από την πλάνη και ο οποίος όταν το πετύχει καλείται, δεδομένου ότι κατέχει πλέον τη γνώση, να επιλέξει, αν θα ξαναμπεί στη σπηλιά να ελευθερώσει και τους άλλους αφυπνίζοντας τη συνείδηση τους ή αν θα επαναπαυτεί στη μακαριότητα των ατομικών του αναζητήσεων.
Για τον Αριστοτέλη η αρετή αποτελεί πρακτική σοφία, τη μέση οδό, την ευφυή εκτίμηση του καλού. Για να βρούμε τη μέση οδό απαιτείται νοημοσύνη, για να την ακολουθήσουμε εγκράτεια. Κατά τον Αριστοτέλη πάντα, η αρετή αποκτάται με την επαναληπτική πράξη του καλού, δηλαδή με τη συνεχή επιλογή της σωστής συμπεριφοράς. Στην αρχή πρέπει να επιβάλλεται με την πειθαρχία, και με τον καιρό γίνεται δεύτερη φύση και οδηγεί στην ευδαιμονία.
Οι αρχαίοι έλληνες φιλόσοφοι, έχουν πλήρη επίγνωση, ότι οι άνθρωποι δεν εκτιμούν αυτά που δεν γνωρίζουν και εχθρεύονται τους ευαγγελιστές της αλλαγής, που αμφισβητούν αυτά που κατέχουν, και προσπαθούν να τους βγάλουν από την καθημερινή τους ρουτίνα. Μένουν πιστοί στις αρχές τους, θέτοντας την αλήθεια υπεράνω όλων και διακυβεύοντας για την υπεράσπιση της την ευημερία και τη ζωή τους.
Βιβλιογραφία:
Βονδικάκης Χρήστος, Συναισθήματα & Συμπεριφορές, Εkδόσεις: Forum Training & Consulting, 2006
Δήμας Π, «Η φιλοσοφία του Πλάτωνα», στο: Σ. Βιρβιδάκης, κ.ά., Ελληνική Φιλοσοφία και Επιστήμη: από την αρχαιότητα έως τον 20ο αιώνα, Εκδόσεις: ΕΑΠ, Πάτρα 2000
Gardner Howard, Intelligences: The Theory in Practice, Basic Books, 1993
Goleman Daniel, Συναισθηματική Νοημοσύνη Εκδόσεις: Ελληνικά Γράμματα, 1998
KandelE.R., SchwartzJ.H., JessellT.M., Νευροεπιστήμη & Συμπεριφορά, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1999
O’ConnorJoseph & SeymourJohn, NLP: Εισαγωγή στο Νευρογλωσσικό Προγραμματισμό. Εκδόσεις Αλκυών, 1990.
Salovey P. and Caruso D.R., The Emotionally Intelligent Manager, San Francisco, CA: Jossey-Bass a Wiley Imprint, 2004
Vegetti Μ., Ιστορία της Αρχαίας Φιλοσοφίας, μτφρ. Γ.Α. Δημητρακόπουλος, εκδ. Π. Τραυλός, Αθήνα 2000