Ο άνθρωπος δεν χάνει την ελευθερία του αλλά μάλλον κερδίζει τη σκλαβιά του, γιατί συναινεί.
Ένας λαός σκλαβώνεται μόνος του, κόβει τον ίδιο του το λαιμό όταν, έχοντας επιλέξει ανάμεσα στο να είναι υποτελής και στο να είναι ελεύθερος, εγκαταλείπει την ελευθερία του και μπαίνει στο ζυγό, συναινώντας στην ίδια του τη δυστυχία, ή μάλλον, προφανώς, καλωσορίζοντας την.
Φτωχοί, εξαθλιωμένοι και χαζοί άνθρωποι, έθνη αποφασισμένα για την ίδια τους την δυστυχία και τυφλά! Πως να ονομάσει κανείς αυτό το κακό. Αυτό το τερατώδες κακό που δεν του αξίζει ούτε ο τίτλος της δειλίας, που δεν βρίσκεται ένα όνομα τόσο άσχημο, που η ίδια φύση αποποιείται και η γλώσσα αρνείται να αναφέρει;
Όλη αυτή η καταστροφή, αυτή η δυστυχία, αυτή η ερήμωση, πέφτει επάνω σας όχι από ξένους εχθρούς, αλλά από το μοναδικό εχθρό τον οποίο εσείς καθιστάτε τόσο δυνατό, για τον οποίο πηγαίνετε με γενναιότητα στον πόλεμο, για το μεγαλείο του οποίου δεν αρνείστε να προσφέρετε στο θάνατο τα ίδια σας τα κορμιά.
Αυτό το τέχνασμα των τυράννων να αποβλακώνουν τους υπηκόους τους δεν ήταν ποτέ τόσο έκδηλο όσο κατά την κατάληψη της Λυδίας από τον Κύρο. Όταν του μετέφεραν την είδηση ότι οι κάτοικοι των Σάρδεων είχαν επαναστατήσει, αυτός, επειδή δεν ήθελε να καταστρέψει την όμορφη πόλη και για να μην δεσμεύσει τον στρατό του, σκέφτηκε ένα αξιοθαύμαστο μηχανισμό για να εξασφαλίσει την κατοχή. Εγκατέστησε οίκους ανοχής, ταβέρνες και δημόσια παιχνίδια, αφήνοντας τους πολίτες να πηγαίνουν. Έτσι δεν χρειάστηκε να σηκώσει ούτε το σπαθί του.
Η φυσική κλίση των ανθρώπων που βρίσκονται σε άγνοια που, συνήθως, είναι υψηλότερη στις πόλεις: είναι ότι είναι καχύποπτοι προς κάποιον που τους αγαπά και ευκολόπιστοι προς αυτόν που τους εξαπατά. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι επιτρέπουν στον εαυτό τους να προσελκύσουν αμέσως δουλεία για ένα «κομματάκι» που θα δοκιμάσουν. Αμφιβόλου ποιότητας παραστάσεις, διασκεδάσεις, παιχνίδια, ανέκδοτα, μονομάχοι, περίεργα ζώα, Τσίρκα, τα μετάλλια, πίνακες και άλλα φάρμακα αυτού του είδους ήταν για όλους τους λαούς το δόλωμα για την δουλεία, η τιμή τους για τα χρόνια ελευθερίας, τα εργαλεία της τυραννίας.
Αυτόν τον τρόπο, αυτές τις πρακτικές, χρησιμοποιούσαν οι τύραννοι για να αποκοιμίζουν τους υπηκόους τους κάτω από τον ζυγό. Και οι αποκτηνωμένοι λαοί συνήθιζαν να διασκεδάζουν σε μια μάταια απόλαυση, θαμπωμένοι από αυτή την συνήθεια.
Η ΠΟΝΗΡΙΑ ΤΩΝ ΤΥΡΑΝΝΩΝ ΧΑΙΔΕΥΕΙ ΤΑ ΧΑΜΗΛΑ ΕΝΣΤΙΚΤΑ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΓΙΑ ΝΑ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΤΟΥΣ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΤΟΥΝ ΠΙΟ ΕΥΚΟΛΑ ΚΙ ΑΠ’ ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΠΛΕΥΡΑ Η ΜΑΛΘΑΚΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΤΟΥΣ ΚΑΝΕΙ ΝΑ ΠΡΟΤΙΜΟΥΝ ΝΑ ΙΚΑΝΟΠΟΙΟΥΝ ΑΥΤΑ ΤΑ ΕΝΣΤΙΚΤΑ ΤΟΥΣ, ΠΑΡΑ ΝΑ ΔΡΟΥΝ ΣΑΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ.
«Cette canaille, ces lourdeaux». Ο συγγραφέας μαστιγώνει αλύπητα και τους λαούς , αποκαλώντας τους σκυλολόι, που δεν βλέπουν μακρυά από την μύτη τους και την κοιλιά τους.
Ο άνθρωπος σπέρνει τα χωράφια του, ώστε να μπορεί κάθε τύραννος να τα ρημάξει, επιπλώνει τα σπίτια του έτσι που να μπορεί να τα λεηλατήσει, μεγαλώνει τα παιδιά του έτσι ώστε να γίνουν υπηρέτες της απληστίας, είναι πάντα με τα αυτιά ορθάνοιχτα διερωτώμενος από πού θα του έρθει το χτύπημα, ερευνά για συνωμοσίες και παγίδες, φοβάται θανάσιμα τα πάντα. Πώς συμβαίνει αυτή η επίμονη προθυμία προς υποταγή να έχει ριζώσει τόσο, ώστε η ίδια η αγάπη για την ελευθερία να φαίνεται τώρα αφύσικη;
Εκείνος, που έτσι σας καταδυναστεύει, έχει μόνο δυο μάτια, μόνο δυο χέρια, μόνο ένα σώμα, τίποτα παραπάνω από όσα διαθέτει και ο τελευταίος άνθρωπος ανάμεσα στους αμέτρητους που κατοικούν στις πόλεις σας, στην πραγματικότητα δεν έχει τίποτα παραπάνω για να σας καταστρέψει από την εξουσία που εσείς του δώσατε.
Πού βρήκε αρκετά μάτια για να σας κατασκοπεύσει, εάν δεν του τα δώσατε οι ίδιοι; Πώς μπορεί να έχει τόσα πολλά χέρια για να σας χτυπά, εάν δεν τα δανείστηκε από σας; Τα πόδια με τα οποία ποδοπατά τις πόλεις σας, πού τα βρήκε, αν δεν είναι τα δικά σας; Πώς έχει οποιαδήποτε εξουσία πάνω σας, εκτός μέσα από σας; Πώς θα τολμούσε να σας επιτεθεί, εάν δεν είχε τη συνεργασία σας;
Τι θα μπορούσε να σας κάνει, εάν εσείς οι ίδιοι δεν συνεργούσατε με τον κλέφτη που σας ρημάζει, εάν δεν ήσασταν συνένοχοι με τον εγκληματία που σας σκοτώνει, εάν εσείς οι ίδιοι δεν προδίδατε τους εαυτούς σας;
Οι τύραννοι παίρνουν την εξουσία από την αδυναμία των λαών να αντιδράσουν. Αυτή η απάθεια είναι το αποτέλεσμα ένος πολιτικού τέχνασματος που αποφεύγει τη χρήση της δύναμης, υποστηρίζοντας την ικανοποίηση των επιθυμιών των άτολμων ανθρώπων-δούλων, προτιμώντας την αμφίβολη ασφάλεια της άθλιας ζωής τους.
Οι άνθρωποι που είναι μέσα στην άγνοια ήταν πάντα έτσι, στην ευχαρίστηση που μπορούν να δεχθούν είναι διαθέσιμοι και άσωτοι. Στο κακό και τον πόνο που ειλικρινά μπορεί να υποφέρουν, είναι αναίσθητοι.
Υπάρχει ένα ενδιαφέρον απόσπασμα στο οποίο ο La Boétie θα υπερασπιστεί στην διατριβή του: Η δύναμη του τυράννου δεν βασίζεται σε μια μαζική ένοπλη δύναμη, αλλά σε μια επίλεκτη ομάδα αυλικών του που δοργανώνουν και «διαποτίζουν» τώρα την ιεραρχική δομή μιας χώρας.
Ο La Boétie συνδυάζει την τυραννία με την ασθένεια, στιγματίζοντας το σύστημα και χρησιμοποιώντας υποτιμητικούς όρους: «τυραννία είναι σαν ένας όγκος που προσέλκυει λοιμώξεις». Με αυτές τις λέξεις Tyranneaux (τυρανίσκοι), friponneaux (απατεωνίσκοι) και faquins θέλει να υποβιβάσει όλο το πολιτικό προσωπικό που αποτελεί την πυραμίδα της εξουσίας.
Εξ ορισμού, αυτό το είδος του συστήματος είναι άρρωστο και δεν μπορεί να συνεχιστεί, επειδή οι βάσεις του δεν είναι υγιείς. Τα ειδικά συμφέροντα του καθενός από τους «εταίρους» δεν μπορούν να αντισταθούν σε μια μαζική δράση των ανθρώπων που απλά θα αρνηθούν να τους εξυπηρετούν πλέον.
Από όλες αυτές τις ταπεινώσεις, τέτοιες που ούτε τα κτήνη του αγρού θα υπέμεναν, μπορείτε να απαλλαγείτε, αν το προσπαθήσετε, όχι περνώντας στη δράση, αλλά απλώς επιθυμώντας την ελευθερία. Αποφασίστε να μην υπηρετείτε πλέον και αμέσως είστε ελεύθεροι. Δεν σας ζητώ να θέσετε τις χείρες πάνω στον τύραννο για να τον ανατρέψετε, αλλά απλώς να μην τον στηρίζετε πλέον, τότε θα τον παρατηρήσετε σαν έναν μεγάλο Κολοσσό του οποίου αποσπάστηκε το βάθρο, να πέφτει από το ίδιο του το βάρος και να σπάει σε κομμάτια!
Δεν υπάρχει τίποτα που ένα ανθρώπινο ον θα μπορούσε να αγαπήσει περισσότερο από την αποκατάσταση του δικού του φυσικού δικαιώματος, να μεταμορφωθεί ο ίδιος από ένα κτήνος με κυρτή πλάτη σε άνθρωπο. Και προκειμένου να έχει την ελευθερία δεν χρειάζεται τίποτε περισσότερο από το να την επιθυμεί, εάν μόνο μια απλή πράξη της θέλησης είναι αναγκαία.
Δεν σας ζητώ να θέσετε τις χείρες πάνω στον τύραννο για να τον ανατρέψετε, αλλά απλώς να μην τον στηρίζετε πλέον. Τότε θα τον παρατηρήσετε σαν έναν μεγάλο Κολοσσό του οποίου αποσπάστηκε το βάθρο, να πέφτει από το ίδιο του το βάρος και ναι σπάει σε κομμάτια!
«Μάχες τόσο λαμπρές δόθηκαν απο τον Θεμιστοκλή, το Μιλτιάδη, το Λεωνίδα, από τους «στρατιώτες της ελευθερίας» που πάλεψαν για κάτι που υπερβαίνει τα ανθρώπινα όντα στο χρόνο και τον χώρο: THN ΑΓΑΠΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ. Και ζουν στη μνήμη των βιβλίων και των ανθρώπων. Γιατί, τι είναι αυτό που έδωσε την δύναμη σε μια μικρή ομάδα ανδρών, όπως οι Έλληνες, να αντισταθούν και να κατατροπώσουν τόσα μεγάλα έθνη; Σε εκείνες τις ένδοξες ημέρες δεν ήταν τόσο η μάχη των Ελλήνων εναντίον των Περσών, όσο η Νικη της ελευθερίας απέναντι στην κυριαρχία και την τυραννία, η Νίκη της ανεξαρτησίας ενάντια στην απληστία. Και αυτά τα παραδείγματα είναι αναμφισβήτητα, διαχρονικά και οικουμενικά».
Etienne de La Boétie, «ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΘΕΛΟΝΤΙΚΗΣ ΔΟΥΛΕΙΑΣ», 1554