Τα χαρακτηριστικά που λαμβάνουν οι άνθρωποι εξαρτώνται απολύτως από το αν η οικογένειά τους διαχειρίζεται υλικό κεφάλαιο ή όχι. …Προσοχή εδώ !.. Όχι πλούτο, αλλά κεφάλαιο. Η πρώτη επαφή του ανθρώπου με την εξουσία γίνεται μέσα στην ίδια του την οικογένεια. Η μητέρα είναι αυτή που εκπαιδεύει το παιδί για την ένταξή του στην κοινωνία. Η μητέρα το εκπαιδεύει για το πώς θ’ αντιμετωπίζει την εξουσία. Γνωρίζοντας η μητέρα ότι, όταν αυτό το παιδί ενηλικιωθεί, θ’ αντιμετωπίσει την εξουσία της κοινωνίας, το εκπαιδεύει με τον τρόπο που η ίδια θεωρεί ότι υπηρετούνται καλύτερα τα συμφέροντά του. Η μητέρα για την εκπαίδευση αυτή χρησιμοποιεί τον πατέρα ως παράδειγμα εξουσίας. Ανάλογα δηλαδή με το πώς αντιλαμβάνεται η μητέρα ότι πρέπει ν’ αντιδρά το παιδί της απέναντι στην εξουσία ώστε να προοδεύσει, το εκπαιδεύει με τον κατάλληλο τρόπο. Συνήθως η μητέρα, εξαιτίας της άποψής της – που δεν είναι και η τελειότερη – , καταστρέφει καί τον πατέρα-πρότυπο καί το παιδί-εκπαιδευόμενο. Τα πάντα ξεκινούν από τα δεδομένα που έχει η μητέρα υπ’ όψιν της. Άλλα δεδομένα έχει η μητέρα που είναι σύζυγος δουλοπάροικου και άλλα η μητέρα που είναι σύζυγος κεφαλαιοκράτη.
Το παιδί του φτωχού δουλοπάροικου εξουσιάζεται συνήθως με τη χρήση των ενοχών. Η μητέρα “φορτώνει” συνήθως στο παιδί όλη τη μιζέρια που προκύπτει από την αποτυχημένη της προσωπική ζωή. Αυτό το κάνει, για να μπορεί να “πιέζει” το παιδί, με μέσον την αγάπη και την συμπόνια του προς το πρόσωπό της. Ο εξουσιαστής πατέρας, όταν είναι δουλοπάροικος, επειδή δεν έχει την ισχύ να επιβληθεί στο παιδί, “σπρώχνοντάς” το προς την άποψή του, απλά το “έλκει”. Προσφέρει τον εαυτό του σαν πρότυπο, ενώ η μητέρα “σπρώχνει” το παιδί προς την εξομοίωση μ’ αυτό το πρότυπο. Η μητέρα, για να επιτύχει τον στόχο της, που είναι ο φόβος προς την εξουσία, “μεγεθύνει” τα χαρακτηριστικά του πατέρα.
Αυτή η κατάσταση έχει τραγικά αποτελέσματα, γιατί αυτός που παριστάνει το “πρότυπο” αφυδατώνει την ψυχή του και φέρεται με μη φυσιολογικό τρόπο. Υποκρίνεται σ’ όλες του τις δραστηριότητες, για να επιβεβαιώσει την “εικόνα” που έχει γι’ αυτόν το παιδί του. Επειδή η επιβίωση του δουλοπάροικου εξαρτάται από τις σχέσεις του με τον κεφαλαιοκράτη, η επιβίωση ταυτίζεται με την υπακοή και η “πρόοδος” με τη δουλικότητα. Η μητέρα αντιλαμβάνεται ότι το παιδί, αν θέλει να επιβιώσει εύκολα, δεν πρέπει να είναι απείθαρχο. Το παιδί που “σπρώχνεται” από τη μάνα του, αποκτά δουλικά χαρακτηριστικά, γιατί η λύση των προβλημάτων επιβίωσής του βρίσκεται εκτός οικογενείας και, για να επιτευχθεί αυτό, θα πρέπει να εξομοιωθεί με τον υπάκουο πατέρα-“πρότυπο”, που φέρεται δουλικά εκτός οικογενείας και σκληρά εντός. Τα παιδιά αυτά δεν εκπαιδεύονται για να συγκρούονται με τους εξουσιαστές. Δεν έχει νόημα να εκπαιδεύσεις το παιδί να συγκρουστεί με τον αδύναμο πατέρα, όταν φοβάσαι ότι, εάν στη συνέχεια το επαναλάβει μέσα στην κοινωνία, θα το κατασπαράξουν οι ισχυροί.
Αντίθετα τα παιδιά των κεφαλαιοκρατών μεγαλώνουν μέσα σε διαφορετικές συνθήκες. Ο πατέρας δεν εξουσιάζει με “βοήθεια” κι ούτε παριστάνει το πρότυπο. Φέρεται φυσιολογικά κι εξουσιάζει με την ισχύ του και την πληθωρικότητά του. Δεν έχει ανάγκη τη “βιτρίνα” τού σκληρού. Δεν έχει την ανάγκη να είναι απρόσιτος, βλοσυρός και πάντα σοβαρός. Μπορεί να είναι φιλικός και προσιτός, εφόσον και με το χαμόγελο στα χείλη μπορεί να σε “στείλει” στο διάολο αν τον εκνευρίσεις με την ανυπακοή σου. Από την άλλη μεριά η μητέρα προετοιμάζει το παιδί να μη διστάζει να επιχειρεί τη σύγκρουση, όταν αυτή η σύγκρουση το συμφέρει. Η εκπαίδευση αυτή είναι απαραίτητη, γιατί μόνον κατ’ αυτόν τον τρόπο προστατεύεται το κεφάλαιο. Όταν συγκρούεσαι με τον ισχυρό και άγριο πατέρα σου, αντέχεις τις συγκρούσεις με τους πεινασμένους δουλοπάροικους.
Η μητέρα, φοβούμενη από πιθανή απώλεια του υπερπολύτιμου κεφαλαίου, διατηρεί το παιδί διαρκώς “ετοιμοπόλεμο”. Αυτή ωρύεται κάθε φορά που το παιδί χαλαρώνει. “Ξύπνα κοιμισμένε, την ώρα που παίζεις με τους φίλους σου ή ερωτεύεσαι, κάποιοι αρπάζουν τα χωράφια σου.”. Για τη μητέρα-εκπαιδευτή τίποτε δεν είναι αρκετά σημαντικό, που να δικαιολογεί την παραμέληση του κεφαλαίου. Όσο πιο ισχυρό γίνεται το παιδί, τόσο πιο γρήγορα θ’ αναλάβει τη διαχείριση του κεφαλαίου τής οικογένειας. Η λύση των οικονομικών προβλημάτων του παιδιού βρίσκεται μέσα στην οικογένεια. Η μητέρα δεν έχει κανέναν λόγο να το εκπαιδεύσει να φέρεται δουλικά, γιατί αντίπαλός του δεν είναι ένας ισχυρός ξένος, που, άσχετα με τις ικανότητές του παιδιού της, μπορεί να το καταστρέψει. Αντίπαλος είναι ο πατέρας, που, αν νικηθεί, προσφέρει το σύνολο των λύσεων. Αν αυτός δεν νικηθεί, δεν υπάρχει ρίσκο, εφόσον το άφθαρτο κεφάλαιο θα το κληρονομήσει το παιδί σε κάποια χρονική στιγμή και η εκπαίδευσή του δεν πάει “χαμένη”. Το παιδί, όταν γύρω του υπάρχουν πεινασμένοι δουλοπάροικοι, έτοιμοι να εκμεταλλευτούν τυχόν αδυναμία του, πρέπει να είναι πάντα έτοιμο για σύγκρουση.
Αυτοί οι δύο τρόποι διαπαιδαγώγησης ορίζουν και τα άκρα. Από τη μια πλευρά είναι το αδίστακτο “θηρίο”, που ονομάζεται κεφαλαιοκράτης και από την άλλη ο υποτακτικός δούλος. Όλοι οι άλλοι τύποι ανθρώπων εκπαιδεύονται μ’ έναν ενδιάμεσο τρόπο. Απλά, ανάλογα με την περίπτωση, η κάθε επιλογή στη διαπαιδαγώγηση πλησιάζει περισσότερο ή λιγότερο το κάθε άκρο. Ο εργάτης, σε μια εκβιομηχανισμένη κοινωνία, διαπαιδαγωγείται με την ίδια περίπου μέθοδο με τον κεφαλαιοκράτη. Αυτό συμβαίνει, γιατί ο εργάτης αποτελεί την κατώτατη βάση της παραγωγής. Όταν υπάρχει βιομηχανία, ο εργάτης, ό,τι και να συμβεί, δεν χειροτερεύει τη θέση του. Επιπλέον ο εργάτης διαθέτει “κεφάλαιο”. “Κεφάλαιό” του είναι η ικανότητα εργασίας του και ισχύς αυτού του “κεφαλαίου” του είναι οι ανάγκες της παραγωγής. Ο εργάτης εκπαιδεύεται κι αυτός να συγκρούεται, για να προστατεύσει τα συμφέροντά του. Καί στην περίπτωση αυτή θα “φωνάζει” ο ακοίμητος εκπαιδευτής-μητέρα: “Ξύπνα, σ’ εκμεταλλεύονται. Είσαι ο μόνος που εργάζεται ανασφάλιστος”. Και σ’ αυτήν την περίπτωση δεν υπάρχει ρίσκο εξαιτίας της εκπαίδευσης που οδηγεί στη σύγκρουση. Στη χειρότερη περίπτωση ο εργάτης θα παραμείνει εργάτης και στην καλύτερη μπορεί να γίνει ακόμα και κεφαλαιοκράτης.
Αντίθετα τα παιδιά των μορφωμένων πλουτοκρατών ή των δημοσίων υπαλλήλων εκπαιδεύονται όμοια με τους δουλοπάροικους. Ο πατέρας είναι πλούσιος, αλλά όχι κεφαλαιοκράτης. Δεν έχει νόημα η σύγκρουση μ’ αυτόν, γιατί δεν μπορείς να κληρονομήσεις το κεφάλαιό του. Δεν μπορείς να κληρονομήσεις το πτυχίο του ή τη θέση του στο δημόσιο. Σ’ αυτήν την περίπτωση η εκπαίδευση έχει ως στόχο να μάθει το παιδί ν’ αναζητά την εύνοια. Η μητέρα και σ’ αυτήν την περίπτωση παίζει τον ρόλο του ακοίμητου εκπαιδευτή, που ωρύεται όταν ο εκπαιδευόμενος κάνει λάθη. «Ξύπνα, και κάνε γνωριμίες. Όλοι οι συμφοιτητές σου διορίστηκαν. Γιατί κάνεις παρέα με τους μπατίρηδες τους εργάτες; Σε τι μπορούν αυτοί να σου φανούν χρήσιμοι;». Ο πατέρας και πάλι παίζει τον ρόλο του σε αυτήν την εκπαίδευση εφόσον λειτουργεί ως το πρόσωπο της εξουσίας. Απλά σε αυτήν την περίπτωση εκπαιδεύεσαι για να ευνοηθείς από τον πλούσιο αλλά ανίσχυρο πατέρα και όχι να τον νικήσεις. Αυτήν τη συμπεριφορά στη συνέχεια την αναπαράγει αυτό το παιδί μέσα στην κοινωνία. Τα παιδιά των πλουτοκρατών ή των βολεμένων δημοσίων υπαλλήλων, εξαιτίας του πλούτου – που δεν συνοδεύεται από την ισχύ του κεφαλαίου – , αναπτύσσουν διπλά χαρακτηριστικά. Είναι σκληροί σαν θηρία απέναντι στους αδύναμους που τους απειλούν, ενώ είναι οι πιο γελοίοι “γλείφτες”, όταν έχουν απέναντί τους πραγματικά ισχυρούς. Η συμπεριφορά τους δηλαδή δεν είναι σταθερή, όπως συμβαίνει με τους κεφαλαιοκράτες. Η συμπεριφορά τους είναι άμεσα εξαρτώμενη από την ταυτότητα εκείνου που τη δεδομένη στιγμή βρίσκεται απέναντί τους.
Παιδιά γελοίων “βολεμένων” είναι αυτά που αναπτύσσουν τις ρατσιστικές θεωρίες περί “ανωτέρων” και “κατωτέρων”. Επειδή δεν διαθέτουν κεφάλαιο και ζουν πλούσια, προσπαθούν να δικαιολογήσουν κατ’ αυτόν τον γελοίο τρόπο την εύνοια που απολαμβάνουν. Δικαιούνται σαν “ανώτεροι” να ζουν πλούσια εις βάρος των “κατώτερων”. Αγνοούν ότι οι ίδιοι δεν είναι παρά τα παιδιά των σπιούνων–επιστατών των φεουδαρχών. Αγνοούν ότι κάποιοι τους εκπαίδευσαν για να έχουν διαφορετικά χαρακτηριστικά από τους ανεκπαίδευτους. Ακριβώς, επειδή τα αγνοούν όλα αυτά, νομίζουν ότι είναι διαφορετικοί από τη φύση τους και άρα εξαιτίας των γονιδίων. Αντιλαμβάνονται την “υπεροχή” τους, αλλά δεν γνωρίζουν ότι κάποιοι τους έδωσαν “υπεροχή”, για να τους χρησιμοποιούν σαν πιόνια τους.
Αυτός είναι και ο λόγος που αναπτύσσουν διπλή και πολλές φορές γλοιώδη συμπεριφορά. Οι κεφαλαιοκράτες δεν έχουν την ανάγκη αυτή, γιατί η δύναμή τους – και άρα το στοιχείο που τους δίνει “υπεροχή” – έχει υλική υπόσταση και δεν είναι προϊόν υποκειμενικής εκτίμησης. Δεν έχουν ανάγκη οι κεφαλαιοκράτες να “τρομάζουν” τον λαό με εθνικούς εχθρούς ή με τον φόβο του Θεού, για να τους σέβονται. Οι κεφαλαιοκράτες μπορούν να σε ελέγχουν εύκολα και χωρίς φόβητρα γιατί μπορούν να σε καταστρέψουν πραγματικά και ανά πάσα στιγμή. Αντίθετα οι πλουτοκράτες έχουν απόλυτη ανάγκη τα παραμύθια-φόβητρα. Αυτό συμβαίνει γιατί κάθε φορά που κάποιος αμφισβητεί την αναγκαιότητά τους είναι αδύναμοι να αντιδράσουν. Όταν όμως δεν έχει κάποιος δυνατότητες αντίδρασης δεν μπορεί να αυτοπροστατευθεί. Τι θα κάνει ο πλουτοκράτης-μεγαλοαστός όταν αμφισβητείται και κινδυνεύει ο μισθός του;
Όπως εύκολα αντιλαμβανόμαστε, η χειρότερη περίπτωση για έναν λαό είναι να βρίσκεται υπό την εξουσία, είτε των παιδιών των δουλοπάροικων είτε των παιδιών των πλουτοκρατών. Οι τελευταίοι είναι ό,τι χειρότερο, γιατί είναι μορφωμένοι, γελοίοι και απάνθρωποι. Είναι επιρρεπείς στη διαφθορά κι “ευάλωτοι” στις πιέσεις. Επειδή “ζουν” πλούσια λόγω εύνοιας, φοβούνται να μην τη χάσουν. Αναζητούν εύνοια και προσφέρουν εύνοια. Επειδή “κλέβουν”, επιτρέπουν και σ’ αυτούς που τους αμφισβητούν να “κλέβουν”. Όλοι αυτοί ελέγχονται απόλυτα από την εξουσία, γιατί μπορεί να τους απειλεί. Είναι “σκληροί” με τον φτωχό λαό, αλλά ιδιαιτέρως “ελαστικοί” με τ’ αφεντικά τους.
Από το βιβλίο του Παναγιώτη Τραϊανού με τίτλο:
«ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ… Η ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΤΩΝ ΘΕΩΝ»
Πηγή…