Σύμφωνα με την παράδοση που διέσωσε ο Ρωμαίος ποιητής Οβίδιος, Ο Νάρκισσος ήταν γιός του ποταμού Κηφισού και της νύμφης Λειριώπης. Όταν γεννήθηκε, ο μάντης Τειρεσίας προφήτευσε στους γονείς του ότι “το παιδί τους θα ζήσει μέχρι τα βαθιά γεράματα εκτός και αν αντικρύσει κάπου την εικόνα του εαυτού του.”
Ο Νάρκισσος μεγάλωσε και έγινε τόσο όμορφος που όλες οι νύμφες του δάσους ήταν ερωτευμένες μαζί του. Αυτός όμως τις απέρριπτε όλες. Μία από αυτές τις νύμφες που επέρριψε ήταν και η Ηχώ. Η Ηχώ απογοητεύτηκε τόσο πολύ που αποσύρθηκε σε ένα ερημικό τόπο και εκεί έσβησε μέχρι που μεταμορφώθηκε σε έναν θρηνώδες ψίθυρο.
Η θεά Νέμεση, όταν άκουσε τους θρήνους και τα παράπονα των νυμφών, εκδικήθηκε τον Νάρκισσο κάνοντας τον να ερωτευτεί την ίδια του την εικόνα. Ο Νάρκισσος έμεινε έκθαμπος από την ομορφιά του και έμεινε να κοιτάζει την υπέροχη αντανάκλαση της στα νερά μιας λίμνης μέχρι που πέθανε.
Μια άλλη παραλλαγή της ιστορίας του Νάρκισσου προέρχεται από την Βοιωτία. Σύμφωνα με αυτήν ο Νάρκισσος ζούσε στην πόλη των Θεσπιών. Ένας νέος με το όνομα Αμείνιας τον ερωτεύθηκε αλλά ο Νάρκισσος τον απέρριψε. Με ένα σπαθί που του έστειλε ως δώρο ο Νάρκισσος, ο Αμείνιας αυτοκτόνησε αλλά πριν πεθάνει καταράστηκε τον Νάρκισσο να ερωτευτεί τον εαυτό του. Πράγμα το οποίο και έγινε και οδήγησε τον Νάρκισσο να δώσει τέλος στην ζωή του με το ίδιο σπαθί.
Και στις δύο παραλλαγές το λουλούδι Νάρκισσος φύτρωσε εκεί που πέθανε ο πανέμορφος μα άτυχος νέος.