«Εκείνοι που θέλουν να έχουν κατά νου την επιστροφή τους είναι αδύνατον να ταξιδεύουν προς την πατρίδα τους από αυτόν τον ξένο τόπο εύκολα, σαν να περνούν ένα ευκολοδιάβατο μέρος. Δεν υπάρχει , στ’ αλήθεια, πράγμα τόσο αντίθετο από κάποιο άλλο όσο αντίθετη είναι η ράθυμη ζωή των ηδονών από την ανάβαση προς τους θεούς. Στις κορυφές των βουνών δεν μπορεί να αναρριχηθεί κανείς δίχως κινδύνους και δίχως κόπους, και παρόμοια δεν μπορεί κανείς να ανέβει από τα μύχια βάθη του σώματος μέσω αυτών ακριβώς των στοιχείων που τον τραβάνε προς το σώμα, προς τα κάτω, δηλ. μέσω της ηδονής και της ραθυμίας. Στην ανοδική αυτή πορεία πρέπει να περάσεις μέσα από άγνοιες και να συλλογιέσαι την πτώση. Ακόμα κι αν δυσκολευτούμε στην πορεία μας, πρέπει να ξέρουμε ότι η ανάβαση, εξ ορισμού, χαρακτηρίζεται από δυσκολίες. Η εύκολη ζωή είναι για τους θεούς, ενώ για όσους έχουν πέσει στην γένεσιν είναι ότι πιο αντίθετο, αφού μας κάνει επιλήσμονες μέσα από την επιδίωξη των αλλότριων πραγμάτων και, κοιμίζοντας μας, μας σπρώχνει με τη βουκέντρα σε ένα ύπνο πλανεμένο από σαγηνευτικά όνειρα.
[….][….]
Γνωρίζεις ότι ο Ηρακλής, οι Διόσκουροι, ο Ασκληπιός και όλοι οι άλλοι γιοί των θεών ολοκλήρωσαν τη μακάρια πορεία τους προς τους θεούς μέσα από κόπους και θάρρος. Στ’ αλήθεια, την ανάβαση προς τον θεό την πραγματοποιούν όχι οι άνθρωποι που έζησαν μέσα στις απολαύσεις, αλλά εκείνοι που έμαθαν να αντιμετωπίζουν με υψηλοφροσύνη τις μεγαλύτερες κακοτυχίες.»
Πορφύριος – «Προς Μαρκέλλαν, 6.6 – 7.17»
Ad Marcellam 6.6 ` to Ad Marcellam 7.16 πρῶτον μὲν ὡς οὐκ ἦν ἄλλως, ὅπερ ἔφην, πρὸς τῶν μελλόντων νόστου δὴ μιμνήσκεσθαι ἐκ τῆς ἐνταυθοῖ ξένης καταγωγῆς τὸ δι᾽ ἡδονῆς καθάπερ περὶ ἱππήλατόν τι χωρίον καὶ ῥᾳστώνης ποιεῖσθαι τὴν ἐπάνοδον. αὐτὸ γὰρ τὸ πρᾶγμα ὡς οὐδὲν ἄλλο ἄλλῳ ἀντίκειται πράγματι, ἡδονή τε καὶ ῥᾳθυμία τῇ πρὸς θεοὺς ἀνόδῳ. ἐπεὶ οὐδὲ τὰ ὑψηλότερα τῶν ὀρῶν ἀκινδύνως καὶ πόνων ἄνευ ἦν ἀναβαίνειν, οὐδ᾽ ἀπὸ τῶν μυχῶν τοῦ σώματος διὰ τῶν εἰς τὸ σῶμα καταγωγῶν, ἡδονῆς τε καὶ ῥᾳθυμίας, ἀνακύπτειν. διὰ γὰρ μερίμνης ἡ ὁδὸς καὶ τῆς ἀναμνήσεως τοῦ πτώματος. κἂν ᾖ τὰ συμβαίνοντα δυσχερῆ, τὸ δύσκολον πρὸς ἀνάβασιν οἰκεῖον. ὅτι καὶ τὸ ῥεῖα ζώειν παρὰ θεοῖς, πεπτωκόσι δὲ εἰς τὴν γένεσιν ἐναντιώτατον ὡς ἂν εἰς λήθην ἄγον τῷ ἀλλοτρίῳ καὶ τῷ ὕπνῳ συντελοῦν, ἂν καθεύδωμεν ὑπὸ τῶν ψυχαγωγούντων ἡμᾶς ἐνυπνίων βουκολούμενοι. [….][….]
ἀκούεις δὲ καὶ τὸν Ἡρακλέα τούς τε Διοσκούρους καὶ τὸν Ἀσκληπιὸν τούς τε ἄλλους, ὅσοι θεῶν παῖδες ἐγένοντο, ὡς διὰ τῶν πόνων καὶ τῆς καρτερίας τὴν μακαρίαν εἰς θεοὺς ὁδὸν ἐξετέλεσαν. οὐ γὰρ ἐκ τῶν δι᾽ ἡδονῆς βεβιωκότων ἀνθρώπων αἱ εἰς θεὸν ἀναδρομαί, ἀλλ᾽ ἐκ τῶν τὰ μέγιστα τῶν συμβαινόντων γενναίως διενεγκεῖν μεμαθηκότων.