Ως προσωκρατικοί φιλόσοφοι εννοούνται φιλόσοφοι που έζησαν από τον 7ο αιώνα π.κ.ε. μέχρι και κατά την εποχή του Σωκράτη, αφού ορισμένοι υπήρξαν σύγχρονοί του. Ο στοχασμός τους είναι προδρομικός της ελληνικής φιλοσοφίας γενικότερα. Θεωρούνται οι πρώτοι που διατύπωσαν συγκεκριμένες φιλοσοφικές θεωρίες, εγκαταλείποντας την αυθεντία της παράδοσης. Τα ερωτήματα που θέτουν αφορούν κυρίως στην Κοσμογονία, ως απάντηση στο ερώτημα για τη γένεση του κόσμου, την Κοσμολογία, ως απάντηση στο ερώτημα για την υφή και τη λειτουργία του κόσμου και την Γνωσιολογία, ως απάντηση στο ερώτημα ποιες είναι οι δυνατότητες και τα όρια της ανθρώπινης σκέψης.
Ο ΘΑΛΗΣ & Η ΨΥΧΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
Ο Θαλής (624-546 π.κ.ε.) ο πρώτος Έλληνας φιλόσοφος κι ένας από τους «Επτά Σοφούς της αρχαιότητας» προσπαθούσε να διδάξει στους συμπολίτες του στην Μίλητο τον τρόπο να συλλογίζονται ορθά. Πρέπει να ήταν ένας ήρεμος και καλοκάγαθος άνθρωπος αφού δεν οργιζόταν όταν εκείνοι δεν καταλάβαιναν το παραμικρό από τα σημαντικά πράγματα που τους έλεγε ή όταν τον κορόιδευαν και τον περιγελούσαν. Πρέπει να αποτέλεσε μεγάλη έκπληξη γι’ αυτούς όταν οι άλλοι Έλληνες τον συμπεριέλαβαν στους Επτά Σοφούς δίπλα στον Σόλωνα. Βλέπετε, ήταν έτοιμοι πάντοτε να τον χλευάσουν ή και να τον κατηγορήσουν άδικα, λόγω της αμάθειάς τους. Για παράδειγμα, όταν ο Θαλής προέβλεψε την έκλειψη ηλίου στις 28 Μαΐου του 585 π.κ.ε. και η έκλειψη όντως έγινε την ημέρα και την ώρα που είχε προβλέψει, οι συμπολίτες του αντί να τον θαυμάσουν, τον κατηγόρησαν για μάγο!
Από παιδί είχε τη φήμη του αφηρημένου και τον κατηγορούσαν για τεμπέλη, επειδή τον έβλεπαν να είναι πάντα βυθισμένος στις σκέψεις του και σε περισυλλογή. Τόσο πολύ χανόταν στις σκέψεις του, που συχνά δεν έβλεπε που βάδιζε, και μια μέρα, έτσι αφηρημένος όπως ήταν, έπεσε μέσα σε έναν λάκκο και χτύπησε, προκαλώντας τα γέλια των συμπατριωτών του, που από τότε έλεγαν πως ο Θαλής ήταν ανίκανος ακόμη και να βαδίσει, τόσο άχρηστος ήταν, έλεγαν, που έπεφτε μέσα σε όποιον λάκκο βρισκόταν μπροστά του.
Όλα αυτά, παραδόξως, γινόντουσαν στη Μίλητο, που την κυβερνούσε ο πανέξυπνος δικτάτορας Θρασύβουλος, πρωτεύουσα της βιοτεχνίας του Αιγαίου, της υφαντουργίας, του εμπορίου, της φιλοξενίας, αλλά και της τέχνης, της λογοτεχνίας και της μελέτης. Μια πόλη τόσο ακμάζουσα που είχε ιδρύσει και άλλες ογδόντα δικές της αποικίες στις ακτές της Μικρά Ασίας, και οι πληροφορίες που έφτασαν μέχρι εμάς λένε πως όλες οι ελληνικές πόλεις ζήλευαν τον πλούτο, την ελευθερία, την πολυτέλεια και τη μόρφωση που απολάμβαναν οι Μιλήσιοι οι πιο γενναίοι ναυτικοί, οι πιο πονηροί έμποροι, οι πιο εκλεπτυσμένες γυναίκες, οι πιο προοδευμένοι σπουδαστές. Οι σπουδές εκεί είχαν ξεφύγει από τον έλεγχο του ιερατείου, που παντού είχε ακόμη πλήρες μονοπώλιο, ενώ εκεί κυριαρχούσε η ελεύθερη σκέψη. Κι όμως, αυτοί οι άνθρωποι κορόιδευαν τον Θαλή.
Κι ενώ στην υπόλοιπη Ελλάδα η επιστήμη δεν είχε ξεχωρίσει ακόμη από τη μυθολογία και οι άνθρωποι ακόμη πίστευαν αυστηρά μόνο αυτά που έλεγαν ο Όμηρος και ο Ησίοδος και κανένας άλλος, στη Μίλητο υπήρχε ένας μεγάλος σοφός που είχε διαγράψει τους θεούς και τους μύθους τους και είχε ιδρύσει την πρώτη ελληνική φιλοσοφική σχολή, το πρώτο πειραματικό εργαστήριο, και τη φυσιοκρατική θεώρηση του κόσμου: ο Θαλής, κατά τους συμπατριώτες του: ένας αιθεροβάμονας που δεν έβλεπε πού βάδιζε.
Είχε αποφασίσει πως θα έδειχνε σε όλους τους χλευαστές του πως μπορούσε ο ίδιος να κυβερνήσει τη ζωή του, χρησιμοποιώντας όλα εκείνα για τα οποία τον κορόιδευαν. Πήρε ένα δάνειο και αγόρασε όλα τα ελαιοτριβεία της περιοχής, με σκοπό να γίνει παραγωγός λαδιού, ήταν ένας βαρύς χειμώνας και οι τιμές τους είχαν πέσει γιατί δεν υπήρχε ζήτηση. Ο Θαλής, μελετημένος στην αστρονομία καθώς ήταν και στη μετεωρολογία, είχε προβλέψει πως η χρονιά που θα ακολουθούσε θα είχε πολύ ευνοϊκές καιρικές συνθήκες με καλή σοδειά για κάποιον που θα είχε ελιές, κι αυτό θα έκανε πολύτιμα τα λιοτρίβια του. Πραγματικά, επιβεβαιώθηκε απόλυτα. Το φθινόπωρο, έχοντας μονοπώλιο την ελαιουργεία, επέβαλε στους πελάτες του τις υψηλές τιμές που ζητούσε κι έτσι εκδικήθηκε όσους τον κορόιδευαν ως άχρηστο, συγκέντρωσε μία μεγάλη περιουσία, δώρισε και στην Πολιτεία για να τους αποστομώσει, έγινε εισοδηματίας και μπόρεσε να αφιερώσει πλήρως τον χρόνο του στις μελέτες και στα ταξίδια.
Ταξίδεψε στην Αίγυπτο για να διδαχθεί τις εξελίξεις στη μαθηματική επιστήμη, αλλά ανακάλυψε ότι οι Αιγύπτιοι ήταν αρκετά αφελείς ώστε να σχεδιάζουν να κατασκευάσουν κάτι περίτεχνες πανύψηλες κατασκευές για να μετρήσουν το ύψος των πυραμίδων που κανείς δεν το ήξερε μέχρι τότε. Κέρδισε αμέσως την εκτίμηση όλων των σοφών της Αιγύπτου, με το απλό αυτό κόλπο: τους είπε ότι μπορούσε να μετρήσει το ύψος των πυραμίδων την ίδια εκείνη μέρα με μεγάλη ευκολία: δεν είχε παρά να μετρήσει την σκιά των πυραμίδων πάνω στην άμμο τη στιγμή ακριβώς που η δική του σκιά είχε μήκος ίσο με το ύψος του, κάνοντας την αναλογία: Όλοι έμειναν με το στόμα ανοιχτό, και η φήμη του ταξίδεψε σε χρόνο μηδέν σε όλη την Αίγυπτο, όπου βρέθηκε να συναναστρέφεται με τους πιο μυημένους ανθρώπους, ανταλλάσσοντας όλων των ειδών τις γνώσεις.
Στα καράβια που τον μετέφεραν από το ένα λιμάνι της Μεσογείου στο άλλο, μελετούσε τις νύχτες τον ουρανό προσπαθώντας να ανακαλύψει μία τάξη και μία λογική υπό το φως των όσων είχε μάθει στη Βαβυλώνα, όπου είχε μαθητεύσει στους μεγαλύτερους αστρονόμους της εποχής. Ο άνθρωπος αυτός, δυόμισιχιλιάδες χρόνια πριν τη διατύπωση της Θεωρίας της εξέλιξης, υπολόγισε ότι η ζωή στη Γη προήλθε από το νερό και πως όλα όσα αποτελούν τον κόσμο έχουν μια κοινή συνδυαστική αρχή, όσο διαφορετικά και αν φαίνονται.
Ο Θαλής φαντάστηκε τη ζωή σαν μια αθάνατη ψυχή, που τα στοιχεία της ενσαρκώνονται εφήμερα, κάποτε σε ένα φυτό, κάποτε σε ένα ζώο ή σε ένα ορυκτό. Τα βουνά, τα ψάρια, τα άστρα, οι πάπυροι και οι άνθρωποι, δεν είναι παρά κομμάτια αυτής της αθάνατης ψυχής του κόσμου, θάνατος δεν υπάρχει, φαινομενικά πεθαίνουν μόνο οι εφήμερες ενσαρκώσεις της αιώνιας ψυχής που απλά παίρνει για λίγο το σχήμα τους, και τους δανείζει ζωική δύναμη. Διατύπωσε την ιδέα ότι ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο δεν υπήρχε ουσιαστική διαφορά. Οι είρωνες τον ρωτούσαν γιατί τότε προτιμούσε τη ζωή από τον θάνατο και δεν πέθαινε κι ο Θαλής τους απαντούσε: «Μα, ακριβώς γιατί δεν υπάρχει διαφορά»
Προκαλούσε την οργή των ιερέων όταν τον ρωτούσαν τι ήταν οι θεοί, κι εκείνος απαντούσε: «Εδώ δεν ξέρετε τι είναι οι πέτρες, θέλετε να μάθετε τι είναι οι θεοί; Όλα, και πέτρες και θεοί, είναι κομμάτια της αιώνιας ψυχής του κόσμου, στην οποία δεν χρειάζεται να κάνετε θυσίες ή να απευθύνετε προσευχές, διότι είστε και εσείς οι ίδιοι μέρη της» Υποπτεύονταν ότι ίσως ήταν ένας βλάσφημος άνθρωπος και θα τον είχαν σίγουρα σκοτώσει αν δεν ήταν τόσο φιλήσυχος, καλοκάγαθος, τελικά συμπαθής και νομοταγής, αλλά κατά βάθος μπερδεύονταν με τις απαντήσεις του και κάπως καθησυχάζονταν όταν τελικά τους απαντούσε απλοϊκά στην ερώτηση τι ήταν ο θεός, λέγοντας: «Ενταξει, θεός είναι αυτό που δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος» και που ακόμη και μετά από τόσες χιλιάδες χρόνια παραμένει ο πιο ψύχραιμος ορίσμός.
Όταν τον ρωτούσαν ποιο ήταν κατά τη γνώμη του το δυσκολότερο πρόβλημα για τον άνθρωπο, έλεγε: «Να γνωρίσει τον εαυτό του». Τον ρωτούσαν ποια θα έπρεπε να είναι η δικαιοσύνη για έναν ενάρετο άνθρωπο, κι εκείνος απαντούσε: «Να μην κάνει στους άλλους αυτό που δεν θέλει να του κάνουν» (εξακόσια χρόνια πριν το πει ο Ιησούς ο Ναζωραίος). Τον ρωτούσαν ποιο ήταν το πιο σπάνιο πράγμα που είχε δει, κάτι το πρωτοφανές, και ο Θαλής απαντούσε: «Γέροντα Τύραννον» (εννοώντας ότι οι τύραννοι σχεδόν ποτέ δεν ζουν τόσο πολύ ώστε να γεράσουν).
Έλεγε ότι για τρία πράγματα όφειλε ευγνωμοσύνη στην Τύχη: «Πρώτον διότι γεννήθηκα άνθρωπος και όχι ζώο, δεύτερον διότι γεννήθηκα άνδρας και όχι γυναίκα, και τρίτον διότι γεννήθηκα Έλληνας και όχι βάρβαρος» Οι αφελείς που τον άκουγαν ήταν ευχαριστημένοι ακούγοντάς το αυτό, γιατί κι εκείνοι ήταν άνθρωποι, άνδρες κι Έλληνες και δεν μπορούσαν να καταλάβουν ότι το έλεγε για να καταγγείλει ότι οι άνθρωποι δεν φέρονται σωστά στα ζώα, ότι οι άνδρες δεν φέρονται σωστά στις γυναίκες κι ότι οι Έλληνες δεν φέρονται σωστά στους βάρβαρους.
Δεν καταλάβαιναν ότι όλα αυτά δεν ήταν παρά ενσαρκώσεις της αιώνιας αθάνατης ψυχής και ότι καμία ουσιαστική διαφορά δεν είχαν μεταξύ τους. Δεν κατάλαβαν ούτε καν τη σπάνια ψυχή του παππούλη μας του Θαλή, που επέστρεψε πίσω στην αιώνια ψυχή του κόσμου, σε μεγάλη ηρεμία και σοφία και σε βαθιά γεράματα, καθώς παρακολουθούσε τα θεάματα σε ένα στάδιο, καθότι φίλαθλος. Δεν διασώθηκε κανένα έργο του Θαλή και γι’ αυτό λένε ότι δεν έγραψε κανένα σύγγραμμα, πράγμα για το οποίο κάθε νοήμων άνθρωπος έχει δικαίωμα να αμφιβάλει.
Στον Θαλή, όπως και στους υπόλοιπους σοφούς, αποδίδονταν διάσημα γνωμικά της αρχαιότητας. Ορισμένα από τα γνωμικά που αποδίδονται στον Θαλή είναι:
«Γνώθι σαυτόν»,
«Μέτρω χρω»,
«Πρεσβύτατον των όντων θεός αγέννητον γαρ»,
«Κάλλιστον κόσμος ποίημα γαρ θεού»,
«Μέγιστον τόπος άπαντα γαρ χωρεί»,
«Τάχιστον νους δια παντός γαρ τρέχει»,
«Σοφώτατον χρόνος ανευρίσκει γαρ πάντα»
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΑΝΑΞΙΜΑΝΔΡΟΥ
Δεν υπήρχαν φιλόσοφοι πριν από τον Θαλή. Ο Θαλής άφησε έναν μόνο μαθητή, τον Αναξίμανδρο, για τη ζωή του οποίου δεν γνωρίζουμε σχεδόν τίποτε, πέρα από κάποιες αμφίβολες πληροφορίες του Κικέρωνα και από ένα ανέκδοτο που αναφέρει ο Διογένης Λαέρτιος: Ο Αναξίμανδρος τραγουδούσε και με το άσμα του προκαλούσε το γέλιο των παιδιών που τον κορόιδευαν κι εκείνος έλεγε: «Πρέπει, εξαιτίας των παιδιών, να καταβάλλουμε προσπάθεια για να τραγουδάμε καλύτερα»
Ο Αναξίμανδρος ήταν ο πρώτος Έλληνας φιλόσοφος που τόλμησε να εκδώσει ένα σύγγραμμα «Περί φύσεως» (γύρω στο 550 π.κ.ε. και, από τότε, σχεδόν κάθε Έλληνας φιλόσοφος, κι όχι μόνο, έχει γράψει και από ένα σύγγραμμα «περί φύσεως», που έγινε το αγαπημένο θέμα των αρχαίων λογίων). Ήταν η πρώτη γνωστή συγγραφή με την οποία επιχειρούταν η εξήγηση του σύμπαντος με βάση επιστημονικές αρχές κι αποτελούσε σοβαρά επικίνδυνο τόλμημα, αν λάμβανε κανείς υπ’ όψιν του τις θεοκρατικές αντιλήψεις της εποχής, αφού οποιοδήποτε παρόμοιο εγχείρημα έπρεπε να συμβαδίζει με τη θεογονία του Ησίοδου και με τις γενεαλογίες του Δία.
Το πρώτο αυτό επιστημονικό σύγγραμμα δεν πρέπει να γνώρισε καθόλου θερμή υποδοχή, αφού ήταν εξαιρετικά σπάνιο ακόμη και κατά την αρχαιότητα. Είναι αμφίβολο ακόμη κι αν ο Αριστοτέλης (που ήταν μανιώδης συλλέκτης με τεράστια βιβλιοθήκη) το είχε αντικρίσει ολόκληρο ποτέ. Ο Απολλόδωρος, όπως καταθέτει ο Διογένης Λαέρτιος, θεωρούσε τον εαυτό του τον πιο τυχερό άνθρωπο του κόσμου διότι είχε επιτύχει το ανέλπιστο κατόρθωμα να αποκτήσει μία πολύ μικρή περίληψη του συγγράμματος του Αναξίμανδρου.
Ο σχολιαστής του Αριστοτέλη, Σιμπλίκιος, διέσωσε μόνον μία μικρή πρόταση από το σύγγραμμα αυτό (που κι αυτή η πρόταση είναι χαμένη κάπου μέσα στη χαοτική μάζα της αρχαίας σημειολογίας κι έτσι δεν ήταν εύκολο να την εντοπίσω).Ήταν ένα τόσο παράτολμο εγχείρημα για την εποχή, η συγγραφή ενός τέτοιου συγγράμματος, που επιβίωσε από αυτό μόνο μια μικρή περίληψη που την είχε μόνο ένας άνθρωπος κι έπειτα δεν έμεινε παρά μία μόνο μικρή γραμμούλα. Τόσο σημαντική ήταν για τους Έλληνες του 550 π.κ.ε. η επιστημονική εξήγηση του Σύμπαντος!
Ο ΞΕΝΟΦΑΝΗΣ, ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΜΟΡΦΟΙ ΘΕΟΙ
ΚΑΙ Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ ΖΗΝΩΝΑ
Ο Ξενοφάνης (570-480 π.κ.ε.) ο Κολοφώνιος, φιλόσοφος και ποιητής, γεννήθηκε και μεγάλωσε στον Κολοφώνα της Μικράς Ασίας. Θαύμαζε τον Θαλή και ήταν μαθητής του Αναξίμανδρου. Όταν ο τόπος υποτάχθηκε στους Πέρσες, ο Ξενοφάνης στην ηλικία των εικοσιπέντε ετών έφυγε από την πατρίδα του, μην μπορώντας να ανεχθεί τον περσικό ζυγό, «την στυγεράν τυραννίαν» όπως την αναφέρει ο ίδιος. Ο ίδιος, επίσης, λέει ότι από τότε «αφιέρωσε τη ζωή του σε περιπλανήσεις». Ταξίδεψε στη Μάλτα, στις ακτές της Δαλματίας, στη νήσο φάρο, στις Συρακούσες κι αλλού. Κατοίκησε τελικά σε διάφορα μέρη της Σικελίας και στην Ελέα στην Κάτω Ιταλία.
Ο Ξενοφάνης ήταν ένας περιπλανώμενος βάρδος, ποιητής και ραψωδός. Στα μέρη όπου πήγαινε τραγουδούσε τα έπη του Ομήρου και του Ησίοδου, όπως απαιτούνταν από το έθιμο, αλλά και πολλά δικά του ποιήματα (από τα οποία δυστυχώς έχουν σωθεί μόνο μερικά μικρά αποσπάσματα). Ο Πρόκλος αναφέρει ότι ο Ξενοφάνης είχε γράψει μεγάλο ποίημα με τον τίτλο Σίλλοι, στο οποίο κατέκρινε σθεναρά τους ποιητές και τους φιλόσοφους, για τον δογματισμό τους, τη μισαλλοδοξία τους, τον εγωισμό τους ,τις αντιφάσεις τους.
Επίσης, ο Ξενοφάνης είναι ένας χαρακτήρας πάνω στον οποίο διαφαίνεται η απαρχή της διακοπής της ηρωικής παράδοσης και της μυθολογίας (από κάποιον που ήταν ειδικός σε αυτήν). Όλα δείχνουν ότι η υποταγή του μικρασιατικού ελληνικού πολιτισμού στους Πέρσες, προκάλεσε μια ανεπανόρθωτη κρίση σε ολόκληρη τη μυθική παράδοση, την οποία εκείνη την εποχή εκπροσωπούσε αποκλειστικά ο Όμηρος. (Οι Έλληνες περίμεναν ότι οι θεοί δεν θα επέτρεπαν στους Πέρσες να κατακτήσουν τα εδάφη τους).
Για πρώτη φορά άρχισε να εξετάζεται με κριτικό πνεύμα το παρελθόν και να επικρίνεται από ηθικής άποψης. Ο Ξενοφάνης και ο Πυθαγόρας είναι οι πρώτοι στοχαστές που αρχίζουν να επικρίνουν σφοδρότατα τον Όμηρο και τον Ησίοδο (που ως ονόματα αντιπροσώπευαν την «παλιά φρουρά», μυθοποιητική και ιερατική, που επιχειρούνταν τώρα να αντικατασταθεί από τους φιλοσόφους). Ο Ξενοφάνης επικρίνει τους μορφωμένους ανθρώπους, λέγοντας ότι οι πάντες άντλησαν τη μόρφωση τους αποκλειστικά από τον Όμηρο και δεν γνωρίζουν τίποτε άλλο.
Αλλά ο Όμηρος και ο Ησίοδος, λέει ο Ξενοφάνης, δεν έκαναν τίποτε άλλο παρά να χρησιμοποιούν δραματικά τις ανθρώπινες κακίες και φαυλότητες και να τις αποδίδουν στους θεούς. «Ο Όμηρος και ο Ησίοδος όλα τα απέδιδαν στους θεούς, όλα όσα είναι κατά την κρίση του ανθρώπου άξια ονειδισμού και επίκρησης, τις κλοπές, τις μοιχείες, τις μικρότητες, τη μισαλλοδοξία, τις αμοιβαίες απάτες» Με την κριτική του ο Ξενοφάνης έφτασε να κατακρίνει ανοιχτά τα ιερατεία, τις πεποιθήσεις τους και τους χειρισμούς ανθρώπων που έκαναν και να επιτεθεί κατά όλων των τότε θρησκευτικών και κοινωνικών δοξασιών, δημιουργώντας έτσι τον πρώτο ελληνικό Διαφωτισμό.
Ο Ξενοφάνης κατακρίνει τον Όμηρο και τον Ησίοδο λέγοντας ότι εισήγαγαν στην αντίληψη των ανθρώπων τον ανθρωπομορφισμό των θεών (μια παρατήρηση 2.500 χρόνια πριν τη διατυπώσουν οι σύγχρονοι ιστορικοί και ανθρωπολογικοί αναλυτές της αρχαιότητας) κι ότι οι θεοί ουσιαστικά παρουσιάζονται ως κακέκτυπα των ανθρώπων, κι όχι το αντίστροφο -όπως ίσως θα περίμενε κανείς. Ο Ξενοφάνης διδάσκει ότι «ο Θεός στο σύνολο του είναι όραση, ακοή και νόηση», δηλαδή βλέπει, νοεί και ακούει απ’ ευθείας, χωρίς να έχει ανάγκη αισθητηρίων οργάνων. Είναι ο Κοσμικός Νους. Δεν διοικεί το Σύμπαν με κάποια ανώτερη υλική δύναμη, όπως δίδασκαν για τους θεούς ο Όμηρος και ο Ησίοδος, αλλά το κυβερνά «δια της νοήσεως» και «χωρίς να καταβάλλει σωματικό κόπο, θέτει τα πάντα σε κίνηση με τη δύναμη της θεϊκής σκέψης».
Ο Ξενοφάνης επέκρινε τους ανθρώπους που φαντάζονται τους θεούς ως ανθρωποειδή και ως μετακινούμενους από τόπο σε τόπο. Η αλήθεια, έλεγε, είναι ότι ο Θεός μένει ακίνητος στον τόπο του: «Πάντοτε μένει εις τον αυτόν τόπον, και δεν ταιριάζει σ’ αυτόν να αλλάζει τόπο και να είναι άλλοτε εδώ και άλλοτε εκεί» Παρατηρούσε επίσης: «Μόνον ένας Θεός μέγιστος υπάρχει μεταξύ των θεών και των ανθρώπων, και δεν μοιάζει καθόλου με τους θνητούς ούτε κατά το σώμα ούτε κατά την ψυχή». «Το Εν είναι η Θεότης».
Θεωρούσε τις ανθρωπομορφικές ιστορίες των θεών ως κωμικές και αφελείς. «Οι άνθρωποι νομίζουν ότι οι θεοί γεννιούνται και ότι έχουν την ενδυμασία, τη φωνή και τη μορφή ανθρώπων» Έλεγε ότι ο καθένας φαντάζεται τους θεούς όπως είναι ο ίδιος: «οι Αιθίοπες θέλουν τους θεούς μαύρους και σιμούς, οι θράκες γλαυκούς και ξανθούς. Αν οι βόες και οι ίπποι και οι λέοντες είχαν χέρια και μπορούσαν να ζωγραφίσουν, θα παρίσταναν τους θεούς όμοιους με τους εαυτούς τους, οι βόες ως βους, οι ίπποι ως ίππους, και ούτω καθεξής.
Αλλά, αν δεχθούμε ότι ο Θεός είναι το κρουστό και τελειότατο όλων των όντων, δεν μπορεί παρά να είναι ένας και όχι πολλοί. Διότι η έννοια της τέλειας θεότητας είναι συνδεδεμένη με την έννοια του κρατείν και άρχειν, που είναι νοητή μόνον ως ιδιότητα ενός και όχι πολλών» «Εν είναι το Παν».
Κατηγορούσε ακόμη και την εμμονή των Ελλήνων για τον αθλητισμό και τη σωματική ρώμη, υποστηρίζοντας ότι η σοφία είναι ανώτερη τις σωματικής ρώμης (πράγμα ανήκουστο μέχρι εκείνη την εποχή): «Οι αγροίκοι νικητές της Ολυμπίας στο δρόμο και στους άλλους ιππικούς και γυμνικούς αγώνες, δεν αξίζουν όσο εγώ. Δεν είναι δίκαιο να προκρίνεται η ρώμη έναντι της αγαθής σοφίας. Ο πραγματικός αγώνας γίνεται όχι για ιδρώτα και δυνατούς μύες, αλλά για την απόκτηση ιστοριίης (πολυμάθειας) και σοφίας δια ποικίλων γνώσεων, με τις οποίες ο άνθρωπος ξεχωρίζει από τα ζώα.»
Ο Ξενοφάνης αμφέβαλε ακόμη και για την εγκυρότητα της ανθρώπινης γνώσης: «Κανείς άνθρωπος δεν υπάρχει, ούτε θα υπάρξει, που να γνωρίζει την αλήθεια σε σχέση με τους θεούς και σε σχέση με όσα λέγω περί του Σύμπαντος. Διότι, και αν ακόμη υποθέσουμε ότι θα μπορούσε να επιτύχει να πει εκείνο το οποίο υπάρχει στην πραγματικότητα, ο ίδιος δεν είναι σε θέση να το γνωρίζει, διότι σε σχέση με όλα τα πράγματα ανεξαιρέτως υπάρχει η φαινομενικότητα»
Ο Ξενοφάνης, περιπλανώμενος, κυνηγήθηκε για τις θέσεις του· από όλους τους τόπους που επισκέφτηκε, αντιπαθής από όλους και κατέληξε να είναι ένας άνθρωπος σοφός και μελαγχολικός, πικραμένος διότι οι άνθρωποι δεν τον καταλάβαιναν, ένας εραστής της ελευθερίας που είχε ανακαλύψει ότι «όλοι αγαπούν την ελευθερία, αλλά κανείς τους ελεύθερους ανθρώπους».
Ο Ξενοφάνης ήταν ο ιδρυτής της Ελεατικής φιλοσοφίας (από την πόλη Ελέα της Κάτω 1ταλίας, η οποία τελικά τον δέχτηκε να παραμείνει εκεί –στην Ελέα γεννήθηκε ο Ιδεαλισμός και ήταν ο δάσκαλος του μεγάλου φιλόσοφου Παρμενίδη, που κι εκείνος με τη σειρά του ήταν ο δάσκαλος του μεγάλου παραδοξολόγου φιλόσοφου Ζήνωνα.
Η παράδοση λέει ότι ο Παρμενίδης και ο Ζήνωνας κατείχαν το μόνο διασωθέν αντίτυπο του αποκαλυπτικού συγγράμματος που έγραψε ο Πυθαγόρειος φιλόσοφος Ίππασος, στο οποίο αποκάλυψε ότι η σφαίρα συντίθεται από δώδεκα πεντάγωνα, προφανώς μία γνώση με μυστικιστικές προεκτάσεις, γι’ αυτό και οι ιερείς και οι συμπολίτες του τον έπνιξαν στη θάλασσα για αυτό του το ασέβημα.
Ο Ζήνωνας, ο οποίος έψαχνε όλα τα παράξενα και παράδοξα πράγματα κάνοντας συγκλονιστικά ενδιαφέρουσες και εκπληκτικές επισημάνσεις όπως το ότι δεν είναι δυνατόν να υπάρχει κίνηση, με αυτά ανατρέπει ολόκληρο το οικοδόμημα των μαθηματικών και τοποθετεί την ανθρώπινη γνώση σε τελείως περιορισμένο πλαίσιο. «Κάθε ανθρώπινη γνώση στηρίζεται σε κάποια υπόθεση, που δεν δύναται να ελεγχθεί». «Όλα είναι σχετικά».
Τα συγκλονιστικά συμπεράσματα και οι επισημάνσεις του Ζήνωνα έχουν παραβλεφθεί επίτηδες από τους επιστήμονες, από τότε μέχρι σήμερα, διότι είναι προβλήματα άλυτα που αναιρούν την ίδια την επιστήμη τους και γι’ αυτό τον λόγο όλοι έχουν αρκεστεί σε μία -καθόλου μα καθόλου, ικανοποιητική- προσπάθεια του Αριστοτέλη να απορρίψει τα επιχειρήματα του Ζήνωνα, ξεγελώντας τον εαυτό τους και τους άλλους ότι ο Αριστοτέλης το κατάφερε και άρα το ζήτημα έχει κλείσει!
Λένε πως ο Σωκράτης μιμήθηκε τη στρεψόδικη διαλεκτική του Ζήνωνα (και αναφέρεται ότι ο Ζήνων ήταν ένας από τους δασκάλους του Περικλή). Στην Αθήνα δεν βρέθηκε κανένας να κατηγορήσει τον Ζήνωνα γιατί μονάχα λίγοι ήταν εκείνοι που καταλάβαιναν τι ακριβώς έλεγε, όπως διηγείται ο Πλάτωνας.
Όπως και ο Ξενοφάνης έτσι και ο Ζήνωνας ήταν άνθρωπος εξαιρετικά φιλελεύθερος, πολέμιος των ιερέων και των τυράννων, έτοιμος να πεθάνει αν χρειαστεί στον αγώνα για την ελευθερία του ατόμου και για την ελεύθερη σκέψη. Όταν στην πατρίδα του ο Τύραννος Νέαρχος εγκατέστησε την πιο στυγνή δικτατορία της εποχής με τη συγκατάθεση του ιερατείου, ο Ζήνωνας έτρεξε αμέσως να συμμετάσχει στη συνωμοσία για την ανατροπή του Νέαρχου και στο κίνημα της επανάστασης.
Το κίνημα απέτυχε κάτω από τραγικές περιστάσεις, ο Ζήνωνας συνελήφθη και υπέστη μία μεγάλη σειρά βασανιστηρίων κατά τα οποία ο Νέαρχος του ζητούσε να κατονομάσει τους συντρόφους του. Ο μεγάλος φιλόσοφος Ζήνωνας, ο επινοητής της διαλεκτικής, δεν άνοιξε το στόμα του για να πει ούτε μία λέξη, για να μην προδώσει τους συντρόφους του στον αγώνα για την ελευθερία, υπομένοντας σε μαρτυρικά τα πιο φριχτά βασανιστήρια για πολλές μέρες.
Ο Ηρακλείδης ο Ποντικός αναφέρει ότι στο τέλος, καθώς ανέκριναν και βασάνιζαν τον Ζήνωνα, εκείνος ζήτησε να πει κάτι στον Τύραννο που κανείς άλλοτε δεν έπρεπε να το ακούσει. Ο Τύραννος έσκυψε πάνω από τον Ζήνωνα για να του πει στο αυτί, νομίζοντας ότι επιτέλους ομολογούσε: ο Ζήνωνας του δάγκωσε δυνατά το αυτί και του το ξερίζωσε, κι έπειτα αμέσως οι δεσμοφύλακες του τον θανάτωσαν. Ο Σουίδας, ο Έρμιπος, και ο Αντισθένης, διαφωνούν με αυτήν την εκδοχή κι όλοι τους αναφέρουν ότι το περιστατικό έγινε κάπως αλλιώς: καθώς βασάνιζαν τον Ζήνωνα για πολλοστή ημέρα, ο Νέαρχος του ζήτησε να μιλήσει επιτέλους για να δώσει τέλος στο μαρτύριό του, κι εκείνος του ένευσε να πλησιάσει για να του πει κάτι, ο Τύραννος πλησίασε, και τότε ο Ζήνωνας έκοψε την ίδια του τη γλώσσα με τα δόντια του και την έφτυσε στο πρόσωπο του Τυράννου. Έπειτα τον σκότωσαν!
ΑΝΑΞΑΓΟΡΑΣ: Ο ΣΟΦΟΣ ΠΟΥ ΕΠΣΚΕΠΤΟΤΑΝ ΤΟΥΣ ΟΥΡΑΝΟΥΣ
Ο Αναξαγόρας (500-420 π.κ.ε.) έλεγε ότι ο σκοπός της ζωής του ανθρώπου είναι η θεωρία και η ελευθερία που πηγάζει από αυτήν. Ο Αναξαγόρας υπήρξε το πρότυπο του σοφού ανθρώπου, που αφιέρωσε τη ζωή του στην έρευνα και στην ανακάλυψη της αλήθειας.
Ο Αναξαγόρας γεννήθηκε στις Κλαζομενές της Μικράς Ασίας, από πλούσια και αριστοκρατική οικογένεια. Σε πολύ νεαρή ηλικία αφιερώθηκε στις φιλοσοφικές σπουδές με υπέρμετρο ζήλο και αγώνα, παραμελώντας τελείως την εποπτεία της περίουσίας του. Ουσιαστικά, έχασε την περιουσία του για χάρη της φιλοσοφίας και της αναζήτησης της αλήθειας. Δεν γνωρίζουμε ποιοι ήταν οι δάσκαλοι του (όχι τυχαία, όπως θα δούμε παρακάτω). Ασχολήθηκε πολύ όχι μόνο με τη φιλοσοφία, αλλά και με τη γεωμετρία και με την αστρονομία, και θεωρείται ο αστέρας της αστρονομίας.
Ο Φιλόστρατος μαρτυρεί ότι ο Αναξαγόρας τις νύχτες έκανε αστρονομικές παρατηρήσεις από την κορυφή του μικρασιατικού όρους Μίμαντος, απέναντι από τη Χίο, και από την κορυφή εκείνου του βουνού «επισκεπτόταν τα ουράνια»: «Κλαζομένιον Αναξαγόραν από του κατά την Ιωνίαν Μίμαντος επεσκέφθαι τα εν τω ουρανώ». Ταξίδεψε στην Αίγυπτο και στις σκιές της Μικράς Ασίας κι έφτασε στην Αθήνα σε ηλικία 44 ετών, καλεσμένος από τον στρατηγό Ξάνθιππο, πατέρα του Περικλή, για να αναλάβει τη διδασκαλία του γιου του.
Ο Περικλής έμαθε από τον Αναξαγόρα ότι ήξερε. Από τότε, οι δυο τους ήταν οι καλύτεροι φίλοι, ο Αναξαγόρας ήταν ο σύμβουλος του Περικλή· κι ο Περικλής αγαπούσε με πάθος τον δάσκαλο του και τον τιμούσε σε όλη του τη ζωή.
Μπορεί ο Αναξαγόρας να ήταν ο μεγαλύτερος αστρονόμος και -κατά τη γνώμη μου και όχι μόνο- ο πατέρας της επιστημονικής φαντασίας, αλλά στην ακμάζουσα και πολιτισμένη και «φιλοσοφημένη» Αθήνα του «χρυσού αιώνα», η αστρονομία ήταν απαγορευμένη με ποινή θανάτου! Εκεί βασίλευε ακόμη η δεισιδαιμονία, την οποία οι Αθηναίοι εξόρκιζαν μόνο στα λόγια και όχι στην πράξη. Η αστρονομία ήταν εχθρός της θρησκείας, απασχόληση των ασεβών και των άθεων, επικίνδυνη για την κοινωνική τάξη και τον δημόσιο βίο!
Το ίδιο ίσχυε στις περισσότερες πολιτείες της αρχαιότητας, όπως το είχε επιβάλλει το ιερατείο. Στην Αθήνα, ο συγκεκριμένος νόμος ψήφισμα όριζε ότι αποτελεί αφορμή καταγγελίας και διάπραξη μεγάλου δημόσιου αδικήματος η διδασκαλία αθεϊστικών δοξασιών και η ανάπτυξη θεωριών αναφερόμενων στα άστρα και στα αστρονομικά φαινόμενα. Στην αρχαία Ελλάδα, η αρχή και οι νόμοι του κόσμου και η «γένεση των όντων» ανακατεύονταν ακόμη και στα γενεαλογικά δέντρα των απλών ανθρώπων, αποκαλύπτοντας δεσμούς με κάποιον θεό ή θεά.
Βέβαια, στη Θήβα, ο Φιλόλαος, μαθητής του Πυθαγόρα, μπορούσε να κηρύττει πως η Γη δεν ήταν το κέντρο του σύμπαντος αλλά μόνο ένας πλανήτης που μεταξύ πολλών άλλων περιστρεφόταν γύρω από μια «κεντρική φωτιά», αλλά στη Θήβα δεν υπήρχε κανείς που να καταλαβαίνει τι έλεγε ο Φιλόλαος, τον οποίο γενικά είχαν για τρελό, κι ούτε οι ιερείς δεν του έδιναν σημασία. Αλλά στην Αθήνα, σε μια παρόμοια συζήτηση όλοι θα είχαν αντιληφθεί ότι ενδεχόμενες επιπλοκές και τις ανεπιθύμητες προεκτάσεις και θα ρωτούσαν τον δάσκαλο μιας τέτοιας ιδέας, με ποιον τρόπο όλα αυτά ταίριαζαν με τον Δία και την κοσμογονία που καταγόταν από αυτόν.
Ούτε ο Περικλής τόλμησε να καταργήσει τον νόμο που απαγόρευε την αστρονομία ως εχθρό της θρησκείας και του λαού.
Ο Αναξαγόρας ήταν ένας ονειροπόλος, που ενδιαφερόταν περισσότερο για τα επουράνια απ’ ό,τι για τα επίγεια και ταξιδεύοντας και συζητώντας είχε συλλέξει όλες τις μυστικές νέες ιδέες που, αντιστασιακά, μέσα στη μαυρίλα του ιερατείου που επικρατούσε παντού, προσπαθούσαν να φωτίσουν τον νου των σοφών ώστε να αποκαλύψουν στους ανθρώπους τη φύση του σύμπαντος.
Ο Δημόκριτος από τα Άβδηρα έλεγε ότι ο γαλαξίας δεν ήταν τίποτε άλλο από αστρική σκόνη, ο Εμπεδοκλής στον Ακράγαντα έλεγε ότι το φως των αστέρων χρειάζεται κάποιο χρόνο για να φτάσει στη γη και άρα ίσως να μη βλέπουμε την αληθινή εικόνα του ουρανού, ενώ ο Παρμενίδης ο Ελεάτης αμφέβαλλε ότι η γη είναι επίπεδη και πίστευε πως μάλλον είναι σφαιρική κι ο Ενωπίδης στη Χίο είχε υπολογίσει τη γωνία που σχηματίζει η ελλειπτική τροχιά της Γης με τον ουράνιο ισημερινό, και ο Ικέτας στις Συρακούσες είχε ήδη διακηρύξει ότι η Γη κινείται γύρω από τον εαυτό της.
Ο Αναξαγόρας ήταν ένας παράξενος άνθρωπος και καλοκάγαθος, που παραμέλησε την περιουσία του για το κυνήγι των άστρων και την εξήγηση των μυστηρίων του κόσμου. Έλεγε ότι δεν χρειάζεται να επικαλεσθεί κανείς το υπερφυσικό για να εξηγήσει κάτι το φυσικό. Έλεγε ότι η Γη περιστρέφεται και είναι τυλιγμένη από περίβλημα σέρα, του οποίου οι πυκνώσεις και αραιώσεις οφείλονται στην ηλιακή θερμότητα και είναι η αιτία των ανέμων (2.200 χρόνια πριν η νεότερη επιστήμη το επιβεβαιώσει).
Εξηγούσε τη δημιουργία του σύμπαντος (από το χάος, ώσπου μια ουράνια δίνη με τη φυγόκεντρο δύναμη της αποχώρισε τα τέσσερα στοιχεία, από τους συνδυασμούς των οποίων τελικά δημιουργήθηκαν οι οργανικές μορφές), την πτώση των μετεωριτών (μάλιστα κάποτε προέβλεψε πότε και πού θα πέσει ένας μετεωρίτης), τις εκλείψεις του ήλιου (που έλεγε ότι δημιουργούνταν από τη σελήνη, που ήταν υλικό σώμα, πέτρινο, το οποίο παρεμβαλλόταν ανάμεσα στη Γη και στον ήλιο και προκαλούσε το φαινόμενο της έκλειψης, ενώ έλεγε ότι η σελήνη δεν είχε δικό της φως αλλά κατόπτριζε το φως του ήλιου), και άλλα πάρα πολλά.
Επίσης έλεγε και πολλά ακόμη πιο παράξενα πράγματα, όπως το ότι υπήρχαν και άλλοι κόσμοι εκτός από τη Γη, πλανήτες στον ουρανό, όπου κατοικούσαν άνθρωποι εξωγήινοι, πού είχαν πολιτισμούς όπως και οι γήινοι, και περιέγραφε τα σπίτια τους και τις ενδυμασίες τους και τις συνήθειές τους. Σύμφωνα με τους νόμους της Αθήνας όλα αυτά είχαν ένα βασικό ελάττωμα: ο Αναξαγόρας δεν ανέφερε καθόλου τον Δία, λες και αυτός δεν είχε λάβει μέρος σε τίποτε από όλα αυτά, δηλαδή δεν υπήρχε.
Που ήταν οι θεοί σε όλα αυτά; Ο Αναξαγόρας έλεγε ότι υπήρχε μόνο ένα υπέρτατο ον, που το ονόμαζε «ο Νους». Αυτός ήταν ο πατέρας της κοσμικής δίνης, απ’ αυτόν καταγόταν το ανθρώπινο πνεύμα, αυτός βρισκόταν πίσω από τα μεγάλα μυστήρια του σύμπαντος, αυτός ο Κοσμικός Νους ένωνε όλα τα πράγματα. Αυτόν τον «Νου» ο Αναξαγόρας τον ανέφερε και τον επικαλούνταν τόσο συχνά, που οι Αθηναίοι άρχισαν να τον κοροϊδεύουν και να τον φωνάζουν «Νου», όταν περνούσε στο δρόμο έλεγαν «να ο Νους!» και όταν κάποιος έλεγε κάτι παράξενο, έλεγαν «να ρωτήσουμε τον Νου να μας πει τι είναι». Κορόιδευαν τον σοφότερο των ανθρώπων την εποχή τους.
Είναι προφανές ότι συχνά ο Αναξαγόρας επικαλούνταν αυτόν τον «Νου», ως άλλοθι για να ξεγλιστρά από την κατηγορία της αθεΐας, αφού πολλοί μην καταλαβαίνοντας τι ακριβώς εννοούσε νόμιζαν ότι ίσως εννοούσε τον Δία. Αλλά ίσως και όχι, οπότε τον υποπτευόντουσαν έτσι κι αλλιώς. Ώσπου μια μέρα σιγουρεύτηκαν: στη διάρκεια μιας, θυσίας προς τους θεούς, βρέθηκε ένα κριάρι με ένα μόνο κέρατο. Οι ιερείς που ήταν στην τελετή το ερμήνευσαν αυτό ως υπερφυσικό σημάδι από τους Θεούς. Τότε ο Αναξαγόρας, που δεν πίστευε σε υπερφυσικά φαινόμενα και θεϊκούς οιωνούς, τους κατέκρινε δημόσια κόβοντας το κεφάλι του ζώου, κάνοντας ανατομία του κρανίου του κριού και δείχνοντάς τους πως το μοναδικό κέρατο ήταν ένα φαινόμενο που είχε δημιουργηθεί εξαιτίας μιας ανώμαλης ανάπτυξης του εγκεφάλου, ο οποίος είχε συγκεντρωθεί σε οξεία γωνία στο μπροστινό μέρος του κεφαλιού του ζώου, κι έτσι αναφυόταν ένα μόνο κέρας διότι το δεύτερο εμποδίζονταν να φυτρώσει.
Ο Κλέωνας, ένας ορκισμένος αντίπαλος του Περικλή και της παρέας του, βρήκε την ευκαιρία-να πάρει τον κλήρο με το μέρος του, προτείνοντας στους ιερείς ότι ο «Νους» δεν ήταν παρά μια δικαιολογία του Αναξαγόρα για να κάνει αίρεση. (Επιπλέον, οι ιερείς και η Πολιτεία έλεγξαν τις φήμες για τις διδασκαλίες του και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ασχολούνταν με την απαγορευμένη αστρονομία. Να γιατί κατέληγε σε όλες αυτές τις ασέβειες κι άρα ιδού πόσο δίκιο είχε ο νόμος.
Ο Αναξαγόρας συνελήφθη και κατηγορήθηκε για ασέβεια, μπροστά σε μία πραγματική Ιερά Εξέταση, που εξέτασε με όλες τις λεπτομέρειες το βιβλίο του «Περί φύσεως». Στο έργο αυτό, μεταξύ άλλων ανοσιουργημάτων, υπήρχε γραμμένο πως ο ήλιος, που η επίσημη θρησκεία τον θεωρούσε θεό, δεν ήταν παρά μία ουράνια μάζα από πυρακτωμένες πέτρες! Μάταια τον υπερασπίστηκε ο Περικλής. Τον φυλάκισαν αμέσως και τον άφησαν να περιμένει την εκτέλεση του.
Ο Αναξαγόρας, που κατοικούσε «εις το εσωτερικόν του εαυτού» του, έλεγε ότι για να αντιμετωπίζει τα ενδεχόμενα δυσάρεστα εξωτερικά περιστατικά, χρησιμοποιούσε την «εκ των προτέρων αντίκρυσή» τους: «Πρέπει να ενδιατρίβει κανείς με τη σκέψη του εκ των προτέρων, σε εκείνα τα οποία ενδεχομένως θα συμβούν και, ενώ δεν συνέβησαν ακόμη, να τα αντικρίζει σαν να συνέβησαν».
Επίσης, ο Ευριπίδης, που ήταν μαθητής και φίλος του Αναξαγόρα, αναφέρει σε ένα διασωθέν απόσπασμα μιας χαμένης τραγωδίας (θησεύς): «Εγώ, διδαχθείς από κάποιον σοφό άνθρωπο, έβαζα πάντοτε στη σκέψη μου πίθανές συμφορές, έτσι ώστε στην περίπτωση που θα μου συνέβαινε μια δυστυχία από εκείνες που έβαζα στον νου μου, να μην με καταλάβει αιφνιδίως και μου προξενήσει μεγαλύτερη λύπη…» (Ο χαρακτηρισμός «κάποιος σοφός άνθρωπος» αντικαθιστούσε το «απαγορευμένο» όνομα του Αναξαγόρα) .
Έτσι, ο Αναξαγόρας, ο «Νους», είχε προδεί την καταδίκη του και τη φυλάκιση του και την ενδεχόμενη εκτέλεση του, και δεν βρέθηκε προ καμίας εκπλήξεως, ούτε λυπήθηκε. Λένε ότι στη φυλακή, αδιαφορώντας για τις «εξωτερικές περιστάσεις», έγραφε ένα σύγγραμμα για τον τετραγωνισμό του κύκλου τον οποίο είχε εμπνευστεί ανάμεσα σε όλα αυτά. Ο αγαπημένος του μαθητής, ο Περικλής, κατάφερε την τελευταία στιγμή να τον φυγαδεύσει από τη φυλακή και να τον στείλει μακριά από την Αθήνα, πριν τον σκοτώσουν (όπως αργότερα το ίδιο θα προσπαθούσαν να κάνουν, ανεπιτυχώς, οι μαθητές του Σωκράτη για τον δάσκαλο τους).
Ο Αναξαγόρας τελικά κατέφυγε στη Λάμψακο του Ελλησπόντου, (όπου ο Περικλής του έστελνε χρηματική βοήθεια μέχρι το τέλος της ζωής του). Εκεί ο Αναξαγόρας έζησε τα υπόλοιπα χρόνια του ευτυχισμένος, διδάσκοντας ανάμεσα σε πιστούς μαθητές που τον τιμούσαν και τον αγαπούσαν, και οι πολίτες της Λαμψάκου τον εκτιμούσαν και τον θαύμαζαν επίσης. Όταν του θύμιζαν την καταδίκη του από τους Αθηναίους, ο Αναξαγόρας κουνούσε το κεφάλι και έλεγε: «Οι καημένοι, δεν ξέρουν ότι η φύση έχει ήδη καταδικάσει και τους ίδιους…» Όταν πέθανε, οι κάτοικοι της Λαμψάκου τον τίμησαν κάνοντας την ταφή του με δημόσια δαπάνη, και ανέγειραν μνημεία αφιερωμένα στον Νου και στην Αλήθεια. Λέγεται ότι κατά τις τελευταίες ημέρες του, όταν τον είχαν ρωτήσει πώς ήθελε να τον θυμούνται, ο Αναξαγόρας είχε παρακαλέσει τους άρχοντες της πόλης και εισακούστηκε, κάθε χρόνο στην επέτειο του θανάτου του να έχουν αργία τα σχολεία, ώστε τα παιδιά να παίζουν ελεύθερα.
ΛΕΥΚΙΠΟΣ: Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΥΠΗΡΞΕ
Γύρω στο 430 ή 450 π.κ.ε. κάποιος παράξενος άνθρωπος με το όνομα Λεύκιππος (γεννημένος στη Μίλητο της Μικράς Ασίας) συνήθιζε να τριγυρίζει πάνω-κάτω στους δρόμους της Ελέας στην Κάτω Ιταλία και να περιεργάζεται από κοντά τα πάντα, όλα όσα έβλεπε γύρω του, ακόμη και το παραμικρό, με μεγάλη προσήλωση, ενώ οι άνθρωποι που τον έβλεπαν πίστευαν ότι είναι τρελός.
Λιγοστοί ήξεραν ότι είχε δεχθεί τις διδασκαλίες του Πυθαγόρα φοιτώντας σε κάποια μυστική σχολή μαθητών του, αλλά κανείς σπουδαίος δεν καταλάβαινε τι εννοούσε όταν στις περιπλανήσεις του αυτές μουρμούριζε συνέχεια για το «πανταχού παρόν και ακίνητο Είναι που ταυτίζεται με τη σκέψη».
Στην Ελέα ο Λεύκιππος ήταν μαθητής του Παρμενίδη (ιδρυτή του Ιδεαλισμού), αλλά δεν μπορούσε να πείσει τον εαυτό του για την αλήθεια των πεποιθήσεων του δασκάλου του για το Είναι.
Κάποια στιγμή, η περιπλάνηση του τον οδήγησε μακριά από την Ελέα, και έφτασε στα Άβδηρα της Θράκης, όπου επιτέλους συνέλαβε τη θεωρία του «μη όντος», δηλαδή του κενού, και ίδρυσε εκεί τη δική του σχολή. Από την Ελέα προς τα Άβδηρα, είχε φτάσει από το Είναι στο Δεν Είναι. Ο Λεύκιππος έλεγε όχι όλος ο κόσμος δεν είναι παρά ένας ατέρμων συνδυασμός κενού και «ατόμων». Τα άτομα αυτά περιστρέφονται στο διάστημα, συνδυάζονται μεταξύ τους και δημιουργούν σχήματα, αντικείμενα, τα πάντα γύρω μας, ακόμη και η ψυχή μας δεν είναι παρά ένας συνδυασμός ατόμων, τα άτομα είναι η μυστική ουσία των πάντων, ακόμη και της ίδιας της σκέψης. Ανάμεσα στα άτομα, υπήρχε το κενό, και μάλιστα η πραγματικότητα αποτελούταν περισσότερο από κενό παρά από άτομα, ο κόσμος μάλλον «δεν είναι» παρά «είναι», αλλά τα άτομα είναι τα πάντα που ξέρουμε. Ο Λεύκιππος είχε ανακαλύψει την Ύλη. (Κι έτσι, ο μαθητής του ιδρυτή του Ιδεαλισμού, είχε επινοήσει τον Υλισμό).
Φυσικά, όλα αυτά δεν μπορούσε να τα δεχθεί κανένας, ούτε τα του «μη όντος» ούτε την ατομικιστική θεωρία, και πρέπει να ήταν επικίνδυνο να συζητάς γι’ αυτά, αφού μεταξύ άλλων εννοούσαν ότι ακόμη και οι θεοί είτε δεν ήταν παρά συνδυασμοί ατόμων -όπως άλλωστε και οι πέτρες και τα ράμφη των πουλιών και οι ναοί και οι τρίχες και τα σύννεφα και οι δρόμοι και τα κουτάλια- και διέφεραν από τους ανθρώπους μόνο κατά έναν συνδυασμό, είτε οι θεοί απλά ήταν κενό, δηλαδή δεν υπήρχαν πέρα από τις λέξεις.
Ο Λεύκιππος έγραψε το σύγγραμμα Μέγας Διάκοσμος, θρυλικό κυριολεκτικά, αφού πολλοί πίστευαν ότι είναι θρύλος και δεν ξέρουμε αν το διάβασε κανείς, αφού η πατρότητα -του αποδίδεται σε πολλούς άλλους, ενώ αμφισβητούνταν ακόμη και η ύπαρξη του ίδιου του Λεύκιππου, για τον οποίο, φυσικά, δεν έχουμε καμία άλλη πληροφορία, ούτε για τη ζωή του ούτε για το έργο του.
Οι προγονοί μας είχαν να διασώσουν πιο σημαντικά πράγματα, όπως τους πολύπλοκους τρόπους πάλης στις παλαίστρες, χωρίς να ξέρουν ότι κι αυτοί δεν ήταν παρά ένας συνδυασμός ατόμων ή απλά το κενό. Για καλή μας τύχη, όμως, στα Άβδηρα έτυχε ένας από τους μαθητές του Λεύκιππου να είναι ο Δημόκριτος. Ο Δημόκριτος ανέπτυξε και συμπλήρωσε τη θεωρία της «ατομοκρατίας» (έναντι της θεοκρατίας) και τελικά επισκίασε τόσο πολύ τον δάσκαλο του, μέχρι του σημείου να αμφισβητηθεί αδίκως η ίδια η ύπαρξη του και από τις επόμενες γενεές.
Ο άνθρωπος που μίλησε για το υπαρκτό της μη-ύπαρξης και ξεκλείδωσε την κατασκευαστική δομή της ύλης και της ύπαρξης, έφτασε στο σημείο να μην υπάρχει ο ίδιος και δεν ξέρουμε γι’ αυτόν.
@Παντελής Γιαννουλάκης /από το βιβλίο του «Η αλήθεια για τους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους»
@Φωτογραφίες: Eos Aurora