Ο Πήγασος σύμφωνα με την αρχαία Ελληνική μυθολογία γεννήθηκε από την συνεύρεση της Μέδουσας και του Θεού της θάλασσας Ποσειδώνα.
Η σχέση του Θεού Ποσειδώνα με το άλογο αναφέρεται σε πολλούς μύθους. Σύμφωνα με τον θεσσαλικό μύθο, ο Θεός άφησε να προβάλλει ο πρώτος ίππος στον κόσμο κτυπώντας με την τρίαινα του το βράχο, γι’ αυτό και προσφωνείται και Πετραίος.
Κατά τον μύθο της ένωσης του με την Θεά Δήμητρα (Γη-μήτηρ) εκείνη, προσπαθώντας να τον αποφύγει, μεταμορφώθηκε σε φοράδα και εκείνος σε άτι και από την ένωσή τους γεννήθηκε ο ίππος Αρ(ε)ίων.
Ο Πήγασος ήταν ένα άλογο με φτερά. Η ετυμολογία του ονόματος ίσως προέρχεται είτε από την λέξη πηγή συν παραγωγικό επίθημα -ασος, είτε από την λέξη πηγός που σημαίνει ισχυρός συν το παραγωγικό επίθημα- άσος.
Ο Πήγασος ως άλογο, ίσως αλληγορεί και υποκρύπτει την πηγή του παρ άλογου τμήματος του ανθρώπινου νου, το όποιο παρασύρει με ισχύ, τον άνθρωπο προς ενστικτώδεις και παρορμητικές δράσεις και αντιδράσεις του κατώτερου εαυτού. Ο άνθρωπος όμως προορίζεται για ανώτερες σκέψεις, λόγους και δράσεις , όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Πλάτων στον Κρατύλο(399 c):
«το όνομα άνθρωπος σημαίνει ότι τα άλλα θηρία απ’ όσα βλέπουν τίποτε δεν ερευνούν ούτε συλλογίζονται ούτε παρατηρούν με προσοχή (ἀναθρεῖv), ό άνθρωπος όμως συγχρόνως βλέπει -και αυτό είναι το ὄπωπε- και παρατηρεί με προσοχή (ἀναθρεῖ) και συλλογίζεται εκείνο που έχει (δηλ. ὄπωπε). Απ’ αυτό λοιπόν βγαίνει ότι από τα θηρία μόνο ο άνθρωπος σωστά ονομάστηκε άνθρωπος , «ο εξετάζων όσα έχει δει» (ἀναθρῶν ἃ ὄπωπε)…»
Οι πρόγονοι του Πήγασου, ίσως μας υποδείξουν περισσότερα για την υποκρύπτουσα φύση του Πήγασου. Ο Ποσειδώνας ως εξουσιαστής των υδάτων, των σεισμών, συμβολίζει την αέναη κίνηση και τη ρευστότητα, ιδιότητες του υγρού στοιχείου που αντιστοιχούν σε ανθρώπινο επίπεδο, στον κόσμο των συναισθημάτων. Και αυτό διότι τα συναισθήματά μας μεταβάλλονται ανάλογα με τις συνθήκες και το περιβάλλον.
Σύμφωνα με τον Πλάτωνα ( Κρατύλος) το όνομα «Ποσειδών», προέρχεται από την λέξη «ποσίδεσμος», λόγω του ότι Θεός είναι «ικανός να δένει τα πόδια». Ο ποσίδεσμος Ποσειδών δένει τα πόδια στον καθηλωμένο από τις συναισθηματικές εξαρτήσεις άνθρωπο.
Η Μέδουσα ως μητέρα του Πήγασου, συμβολίζει την σκοτεινή πλευρά του υποσυνείδητου, τις ανθρώπινες φοβίες, τα ένστικτα και τα πάθη που καθηλώνουν τον άνθρωπο, τον καθηλώνουν, τον παγιδεύουν σε ένα χαοτικό φαύλο κύκλο αδράνειας, για αυτό και η Μέδουσα «πετρώνει» όποιον την κοιτά.
Δεν είναι τυχαίο πως η θεάς τη σοφίας Αθήνα, συνδέεται με το φόνο της Μέδουσας από τον ήρωα Περσέα. Η θεά Αθηνά δίνει στον Περσέα, την ασπίδα και ο Ερμής τα φτερωτά σανδάλια, ώστε αυτός να φονεύσει την Μέδουσα. Το λογικό και το παράλογο οι δύο αυτές αντίρροπες δυνάμεις δώρα των θεών και τα δύο, αντιμάχονται η μία την άλλη στον πρωτόγονο άνθρωπο.
Ο Περσέας ο εξιδανικευμένος άνθρωπος πρέπει να ιππεύσει τον γόνο του Ποσειδώνα και της Μέδουσας, να τιθασεύσει το παράλογο, τους αρχέγονους φόβους, τις δεισιδαιμονίες, τα ζωώδη ένστικτα, ο ήρωας είναι ο φορέας του συνειδητού, της εκλογίκευσης, του πολιτισμού. Ο Πήγασος χάνει τα φτερά του, υποτάσσεται στην υπηρεσία του έλλογου ανθρώπου.
Η νίκη του ανθρώπου στις αρχέγονες Φοβίες που παριστάνονται ως τερατόμορφες αφύσικες υπάρξεις, απεικονίζονται για αυτό τον λόγο ως η νίκη του έλλογου ανθρώπου στο άλογο στις μετόπες του ναού της Σοφίας του Παρθενώνα, καθώς ως γνωστόν, δεν υπάρχει πιο άγριο θηρίο από τον άνθρωπο, όταν κατέχει δύναμη ίση με τα πάθη του.
Μπροστά, σε αυτό τον κόσμο του χάους και του παραλόγου, η θέα Αθηνά αντιπροσωπεύει τον κόσμο της νόησης, τον Νου. Είναι αυτή που διατηρεί την τάξη, τα όρια της σύμβασης που συνθέτουν την ανθρώπινη διάσταση. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο το γεγονός ότι η Θεά της Σοφίας προστατεύει και υποστηρίζει ήρωες που θεμελιώνουν την ύπαρξη τους στην διανόηση, όπως για παράδειγμα ο Οδυσσέας, ή ο Περσέας.
Η Αθηνά μετά την εξόντωση της Μέδουσας την τοποθέτησε στο στήθος της, αφομοιώνοντας την δύναμη της. Αντί να επιθυμεί απλώς ένα σύμβολο της αρχέγονης δύναμης της Μέδουσας, η Αθηνά θέλει να «αφομοιώσει» την δύναμη της αναφέρει χαρακτηριστικά ο Παυσανίας. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει πως ακόμα και εάν τιθασεύσεις κάτι που ούτως ή άλλως υπάρχει στα γονίδια και στην ψυχοσύνθεση σου, δεν μπορείς να το εξαφανίσεις οριστικά, απλά το αδρανοποιείς.
Μπορείς να το απωθήσεις στο βάθος του υποσυνείδητου σου, αλλά και να βρίσκεσαι σε μία διαρκή εγρήγορση για την διαχείριση του. Οι φόβοι μας δεν εξαφανίζονται έτσι απλά, οφείλουμε να βρούμε τρόπους να τους διαχειριστούμε.
Σε ένα τέτοιο ψυχολογικό πλαίσιο, η εξόντωση της Μέδουσας από την Αθηνά αλληγορεί, πως σκοτώνοντας την Μέδουσα δεν σκότωσε τα ένστικτα, τα πάθη και τους συμβολισμούς που φέρει η Μέδουσα, αλλά τα «ενσωμάτωσε» μέσα της. Και επειδή τα «ενσωμάτωσε» μέσα της, μπορεί και το διαχειρίζεται.
Οφείλεται ιδιαίτερα στην φύση της Αθηνάς, η διατήρηση των δύο καταστάσεων της τάξης του Νου και της σοφίας και του χάους της Μέδουσας, του συνειδητού και του ασυνείδητου, σε αρμονική συνύπαρξη. Δικό της δώρο είναι το ότι βλέπουμε να κατανοήσουμε ολιστικά τον εσωτερικό αλλά και εξωτερικό κόσμο. Μόλις χαθεί αυτή η σχέση, έχουμε μόνο αδρανή ύλη και διάνοια που έχει χάσει το στόχο της. Κάτ’ αυτόν τον τρόπο, ο υλικός κόσμος γίνεται εχθρικός και απόμακρος!
Για τον ίδιο λόγω όπως προαναφέρθηκε οι αρχαίοι Έλληνες, απεικόνισαν καλλιτεχνικά στις μετόπες του ναού της σοφίας, του Παρθενώνα την Τιτανομαχία και την Κενταυρομαχία, συμβολίζοντας την καταλυτική υπεροχή της ηθικής και της λογικής, απέναντι στο παράλογο και ανεξέλεγκτο συναίσθημα.
Στο εξωτερικό τμήμα του ναού, αναδεικνύεται ο ασταμάτητος πόλεμος πνεύματος και ύλης, λογικής και παραλόγου. Όπως ακριβώς η Παρθένα Αθηνά γεννήθηκε δίχως, μητέρα μέσα από το κεφάλι του Δία, έτσι και ο άνθρωπος που γνωρίζει ποια είναι η πραγματική του υπόσταση, έχει κατακτήσει συνεπώς το « γνώθι σαυτόν», εντός του ναού αποτίει τιμή στην πραγματική του φύση, η οποία είναι ομοούσια προς τους θεούς. Στο εσωτερικό του ναού κατοικεί η θέα της νόησης και της σοφίας, όπως και στο εσωτερικού του ανθρώπου βρίσκεται ο θεϊκός σπινθήρας του ανθρώπου.
Στο μεγάλο ταξίδι του βίου κάθε άνθρωπος αντικρίζει το προσωπείο της Μέδουσας. Η δημιουργία και η σύνθεση, όπως και η υπέρβαση της υλικής μας υπόστασης, συνιστούν τα αναγκαία βάθρα της πραγματικής ζωής. Η ζωή είναι μια κίνηση, μια περιπέτεια, μια σύγκρουση με το άγνωστο, το τυχαίο και το ανέλπιστο. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Νίκος Καζαντζάκης στην Ασκητική:
«Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο∙ καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο∙ το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή….Μα κι ευτύς ως γεννηθούμε, αρχίζει κι η προσπάθεια να δημιουργήσουμε, να συνθέσουμε, να κάμουμε την ύλη ζωή∙ κάθε στιγμή γεννιούμαστε. Γι’ αυτό πολλοί διαλάλησαν: Σκοπός της εφήμερης ζωής είναι η αθανασία…Και τα δυο ρέματα πηγάζουν από τα έγκατα της αρχέγονης ουσίας. Στην αρχή η ζωή ξαφνιάζει∙ σαν παράνομη φαίνεται, σαν παρά φύση, σαν εφήμερη αντίδραση στις σκοτεινές αιώνιες πηγές∙ μα βαθύτερα νιώθουμε: η Ζωή είναι κι αυτή άναρχη, ακατάλυτη φόρα του Σύμπαντου».
Κάθε ένας από μάς καλείται ως ένας άλλος Περσέας να αφυπνιστεί, να εξυψώσει τις δράσεις του ώστε να μπορέσει να φτάσει μέσω αυτών στην αθανασία, στην παρουσία δηλαδή κάποιων στοιχείων του ανθρώπου και μετά το θάνατό του.