Μέτα την βροχή τα πάντα μυρίζουν πιο έντονα. Η υπέροχη οσμή του βρεγμένου εδάφους και των φυτών, έχει αποκτήσει και επιστημονικό όνομα, το οποίο οι περισσότεροι δεν γνωρίζουμε.
Ηδη από το 1967, δύο ερευνητές της Αυστραλίας οι Isabel Bear και Dick Thomas, σε επιστημονική δημοσίευση στο περιοδικό Nature, ονόμασαν την οσμή της βροχής ως «πετριχώρ», από των συνδυασμό των Ελληνικών λέξεων πέτρα και ιχώρ (που στην Ελληνική μυθολογία ήταν το αιθέριο χρυσό υγρό που κυλούσε στις φλέβες των θεών και των αθανάτων).
Οι δύο ερευνητές κατάληξαν στο συμπέρασμα, πώς η συγκεκριμένη οσμή αναδύεται από ένα έλαιο το οποίο παράγεται από κάποια φυτά κατά την διάρκεια των περιόδων ξηρασίας, και το οποίο απορροφάται από τα μαλακά πετρώματα του εδάφους και απελευθερώνεται όταν πέφτει η βροχή.
Ένα σημαντικό συστατικό του πετριχώρ είναι οργανική ένωση που ονομάζεται γεωσμίνη. Η οσμή έχει μεγαλύτερη ένταση ιδιαίτερα όταν οι πρώτες βροχές μιας εποχής πέσουν σε ξηρό έδαφος.
Το έλαιο φαίνεται ότι βοηθά τα φυτά να αποτρέπουν την ανάπτυξη άλλων φυτών γύρω τους σε περιόδους ξηρασίας που έχει σαν αποτέλεσμα την εξάλειψη του ανταγωνισμού για το διαθέσιμο νερό.
Πέραν του ελαίου, βρήκαν ότι σημαντικό ρόλο παίζει η παρουσία της γεωσμίνης, μιας οργανικής ένωσης που παράγεται από τους ακτινομύκητες αλλά και το όζον. Κατέληξαν πως όλες μαζί αυτές οι ενώσεις συνθέτουν το υπέροχο οσφρητικό αποτέλεσμα του πετριχώρου.
Όταν μια σταγόνα βροχής προσγειώνεται στο έδαφος, ο αέρας που βρίσκεται στους πόρους σχηματίζει μικρές φυσαλίδες που εγκλωβίζουν μέσα τους τα στερεά σωματίδια του πετριχώρου και δημιουργούν τα λεγόμενα αερολύματα. Αυτά τα αερολύματα σιγά σιγά επιπλέουν προς την επιφάνεια του νερού και απελευθερώνονται.
Μάλιστα, οι σταγόνες βροχής που κινούνται με πιο αργό ρυθμό τείνουν να παράγουν περισσότερα αερολύματα. Γι’ αυτό θα έχετε παρατηρήσει ότι σε μικρής έντασης μπόρες η μυρωδιά είναι πιο έντονη.
Επιπρόσθετα με τον πετριχώρο, πριν την έλευση καταιγίδας μπορείτε να διακρίνετε και μία άλλη οσμή στην ατμόσφαιρα που θυμίζει χλώριο. Η μυρωδιά αυτή οφείλεται στο όζον («όζει» στα αρχαία Eλληνικά σημαίνει «μυρίζει») που παράγεται από ηλεκτρικές εκκενώσεις στα νέφη (σωρειτομελανίες).
Το όζον παράγεται με τη διάσπαση διατομικών μορίων οξυγόνου με προσφερόμενη ενέργεια από τις ηλεκτρικές εκκενώσεις, και στη συνέχεια τα άτομα οξυγόνου σχηματίζουν δεσμό με διατομικά μόρια οξυγόνου, δηλαδή παράγεται ένα μόριο όζοντος κ.ο.κ. Τα ισχυρά καθοδικά ρεύματα των καταιγίδων μεταφέρουν το όζον στο έδαφος και μας προειδοποιούν (κατά μία έννοια) για την εκδήλωση καταιγίδας.