Η γονεϊκή σχέση, η γένεσις ενός Νέου Ανθρώπου, είναι αυτή η οποία αντιπροσωπεύει την πραγματική και βιωματική και κινητική δύναμη που κινεί τον κόσμο μας στο χθες, στο σήμερα, στο αύριο. Ο νέος γεννηθείς άνθρωπος είναι αυτός ο οποίος συμβάλλει συνεχώς και αενάως στην αθανασία και συνέχεια του κόσμου αυτού.
Η Μητέρα και ο Πατέρας δρουν σε τρία επίπεδα: οντολογικό, πνευματικό, σωματικό. Συμβάλλουν στην αφθαρσία του Ανθρώπου, υπακούουν σε μυστικά κελεύσματα του Ενός Ανωτέρου Νοός που έχει επιφορτισθεί τη συνέχεια του κόσμου, χαίρονται με την έλευση ενός νεήλυδος νέου Ανθρώπου.
Η Μητέρα και ο Πατέρας μεταϋπάρχουν μέσω του Τέκνου των, ουσιαστικά η Μητέρα και ο Πατέρας ζούν διά του Τέκνου των σε μία μετασωματική σχέση, η οποία εκφράζεται με την αίσθηση του Κοντά και τη σκέψη του Άλλου.
Άρα ο Πατέρας και η Μητέρα όταν τεκνοποιούν αποκτούν ένα νέο σώμα, ένα νέο Νού, μία νέα Ψυχή. Θα λέγαμε ότι όπως ο όφις αλλάζει δέρμα, παρόμοια και οι γονείς διά των τέκνων των αλλάζουν το παλαιό Είναι των με ένα καινούργιο διά του οποίου μεταϋπάρχουν.
Ο Πατέρας και η Μητέρα χαίρονται με τα παιδιά τους διότι επί της κυρίας οντολογικής συνεχούς δυνάμεως ο παλαιός εαυτός τους είναι έτοιμος να φύγει έχοντας αφήσει τη συνέχεια του επί της γής.
Γι αυτό το λόγο συλλήβδην οι αρχετυπικές αποθήκες του κόσμου μας εστηρίχθηκαν στη γονεϊκή σχέση: η Μυθολογία, οι Έλληνες Πατρώοι Θεοί, οι θρησκείες. Όλα αυτά ενυπάρχουν σε κάθε γονέα άσχετα εάν εξωτερικεύονται ως συναίσθημα αγάπης και αφοσίωσης στα τέκνα: οι δυνάμεις που ενώνουν γονεις και παιδιά είναι βαθύτατα οντολογικές όπως είπαμε.
Η Ημέρα ερχομού ενός παιδιού στον κοσμο είναι η ημέρα παύσης κάθε ατομικής μοναξιάς του Πατρός και της Μητρός. Όταν λοιπόν πεθαίνει το παιδί ο γονέας βιώνει ασύλληπτη οντολογική μοναξιά, πεθαίνει η προέκταση του συμπαντικού εαυτού του, πεθαίνει τμήμα του εαυτού του, νοιώθει ότι φεύγει και δεν αφήνει τίποτε πίσω του, το αίσθημα της ατομικής και συλλογικής μοναξιάς είναι αστείρευτο και επώδυνο.
Επειδή ακριβώς έχει να κάνει με το σύνολο των δυνάμεών μας δεν αντιμετωπίζεται, διότι καταργεί ο θάνατος του τέκνου την πλήρη εξωτερίκευση και μεταΰπαρξη μας σε ένα νέο άνθρωπο. Νοιώθει ο γονέας ότι απώλεσε το τέλειο και ανώτερο δημιούργημά του, το οποίο όμως είναι σάρκα εκ της σαρκός του, πνεύμα εκ του πνεύματός του.
Η χριστιανική δογματική δανείσθηκε όλα αυτά όταν περιέγραψε το ομοούσιο του Ιησού με τον Πατέρα Θεό από την Ελληνική κοσμοθέαση: ο Δίας εκ της κάρης του γεννά την Αθηνά, δηλαδή η Αθηνά Είναι ο Δίας , η Μητέρα και ο Πατέρας είναι ο Υιός, κοινή δύναμις συνεχείας.
Όταν η Γυναίκα γεννά συμβαίνει η πλέον απίστευτος ζευγοποίησις: ο ομφάλιος λώρος από σωματικός γίγνεται πνευματικός, πάντοτε η Μητέρα ως Φύσις τρέφει το Παιδί. Άρα όταν το Παιδί πεθαίνει μαζί του χάνεται η αναπνοή της Μητέρας και ένας σύνδεσμός της με τη Ζωή. Ο Πόνος γίγνεται Πύλη αναχώρησης προς το Επόμενο, αλλιώς αβάσταχτο βάρος.
Η έγκυος γυναίκα αποκτά νέο Εαυτό ο οποίος αποτελείται από τη Γυναίκα και το Παιδί: ο Νέος εαυτός αυτός συνεχίζει και μετά τη γέννηση να υπάρχει σε καθαρά πνευματική βάση: άρα όταν πεθαίνει το Παιδί η Γυναίκα χάνει μέρος του Εαυτού της, για αυτό πάμπολλοι θεοί γεννήθηκαν από μέρη ποδιού και χεριού και κεφαλής: όπως ο Διόνυσος. Ο ακρωτηριασμός αυτός προκαλεί πόνο στιγμής και ανικανότητα πλήρους ζωής.
Ο Πόνος είναι αστείρευτος και δεν έχει να κάνει με την ενσώματη ή ασώματη ζωή, η εσωτερική ακρωτηριασμένη δύναμις συνεχίζει περίλυπος.
Όταν πεθαίνει ο Γονεύς το Παιδί δημιουργεί τη δική του συνέχεια.
Όταν πεθαίνει το Παιδί ο Γονεύς δεν μπορεί να κάνει καμία συνέχεια και χάνεται η συνέχεια του εννοιακού Ενός Ανθρώπου.
Ο Ένας Άνθρωπος πονεί αστείρευτα σε κάθε θάνατο Παιδιού Νέου Ανθρώπου διότι χάνει κομμάτι της κινήσεώς του.
Βασίλης Μακρυπούλιας Δρ.Φιλοσοφίας
Εξαιρετικό άρθρο!