Ο θεός Σίβα αποτελεί το τρίτο πρόσωπο της τριάδας των μεγάλων θεών του Ινδουιστικού πάνθεου – Brahma, Vishnu και Shiva, που αντιπροσωπεύουν τις δυνάμεις της δημιουργίας, της συντήρησης και της καταστροφής του κόσμου αντίστοιχα. Ο Σίβα είναι ο θεός της καταστροφής, αλλά οι δυνάμεις και ιδιότητές του είναι πολλαπλές και πολυδιάστατες. Σαν Mahakala είναι ο μέγας χρόνος που καταστρέφει και διαλύει τα πάντα. Η καταστροφή όμως του παλιού αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την αναδημιουργία, και για τον λόγο αυτό ο Σίβα λατρεύεται κυρίως με τη μορφή του φαλλού (lingam), το αρσενικό σύμβολο της αναπαραγωγής που το βρίσκουμε σε πέτρινη μορφή στους ναούς τοποθετημένο πάνω στο θηλυκό όργανο (yioni). Το lingam και το yioni αντιπροσωπεύουν την αρσενική και θηλυκή δύναμη που είναι αναγκαίες για κάθε δημιουργία.
Τον θεό της καταστροφής τον πρωτοσυναντάμε στους βεδικούς ύμνους όπου είναι γνωστός με το όνομα Rudra. Η μορφή και τα χαρακτηριστικά του, όπως και των περισσότερων βεδικών θεών, δεν είναι ξεκάθαρη. Μερικές φορές ταυτίζεται με τον Agni, τον θεό της φωτιάς, ενώ οι Maruts, οι θεοί των καταιγίδων, παρουσιάζονται σαν γιοι του. Ο Ρούντρα είναι ο θεός των ύμνων και των θυσιών, φωτεινός σαν τον ήλιο, ο καλύτερος και ο πιο πλουσιοπάροχος. Θεραπεύει αρρώστιες, χαρίζει οικογενειακή ευημερία και αγαθά, όπως άλογα, βουβάλια, και καλές σοδειές και προστατεύει τους οπαδούς του κρατώντας μακριά τις συμφορές. Από την άλλη πλευρά όμως, παρουσιάζεται μ’ ένα διαφορετικό πρόσωπο – σκοτεινός, μαύρος, καταστροφικός, τρομακτικός. Άγριος σαν θεριό κρατά στα χέρια του κεραυνούς βέλη και τόξα και οι Βραχμάνοι ιερείς τον εκλιπαρούν να παραμείνει μακριά από τον τόπο τους και να μην καταστρέψει τις οικογένειες τους και την ανθρωπότητα.
Η αρχέγονη μορφή του θεού Σίβα σαν προστάτης των ζώων (Pashupati) εντοπίζεται για πρώτη φορά σε μια ανάγλυφη σφραγίδα που ανακαλύφθηκε στα ερείπια της προϊστορικής πόλης Mohenjo-daro (4000-2000 π.Χ.) δίπλα στον Ινδό ποταμό. Στη σφραγίδα, η θεότητα με τα τρία ή τέσσερα πρόσωπα κάθεται σε γιόγκικη στάση διαλογισμού με ανασηκωμένο φαλλό και φορά κέρατα ενώ γύρω του βρίσκονται τέσσερα ζώα – ελέφαντας, τίγρης, ρινόκερος και ταύρος. Οι παραπάνω συμβολισμοί μας επιτρέπουν να υποθέσουμε εκ του ασφαλούς ότι ο χαρακτήρας του Σίβα ως μέγιστος θεός του Ινδουισμού διαμορφώθηκε μετά από το πάντρεμα της βεδικής θρησκείας με τα πιστεύω και τις προκαταλήψεις των αυτοχθόνων Ινδών.
Στα φιλοσοφικά κείμενα των Ουπανισάδ, ο Σίβα εξυψώνεται ακόμη περισσότερο και ταυτίζεται με τον υπέρτατο θεό που κυβερνά όλους τους κόσμους. Η παρουσία του είναι χωρίς αρχή, μέση και τέλος, μοναδικός, εξαίσιος, ευοίωνος, γαλήνιος, ακατάστρεπτος, αυθύπαρκτος, η αναπνοή και το πνεύμα που διαχέει τα πάντα. Όλα τα όντα ζουν μέσα του και ενώνονται μ’ αυτόν. Ο Σίβα είναι η αιώνια συνείδηση, το κάθε τι που υπήρξε και το κάθε τι που θα υπάρξει. Είναι ο απελευθερωτής από την πλάνη του κόσμου και τα δεσμά του χρόνου. Με τη χάρη του ο άνθρωπος αναζητά την μονιστική γνώση και βιώνει την ενότητα του υποκειμενικού εαυτού (Atman) και του αντικειμένου κόσμου (Brahman) που απελευθερώνει από τα δεσμά του θανάτου και της επαναγέννησης. Η άμεση και υπαρξιακή συνειδητοποίησή του θεού αποτελεί το μοναδικό δρόμο για την απόλυτη ελευθερία (Moksha).
Στα μεγάλα ινδικά έπη της Ramayana και της Mahabharata την ανώτερη θέση καταλαμβάνουν οι ενσαρκώσεις του θεού Βίσνου, ο Ράμα και ο Κρίσνα αντίστοιχα. Ο ανταγωνισμός μεταξύ των οπαδών του Βίσνου (Vaishnavas) και του Σίβα (Shaivas), οδήγησε στο απόμακρο παρελθόν και σε αιματηρές διαθρησκευτικές διαμάχες, καθώς οι δυο πλευρές προσπαθούσαν να καθιερώσουν και να επιβάλουν την ανωτερότητα του θεού τους. Στις γραφές όμως υπάρχουν αρκετά αποσπάσματα που παροτρίνουν στη φιλική συνύπαρξη και την ταύτιση των δυο θεών. Όπως τονίζει η Harivamsha, «δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ του Σίβα που υπάρχει με την μορφή του Βίσνου και του Βίσνου που υπάρχει με τη μορφή του Σίβα».
Τη λατρεία των δύο μεγάλων θεών της Ινδίας παρατήρησε και ο Μεγασθένης (αρχές του τρίτου αιώνα π.Χ.), που υπηρέτησε ως πρέσβης του Βασιλιά Σέλευκου Νικάτωρ στα ανάκτορα του Αυτοκράτορα Candragupta Mauryan (γνωστού στην ελληνική λογοτεχνία με το όνομα Σανδρόκοττος). Σύμφωνα με τα Ινδικά του Μεγασθένη, οι Ινδοί που ζούσαν στα βουνά λάτρευαν τον Διόνυσο (Σίβα) και αυτοί που κατοικούσαν στις πεδιάδες τον Ηρακλή (Κρίσνα). Οι φιλόσοφοι των βουνών, υποστήριζαν ότι ο Διόνυσος είχε έρθει ανάμεσα τους, φέρνοντας τις άγριες κληματαριές, που πίστευαν ότι φυτρώνουν μόνο στην χώρα τους, τον κισσό, τη δάφνη, τη μυρτιά, και άλλα αειθαλή. Ακόμη, ακολουθούσαν ορισμένες συνήθειες που ήταν Βακχικές. Ντυνόντουσαν με ύφασμα, φορούσαν τουρμπάνια, χρησιμοποιούσαν αρώματα, και στόλιζαν τους εαυτούς τους με ρούχα βαμμένα με φωτεινά χρώματα. Μουσικοί με τύμπανα και κουδούνια προϋπαντούσαν τους βασιλείς πριν από την εμφάνιση τους στο λαό.
Ο Μεγασθένης κατέγραψε ακόμη ότι οι άνθρωποι με τη μεγαλύτερη μόρφωση στην Ινδία διηγούνταν στην εποχή του ότι την εποχή που οι άνθρωποι της χώρας ζούσαν ακόμη σε χωριά, ο Διόνυσος έκανε την εμφάνισή του σε περιοχές που βρίσκονται στη Δύση. Όταν ο Διόνυσος έφθασε στην Ινδία έκτισε πόλεις, έδωσε νόμους, πρόσφερε κρασί και δίδαξε στους Ινδούς πως να καλλιεργούν τη γη. Αυτός πρώτος έζεψε τα βουβάλια στο όργωμα και έκανε τους περισσότερους Ινδούς γεωργούς αντί για νομάδες. Αυτός τους εξόπλισε με τα όπλα του πολέμου. Ο Διόνυσος τους έμαθε να λατρεύουν διάφορους θεούς, αλλά ιδιαίτερα τον εαυτό του, με την κρούση των κυμβάλων και το κτύπημα των τυμπάνων. Αυτός δίδαξε στους Ινδούς να χορεύουν σε σατυρικό στυλ (τον χορό που ονομαζόταν ‘κόρδαξ’ ανάμεσα στους Έλληνες). Τους έδειξε πως να διατηρούν τα μαλλιά τους μακριά προς τιμή του θεού με την κωνική κούπα και πως να χρησιμοποιούν αλοιφές. Αφού έθεσε τα πάντα σε τάξη, ο Διόνυσος διόρισε τον Σπατέμπα βασιλιά και έφυγε από την Ινδία. Σχετικά με τη χρονολογία της άφιξης του Έλληνα θεού στην Ινδία, ο Μεγασθένης μας πληροφορεί ότι μεταξύ της βασιλείας του Διόνυσου και αυτής του Candragupta πέρασαν εκατόν πενήντα τρεις βασιλείς που διοίκησαν για έξι χιλιάδες και σαράντα δυο χρόνια. Ο Julius Solinus μετρά 6,451 χρόνια από τον Πατέρα Βάκχο μέχρι τον Αλέξανδρο.
Στις προ-Αλεξανδρινές ιστορικές πηγές, ο θεός Διόνυσος έχει ήδη συσχετισθεί με το βουνό Νύσα και τη Βάκτρια αλλά οι εκστρατείες του στην Ινδία δεν έχουν καταγραφεί. Σύμφωνα με τον Ευριπίδη (που έζησε ένα αιώνα πριν από τον Αλέξανδρο), ο Διόνυσος ανέπτυξε τον πολιτισμό, έδωσε νόμους, αγάπησε την ειρήνη αλλά και έκανε εκστρατείες και κατέκτησε ολόκληρη την Ασία. Στην έναρξη του δράματός του Βάκχαι, ο δραματικός ποιητής περιγράφει την επιστροφή του Διόνυσου από την Ασία, αναφέροντας διάφορες χώρες συμπεριλαμβανομένης και της Βάκτριας, αλλά όχι την Ινδία.
Πληροφορίες για την προϊστορική συσχέτιση των Ελλήνων με την βορειοδυτική Ινδία συναντάμε στη Mahabharata και τις Puranas, όπου οι Ίωνες (Yavanas στα σανσκριτικά) θεωρούνται απόγονοι του βεδικού Βασιλιά Turvasha, που αναφέρεται συχνά στoυς ύμνους της Rig Veda και χρονολογούνται πίσω στη δεύτερη χιλιετηρίδα π.Χ. Επίσης στα έπη και τη μεταγενέστερη ινδική λογοτεχνία, συναντάμε ορισμένες αναφορές που περιγράφουν τους Yavanas ως Άριους που έχασαν την κοινωνική τους υπόσταση και ως ανθρώπους που μπορούσαν να σπουδάσουν τις Βέδες στο παρελθόν.
Οι παραπάνω αναφορές δίδουν βάση στην υπόθεση της ύπαρξης Ιωνικών αποικιών στη Βάκτρια και Βόριο-Δυτική Ινδία πριν από την εκστρατεία του Αλεξάνδρου, αλλά οι ιστορίες της εκστρατείας του Διόνυσου και του Ηρακλή στην Ινδία προπαγανδίστηκαν κυρίως στους χρόνους του Αλεξάνδρου και την μετα-Αλεξανδρινή εποχή. Οι Έλληνες συγγραφείς γοητευμένοι από τις ομοιότητες που συνάντησαν μεταξύ των ινδικών και ελληνικών θεοτήτων ταύτισαν τις δυο κύριες τοπικές θεότητες, Σίβα και Κρίσνα, με τον Διόνυσο και τον Ηρακλή αντίστοιχα. Οι ομοιότητες μεταξύ του Έλληνα και του Ινδού θεού της έκστασης και της ελευθερίας έχουν γίνει αντικείμενο εκτενούς σύγκρισης από παλαιότερους και σύγχρονους μελετητές.
Με την πάροδο του χρόνου ο Σίβα καθιερώνεται ως ο μέγιστος θεός (mahadeva ή mahesa) κυρίως ανάμεσα στις χαμηλότερες κοινωνικές τάξεις που έχουν αποκλειστεί από τη συμμετοχή τους στη Βραχμανική θρησκεία. Ο μέγιστος δάσκαλος και κύριος όλων των δυνάμεων που διέπουν το σύμπαν (vishvanatha) απαρνείται κάθε κοσμική εξουσία και απεικονίζεται με το σώμα ενός ζητιάνου ασκητή (mahayogi). Γυμνός και πασαλειμμένος με στάχτες που περισυλλέχθηκαν από τις καύσεις των νεκρών, γίνεται το σύμβολο της τέλειας απάρνησης για όλους τους ασκητές που αναζητούν την απελευθέρωση από τα δεσμά του σώματος και την ένωσή τους με την αιώνια και αναλλοίωτη ουσία. Ο μεγάλος θεός απεικονίζεται καθισμένος σε γιογκική στάση διαλογισμού, γαλήνιος και ντυμένος με δέρμα τίγρης, ελαφιού ή ελέφαντα. Μέσα από τα μπερδεμένα μαλλιά του (jatadhahara) που στολίζονται από μια λεπτή φέτα φεγγαριού (candrashekhara), αναβλύζει η θεά Γάγγης (gangadhara). Ο λαιμός του περιτυλίγεται από φίδια και περιδέραια φτιαγμένα από νεκροκεφαλές (kapalamalin). Εκστασιασμένος, από τη χρήση ψυχοτροπικών ουσιών και τους κοσμικούς ήχους που εκπέμπουν τα κύμβαλά του χορεύει τον τρομακτικό χορό που είναι γνωστός ως tandava. Στα χέρια του κρατάει τρίαινα (trishula), το σύμβολο των τριών στοιχείων (gunas) της ύλης (prakriti) και των τριών δυνάμεων (shakti-s). Ταξιδεύει καβάλα σε ταύρο (nadi) και γι’ αυτό όταν βλέπουμε το άγαλμα ταύρου στην είσοδο κάποιου ναού καταλαβαίνουμε ότι πρόκειται για ναό του Σίβα.
Ο χαρακτήρας του θεού εμπλουτίζεται συνεχώς με νέες δυνάμεις και ιδιότητες που περιγράφονται παραστατικά από τα 1008 επίθετα και προσωνύμια που του αποδίδει η ινδική υμνολογία. Σαν Nataraja είναι ο κοσμικός χορευτής που αυθόρμητα και μέσα από την ίδια του την ευδαιμονία θέτει σε κίνηση ολόκληρο το σύμπαν με τον ίδιο τρόπο που ο χορευτής κινεί το σώμα του. Σαν Nilakantha έχει γαλάζιο λαιμό από το τρομακτικό δηλητήριο που κατάπιε για να σώσει την ανθρωπότητα. Σαν Bhutanatha (ή Bhuteshvara) βρίσκει ευχαρίστηση περιπλανώμενος στους χώρους καύσης των νεκρών ακολουθούμενος από πλήθος φαντασμάτων. Σαν Mrityunjaya θεραπεύει τις αρρώστιες και νικά τον θάνατο χαρίζοντας αιωνιότητα. Σαν Pancanana έχει πέντε κεφάλια ένα προς κάθε κατεύθυνση και ένα προς τα πάνω συμβολίζοντας την πανταχού παρούσα παρουσία του και την υπερβατικότητά του. Σαν Ardhanareshvara είναι μισός άνδρας και μισός γυναίκα, συμβολίζοντας την απόλυτη ένωση της υπέρτατης γνώσης (Σίβα) και της κοσμικής δύναμης (Σάκτι). Σαν Trilocana ή Trayambaka, έχει τρία μάτια συμπεριλαμβανομένου και αυτού της αποστασιοποιημένης παρατήρησης με το οποίο κατακαίει τον θεό του έρωτα, τον Κama όταν ο τελευταίος επιχειρεί να εμποτίσει τον έρωτα στη σύζυγό του Parvati και να διαταράξει τον διαλογισμό του. Αντίθετα με τους άλλους ινδικούς θεούς, ο Σίβα παραμένει μονογαμικός και έχει δυο γιους, τον ελεφαντοπρόσωπο Ganesha που απομακρύνει όλα τα εμπόδια και τον θεό του πολέμου, Kartikkaya ή Skanda που γεννήθηκε χωρίς μητέρα.
Η ασκητική κατοικία του θεού Σίβα βρίσκεται στις χιονισμένες βουνοκορυφές του όρους Kailasa στο Νότιο Θιβέτ. Η αγαπημένη του πόλη είναι το ιερό Μπεναρές, όπου τον λατρεύουν χιλιάδες ασκητές, μουσικοί και λόγιοι (pandits) με πλήρη αφοσίωση στην πνευματική άσκηση, την καλλιέργεια των τεχνών και τη μελέτη των ιερών γραφών. Ο απλός κόσμος και τα εκατομμύρια των προσκυνητών τον λατρεύουν σε χιλιάδες μικρούς και μεγάλους ναούς που βρίσκονται διάσπαρτοι στην πόλη. Το σημαντικότερο κέντρο λατρείας του είναι ο χρυσός ναός, όπου βρίσκεται ο αρχέγονος φωτεινός φαλλός (jyotirlingam). Οι ινδουιστές πιστεύουν ότι ο θεός Σίβα χαρίζει απελευθέρωση από τον κύκλο της επαναγέννησης σ’ όσους πεθαίνουν στην πόλη του και για τον λόγο αυτό η παρουσία του είναι ιδιαίτερα αισθητή στις αποβάθρες του Γάγγη όπου καίγονται ασταμάτητα πτώματα νεκρών απ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη της Ινδίας.
Τις ώρες της προσευχής με την ανατολή και τη δύση του ήλιου, οι Βραχμάνοι ιερείς, οι μοναχοί (sadhus), και οι πιστοί μαζεύονται σε μοναστήρια, σε ναούς και στις όχθες του Γάγγη για να λατρέψουν τον Σίβα, τη θεά Γάγγη και το ιερό Μπεναρές (Κασί στα σανσκριτικά). Με τη δύναμη των μεγαφώνων οι ύμνοι και οι χτύποι των καμπάνων και των τυμπάνων που τους συνοδεύουν ακούγονται σ’ όλη την πόλη. Οι πιστοί, μετά από το πρωινό μπάνιο εξιλέωσης στον Γάγγη, κουβαλούν μικρά βάζα με νερό από τον Γάγγη και λουλούδια για να τα προσφέρουν στους πέτρινους φαλλούς (lingam) που βρίσκονται διάσπαρτοι κάτω από τα ιερά δέντρα και σε κάθε γωνιά της πόλης. Ιδιαίτερη θέση στη λατρεία του Σίβα έχει η ημέρα της Δευτέρας που είναι αφιερωμένη στον θεό της πόλης. Την ημέρα αυτή κανένας πιστός δεν επιτρέπεται να αναχωρήσει από την πόλη του Μπεναρές καθώς θα προσβάλει τον θεό της.
Το μεγάλο ετήσιο γεγονός του Μπεναρές είναι αναμφισβήτητα η Μάχα Σιβαράτρι, ο εορτασμός της επετείου του γάμου του Σίβα με την Παρβάτι που λαμβάνει μέρος την 13η σκοτεινή νύχτα του ινδικού μήνα Caitr (Φεβρουάριος-Μάρτιος). Μουσικά και χορευτικά προγράμματα διοργανώνονται καθ’ όλο το τριήμερο από τις διοικήσεις των ναών και τους προύχοντες της πόλης προετοιμάζοντας ψυχολογικά τον κόσμο να υποδεχθεί τη μεγάλη γιορτή. Την προηγούμενη νύχτα χιλιάδες νέοι ξεκινούν ξυπόλητοι να κάνουν τον γύρω της πόλης (pancakrosh) επισκεπτόμενοι κάθε ναό που συναντούν στη διαδρομή τους. Το πρωί θα ενωθούν με τις εκατοντάδες χιλιάδες των προσκυνητών που περιμένουν υπομονετικά να προσκυνήσουν τον φωτεινό φαλλό του Σίβα στον χρυσό ναό μέχρι αργά το βράδυ οπότε και αρχίζει ο εορτασμός του γάμου του Σίβα. Φωτεινά άρματα από όλες τις γειτονιές της πόλης καταφθάνουν με πομπή στο κέντρο της πόλης μεταφέροντας τους οπαδούς του Μαχαντέβα. Μερικοί τον αναπαρασταίνουν ντυμένοι σαν γαμπροί. Πίσω τους ακολουθούν οι περιθωριακοί και κατατρεγμένοι οπαδοί του που προσπαθούν να έχουν τη μυστικιστική εμπειρία της ένωσης με τον θεό μιμούμενοι τη συμπεριφορά του, χορεύοντας μανιακούς χορούς και πίνοντας ένα ποτό που φτιάχνεται από γιαούρτι και ένα είδος μαριχουάνας (bhang) και μοιράζεται δωρεάν σ’ όλο τον κόσμο την ημέρα της εορτής.
Τη νύχτα της Μάχα Σιβαράτρι, ο θεός Σίβα, το αρχέτυπο σύμβολο της πνευματικής γνώσης και ελευθερίας συναντιέται με την θεά Σάκτι που αντιπροσωπεύει ένα άλλο αιώνιο αρχέτυπο, την υλική δύναμη και τις απολαύσεις του κόσμου που κρατούν δέσμιους όλους τους ανθρώπους. Τελικά, ο γάμος του ζητιάνου ασκητή γίνεται και η κόρη των Ιμαλαΐων αναγνωρίζει τον μοναδικό και δικαιωματικό κύριο της, την υπέρτατη συνείδηση που κυβερνά ολόκληρο το σύμπαν.
Βιβλιογραφία:
Arora, U.P. 1981. Motifs in Indian Mythology – Their Greek & Other Parallels. N. Delhi. Indika Publishing House.
Bhandarkar, Ramkrishna Gopal. 1913. Vaishnavism, Shaivism and Minor Religious Systems. New Delhi: Asian Educational Services (second reprint 1987).
Dahlquist, Allan.1962. Megasthenes and Indian Religions – A Study in Motives and Types. Uppsala. Almqvist & Wiksell.
Danielou, Allen. 1984. Shiva and Dionysos. New York. Inner Traditions International.
Dyczkowski, M.S.G. 1988. The Canon of the Saivαgama and the Kubjika Tantras of the Western Kaula Tradition. New York. State University of New York.
Mishra, Kamlakar. 1993. Kasmir Shaivism: The Central Philosophy of Tantrism, Cambridge, Massachusetts, Rudra Press.
Μιχαϊλίδης, Απόστολος. 1993. «Αγκόρεις οι Λάτρεις του Θεού Σίβα». Ιστορία. No. 304, σελς. 64 – 69.
Nagar, Shanti Lal. 1994. Shiva in Art, Literature and Thought. New Delhi. Indus Publishing Company.
Τριτσιμπίδας, Γιάννης. 2002. Μαχασιβαράτρι – Ο Γάμος του Σίβα. Αθήνα – Βαράνασι. Cinergon (ντοκιμαντέρ).
Vassiliades, Demetrios Th. 2000. The Greeks in India: A Survey in Philosophical Understanding, N. Delhi: Munshiram Manoharlal.
Lorenzen, D.N. 1972. The Kapalikas and Kalamukhas: Two Lost Saivite Sects. Berkeley and Los Angeles. University of California Press.
Ζιάκας, Γρηγόριος. 1986. Ιστορία των Θρησκευμάτων. Τόμος Α. Τα Ινδικά Θρησκεύματα. Θεσσαλονίκη. Εκδόσεις Π. Πουρνάρα. Επανέκδοση 1996.
του Δημήτρη Βασιλειάδη