ΔΑΡΝΑΚΙΚΑ ΠΑΡΑΤΣΟΥΚΛΙΑ Οι κάτοικοι των Δαρνακοχωρίων, με κίνητρο περισσότερο από μια καλοκάγαθη διάθεση για «πείραγμα» και λιγότερο από «ζήλια» ή «κακία», έβγαλαν μεταξύ τους χαρακτηριστικά «παρατσούκλια ή παρωνύμια»
1. οι των γειτονικών χωριών για τους άλλους, που διασώθηκαν μέχρι τις μέρες μας και μάλιστα έχοντας χαριτολογικό και καθόλου υβριστικό περιεχόμενο.
Σ α λ ι α χ ο ύ δ ι α ή Σ α λ ι α κ ο ύ δ ι α
Οι κάτοικοι του Ν. Σουλίου ονομάστηκαν «Σαλιαχούδια» ή «Σαλιακούδια». Για το παρατσούκλι τους αυτό υπάρχουν δύο εκδοχές:
α) Η μία εκδοχή λέει ότι, επειδή στα παλιό, χρόνια στο ζωνάρι (σαλιάχ στην τουρκική), που φορούσαν στη μέση τους, είχαν οπωσδήποτε κι ένα φονικό όπλο, μαχαίρι ή πιστόλι, για ώρα ανάγκης, ονομάστηκαν από το «σαλιάχ» «Σαλιαχούδια».
β) Η δεύτερη λέει ότι είχαν τη συνήθεια μετά από κάθε βροχή ή κάθε συνταρακτικό γεγονός, που άκουγαν, έβγαιναν όλοι από τα σπίτια τους και μαγεύονταν στην πλατεία του χωριού, από διάθεση να μάθουν περισσότερα ή να σχολιάσουν (κουτσομπολέψουν). Το γεγονός αυτό θύμιζε τη συνήθεια που έχουν τα σαλιγκάρια, να βγαίνουν μετά τη βροχή κι έτσι από τα σαλιγκάρια, σαλιάγκια, σαλιάχια προέκυψε το «Σαλιαχούδια»
2.Π ο υ κ α μ ι σ ά δ ε ς ή Π κ α μ σ ά δ ι ς
Οι κάτοικοι του Αγίου Πνεύματος «βαφτίστηκαν» «Πουκαμισάδες ή πκαμσάδις», γιατί είχαν τη συνήθεια να φορούν τα πουκάμισα (άσπρα, μακρυμάνικα υφαντά και μακριά μέχρι το γόνατο και μια ζώνη στη μέση) τους έξω από το παντελόνι (σαλβάρα) σχεδόν σ’όλες τις γεωργικές ασχολίες, με αποτέλεσμα να παρουσιάζουν μια ιδιότυπη «γραφική εικόνα» γεωργού.
Α χ υ ρ ά δ ε ς ή Α χ υ ρ ά δ ι ς
Οι κάτοικοι πάλι του Χρυσού ονομάστηκαν «αχυράδες ή αχυράδις» από το γεγονός ότι όλους σχεδόν τους καλοκαιρινούς μήνες, επειδή ασχολούνταν με τ’ αλωνίσματα τον σιτηρών, οπού είναι γνωστό ότι έβγαινε το άχυρο, που το μάζευαν στη συνέχεια και το αποθήκευαν για τροφή των ζώων τους χειμερινούς μήνες, ήταν πολύ φυσικό να γεμίζουν τα ρούχα, τους με άχυρα. Φαίνεται όμως ότι κυκλοφορούσαν όλη τη μέρα με τα αχυρωμένα ρούχα, γι’ αυτό τους «κόλλησαν» το παρατσούκλι «Αχυράδες» ή στα δαρνάκικα «αχυράδις». Μπορεί ακόμα να χαρακτηρίστηκαν έτσι από το γεγονός, ότι μάζευαν «στις αχυρώνες» τους κάθε χρόνο περισσότερο άχυρο απ’ όσο χρειαζόταν, με αποτέλεσμα να έχουν περισσεύματα και να τα πουλούν ύστερα σε κτηνοτρόφους των γειτονικών χωριών, όταν συνέβαινε ο χειμώνας να είναι μακρύς.
Χ η ν ά ρ ι α ή Χ ν ά ρ ι α 3
Οι κάτοικοι του Εμμανουήλ Παπά χαρακτηρίστηκαν με το παρατσούκλι «Χηνάρια» ή στο δαρνάκικο γλωσσικό ιδίωμα «Χνάρια4», που θυμίζει τα γνωστά αποδημητικά πουλιά, τις αγριόχηνες. Οι αγριόχηνες όταν πετούν, κατεβαίνοντας κατά τους βαρείς χειμώνες από τα βόρεια στον κάμπο των Σερρών, για να βρουν τροφή, πετούν συνήθως σε σχηματισμό μιας σειράς, η μία πίσω από την άλλη με τον αρχηγό (το αρσενικό) μπροστά ή δύο σειρές σχηματίζοντας το γράμμα V.
Επειδή (οι Δοβισνοί) στο «σπασμό» του καπνού ξεκινούσαν απ’ το χωριό, που είναι υψομετρικά ψηλότερα απ’ τα χωράφια τους, χαράματα ή πολλές φορές, αν ήταν σκοτάδι, κρατούσαν φανάρια, για να βλέπουν, σχηματίζοντας σειρές (καβάλα στα γαϊδουράκια ή «γαδούρια» στο γλωσσικό τους ιδίωμα) στο δρόμο, πράγμα που θύμιζε τις χήνες, (έτσι όπως φαίνονταν από τα χαμηλότερα μέρη π.χ. της Πεντάπολης), για το λόγο αυτό τους «κόλλησαν» το παρατσούκλι «Χηνάρια ή χνάρια».
«-Άϊντε! Οι Δοβιστνοί ξικίνσαν πάλ’ για τη δλειά τς σαν τα χναρούδια».
Κατ’ άλλη εκδοχή η περιέργεια έκανε τους Δοβιστνούς να συγκεντρώνονται πολλοί μαζί (σαν χήνες), να ρωτούν, για να μάθουν ή να εκφέρουν γνώμη για όλα τα θέματα (παντογνώστες), παριστάνοντας έτσι τον «πολύξερο», τον «έξυπνο». Οι κάτοικοι των γειτονικών χωριών θέλοντας να τους «μειώσουν» γι’ αυτή τους τη συνήθεια και να τους θεωρήσουν «όχι έξυπνους» αλλά «κουτούς» σαν «τις χήνες» τους βάφτισαν «Χνάρια».
Τ σ ι ο υ τ ά κ η δ ε ς ή Τ σ ι τ ά κ δ ι ς
Οι Πενταπολιώτες, τέλος, χαρακτηρίστηκαν με το παρατσούκλι «Τσιουτάκηδες» ή στα Δαρνάκικα «Τσιτάκδις».
Η Πεντάπολη στα παλιά τα χρόνια ήταν το μεγαλύτερο κεφαλοχώρι και το πλουσιότερο. Οι κάτοικοι του πρώτοι άρχισαν να φοράνε «ευρωπαϊκά» ρούχα, γι’ αυτό κι έκαναν την «αριστοκράτη», τον «υπερήφανο», τον «Ξιπασμένο», τον «τεντωμένο» (τσίτα) και έτσι τους κόλλησαν το παρατσούκλι «Τσιτάκδις».
Μια άλλη εκδοχή θέλει τους Πενταπολιώτες «Τσουτάκηδες», γιατί τους θεωρούσαν «μουρντάρηδες», «γυναικάδες», «ζαμπαράδες» (γυναικοθήρες), καθότι ήταν «ζωηροί» και γλεντζέδες (Αθ. Ξακουστός).
Βλ. Δημ. Αραμπατζή «Ο χθεσινός κόσμος» Σέρρες 1994 σελ. 9-10.
Λιγότερο γνωστό ήταν επίσης και το παρατσούκλι για τους Νεοσουλιώτες «Μπιτσιακούδια» που προήλθε από τη συνήθεια τους κουβαλούν όλοι ένα ειδικό μαχαίρι (σουγιάς), «τοξοειδές» και πριονωτό που δίπλωνε μέσα σε ξύλινο χερούλι, ονομαζόμενο «μπιτσιάκι» και το κουβαλούσαν ακόμα και οι γυναίκες στη «μπροστνάρα» (ποδιά) τους (Την πληροφορία μας έδωσε η κ. Χρυσούλα ετών 72 μητέρα του Σάκη Χρ. Ουστριά).
Βλ. Περιοδικό «ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΠΑΠΑΣ» Θεσ/νίκη 1988 τ. 41 σελ. 11 (Γ. Βοζιάνη «Έξυπνοι ή χνάρια»)
Βλ. Στ. Κοταμανίδη «ΠΑΝΣΕΡΡΑΙΚΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ» τ.16ος 1990 σελ. 82-83 (Αθάν. Ξακουστού«Παρωνύμια Δαρνακοχωριτών»).
Κόκκινος Γεώργιος Καταγραφή – προσαρμογή εργασίας στο διαδίκτυο
Αθανασιάδης Αθανάσιος
ΤΟ ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΙΔΙΩΜΑ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΣΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ ΔΑΡΝΑΚΟΧΩΡΙΩΝ
Οι Νεοσουλιώτες στο καθημερινό τους λεξιλόγιο χρησιμοποιούν λέξεις της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, ατόφιες ή ελαφρά παραφθαρμένες. Πρέπει να τονίσουμε ότι δέχτηκαν και τουρκικές και σλαβικές επιδράσεις. Η γλώσσα του χωριού επηρεάσθηκε από δουλεία πέντε αιώνων και από δυο βουλγαρικές κατοχές (1917-18 και 1941-44).
Η κοινωνία του Νέου Σουλίου ως τη δεκαετία του ’50 παρέμεινε κλειστή αγροτική. Μικρό είναι το ποσοστό των νέων οι οποίοι άφηναν το χωριό για σπουδές ή για άλλους λόγους. Και γι’ αυτό το λεξιλόγιο του χωριού κατά ένα μεγάλο ποσοστό παρέμεινε βαρύ, δωρικό. Εξαιτίας των μετακινήσεων των νέων από το χωριό προς την πόλη και της ανάμειξης των Μ.Μ.Ε., κυρίως της τηλεόρασης, σιγά – σιγά η παλαιά λεκτική διάλεκτος τείνει να εξαφανιστεί.
Ένα ασυνήθιστο γλωσσικό φαινόμενο στο Νέο Σούλι είναι ότι δεν τηρείται ο νόμος της τρισυλλαβίας στον τονισμό. Δηλαδή γίνεται τονισμός πέραν της προπαραλήγουσας αλλά μόνο στα ρήματα π.χ. ίφιραμι (= φέραμε), ίξιραμι (= ξέραμε), πήγιναμι (=πηγαίναμε), ήθιλαμι (=θέλαμε), κ.λ.π.
Επίσης παρατηρείται ένας άλλος γλωσσικός ιδιωματισμός, η κατάληξη –τσι στο β΄ ενικό πρόσωπο της προστακτικής. Έτσι συχνά ακούγονται οι λέξεις: πλύτσι (=πλύσου), κοιμήτσι (κοιμήσου), πιρπάτσι (=περπάτησε), νίφτσι (=να νιφτείς, να πλυθείς) κ.λ.π.
Σ’ αυτό το σημείο πρέπει να σημειώσουμε την κατάληξη –ουδ’ στα υποκοριστικά. Στο Νέο Σούλι σπάνια θα ακούσουμε: κοριτσάκι, παιδάκι, σπιτάκι, δρομάκι, νεράκι, ψωμάκι, κατηφοράκι. Αντί αυτών ακούμε: κουρτσούδ’, πιδούδ’, σπιτούδ’, δρουμούδ’, νιρούδ’, ψωμούδ’, κατφουρούδ’.
Συνηθισμένο φαινόμενο είναι η μετάθεση συμφώνων: άσπηρ, μαύηρ, αντί άσπρη, μαύρη, γιομ’ αντί γιος μου κ.λ.π.
Συνήθης είναι η χρήση του «γιατί» και του «αφού» στο τέλος της πρότασης π.χ. «έλα να σι πω δε βαστώ γιατί» (γιατί δεν αντέχω).
Εντύπωση μας προκαλεί και η κατάληξη –σκα, -σκι στους ιστορικούς χρόνους των ρημάτων π.χ. καταλάβνισκα, πήγνισκι (=καταλάβαινα, πήγαινε).
Παράξενος είναι και ο σχηματισμός της προστακτικής στην περιοχή των Σερρών. Στο Νέο Σούλι όπως πρωτύτερα αναφέραμε κυριαρχεί η κατάληξη –τσι (πλίτσι), (=νίφτσι), ενώ αλλού ακούγεται η κατάληξη –θους (πλυθούς) ή –θκι (πλύθκι = πλύσου, κοιμήθκι = κοιμήθηκε) π.χ. «παντρευτούς και γκαστρωθούς να δω τη λιβιντιά σ’» (που είναι μια παροιμία όπου αποδεικνύεται η αξιοσύνη της γυναίκας μέσα από τους δυο σταθμούς της ζωής της).
Η λέξη «χρεία» έμεινε αδιάβλητη ως και στις μέρες μας. Στην αρχαία ελληνική γλώσσα σήμαινε ανάγκη και στο χωριό σήμαινε αποχωρητήριο. Και στις μέρες μας η ερμηνεία της λέξεως «χρεία» αντικαταστάθηκε από τη γαλλική λέξη τουαλέτα. Με αυτόν τον τρόπο η ελληνικότατη λέξη «χρεία» αποσύρθηκε από τη σημερινή μας ομιλία για τους εξής δυο λόγους. Ο πρώτος λόγος είναι ότι θεωρήθηκε χωριάτικη και ο δεύτερος λόγος ότι δεν ακουγόταν τόσο «όμορφα». Υπάρχουν και άλλες ελληνικότατες λέξεις που όπως είναι φυσικό μιλιούνται από τους γεροντότερους, αλλά όχι από τους νεότερους γιατί δεν τις θεώρησαν και τόσο εύηχες.
Άλλη μια λέξη η οποία είναι χαρακτηριστική είναι ο «αγός». Χρησιμοποιείται ειδικά για ο αυλάκι που υπήρχε στην άκρη του δρόμου στα παλιά χρόνια και από κει κυλούσε το νερό που προερχόταν από τις κοινοτικές βρύσες (σουλνάρια). Ανά διαστήματα, ως και την δεκαετία του ’50, βρισκόταν και ένα σουλνάρ 50-100 μέτρα. Η λέξη σουλνάρ προέρχεται (από τη λέξη σωλήν > σωλήνα > σωληνάριο). Τα νερά που κυλούσαν στο αυλάκι ήταν ο λεγόμενος «αγός» και προέρχεται από την ελληνικότατη λέξη «αγωγός». Και όλα αυτά τα νερά ακολουθώντας τον «αγό» κάθε δρόμου ενώνονταν με άλλους μεγαλύτερους που διέσχιζαν το χωριό και χύνονταν στο χείμαρρο για να ποτίσουν τα χωράφια (Παλιοπκάδα, Πλατανούδ’).
Άλλη μια λέξη που καταλαβαίνουμε ότι και αυτή είναι αρχαία ελληνική είναι το ρήμα «απείκασα» = κατάλαβα και χρησιμοποιείται στον αόριστο. Με την παρακάτω πρόταση θα δούμε πως η λέξη αυτή είναι ελληνικότατη: «Γύρσις άκιρα, δεν σ’ απείκασα καθόλου». Κι από εδώ καταλαβαίνουμε ότι η λέξη άκιρα είναι αρχαία και η ερμηνεία της προτάσεως είναι: ότι γύρισες αργά και δεν σε αντιλήφθηκα.
Από το «αράς – άδος» (απ’ όπου η αράδα) έγινε το ρήμα αραδίζω = περπατώ.
Αξιοσημείωτο είναι και το ρήμα «θέκω» – έθηκα. Αυτό το ρήμα το χρησιμοποιούν οι γεωργοί στη φυτεία του καπνού το Μάιο.
Αξιοσημείωτη είναι η λέξη αγγειά. Ακόμη και σήμερα οι γέροντες χρησιμοποιούν αυτήν την λέξη, όπως π.χ. στη φράση: «Έλα να πλύνς τ’ αγγειά» που σημασία της λέξεως είναι τα πιάτα.
Μια όχι και τόσο εύηχη λέξη είναι «αρή» που σήμερα αντικαθίσταται απ’ τη λέξη «καλέ». Η λέξη «αρή» προέρχεται από το μωρή (μωρός = ανόητος). Δυο εύχρηστες προτάσεις με το αρή που τις χρησιμοποιούσαν και τις χρησιμοποιούν στο καθημερινό τους λεξιλόγιο είναι οι εξής: «Τι κάνς, αρή;» και «Για πού το ’βαλες αρή;».
Θα συνεχίσουμε με λέξεις που χρησιμοποιούνται στο χωριό και που έχουν τις ρίζες τους στην αρχαία ελληνική γλώσσα:
Αγωνιούμι = σπεύδω, βιάζομαι, από τα αγωνιώ – ώμαι.
Αθκάνη = δουκάνη. Η λέξη βγαίνει από την αρχαία λέξη τυκάνη. Η αθκάνη ήταν μια επιμήκης πλατιά σανίδα και στην κάτω επιφάνεια υπήρχαν μπηγμένα χαλίκια, στουρναρόπετρες. Τη σανίδα αυτή την έσερναν βόδια ή άλογα στο αλώνισμα.
Αμπλώχνω = βάζω μέσα, φυτεύω. Η ετυμολογία της μας οδηγεί στο εμπολιάζω – εμβολιάζω (έμβολο).
Ανήγατος = αφόρετος, από το νέος + γείνω.
Αστριχιά = η προεξέχουσα στέγη από κεραμίδια. Η ετυμολογία είναι αληθοφανής αν υποθέσουμε ότι όστρακα ή οστρακοειδούς σχήματος κεραμίδια χρησιμοποιούσαν παλιά στη στέγη των σπιτιών. Υπάρχει και μια άλλη εκδοχή (με επιφύλαξη το σημειώνουμε) η λέξη αστριχιά να σχετίζεται με το τρέχω, γιατί εμπόδιζε να τρέχουν τα νερά της βροχής ή από το στέγω – στεγάζω.
Αφκριούμι = αφουγκράζομαι.
Γκλέφαρους = μέτωπο. Πρόκειται για τη λέξη βλέφαρο.
Γκουντουζί = κοντοζύγι
Δοντάγρα = οι γέροντες του Ν. Σουλίου θα θυμούνται το εργαλείο με το οποίο έβγαζαν τα χαλασμένα δόντια. Είναι σύνθετη λέξη από το οδούς – οδόντος + ρήμα αγρεύω = κυνηγώ, συλλαμβάνω.
Ζούδια = υποκοριστικό του ζώα, αλλά τη λέξη ως συνήθως τη χρησιμοποιούν μεταφορικά π.χ. δουλεύουν σα ζούδια – κρυφά
Θάμπουσι = νύχτωσε. Από το θάμπος – θαμβώνω – θαμπώνω.
Κηδεύω = φυλάγω
Κλίκ’ = η λέξη αρχαία ελληνική. Είναι το κυκλίσκιον των αρχαίων = μικρή πίτα που προέρχεται από τη λέξη κύκλος + υποκοριστική κατάληξη -ίσκιον. Το κλικ’ είναι το σημερινό τσουρέκι. Το τσουρέκι είναι ξένη λέξη.
Κουνίδια = γονίδια, αβγά από ψείρες.
Κράκωρα = βράχια. Πιθανότατα προέρχεται από την αρχαία λέξη «ακρώρεια» = κορυφή, ράχη του βουνού. Στο Νέο Σούλι υπάρχει και ο Κριάκωρ’ Μαχαλάς δηλαδή είναι η γειτονιά στην οποία υπάρχουν πολλά βράχια.
Λάμωσα = λάσπωσα (τα παπούτσια). Η λέξη πιθανότατα από την «ιλύν» των αρχαίων που σήμαινε λάσπη. Από την ίδια ρίζα προέρχονται και τα «Λαμώματα» που είναι τοποθεσία στα νότια του χωριού και ονομάστηκε έτσι από τις φερτές ύλες και τη λάσπη που κατεβάζει ο χείμαρρος.
Λείξα = λιχουδιά. Η λέξη προέρχεται από το ρήμα λείχω – γλείφω εξ’ ου και ο λείξουρος, δηλαδή αυτός που του αρέσουν τα γλυκά.
Λιχνητήρι = γεωργικό εργαλείο που χρησιμοποιείται για το λίχνισμα, δηλαδή το χωρισμό του σταριού από το άχυρο. Είναι το αρχαίο «λικμητήριον».
Μάνισε = θύμωσε. Το ρήμα μας οδηγεί στη μήνιν = οργή των αρχαίων.
Μάχνα = φόρα. Από το λατινικό magna = μεγάλη, δυνατή σφοδρή.
Μουλώνω = σωπαίνω. Η λέξη παράγεται από το ομηρικό μύω = κλείνω τα χείλη. Μια φράση που χρησιμοποιείται και σήμερα είναι «εσύ μούλουνι» δηλαδή εσύ να μη μιλάς.
Μπρουμάχους = πυρίμαχος ή πυρομάχος. Η λέξη διασώθηκε σχεδόν ατόφια από την αρχαιότητα.
Νιάμα = αυτή η λέξη ακούγεται και σήμερα. Η λέξη αυτή είναι αρχαία ελληνική και βγαίνει από το ρήμα νεάω = οργώνω χέρσα γη, ανανεώνω το χωράφι που άφησα για λίγο χρόνο αργό, για να το καλλιεργήσω ξανά.
Νιμίζω = ανακατεύω, κινώ. Μια χαρακτηριστική φράση που ακούγεται στο χωριό «δεν ψόφισι, νιμίζιτι ακόμα». Πιθανότητα είναι το ρήμα αναμειγνύω, μείγνυμι, μίσγω – αναμειγνύω, άρα κινώ, ανακινώ.
Νιτριχιάζουμι = είναι το ρήμα ανατριχιάζω.
Ξιστοχώ = αστοχώ, ξεχνώ.
Όρκος = πύο. Προέρχεται από τη λέξη έλκος = πληγή. Το λ έγινε ρ κατ’ αναλογία όπως το αδελφός έγινε αδερφός.
Ούρια (αβγά) = κλούβια (αυγά). Η λέξη ούρια προέρχεται από το ορρός – το υδατώδες μέρος του γάλακτος εξ’ ου και ο ορρός.
Προμηθεύω = παραινώ, συμβουλεύω.
Προσαψίδια = από το προσάπτω και είναι ξερά χόρτα για προσάναμμα.
Πυρουστιά = εργαλείο που χρησιμεύει ως υποστήριγμα πάνω στη φωτιά για να βράσουμε κάτι. Είναι δηλαδή «πυρός + εστία». Υπήρχε και ομαδικό παιχνίδι με το ίδιο όνομα.
Ραγάνα = ο συχνά ενοχλητικός. Παράγεται από το ρήγω (ρήγνυμι, ρηγνύω) και είναι δωρικός τύπος αντί του ρηγάνη. Από τη ραγάνα προήλθε και το ρήμα ραγανίζω.
Σκάρα = είναι η γνωστή ηλιάστρα των καπνών που χρησιμοποιείται το καλοκαίρι σ’ όλα τα Δαρνακοχώρια. Σκάρα ονομάστηκε από το σχήμα της, είναι η αρχαία λέξη εσχάρα.
Σνιουρίζουμι = συναγωνίζομαι, αμιλλώμαι. Από το συνερίζω = συνερίζομαι.
Τσιρβούλ’(ια) = παπούτσια. Τα τσιρβούλια ήταν λαφριά υποδήματα φτιαγμένα από δέρμα ζώου ιδίως χοίρου. Στο χωριό τα φορούσαν ως τη δεκαετία του ’40 και πιο πολύ στην Βουλγαρική κατοχή, γιατί εκείνη την εποχή τα παπούτσια ήταν είδος πολυτελείας.
Φτίνα = βυτίνα, πήλινο αγγείο όπου έβαζαν λάδι ή ελιές – είναι η αρχαία λέξη πυτίνη και έχει υποκοριστικό το βυτίον.
Υπάρχουν και αρκετές λέξεις αντιδάνεια, δηλαδή λέξεις ελληνικής προελεύσεως που πέρασαν από λεξιλόγιο άλλων λαών και επανήλθαν αλλοιωμένες, φαινομενικά τουρκικές αλλά με ελληνικότατη ρίζα.
Κιλίφι = περικάλυμμα προσκέφαλου, που δεν είναι άλλη από την λέξη κέλυφος.
Κλουτ’ς = Ελληνική είναι η ρίζα της θεωρούμενης αυτής σλαβικής λέξης που χρησιμοποιείται στο Νέο Σούλι και πιο πολύ στο παιχνίδι κορόνα – γράμματα, κι όταν το νόμισμα σταθεί όρθιο. Πρόκειται για την αρχαία λέξη κλοιός.
Ναφιλέ = άδικα, άσκοπα. Προέρχεται από την ελληνική λέξη ανώφελο – ανωφελώς. Κι αυτή είναι τούρκικο αντιδάνειο.
Σουλνάρ = βρύση. Το ίδιο συνέβη και με αυτή τη λέξη.
Πηγή: GREEK SURNAMES