Οι αρχαιολογικές ανασκαφές δεν επιβεβαιώνουν μόνο τη δημιουργία ενός οικισμού και την κατασκευή ενός ιερού στην Ολυμπία, ήδη από τα μέσα της εποχής του χαλκού, αλλά και την τέλεση ιππικών αγώνων, για να τιμηθεί κάποιος ένδοξος νεκρός, πολύ πριν το τέλος της 2ης χιλιετίας π.Χ. Αν και ο επίσημος χρόνος της έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων θεωρείται το 776 π.Χ., οι αρχαίοι Έλληνες γνώριζαν ότι πεντακόσια χρόνια, το λιγότερο πριν από τη χρονολογία αυτή, είχαν οργανωθεί στην Πελοπόννησο αρματοδρομίες κι αγώνες από τον γιο του Ταντάλου Πέλοπα, από τον Ηρακλή, τον Όξυλο, τον Αέθλιο και άλλους. Αγώνες επίσης ακολούθησαν τον θάνατο του Πατρόκλου, όπως αναφέρεται στην «Ιλιάδα». Ο Ηρόδοτος επίσης μας δίνει ανάλογα στοιχεία για τη λατρεία που ασκούσαν οι κάτοικοι της Σικυώνας για τον αρχηγό της εκστρατείας των «Επτά επί Θήβας», ήρωα Άδραστο. Κατά τον Ηρόδοτο, «ανάμεσα στις άλλες τιμές που του απέδιδαν, γιόρταζαν τις δυστυχίες του στους τραγικούς χορούς». Οι αγώνες της 2ης χιλιετίας π.Χ. και οι γιορτές που τους ακολουθούσαν έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη γένεση της Ολυμπιακής Ιδέας και στους ομώνυμους αγώνες που καθιερώθηκαν στην Ολυμπία. Ξεχωριστή θέση στην ιστορία των Ολυμπιακών Αγώνων έχουν τα επινίκια άσματα που ψάλλονταν προς τιμήν των νικητών. Πίνδαρος, ο μεγάλος υμνωδός ο κατεξοχήν ποιητής των Ολυμπιακών Ύμνων είναι ο Πίνδαρος, μαθητής του διάσημου στην αρχαιότητα ποιητή και μουσικού Λάσου του Ερμιονέα. Στο αντιπροσωπευτικό του έργο «Επίνικοι» καταγράφονται σαράντα τέσσερις ύμνοι, στους οποίους εγκωμιάστηκαν κατά κανόνα οι νικητές των μεγάλων πανελληνίων αγώνων, ολυμπιονίκες, πυθιονίκες, ισθμιονίκες και νεμεονίκες. Στην κορύφωση της ποιητικής του δημιουργίας, κατά τους χρόνους των ελληνοπερσικών πολέμων, ύμνησε όσο ο Αισχύλος και ο Σιμωνίδης το μεγαλείο των ελληνικών πόλεων.
Μεταξύ των ποιητικών του δημιουργιών ξεχωριστή θέση κατέχουν οι δεκατέσσερις «Ολυμπιονίκες». Στον όγδοο υμνεί τη γενέτειρα των Ολυμπιακών Αγώνων και το πανέμορφο άλσος της Πίσας: «Μητέρα των χρυσοστέφανων άθλων, Ολυμπία, (σε επικαλούμαι) δέσποινα της αλήθειας, όπου άνδρες μάντεις με θυσίες ζητούν να μάθουν από τον κεραύνιο Δία, αν φροντίζει για τους ανθρώπους, οι οποίοι επιθυμούν με πάθος να αποκτήσουν τη δόξα της μεγάλης νίκης και την άνεση των κόπων τους, και που εκπληρώνονται οι ευχές τους λόγω της ευσέβειάς τους… Ω, καλλίδενδρο άλσος της Πίσας που ευδοκιμείς κοντά στον Αλφειό, δέξου τον ύμνο αυτό και την πομπή που γίνεται προς τιμήν του στεφανωμένου νικητή». Οι Ολυμπιακοί Ύμνοι γράφονταν κατά παραγγελία των νικητών ή των φίλων τους. Ο ποιητής, που συνήθως παρακολουθούσε τους αγώνες, των οποίων εγκωμίαζε τους νικητές, πήγαινε και στις πόλεις όπου ψάλλονταν αυτοί. Όταν οι νικητές επέστρεφαν από τους αγώνες στην πατρίδα τους, χορωδίες, τις οποίες διηύθυνε ο ποιητής και σε ορισμένες περιπτώσεις οι χοροδιδάσκαλοι, έψαλλαν τους επινίκιους ύμνους. Οι ίδιοι οι ποιητές επαναλάμβαναν τους ύμνους τη στιγμή που οι Ολυμπιονίκες πήγαιναν με συνοδεία στον προστάτη θεό της πόλης τους, για να καταθέσουν στεφάνια. Παρόμοιο ήταν και το σκηνικό που επαναλαμβανόταν και στα σπίτια των νικητών. Σχετικός ύμνος, προς τον νικητή αρματοδρομίας Χρόμιο τον Αιτναίο, παρουσιάζει τον ποιητή να ψάλλει γι’ αυτό: «Και τώρα βρίσκομαι στα πρόθυρα του σπιτιού και ψάλλω τις εξαιρετικές νίκες του φιλόξενου άνδρα, όπου δείπνο έτοιμο είναι για μένα. Στο σπίτι αυτό συχνά φιλοξενούνται οι ξένοι, ακόμη και οι κακεντρεχείς και οι φθονεροί έχουν φίλους στο σπίτι αυτό». Λίγοι μόνο από τους ύμνους του Πινδάρου απαγγέλθηκαν στον χώρο των αγώνων, όπου συχνότερα πανηγύριζαν πρόχειρα τη νίκη. Τα επινίκια, που ήταν η κύρια υπόθεση του έργου, συνοδεύονταν από συγχαρητήριες ευχές προς τους συγγενείς και τους συμπολίτες του νικητή, με ιδιαίτερη μνεία της πόλης του και με ό,τι στοιχείο, μυθικό και ιστορικό, αναφερόταν σ’ αυτήν. Οι ύμνοι συνοδεύονταν από λύρα ή αυλό ή και τα δύο. Σχεδόν σε όλο του το έργο ο Πίνδαρος μνημονεύει τις Μούσες και τα μουσικά όργανα που χρησιμοποιούσε στις σχετικές επικλήσεις του: «Χρυσή λύρα, κοινό κτήμα του Απόλλωνα και των πολυπλόκαμων Μουσών, εσένα υπακούει το ρυθμικό βήμα, της γιορτής η αρχή, και στις δικές σου επιταγές πείθονται οι αοιδοί, όταν σε κρούουν και οι ήχοι σου κατευνάζουν τα προοίμια που τον χορό οδηγούν». «Μούσα, πάρε από τον πάσαλο τη δωρική λύρα» και αλλού: «Τώρα, υπό τη συνοδεία των αυλών και της λύρας, έρχομαι εδώ με τον Διαγόρα και ύμνους ψάλλω».
Ο πρώτος Ολυμπιακός Ύμνος
Ο πρώτος Ολυμπιακός Ύμνος του Πινδάρου είναι αφιερωμένος στον Ιέρωνα Α’ των Συρακουσών, ο οποίος νίκησε το 476 π.Χ. στις ιπποδρομίες. Στο προοίμιο παρουσιάζει ξεχωριστά τους αγώνες της Ολυμπίας σαν τη μέγιστη και λαμπρότατη αθλητική εκδήλωση των Ελλήνων. «…Αν αγωνίσματα, ψυχή μου, θέλεις να υμνήσεις, μη ζητάς πιο λαμπρό από τον ήλιο άστρο, που κατακλύζει ολημερίς τον έρημο αιθέρα, ούτε κι αγώνες πιο μεγάλους από αυτούς της Ολυμπίας». Σε άλλο σημείο αναφέρεται στην απαρχή των Ολυμπιακών Αγώνων που τους ανάγει στον σχετικό μύθο της Πίσας, όπου τελέστηκε η αρματοδρομία του Οινόμαου και του Πέλοπα. Σύμφωνα με την εκδοχή αυτή, ο βασιλιάς της Πίσας Οινόμαος, επειδή δεν ήθελε να παντρέψει την κόρη του, Ιπποδάμεια, έλεγε στους μνηστήρες, ότι αυτή θα ανήκε σε εκείνον που θα την έπαιρνε με το άρμα του και θα έφτανε τρέχοντας ως τον Ισθμό. Ο ίδιος, όμως, που ήταν ταχύς αρματοδρόμος, κυνηγούσε τον μνηστήρα και τον σκότωνε. Ο Πέλοπας, ωστόσο, τον νίκησε, αφού πρώτα ζήτησε την εύνοια του Ποσειδώνα: «Ω, Ποσειδώνα… του Οινόμαου το χαλκό δόρυ συγκράτησε και μένα βοήθησε, με ταχύ άρμα, να φτάσω πρώτος στην Ήλιδα». Η νίκη του Πέλοπα σηματοδότησε τους πρώτους Ολυμπιακούς Αγώνες: «Έτσι νίκησε ο Πέλοπας τον ισχυρό Οινόμαο… και τιμάται με λαμπρές θυσίες, η δε δόξα του περίλαμπρη έγινε παντού με τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Εκεί όπου των ποδιών η ταχύτητα, και η ακμή της ισχύος αμιλλώνται και όπου ο νικητής την υπόλοιπη ζωή του περνά ευτυχισμένος, όσο αυτή τουλάχιστον εξαρτάται από τους άθλους και τα στέφανα της νίκης». Μετά το προοίμιο ο Πίνδαρος πανηγυρίζει την αρετή του Ιέρωνα και υμνεί τη νίκη του: «Ο ύμνος των αγώνων αυτών περιβάλλει τον νου των ποιητών και τους εμπνέει… Αλλά, ω Μούσα, πάρε από τον πάσαλο τη δωρική λύρα, αν η Πίσα κι ο Φερένικος την καρδιά σου γλύκαναν, όταν κοντά στον Αλφειό έτρεχε και, χωρίς να δοκιμάζει του αναβάτη το κέντημα, έδινε το σώμα πρόθυμο στον αγώνα του δρόμου και νίκη στον κύριό του, τον βασιλιά των Συρακουσών, του οποίου γνωστή είναι η αγάπη για τις αρματοδρομίες… Γι’ αυτό εγώ σήμερα πρέπει να στεφανώσω τον Ιέρωνα και να τον υμνήσω με άσματα αιολικά… Μη ζητάς τίποτε περισσότερο, Ιέρωνα, είθε σε όλη σου τη ζωή να βρίσκεσαι στην κορυφή της δόξας και της ευδαιμονίας, κι εγώ ύμνους στους νικητές να ψάλλω και ξακουστός να είμαι σε όλη την Ελλάδα». Τέλος, επανερχόμενος στον Ιέρωνα, του εύχεται δόξα κι άλλες νίκες στο μέλλον: «Ο θεός είναι προστάτης σου, ω Ιέρων, και παρακολουθεί τα έργα σου. Αυτός φροντίζει για σένα… Ελπίζω και πάλι να έλθω στο περίλαμπρο Κρόνιο και νέους επαίνους με γλυκύτερη ωδή να ψάλω σε σένα και στο ταχύ άρμα σου». Σε άλλο ύμνο του αναφέρει και την παράδοση κατά την οποία, οι Ολυμπιακοί Αγώνες καθιερώθηκαν από τον νικητή του Αυγεία Ηρακλή: «…Και ο Αυγείας… συγκρούστηκε με τον Ηρακλή και βρήκε γρήγορο θάνατο εξαιτίας της απερισκεψίας του. Τότε ο γιος του Δία (ο Ηρακλής) συγκέντρωσε στην Πίσα όλους τους δικούς του και ιερό του πατέρα του χαράζει». Στη συνέχεια αναφέρεται «πώς ίδρυσε την ανά πενταετία γιορτή που ονομάστηκε Ολυμπιάδα και πώς αποδόθηκαν τα πρώτα ολυμπιακά βραβεία».
Ο ύμνος του Ασωπίχου και οι Χάριτες
Οι πιο συγκροτημένοι και περιεκτικοί στίχοι που παρουσιάζουν την εικόνα μιας επινίκιας πομπής, ανήκουν στον 14ο Ολυμπιακό Ύμνο, στον οποίο εξυμνείται ο αθλητής Ασώπιχος από τον Ορχομενό της Βοιωτίας. Ο Ασώπιχος νίκησε στον αγώνα δρόμου παίδων του ενός σταδίου το 488 π.Χ. στην 73η Ολυμπιάδα. Από τους στίχους φαίνεται πως ο ύμνος εκφωνήθηκε κατά τη στιγμή που η γιορταστική πομπή εισερχόταν στον ναό των Χαρίτων στον Ορχομενό: «Εσείς Χάριτες, που άρχετε στα νερά του Κηφισού… δέσποινα Αγλαΐα και συ Ευφροσύνη που τη μουσική αγαπάς και τις ωδές, τέκνα του ύψιστου θεού, ακούστε με. Κι εσύ Θάλεια, που σε θέλγουν τα άσματα, εσύ που βλέπεις την πομπή αυτή να έρχεται με ελαφρά βήματα και με χαρά για τον θρίαμβο, τον οποίο χάρισε με ευμένεια η Τύχη. Ήλθα εδώ τον Ασώπιχο να υμνήσω με λυδικές μελωδίες και άσματα, γιατί από σένα Θάλεια η πόλη των Μινυών, ο Ορχομενός, έχει την ολυμπιακή νίκη. Κι εσύ Ηχώ να μεταφέρεις στα σκοτεινά βασίλεια της Περσεφόνης, στον πατέρα του νικητή, τη χαρμόσυνη αγγελία. Βρες τον Κλεόδημο και πες του ότι ο γιος του, στη φημισμένη πεδιάδα της Πίσας, με τα φτερά της νίκης των ένδοξων αγώνων στεφάνωσε τη νεαρή κόμη του». Η επίκληση του ποιητή στις Χάριτες μαρτυρεί τη βαρύτητα της σχέσης της υμνωδίας με τις θεότητες αυτές. Πρώτος ο μουσικός Πάμφως συνέθεσε άσμα για τις Χάριτες. Το ιερό των Χαρίτων περιγράφεται από τον περιηγητή Παυσανία στο έργο του «Βοιωτικά». Σε ανασκαφές που έγιναν το 1972 στο κοίλο του θεάτρου του Ορχομενού βρέθηκαν 12 ημικυκλικές λίθινες σειρές εδωλίων. Σύμφωνα με την παράδοση, ο πρώτος εισηγητής και οργανωτής της λατρείας των Χαρίτων, Ετεοκλής, ο πρώτος βασιλιάς του Ορχομενού, συγκέντρωσε τις πέτρες οι οποίες «είχαν πέσει από τον ουρανό για χάρη του». Από τότε τις τιμούσαν ως Χάριτες. Η σχέση των Χαρίτων με τη μουσική μαρτυρείται και από σχετικό άγαλμα του Απόλλωνα της Δήλου, όπου ο θεός παριστανόταν όρθιος σαν τους κούρους κρατώντας, σύμφωνα με το «Περί Μουσικής» έργο του Πλούταρχου, στο ένα του χέρι το τόξο και στο άλλο τις Χάριτες (…εν μεν τη δεξιά τόξον, εν δε τη αριστερά Χάριτας, των της μουσικής οργάνων εκάστην τι έχουσαν. Η μεν γαρ λύραν κρατεί, η δ’ αυλούς, η δ’ εν μέσω προκειμένην έχει τω στόματι σύριγγα). Εκτός από τις Χάριτες, ο Πίνδαρος επικαλείται και άλλες θεότητες και νύμφες για τη μεταφορά της χαρμόσυνης είδησης της ολυμπιακής νίκης. Αυτές είναι η προσωποποίηση του αντίλαλου, Ηχώ, και η κόρη του Ερμή, Αγγελία, η οποία αναλαμβάνει να μεταφέρει την είδηση της νίκης του Αιγινήτη παλαιστή Αλκιμέδοντα στον πατέρα του και στον θείο του: «Από την Αγγελία, την κόρη του Ερμή, ας μάθει τώρα ο Ιφίων, ο πατέρας τους, κι ας ανακοινώσει στον Καλλίμαχο, τον θείο του Αλκιμέδοντα, τη λαμπρή δόξα που αποκτήθηκε στην Ολυμπία, τη δόξα που έδωσε στη γενιά του ο Δίας. Είθε ο θεός πρόθυμα και αδιάκοπα να τους παρέχει αγαθά». Σε επιγραφές που βρέθηκαν στις ανασκαφές του Ορχομενού, είναι καταγραμμένα στοιχεία αρχαίων μουσικών αγώνων που ονομάζονταν Χαριτήσια ή Χαριτείσια. Σε αυτούς λάβαιναν μέρος κήρυκες, ραψωδοί, ποιητές, αυλητές, αυλωδοί, κιθαριστές, κιθαρωδοί, τραγωδοποιοί και κωμωδοποιοί. Γι’ αυτό το ιερό ο Ορχομενός ονομάστηκε από τον Πίνδαρο «καλλίχορος πόλις των Χαρίτων», σε έναν άλλο ύμνο όπου αναφέρεται στην πολύφωνη μελωδία με την οποία καλούνται οι άνθρωποι να παρευρεθούν στους αγώνες: «Τη μελωδία αυτή την ανακάλυψε η θεά (Αθηνά) και τη χάρισε στους θνητούς ονομάζοντάς την πολυκέφαλο μουσικό νόμο. Είναι αυτός ο πολυθρύλητος νόμος, που καλεί τους λαούς στους πολυσύχναστους αγώνες. Αυτός που διέρχεται μέσω λεπτού χαλκού και καλάμων, που ευδοκιμούν κοντά στον Ορχομενό, την περικαλλή πόλη των Χαρίτων, στο τέμενος της Κηφισίδας». Σε σχετική επιγραφή που ανήκει στην περίοδο των ρωμαϊκών χρόνων, αναφέρονται ονόματα 11 νικητών με μουσικούς και ποιητικούς αγώνες. Το κείμενο αρχίζει με το όνομα του «άρχοντα» της πόλης και το όνομα του αγωνοθέτη, δηλαδή οργανωτή των αγώνων για τη χρονιά εκείνη. Ακολουθούν τα ονόματα ενός Θηβαίου «άρχοντα», του Κοινού, και επτά αντιπροσώπων βοιωτικών πόλεων (Ορχομενού, Κορώνειας, Ανθηδόνας, Θεσπιών, Θήβας, Τανάγρας και Ωρωπού), ενός γραμματέα από τις Πλαταιές, ενός μάντη από τις Θεσπιές, ενός «θεοπρόπου» Ορχομένιου κι ενός ιερέα, επίσης Ορχομένιου. Οι υμνωδοί πληρώνονταν για το έργο τους. Παλαιότερα, πριν από τον 7ο π.Χ. αιώνα, δεν υπήρχε αμοιβή. Το αναφέρει ο Πίνδαρος, ο οποίος, επικαλούμενος στοιχεία του ποιητή Αλκαίου, καταγράφει παλαιότερη σχετική μαρτυρία που προέρχεται από τον Αριστόδημο τον Σπαρτιάτη. Πράγματι, στον ύμνο του προς τον Ξενοκράτη τον Ακραγαντίνο, που νίκησε σε αρματοδρομία στα Ίσθμια, γράφει απευθυνόμενος στον γιο του νικητή Θρασύβουλο: «…Δεν ήταν τότε φιλοκερδής η Μούσα και δεν εργαζόταν με αμοιβή… Τώρα όμως επιτάσσεται να τηρούμε τον λόγο του Αργείου σοφού (του Σπαρτιάτη Αριστόδημου, που αναφέρεται από τον Αλκαίο), ο οποίος λόγος βρίσκεται κοντά στην αλήθεια». Ο ίδιος ο ποιητής, στον ύμνο του προς τον Ιέρωνα των Συρακουσών για τη νίκη του με τέθριππο στους Πυθικούς Αγώνες, του απευθύνει παραινέσεις: «Να είσαι πρόθυμος στις καλές ενέργειες και, αν θέλεις να ακούς πάντα γλυκούς επαίνους, να μην είσαι πολύ φειδωλός στις δαπάνες… και να δίνεις πλουσιοπάροχα».
Το περιεχόμενο των ύμνων
Η καθημερινή ζωή στον χώρο των Ολυμπιακών Αγώνων αποτελούσε μια ξεχωριστή εικόνα επευφημιών, ευωχίας, πανηγυρισμών και διασκεδάσεων. Μετά από κάθε αγώνισμα, οι επίσημοι, οι αθλητές οι επισκέπτες και όλοι οι παρευρισκόμενοι, είχαν την ευκαιρία να ακούνε ποιητικά έργα που αναφέρονταν στη δόξα πόλεων, ανδρών και ιστορικών γεγονότων. Τέτοιοι ξεχωριστοί ύμνοι απαγγέλλονταν προς τις γενέτειρες των νικητών, για τις οποίες ο Πίνδαρος είχε να πει πάντα τα καλύτερα λόγια. Μεταξύ άλλων ύμνησε τον Οπούντα, την πόλη που γεννήθηκε ο παλαιστής Εφάρμοστος, νικητής σε όλους τους πανελλήνιους αγώνες: «Δεν θα είναι μάταιοι οι έπαινοι, αν με τη λύρα ψάλλεις (ψυχή μου) τις γιγαντομαχίες του άνδρα που γέννησε ο ένδοξος Οπούς και υμνήσεις αυτόν και τον γιο του. Ο Οπούς στον οποίο βασιλεύουν η Θέμις και η σώτειρα κόρη της, η μεγαλόδοξη Ευνομία. Αυτή την πόλη, της οποίας, λόγω των αρετών των τέκνων της και κοντά στην πηγή σου, ω Κασταλία, μεγάλη είναι η δόξα και κοντά στην πηγή του Αλφειού, από τον οποίο εκείνη παίρνει υπέροχα στεφάνια, που εξυψώνουν και δοξάζουν την καλλίδενδρο αυτή μητέρα των Λοκρών. Αυτή την πόλη, τον προσφιλή Οπούντα, με λαμπρές θα αναδείξω ωδές. Ταχύτερα δε και από γενναίο ίππο και φτερωτό πλοίο παντού θα φέρω την αγγελία αυτή, αν πράγματι με τη βοήθεια του θεού καλλιεργώ τον εξαίρετο κήπο των Χαρίτων». Ένας άλλος περιεκτικότατος ύμνος, με πολλαπλούς αποδέκτες, είναι εμπνευσμένος από τη νίκη του αρματοδρόμου Θήρωνα του Ακραγαντίνου. Μέσα σε λίγους στίχους κλείνει τη δόξα των αγώνων, τη νικηφόρα αρματοδρομία, την ευλάβεια και την ευνομία του νικητή, το κλέος των προγόνων του, την ιερότητα της Ολυμπίας, αλλά και τη μνεία του ιδρυτή των Ολυμπιακών Αγώνων, Ηρακλή: «Ύμνοι, βασιλείς της λύρας, ποιο θεό, ποιον ήρωα, ποιον άνδρα θα υμνήσουμε; Ναι, η ιερή Πίσα είναι του Δία, την Ολυμπιάδα της καθιέρωσε ο Ηρακλής, σαν απαρχές πολεμικών λαφύρων. Για την αρματοδρομία του Θήρωνα τη νικηφόρα πρέπει να πανηγυρίσουμε, που είναι ευλαβής τηρητής των νόμων της φιλοξενίας, στήριγμα του Ακράγαντα. Το υπέροχο αυτό τέκνο δοξασμένων προγόνων, που σώζει και δοξάζει την πόλη. Οι άνδρες εκείνοι (οι πρόγονοί του), μετά από πολλούς και γενναίους αγώνες, κατέλαβαν την ιερή πόλη του ποταμού Ακράγαντα. Εκείνοι ήταν το μάτι της Σικελίας και ευτυχισμένη ζωή τούς ακολούθησε φέροντάς τους πλούτο και δόξα, σαν αμοιβή των αρετών τους». Διαγόρας, ο διάσημος ολυμπιονίκης Ο πιο δημοφιλής ολυμπιονίκης της αρχαίας Ελλάδας ήταν ο Διαγόρας ο Ρόδιος, ο καλύτερος Έλληνας πυγμάχος. Είχε κερδίσει πάμπολλες νίκες στην Ολυμπία, στους Δελφούς, στη Νεμέα, στον Ισθμό της Κορίνθου, στα Μέγαρα και στην Αθήνα και οπουδήποτε αλλού γίνονταν αθλητικοί αγώνες. Στον αθλητή αυτόν, ο Πίνδαρος αφιέρωσε έναν από τους πιο λαμπρούς ύμνους του: «Όπως ο άνθρωπος ο πλούσιος παίρνει στα χέρια χρυσό κύπελλο, μέσα στο οποίο βράζει η δροσιά του αμπελιού και προπίνει και, μετά, το χαρίζει, αν και είναι το πολυτιμότατο από όλα τα πράγματά του… έτσι κι εγώ, νέκταρ αγνό, δώρο των Μουσών, γλυκό καρπό της διάνοιάς μου χαρίζω στους αθλοφόρους άνδρες και προσφέρω τιμή στους νικητές των Ολυμπιακών και των Πυθικών Αγώνων… Με τα άνθη των αγώνων τούτων (της Ολυμπίας) δυο φορές στεφανώθηκε μέχρι τώρα ο Διαγόρας. Τέσσερις φορές εκείνος νίκησε στον Ισθμό κι άλλες δυο απανωτές, στην Αθήνα τη μια και την άλλη στη Νεμέα. Του Άργους ο χαλκός τον γνώρισε κι ακόμη τα έπαθλα της Αρκαδίας, της Θήβας, της Πελλήνης και οι αγώνες στη Βοιωτία. Έξι ακόμη φορές νίκησε στην Αίγινα και στα Μέγαρα νίκες δικές του σαλπίζει η πέτρινη στήλη». Στη συνέχεια ακολουθούν οι παρακλητικοί στίχοι του ποιητή για την ευμένεια του Δία προς τον αθλητή: «Μα, Δία πατέρα, που ψηλά στου Αταβύριου τη ράχη θρονιάζεις, με τιμή δέξου τούτο τον Ολυμπιόνικο ύμνο δικό μου και τον άνδρα που κέρδισε δόξα και νίκη με αυτή τη γροθιά του και δίνε του πάντα σεβάσμια τιμή, από ανθρώπους δικούς του και ξένους. Αυτός είναι ευθύς και δίκαιος και βαδίζει τον αντίθετο προς την ύβρι δρόμο και έχει σαφή αντίληψη των σοφών συμβουλών που του έδωσαν οι πρόγονοί του. Μην αφήσεις την αφάνεια να σκεπάσει το ένδοξο γένος του Καλλιάνακτα».
Η Καλλιπάτειρα
Τους αγώνες μπορούσαν να τους παρακολουθούν ξένοι, βάρβαροι, ακόμη και δούλοι. Μόνο σε μια γυναίκα παραχωρούσαν οι Έλληνες το δικαίωμα να μπαίνει στην Ολυμπία και να παρακολουθεί τους αγώνες και μάλιστα από την πιο τιμητική θέση: Στην ιέρεια της θεάς Δήμητρας. Ο μαρμάρινος θρόνος της βρισκόταν στη βόρεια εξέδρα του σταδίου, κοντά στον αγωνιστικό χώρο. Την απαγόρευση αυτή παραβίασε μια γυναίκα από τη Ρόδο, η Καλλιπάτειρα. Πατέρας της ήταν ο θρυλικός Διαγόρας, που είχε νικήσει πολλές φορές στην Ολυμπία, στα Ίσθμια και στα Νέμεα, που ήταν και αυτά δυο από τις πιο μεγάλες αθλητικές διοργανώσεις της αρχαίας Ελλάδας. Τρεις γιοι τού Διαγόρα και αδέλφια της Καλλιπάτειρας είχαν κερδίσει ολυμπιακές νίκες. Αλλά και το δικό της παιδί, καθώς και το παιδί της αδελφής της, συνέχισαν τη λαμπρή παράδοση και νίκησαν στην Ολυμπία. Ήταν δηλαδή μια θρυλική οικογένεια Ολυμπιονικών. Όταν ο γιος της, ο Πεισίροδος, αποφάσισε να αγωνιστεί στην Ολυμπία, στο αγώνισμα της πυγμαχίας, η Καλλιπάτειρα πήρε τη μεγάλη απόφαση να τον ακολουθήσει, για να τον καμαρώσει στην παλαίστρα. Φυσικά, έπρεπε να βρει κάποιον τρόπο ώστε να μην την πάρουν είδηση. Σκέφθηκε, λοιπόν, να φορέσει ανδρικά ρούχα και να χτενιστεί ανάλογα, δηλώνοντας στους αρμόδιους στην Ολυμπία, πως είναι ο γυμναστής του Πεισίροδου. Με μεγαλύτερη ευκολία από όση περίμενε, κατάφερε να περάσει χωρίς να την υποψιαστεί κανείς. Άρχισαν οι αγώνες της πυγμαχίας και η Καλλιπάτειρα, γεμάτη θαυμασμό και περηφάνια, έβλεπε τον γιο της να νικάει τον έναν αντίπαλο μετά τον άλλο. Κι όταν τον είδε να κερδίζει και τον τελευταίο αντίπαλό του, κατακτώντας μια μεγάλη ολυμπιακή νίκη, δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τη χαρά και τον ενθουσιασμό της. Πήδησε τα κάγκελα του χωρίσματος όπου έμεναν οι γυμναστές των αθλητών, για να τρέξει κοντά του και να τον αγκαλιάσει. Αλλά, για κακή της τύχη, κάπου σκάλωσε ο ανδρικός χιτώνας που φορούσε κι έτσι ξεπρόβαλε μπροστά στα έκπληκτα μάτια των Ελλανοδικών και των θεατών, το γυναικείο της σώμα. Οι βοηθοί των Ελλανοδικών τη συνέλαβαν αμέσως και την οδήγησαν μπροστά στους αντιπροσώπους της Ολυμπιακής Βουλής, που ήταν αρμόδιοι να της απαγγείλουν την κατηγορία του θανάτου. Αλλά κανείς δεν τολμούσε ούτε και να σκεφτεί ακόμη πως θα μπορούσε να καταδικάσει την κόρη του θρυλικού Διαγόρα, την αδελφή τριών Ολυμπιονικών και τη μητέρα ενός ακόμη Ολυμπιονίκη. Έτσι, της χάρισαν τη ζωή αλλά, για να μην επαναληφθεί αυτή η ιεροσυλία, από την επόμενη Ολυμπιάδα θέσπισαν ένα νέο κανονισμό, όπου οι γυμναστές των αθλητών θα έμπαιναν ολόγυμνοι στο στάδιο.
Επιγράμματα και για τους ηττημένους
Η πυγμαχία, γνωστή ήδη από την ομηρική εποχή, ήταν από τα πιο δημοφιλή αγωνίσματα, γιατί αναπτύχθηκε από τη φυσική δύναμη του ανθρώπου, την πυγμή. Ονομαστοί ολυμπιονίκες υπήρξαν, ο Θεαγένης ο Θάσιος, ο Γλαύκος ο Καρύστιος, ο Επιζεφύριος Λοκρός Αγησίδαμος και πολλοί άλλοι. Αν φανταστούμε ότι ο πρώτος κέρδισε περισσότερες από 1.400 νίκες, είναι εύκολο να καταλάβουμε ότι οι πυγμάχοι θα είχαν και αρκετά «στραπάτσα». Πράγματι, σε μια σειρά επιγραμμάτων της «Ελληνικής Ανθολογίας», αναφέρεται ότι ο πυγμάχος Ολυμπιακός «δεν ήταν έτσι. Είχε κι αυτιά και βλέφαρα, είχε και μύτη, γένεια, φρύδια. Ωστόσο τα έχασε όλα αυτά, όταν έγινε πυγμάχος. Ούτε ίχνος δεν του απέμεινε από του πατέρα του την όψη. Ο αδελφός του είχε φιλοτεχνήσει, με ακρίβεια την εικόνα του. Όσοι τον βλέπουν ευθύς αμέσως αποφαίνονται: Είναι διαφορετικός, είναι ένας άλλος τώρα». Μάλιστα ο ίδιος ο επιγραμματοποιός, ο Λουκίλλιος, τον συμβουλεύει: «Με τέτοια μύτη Ολυμπιακέ θα πρέπει να προσέχεις. Ούτε σε διάφανο νερό, στα όρη πάνω, ούτε σε κρήνη το βήμα σου κοντά να φέρνεις. Σαν άλλος Νάρκισσος, αμέσως κοιτώντας τη μορφή σου, θα πεθάνεις, από αηδία για τον εαυτό σου». Από τους πρώτους αγώνες ο πυγμάχος γινόταν αγνώριστος από το ξύλο. Σχετική είναι η παρακάτω μαρτυρία: «Είκοσι χρόνια μετά την επιστροφή τού Οδυσσέα στην πατρική του γη, από τη μορφή του τον γνώρισε ο σκύλος του ο Άργος. Όμως εσύ, ω Στρατοφών, μετά από τέσσερις μήνες πυγμαχία, έγινες αγνώριστος, όχι μόνο στους σκύλους αλλά και στην πόλη ολόκληρη. Ακόμη και στον καθρέφτη αν κοιταχτείς, ίσως, αφού ορκιστείς, θα αποφανθείς: Δεν είμαι ο Στρατοφών, δεν είμαι εκείνος». Αν και τα επικίνδυνα χτυπήματα απαγορεύονταν, στους μεγάλους αγώνες υπήρχαν και θύματα, όπως ο Ανδρόλεως, στον οποίο αφιερώθηκε το παρακάτω επίγραμμα: «Σε όλους τους πυγμαχικούς αγώνες, που είχαν θεσπίσει οι Έλληνες, εγώ ο Ανδρόλεως σαν αθλητής είχα μετάσχει. Στην Πίσα έχασα το ένα μου αυτί, στις Πλαταιές το ένα μάτι, και με μετέφεραν εκτός, νεκρό στους Πυθικούς Αγώνες. Ο Δημοτέλης, ο πατέρας μου, το είπε στους συμπολίτες: Από το στάδιο ας μου τον φέρετε ή κολοβό ή και νεκρό ακόμη». Υπήρξαν όμως και πυγμάχοι που πρόσεχαν μην τραυματίσουν τους αντιπάλους τους. Σε έναν από αυτούς, τον Άπι «στήλη ύψωσαν οι συναγωνιστές του. Αυτός ποτέ του δεν τραυμάτισε κανένα». Σε ένα άλλο επίγραμμα απαθανατίστηκε η ιστορία της οικογενειακής καθημερινότητας του Κλεόμβροτου: «Πυγμάχος ήταν ο Κλεόμβροτος. Κατόπιν αποσύρθηκε. Όμως μετά τον γάμο του, αγώνες και πληγές Νεμέων και Ισθμίων έχει στο σπίτι του. Παντρεύτηκε μια μαχητική γριά. Στην Ολυμπία θαρρεί πως είναι. Την τρέμει αυτή κι από το στάδιο ακόμη περισσότερο. Μόλις ανασάνει από τον αγώνα, αυτή τον δέρνει. Τον προκαλεί να αντιδράσει κι αντιδρά, κι αυτή τον δέρνει περισσότερο».
Οι οπλιτοδρόμοι
Οι πολεμικές αντιπαραθέσεις ενέπνευσαν και το αγώνισμα του διαύλου οπλιτών (δρόμο ταχύτητας δυο σταδίων), που άρχισε το 520 π.Χ. (65η Ολυμπιάδα). Οι δρομείς φορούσαν πανοπλία. Ωστόσο, φαίνεται ότι το αγώνισμα αυτό αντιμετώπισε προβλήματα, λόγω του βάρους που κουβαλούσαν οι αθλητές. Αυτός θα ήταν και ο λόγος που, μετά τα μηδικά, κατάργησαν τις κνημίδες και το κράνος. Στο επίγραμμα που ακολουθεί τονίζεται η βραδύτητα του φορτωμένου με σιδερικά αγωνιστή που προσπαθεί να τερματίσει: «Ήταν ήδη μεσάνυχτα κι ο οπλίτης Μάρκος έτρεχε ακόμη, ώσπου έκλεισαν από παντού οι πόρτες του Σταδίου. Οι φύλακες υπέθεσαν ότι αυτός που φαινόταν στο βάθος, ήταν το πέτρινο άγαλμα που είχε στηθεί τιμητικά, ενός οπλίτη. Τον άλλο χρόνο, σαν άνοιξαν οι πύλες του Σταδίου, είδαν τον Μάρκο να τρέχει ακόμη. Κι απείχε ακόμη ένα στάδιο από το τέρμα του Σταδίου». Παρά τον σκωπτικό χαρακτήρα τους, τα επιγράμματα της «Ελληνικής Ανθολογίας» δίνουν με τον δικό τους τρόπο την εικόνα της προσπάθειας των ηττημένων. «Στην Αρκαδία ο Χάρμος, τρέχοντας με άλλους πέντε ακόμη, έφτασε, θαύμα, γεγονός ωστόσο, έβδομος στο τέρμα. Αφού ήταν έξι, ίσως πεις, πως ήρθε έβδομος; Ένας φίλος του ιμάτιο φορώντας, όρμησε φωνάζοντας στο στάδιο: “Θάρρος Χάρμε”. Να πώς ήρθε έβδομος ο Χάρμος. Αν ήταν πέντε οι φίλοι του, ω Ζωίλε, θα έφτανε δωδέκατος στο τέρμα». Πρωτότυπη καταγραφή της «ηττολαγνείας» παρουσιάζεται και στον αυτοσαρκασμό ενός ανώνυμου αθλητή: «Κανείς από τους αντιπάλους μου πιο γρήγορα από μένα δεν έπεφτε, ούτε έτρεχε βραδύτερα από μένα στο στάδιο. Δίσκο δεν άγγιξα ποτέ ούτε είχα και τη δύναμη να υψώσω τα πόδια μου ποτέ. Κουλός καλύτερα από μένα θα ακόντιζε ασφαλώς. Και στους αγώνες του Πεντάθλου, πέντε φορές με έχουν κηρύξει ηττημένο». Το ίδιο ενδιαφέρουσα είναι και η μαρτυρία που περιέχεται και σε ένα άλλο επίγραμμα, στο οποίο αναφέρεται ότι κατά τη στιγμή της σταδιοδρομίας έγινε μεγάλος σεισμός: «Χθες τον Ερασίστρατο τον σταδιοδρόμο, όταν τα πάντα σείονταν, η μεγάλη γη, μόνο αυτόν δεν σάλεψε».
Νικητές και εύφημες μνείες
Εκτός από τους ύμνους και τα επιγράμματα, υπήρχε κι ένα άλλο είδος λόγου που τιμούσε γενικά τους αθλητές. Σε πεζά ιστορικά κείμενα γίνεται εύφημος μνεία αθλητών που, όταν αποσύρθηκαν από τα στάδια, έλαβαν ενεργό μέρος στην πολιτική όπου και διέπρεψαν. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του νικητή του πεντάθλου Γόργου για τον οποίο γράφει ο ιστορικός Πολύβιος: «Ο Μεσσήνιος Γόργος, δεν υστερούσε καθόλου στον πλούτο και στην καταγωγή, για τον λόγο ότι στην ακμή της ηλικίας του ήταν αθλητής και είχε γίνει ο ενδοξότερος από κείνους που επεδίωκαν τον στέφανο της νίκης στους γυμνικούς αγώνες. Γιατί και κατά την εμφάνιση και κατά την αξιοπρέπεια της ζωής του, ακόμη δε και κατά το πλήθος των στεφάνων, από κανένα σύγχρονό του δεν ήταν κατώτερος. Αλλά, όμως, όταν εγκατέλειψε τα αθλητικά και ασχολήθηκε με την πολιτική και τη διακυβέρνηση της πατρίδας του, και στον τομέα αυτό δεν κέρδισε δόξα κατώτερη από εκείνη που είχε πριν, γιατί φαίνεται ότι διέφερε πάρα πολύ από την έλλειψη ανατροφής, φαινόμενο συνηθισμένο στους αθλητές. Ως προς τα πολιτικά ζητήματα πιστευόταν ότι ήταν πρακτικότερος και σωφρονέστερος». Στα αγωνίσματα φυσικά υπήρχαν και ατυχήματα. Πτώσεις αναβατών, σοβαρά χτυπήματα, ακόμη και θάνατοι. Για την υπευθυνότητα των Ελλανοδικών και την αντίληψη που επικρατούσε σχετικά με τα αγωνίσματα, καταγράφεται από τον Παυσανία το περιστατικό της βράβευσης ενός αλόγου που έριξε τον αναβάτη του, αλλά παρ’ όλα αυτά τερμάτισε πρώτο. Πράγματι, στην αρχή της κούρσας, ο Κορίνθιος Φειδώλας έπεσε αλλά το άλογο εξακολούθησε να τρέχει κανονικά και όταν, στην καμπή της κούρσας, άκουσε τη σάλπιγγα, έβαλε τα δυνατά του και έφτασε πρώτο στο τέρμα, στους Ελλανοδίκες, όπου και σταμάτησε καταλαβαίνοντας ότι νίκησε. Οι Ελλανοδίκες ανακήρυξαν νικητή τον Φειδώλα και του επέτρεψαν να στήσει άγαλμα του αλόγου. Άγαλμα έστησαν και οι γιοι του Φειδώλα στο δικό τους άλογο που νίκησε στην ιπποδρομία, αφιερώνοντας και σχετική επιγραφή: «Ο ταχύπους Λύκος (το όνομα του αλόγου), με μια νίκη στα Ίσθμια και δυο στην Ολυμπία, στεφάνωσε των παιδιών τού Φειδώλα τα σπίτια». Στους ανδριάντες των ολυμπιονικών επίσης καταγράφονταν οι νίκες των αθλητών, όπως στον παρακάτω: «Σε όσους θέλουν να μάθουν, αυτός ο λόγος είναι αληθινός. Ότι δηλαδή η ομορφότερη ιππική νίκη έγινε σε κείνη την Ολυμπιάδα που ο Ξενόμβροτος, ένας αθλητής τέτοιος όπως τον βλέπεις, πήρε, πρώτος από τους Κώους όλους στην Πίσα το ιερό βραβείο για το αγώνισμα του δρόμου και το εισήγαγε στο νησί του Μέροπα (την Κω). Η Ελλάδα παντοτινά τον εγκωμιάζει θυμούμενη την ιππική του δεξιότητα».
Πηγές
Όμηρος «Ιλιάς»-Παυσανίας «Ηλιακά»-Πίνδαρος «Επίνικοι» και «Αποσπάσματα»-Σιμωνίδης-Πολύβιος «Ιστορίες»-Θουκυδίδης «Ιστορίες»-Σχολιαστής του Απολλώνιου του Ρόδιου-Διόδωρος Σικελιώτης «Ιστορική Βιβλιοθήκη»-Ελληνική (Παλατινή) Ανθολογία «Επιγράμματα». «Αρχαιολογικά Ανάλεκτα» (σελ. 392-393). Αθήνα 1973. Inscriptiones Graecae VII, 3195, 3196, 3197, 3200 και 3201-3204.
Γράφει ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΠΟΥΛΟΣ